Απόψεις

Για το δικαίωμα των κανονικών ανθρώπων στην άσκηση της πολιτικής ( Ένα κείμενο που άργησε ένα χρόνο)

22/01/2016

Γιάννος Γιαννόπουλος, πολιτικός μηχανικός

Ένα κείμενο που άργησε ένα χρόνο

Το κείμενο που ακολουθεί είχε γραφτεί το Δεκέμβριο του 2014, αλλά δεν δημοσιεύτηκε, επειδή το "πρόλαβε" η επίσπευση της προκήρυξης της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας από το κοινοβούλιο.  Είναι σαφές εκ των υστέρων ότι πάσχει σε πολλά σημεία της ανάλυσής του: Αφενός, δεν διέβλεπε ότι το όριο της διαμορφωμένης στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ για μια σύγκρουση εντός της Ευρωζώνης θα οδηγούσε στην ήττα, αφού οι αντίπαλοι διέθεταν όλα τα εργαλεία επιβολής και στραγγαλισμού που χρειάζονταν σε αυτό το πλαίσιο. Αφετέρου, υποβάθμιζε την προϊούσα διαδικασία μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτό που συντελούνταν δεν ήταν η γραφειοκρατικοποίηση αλλά η κρατικοποίησή του. Υπάρχουν και άλλα προβληματικά σημεία του, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημά του ήταν ακριβώς ότι δεν δημοσιεύτηκε την εποχή που γράφτηκε, για να μην προκαλέσει φθορά στο κόμμα εκείνη την περίοδο, επειδή πλέον υπήρχε σαφής ορίζοντας προκήρυξης εθνικών εκλογών. Η αυτολογοκρισία, ακόμα και ενόψει μεγάλων μαχών, δεν βοηθάει ποτέ στην Αριστερά.

Γιατί όμως δημοσιεύεται τώρα; Καταρχάς γιατί έχει μια αξία να βλέπουμε ξανά την οπτική που είχαμε για ορισμένα ζητήματα, σε προηγούμενες συγκυρίες. Νομίζω ότι μια ανάγνωση του κειμένου σήμερα, αναδεικνύει πως η ένταξη σε έναν πολιτικό σχηματισμό υπονομεύει συχνά την οξύτητα της ασκούμενης κριτικής και αδυνατεί να εντοπίσει προβλήματα που πολλές φορές είναι εύκολα εντοπίσιμα από εξωτερικούς παρατηρητές. Αυτός είναι και ο λόγος που το κείμενο δημοσιεύεται ακριβώς όπως είχε σταλεί τότε για δημοσίευση, χωρίς καμία αλλαγή. Εκτός αυτού όμως, το αίτημα για τη δυνατότητα εμπλοκής περισσότερων ανθρώπων με ισότιμο τρόπο στη ζωή και τις αποφάσεις των πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς παραμένει επίκαιρο, και πλευρές ζητημάτων που ταλάνιζαν το ΣΥΡΙΖΑ πριν τη μετάλλαξή του, συνεχίζουν να ταλανίζουν όλες τις μορφές της Αριστεράς, κάτι που οφείλουμε να μην το υποτιμάμε, αν θέλουμε να κάνουμε καινούρια, και όχι τα ίδια, λάθη στις νέες μας προσπάθειες.

 

Για το δικαίωμα των "κανονικών ανθρώπων" στην άσκηση της πολιτικής

Στο παρόν κείμενο επιχειρείται μια τοποθέτηση επί διαφόρων ζητημάτων τα οποία αφορούν στη λειτουργία και τη δημόσια παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα, από την προεκλογική περίοδο των τριπλών εκλογών και ύστερα. Παρά το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά τα ζητήματα φαίνονται μερικώς ασύνδετα σε πρώτη ανάγνωση, υπάρχει μια, ανάμεσα ίσως σε άλλες, κοινή αιτία στην οποία οφείλονται: τη γραφειοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

 

Προεκλογική περίοδος, δημόσια εικόνα και απολογισμός

Είναι δεδομένο για όποιον παρακολουθεί συστηματικά το ΣΥΡΙΖΑ, και πολύ περισσότερο για τα μέλη του, ότι στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τις τελευταίες εκλογές, έχει υπάρξει μια σαφής μετατόπιση όχι στις θέσεις του, οι οποίες επικυρώθηκαν από το ιδρυτικό του συνέδριο, αλλά στη δημόσια εικόνα του και στο στίγμα το οποίο εκπέμπει στην κοινωνία, το οποίο τείνει να γίνει σαφώς λιγότερο συγκρουσιακό. Αυτή η επικοινωνιακή διολίσθηση συντελείται και χωρίς να αλλάζουν οι ψηφισμένες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να επιλέγονται συγκεκριμένες διατυπώσεις στο λόγο στελεχών που μονοπωλούν τη δημόσια εικόνα του κόμματος, και να συναντιέται η ηγετική ομάδα με εκπροσώπους του "παλιού κόσμου", θολώνοντας την εικόνα που είχε για το ΣΥΡΙΖΑ μεγάλη μερίδα της κοινωνίας μέχρι το 2012. Η έκφανση αυτής της πολιτικής λογικής στην παρούσα συγκυρία, είναι η προσπάθεια προσέγγισης βουλευτών από το αστικό κοινοβουλευτικό μπλοκ, βουλευτών που συναίνεσαν στην εφαρμογή των μνημονίων, ακόμα και μέσω διαρροών σε ΜΜΕ.

Οι απαντήσεις που δίνονται είναι πολλές, άλλες καλοπροαίρετες και άλλες όχι και τόσο. Υπάρχει μια αφήγηση η οποία θεωρεί όλα καλώς καμωμένα, και δικαιολογεί εκ των υστέρων τα πάντα στη βάση των θετικών αποτελεσμάτων. Καταλογίζει στους επικριτές σεχταριστική διάθεση και φόβο για τις μάζες, ενώ συνήθως συνδυάζεται με τη ρητή ή υπόρρητη επιχειρηματολογία του αναγκαίου ανοίγματος σε ακροατήρια ευρύτερα, ευρύτερα όμως με όρους παραδοσιακής πολιτικής γεωγραφίας και όχι υπάρχουσας κοινωνικής συγκυρίας. Καταρχάς, η στροφή στον πατριωτικό λόγο, η μετατόπιση της φρασεολογίας από το "ή εμείς ή αυτοί" στο "Ελλάδα ή Μέρκελ", η ανάληψη από συγκεκριμένους ανθρώπους -αμφιλεγόμενης τοποθέτησης, ικανοτήτων και απολαβών- της προεκλογικής καμπάνιας, με πιο ακραίο παράδειγμα το neaellada.gr για το οποίο κανένας ποτέ δε λογοδότησε, είναι αναντίρρητη πραγματικότητα. Επιπλέον, τα εκλογικά αποτελέσματα δε διαβάζονται μονάχα στη βάση του τι εμείς κάνουμε σωστά, αλλά και στο τι κάνει ο αντίπαλος, όπως έχει αναλύσει ο Δημήτρης Σεβαστάκης με αφορμή τον ΕΝΦΙΑ[1]. Στην ουσία όμως, οι υπερασπιστές αυτής της πολιτικής γραμμής υποπίπτουν σε δύο θεμελιώδη σφάλματα. Από τη μια, επιχειρούν να κάνουν πολιτική με βάση παλιές πολιτικές ταυτότητες, σε μια περίοδο που η κρίση αντιπροσώπευσης έχει σαρώσει εκπροσωπήσεις δεκαετιών, και τα καθημερινά βιώματα και η οικονομική κατάσταση, η ταξική θέση δηλαδή, καθορίζουν πολύ περισσότερο τις πολιτικές συμπεριφορές. Από την άλλη, τη στιγμή που ο πολιτικός χρόνος έχει συμπυκνωθεί όσο ποτέ στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας, αντιμετωπίζουν το πολιτικό σκηνικό ως σταθερή εικόνα αθροισμάτων, και όχι ως ταχύτατα μεταβαλλόμενο πεδίο δυνατοτήτων. Δεν είναι τυχαίο, ότι η ίδια περίπου αφήγηση μιλούσε μετεκλογικά για την ανάγκη συμμαχιών για την επίτευξη κυβερνητικής πλειοψηφίας, τη στιγμή που οι "αριστεριστές" και οι "σεχταριστές" προσέβλεπαν σε μια στρατηγική που θα μας οδηγήσει στην αυτοδυναμία.  Το γεγονός ότι αυτές οι απόψεις δεν εκφράζονται συνήθως ρητά και σαφώς σε κείμενα δεν αποτελεί απόδειξη ότι δεν υφίστανται (υπονοήσεις, διαρροές, τοποθετήσεις σε ΜΜΕ, δημοσιεύματα σε ηλεκτρονικά ΜΜΕ συγκεκριμένης κοπής πείθουν για το αντίθετο). Αποτελεί αντίθετα απόδειξη ότι αυτή η λογική υποτιμά το διάλογο, και θεωρεί ότι η "μεγάλη πολιτική" είναι για τους γνωρίζοντες, συνήθως κατοικοεδρεύοντες στους ανώτερους ορόφους κομματικών γραφείων. 

Τα φίλα προσκείμενα σε αυτές τις απόψεις ηλεκτρονικά ΜΜΕ χρησιμοποιούν εσχάτως έναν όρο για να περιγράψουν όσους διαφωνούν: γραφειοκράτες του 3%. Στην πραγματικότητα, ο όρος αυτός μάλλον περιγράφει ορθότερα τους ίδιους τους διακινητές του, αφού οι ίδιοι είναι που αδυνατούν να κατανοήσουν πως η αύξηση των εκλογικών ποσοστών δεν ήρθε από τηλεοπτικές ατάκες και διευρύνσεις με πολιτικούς παράγοντες του παλιού κόσμου, αλλά από τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στα κινήματα και τους κοινωνικούς χώρους και τη στιβαρή πολιτική του στήριξη στα πληττόμενα τμήματα της κοινωνίας· έξω δηλαδή από τα γραφεία, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε σχέσεις εμπιστοσύνης με τον κόσμο της εργασίας και της νεολαίας. Ήταν η συγκρουσιακή γραμμή που σε συνδυασμό με το αίτημα για κυβέρνηση της Αριστεράς, και όχι εθνικής σωτηρίας, οδήγησε στην αλματώδη αύξηση της επιρροής μας.  Σε πρώτο χρόνο, τέτοιες λογικές οδηγούν στον περιορισμό της προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης μόνο μέσα από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, μέθοδος που είναι αμφίβολο αν θα πετύχει το στόχο της, καθώς οι προσπάθειες εξαγοράς και οι πιέσεις που θα ασκήσει το αστικό στρατόπεδο ενόψει του κόμβου της προεδρικής εκλογής είναι τεράστιες. Η παρουσία του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο θα αύξανε σημαντικά της πιθανότητες επίτευξης της κυβερνητικής ανατροπής. Σε δεύτερο χρόνο, η μεγαλύτερη επίπτωση αυτών των λογικών έγκειται στη μειούμενη ένταση της υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ από τα ακροατήριά του, την ώρα που αυτά διευρύνονται. Κάτι που έχει τεράστια σημασία για το μέλλον, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του χρειάζεται μια κοινωνία πρόθυμη να υποστηρίξει την κυβέρνησή της, πράγμα έτσι κι αλλιώς δύσκολο εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης αντιπροσώπευσης, σε μια περίοδο δηλαδή που κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, και μάλιστα όχι με όρους χειροκροτητών σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, αλλά με όρους σύγκρουσης σε καθημερινές ταξικές μάχες.

 

Ορισμένες πιο μετριοπαθείς τοποθετήσεις, ενώ εντόπιζαν προβληματικές στη λειτουργία του κόμματος, προέκριναν τη σημασία της κοινωνικής δουλειάς έναντι της κεντρικής εκφώνησης. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική δουλειά, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτή γίνεται έχει τεράστια σημασία, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια κοινωνία που η ενημέρωση και η επικοινωνία γίνεται σε τεράστιο βαθμό μέσω των ΜΜΕ, η κεντρική εκφώνηση μπορεί να γκρεμίσει σε μια μέρα όσα χτίζει η παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο σε μήνες. Ταυτόχρονα, η αναντιστοιχία κεντρικής εκφώνησης και κοινωνικής πρακτικής αποστρατεύει τα ίδια μας τα μέλη, παραλύοντας τον κομματικό οργανισμό. Το συνέδριο της διάσπασης του Συνασπισμού το 2010 που ουσιαστικά επιβλήθηκε από τις οργανώσεις (κόντρα στις δύο μεγαλύτερες τάσεις του Συνασπισμού) ακριβώς επειδή υπερπροβεβλημένα στελέχη της τότε Ανανεωτικής Πτέρυγας ακύρωναν το στίγμα του χώρου στις δημόσιες εμφανίσεις τους, ανήκει στο πολύ πρόσφατο παρελθόν για να έχουμε προλάβει να το ξεχάσουμε.

 

Η τρίτη προσέγγιση στο ζήτημα τέθηκε από το λεγόμενο "κείμενο των 53", γύρω από το οποίο έγινε και τεράστια συζήτηση. Παρά τις ορθές τους επισημάνσεις, το κείμενο των 53, όπως και η κριτική που ασκήθηκε και από την Αριστερή Πλατφόρμα στις πρακτικές της διολίσθησης, δε στάθηκαν αρκετά για να ανακόψουν συγκεκριμένες τακτικές της ηγετικής ομάδας, παρά τη φαινόμενη συμφωνία στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή, και αυτό οφείλεται ακριβώς στον τρόπο που λειτουργεί το κόμμα αυτή τη στιγμή, και για τον οποίο ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι ασκούντες κριτική, οι οποίοι προφανώς οφείλουν και να δράσουν. Από τους υπόλοιπους, εξάλλου, δεν έχουμε και πολλά να περιμένουμε.

 

Μια παλιά ασθένεια σε νέα μορφή

Τα φαινόμενα διολισθήσεων, εγνωσμένων δημόσιων τοποθετήσεων και διαρροών για τη δημιουργία τετελεσμένων δεν αποτελούν τη μεγάλη εικόνα, ούτε μια συντελεσθείσα και μη αναστρέψιμη "δεξιά στροφή". Θα ενταθούν όμως και δεν πρόκειται να ανακοπούν αν δεν αλλάξει συνολικά ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το κόμμα. Νομίζω δε, ότι αυτός ο σημερινός τρόπος λειτουργίας περιγράφεται με εξαιρετική, σχεδόν κυριολεκτική, ακρίβεια με τον όρο γραφειοκρατία.  Ανεξαρτήτως "κομματικής θέσης" που κατέχει ένα στέλεχος, πόσο μάλλον ένα μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι τόσο δυσκολότερο να γνωρίζει, και ακόμα περισσότερο να παρεμβαίνει στις αποφάσεις, όσο μακρύτερα βρίσκεται από τα κέντρα λήψης των κομματικών αποφάσεων, όχι απλώς με όρους κομματικής ιεραρχίας, αλλά σχεδόν καθαρά με όρους χώρου. Όσοι ζουν και εργάζονται εκτός της Κουμουνδούρου, της βουλής, των κτιρίων που στεγάζουν τα προσκείμενα στο κόμμα ΜΜΕ ακόμα και αν είναι μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουν, πόσο μάλλον να παρεμβαίνουν στις αποφάσεις, με δεδομένο πως η ενημέρωση αποτελεί προϋπόθεση για τη δημοκρατία. Και αυτούς ορίζω για να συνεννοούμαστε ως "κανονικούς ανθρώπους". Αυτό δε σημαίνει προφανώς ότι όσοι εργάζονται στον ευρύτερο κομματικό τομέα είναι εξωγήινοι. Έχουν όμως πολύ διαφορετικούς διαθέσιμους χρόνους, πόρους (δεν εννοώ οικονομικούς αλλά υποδομών) και ενημέρωση, δεν υφίστανται τις πιέσεις της ανεργίας ή άλλων χώρων εργασίας, υφίστανται όμως άλλες εσωκομματικές πιέσεις, και επομένως ο ρόλος τους, ακριβώς επειδή είναι αναγκαίος, οφείλει να είναι και διαφορετικός. με κύριο άξονα την αξιοποίηση των γνώσεων, των ενδιαφερόντων και της διάθεσης για δράση όλων των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, ζωντανεύοντας τον κομματικό οργανισμό, δίνοντας αντικείμενο τόσο στις οργανώσεις, όσο και στον κόσμο που προσεγγίζει το κόμμα.

Η κατάσταση αυτή πρέπει λοιπόν να αλλάξει, και μάλιστα από πάνω προς τα κάτω, επιτρέποντας τη συμμετοχή όλων στη συζήτηση από το πιο μεγάλο ως το πιο μικρό, όχι με όρους παράλυσης αλλά αποτελεσματικότητας. Θα πρέπει να τονιστεί εδώ, ότι δημοκρατία δε σημαίνει ότι πρέπει να συζητάνε όλοι κάθε στιγμή για όλα. Γιατί αυτό είναι πολύ απλά ανέφικτο και καταλήγει στο να αποφασίζει εκείνος που έχει την εξουσία την κρίσιμη στιγμή. Αντίθετα, η δημοκρατία προϋποθέτει τουλάχιστον δύο πράγματα. Το πρώτο είναι λειτουργούντα όργανα με συγκεκριμένες χρεώσεις και ευθύνες. Το δεύτερο και αδιαπραγμάτευτο είναι ο σεβασμός των πολιτικών αποφάσεων των διαδικασιών. Όταν το συνέδριο αποφασίζει, λόγου χάρη, ότι δεν έχουν θέση σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς "πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου"[2], αυτό δεν αλλάζει αυτόματα, όσο και να αλλάζει η συγκυρία. Αλλάζει μόνο από επόμενο συνέδριο.

 

Πολιτική λειτουργία και Κεντρική Επιτροπή

Καταρχάς, δεν είναι δυνατόν να επιχειρείται να κατανοηθεί το πρόβλημα στη λειτουργία της ΚΕ, χωρίς να σημειώνεται  υπάρχουν καν χρεώσεις καθοδήγησης οργανώσεων, και η ΚΕ είναι μόνο πολιτικό και όχι καθοδηγητικό όργανο, με αποτέλεσμα οι οργανώσεις να λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με άξονα την αυτενέργεια, χωρίς κεντρικό πλάνο και σχέδιο παρέμβασης, πλην ορισμένων ηρωικών εξαιρέσεων. Κατάσταση που δεν πρόκειται να αλλάξει όσο το βάρος της καθοδήγησης το επωμίζονται ουσιαστικά μόνο το οργανωτικό γραφείο και η Πολιτική Γραμματεία. Ο ιδιότυπος ιδρυματισμός του μεγαλύτερου τμήματος του οργάνου, πέραν των συνεπειών που έχει για τις οργανώσεις, αποκόβει το κεντρικό όργανο από τις κοινωνικές του προσλαμβάνουσες και τις "κεραίες" του στα προβλήματα του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η συζήτηση να μην εδράζεται στα δεδομένα της κοινωνικής ζωής, αλλά να περιορίζεται στις κεντρικές πολιτικές επιλογές και εκφορές του κόμματος και όχι στο πολιτικό σχέδιο που πρέπει αυτό να εκδιπλώσει στους κοινωνικούς χώρους.

 Αλλά και οι ίδιες οι συνεδριάσεις του οργάνου καθίστανται σε μεγάλο βαθμό επικοινωνιακό παιχνίδι, για δύο τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι η παρουσία εκπροσώπων των ΜΜΕ στις συνεδριάσεις. Η τηλεοπτική κάλυψη αλλάζει το κοινό στο οποίο απευθύνονται τα μέλη της ΚΕ, τουλάχιστον ο πρόεδρος και ίσως και στελέχη της πρώτης γραμμής, οι οποίοι δε συζητούν μεταξύ τους, αλλά απευθύνονται στο εθνικό ακροατήριο δια της κομματικής διαδικασίας. Ο δεύτερος σχετίζεται μερικώς με τον πρώτο και αφορά στην ανάγκη να υπάρχει εκ των προτέρων συνολική συνεννόηση για ένα κείμενο πριν τη διαδικασία ψήφισής του, μην τυχόν φανεί το κόμμα διασπασμένο προς τα έξω. Έχουμε επιτρέψει έτσι στα ΜΜΕ να καθορίζουν τον τρόπο που συζητάμε στο εσωτερικό μας. Η από τα πριν συμφωνία επί των πάντων συμπιέζει το διάλογο εντός του οργάνου και τον μεταφέρει σε συνεννοήσεις κορυφής μετατρέποντας τάσεις και ιδεολογικά ρεύματα σε συμπαγείς ομάδες πίεσης. Εφόσον οι διάφορες απόψεις δεν αποτυπώνονται γραπτώς σε τροπολογίες, ο συμπιεσμένος αυτός διάλογος, δε μεταφέρεται καν στις οργανώσεις, οι οποίες τοποθετούνται χωρίς να γνωρίζουν τα επίδικα. Η κατάθεση μιας ή δύο τροπολογιών από την Αριστερή Πλατφόρμα αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, την ανάγκη ενιαίας τασικής έκφρασης και διαχωρισμού απέναντι στο εσωκομματικό ακροατήριο. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της τελευταίας ΚΕ, που επιχειρήθηκε να χωρέσουν μέσα σε λίγες γραμμές τεράστια ζητήματα που αφορούν τμήματα του προγράμματος, τα οποία αναφέρονται σε συνεδριακές θέσεις. Εάν το ερώτημα είναι η διολίσθηση από συνεδριακές θέσεις, τότε μάλλον ως τέτοιο πρέπει να τίθεται.

 

Μία, δύο, τρεις, πολλές τάσεις

Καταρχάς, να ξεκαθαρίσουμε ότι οι τάσεις είναι πλούτος, εφόσον επιτελούν το σκοπό τους, δηλαδή την συνεισφορά στις αναζητήσεις του ιδεολογικού και στρατηγικού προσανατολισμού του κόμματος, και δε λειτουργούν ως μηχανισμοί νομής εσωκομματικής εξουσίας και ανάδειξης στελεχών δια της μεθόδου της επετηρίδας. Επομένως, η ύπαρξή τους, οι ανασυνθέσεις τους, ακόμα και οι διασπάσεις τους δε θα πρέπει να μας φοβίζουν, εφόσον βέβαια ανταποκρίνονται σε πραγματικά ερωτήματα. Η ενοποίηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας παλαιότερα, η διάσπαση του Αριστερού Ρεύματος και η δημιουργία της Αριστερής Ενότητας πιο πρόσφατα, η συγκρότηση της  Αριστερής Πλατφόρμας, αποτελούν τέτοια παραδείγματα.

Η διατήρηση μιας ψευδεπίγραφης ενότητας, όπως αυτή ακολουθείται σήμερα στην "πλειοψηφία" του κόμματος, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, αντιθέτως, επιτρέπει τη συσκότιση των διαφωνιών και τον εκφυλισμό τους σε προσωπικές ίντριγκες, ενώ απομακρύνει τη βάση του κόμματος από τα πολιτικά διακυβεύματα. Καταρχάς, η έκφραση διαφωνιών στον εσωκομματικό δημόσιο λόγο δεν έβλαψε επαναστατικά κόμματα σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες δράσης. Η αναβολή της διατύπωσης ενστάσεων ενόψει της επερχόμενης μεγάλης εκλογικής μάχης, προσθέτει προβλήματα αντί να τα επιλύει, καθώς η διαφωνία γίνεται δυσκολότερη, όσο οι εκλογές πλησιάζουν, αλλά και μετά από αυτές. Αντιθέτως, η συγκροτημένη ύπαρξη ιδεολογικών ρευμάτων διευκολύνει τον εσωκομματικό διάλογο και τη συζήτηση και για όσους δεν παροικούν την Ιερουσαλήμ, καθώς τα ερωτήματα και οι απαντήσεις τίθενται με σαφέστερο τρόπο.

Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι θα πρέπει οι ιδεολογικές διαφοροποιήσεις να διαπερνούν κάθετα τον κομματικό μηχανισμό, και να υπάρχουν λίστες ακόμα και στην ψηφοφορία του συντονιστικού της μικρότερης τοπικής οργάνωσης. Για να το πούμε και πιο απλά, δεν έχει μεγάλη σημασία τι υποστηρίζεις για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ όταν καλείσαι να χαράξεις την πολιτική γραμμή μιας δημοτικής ή συνδικαλιστικής παράταξης. Αυτός είναι και ο λόγος που οι διαφοροποιήσεις στις οργανώσεις συγκροτούνται πάνω στα επίδικα των επί μέρους κοινωνικών χώρων, τέμνοντας ορισμένες φορές οριζόντια τις ιδεολογικές ομαδοποιήσεις του κεντρικού επιπέδου.

 

Να γράφουμε όλοι μαζί το πρόγραμμα, ή να το γράψουν λίγοι και οι υπόλοιποι να το διαφημίζουμε;

Αναφέρθηκαν ήδη σημεία της κεντρικής πολιτικής λειτουργίας του κόμματος, τα οποία πρέπει να αλλάξουν ώστε να διευκολυνθούν όσοι δεν βρίσκονται διαρκώς στα κέντρα λήψης των αποφάσεων (τυπικά και άτυπα) να λαμβάνουν ενημέρωση και μέρος στις αποφάσεις. Αυτό όμως αποτελεί μόνο μια πλευρά του φαινομένου γραφειοκρατικοποίησης.

Ένα άλλο κομβικό πρόβλημα είναι η αδυναμία μεγάλου μέρους του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος να επιτελέσει συντονιστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, πιθανότατα λόγω συνηθειών του παρελθόντος. Για να δώσω ένα παράδειγμα, είναι πολύ διαφορετικό να βρίσκεσαι σε ένα πολύ μικρό κόμμα και να πρέπει να διατυπώσεις - πολλές φορές με όρους διεκπεραίωσης - κωδικοποιημένες θέσεις για ορισμένα ζητήματα, και πολύ διαφορετικό να πρέπει να συντονίσεις την πολιτική δουλειά εκατοντάδων ανθρώπων που προσφέρονται να στηρίξουν ένα εγχείρημα μετασχηματισμού στην πράξη, με εξαιρετικά αναλυτικές επεξεργασίες. Τα απλά μαθηματικά αποδεικνύουν ότι ρόλος των στελεχών δεν είναι να δαπανούν, όσα το κάνουν, 4 ώρες τη μέρα προσπαθώντας να συγγράψουν θέσεις για τα πάντα, αλλά να συντονίσουν εκατό ανθρώπους που ενδιαφέρονται να προσφέρουν 2 ώρες τη βδομάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Συγκεκριμένα, ορισμένα στελέχη, λόγω της παλαιότερης μοναξιάς τους, έχουν μάθει να κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, και επομένως αδυνατούν να επιτελέσουν ρόλους που αμφισβητούν την αυθεντία τους, απομακρύνοντας κόσμο που ενδιαφέρεται πραγματικά να προσφέρει ανιδιοτελώς, και γνωρίζει βαθιά τα ζητήματα με τα οποία ασχολείται. Την ίδια στιγμή, διάφοροι "ειδικοί", ανανήψαντες αριστεροί, αποκτούν θέσεις ευθύνης στη συγκρότηση θέσεων εκτός συλλογικών διαδικασιών οδηγώντας από άλλο δρόμο στην ίδια κατάσταση. Την ακύρωση της δυνατότητας του ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργεί ως συλλογικός διανοούμενος.

Εκτός αυτού, παρατηρείται το φαινόμενο μιας διάχυτης "γκρίνιας" από όσους ασχολούνται σε θέσεις ευθύνης, είτε αυτές αφορούν την εκπόνηση θέσεων, είτε πλέον, πολύ περισσότερο θέσεων άσκησης εξουσίας, ξεκινώντας από την τοπική αυτοδιοίκηση, ότι "δεν έχουμε κόσμο". Την ίδια στιγμή, τεράστιο τμήμα των μελών μας δεν έχει αντικείμενο ενασχόλησης. Αυτή η "ανεξήγητη" αντίθεση δε λύνεται με το να προσπαθεί καθένας να πάρει στο δικό του τομέα ευθύνης όσους ήδη ασχολούνται με αντίστοιχα ζητήματα εντός του κόμματος, αλλά με το να υπάρξει μια κεντρικότερη διαχείριση της διαθεσιμότητας αυτών των ανθρώπων, ώστε να εμπνεύσουν και άλλους να ασχοληθούν και να υπάρξει οριζόντια και κάθετη διάχυση της γνώσης στον κομματικό οργανισμό. Με απλά λόγια, το ζήτημα δεν είναι αν ένας επιστήμονας θα βοηθήσει με τη δουλειά στο Χαλάνδρι, τη Νέα Ιωνία ή τη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά η δουλειά του να μπορεί να αξιοποιηθεί παντού μέσω μιας κεντρικής δομής, και ταυτόχρονα να βρούμε και να εκπαιδεύσουμε συλλογικά περισσότερους ικανούς να προσφέρουν στον τομέα αυτό.

Το τελευταίο διάστημα, μια σειρά οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ οργανώνουν εκδηλώσεις για την παρουσίαση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα είναι όμως, αν εξαιρέσουμε ίσως τις κεντρικές -κυρίως οικονομικές- πολιτικές, των οποίων οι άξονες έχουν προκύψει στο συνέδριο, γιατί να μη γράφουν και οι οργανώσεις το πρόγραμμα; Πειστική απάντηση μάλλον δεν υπάρχει. Οι οργανώσεις δε θα πρέπει απλώς να έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν συμβολές στη συγγραφή του προγράμματος, αλλά θα πρέπει να ωθηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Ο λόγος είναι απλός: Δεν υπάρχει κανείς "ειδικός" που να γνωρίζει τα προβλήματα καλύτερα από αυτούς που τα βιώνουν, οποιαδήποτε και να είναι η υφή τους, και άρα να μπορεί να προτείνει και λύσεις. Ειδικά δε σε ζητήματα τοπικής εμβέλειας, επαγγελματικά, επιστημονικά ή εργασιακά οι επαΐοντες είναι οι ίδιοι οι πολίτες και οι άμεσοι παραγωγοί. Το επιχείρημα δε χρήζει πολύ μεγαλύτερης ανάλυσης, αν και αυτή έχει ήδη γίνει [3]. Ταυτόχρονα, η ενασχόληση των οργανώσεων με τη συγγραφή του προγράμματος τους δίνει τη δυνατότητα να προσεγγίσουν και καινούριο κόσμο ο οποίος ενδιαφέρεται να συμμετέχει στις επεξεργασίες για τη βελτίωση της καθημερινότητάς του και το μετασχηματισμό των υφιστάμενων κρατικών δομών και μηχανισμών.

 

"Μεγάλη πολιτική" σε μικρούς κοινωνικούς χώρους

Η προβληματική λογική των διευρύνσεων με όρους παραδοσιακής πολιτικής γεωγραφίας, έχει επηρεάσει, όπως ήταν αναμενόμενο, και οργανώσεις ή μετωπικά σχήματα στα οποία παρεμβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και σε επί μέρους κοινωνικούς χώρους. Είναι γενική διαπίστωση η αναγκαιότητα να γιγαντωθούν οι οργανώσεις με τη μαζική προσέλκυση ανθρώπων από τα κοινωνικά στρώματα και τις κοινωνικές κατηγορίες που ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εκπροσωπήσει, ανθρώπους οι οποίοι δεν ασχολούνταν σε μεγάλο βαθμό ενεργά με την πολιτική, είτε ανέκαθεν είτε λόγω αποστασιοποίησης σε παρελθόντα χρόνο από την Αριστερά. Αντ` αυτής της πιο δύσκολης αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσας διαδικασίας, που εμπλέκει ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις στο πολιτικό μας σχέδιο, επιλέγονται σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικές (και όχι κοινωνικές) συμμαχίες με τοπικούς ή κλαδικούς παράγοντες, οι οποίοι θεωρείται ότι "θα μας φέρουν ψήφους". Χωρίς να είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες, αυτός ο "εύκολος" δρόμος δεν οδηγεί στην ανάπτυξη των οργανώσεων, το ρίζωμα του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική κοινωνία και το σπάσιμο της λογικής της ανάθεσης στην πράξη. Αυτό που μας λείπει, εξάλλου, δεν είναι δέκα επαγγελματίες της πολιτικής παραπάνω, αλλά δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που βιώνουν τις συνέπειες της ταξικής σύγκρουσης στην καθημερινότητά τους, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν έχουν το πολιτικό κριτήριο για να τις ορίσουν ως τέτοιες. Μέσα στην κρίση αντιπροσώπευσης, είναι το λιγότερο άστοχο να ψάχνουμε για παλιούς εκπροσώπους και όχι για όσους αισθάνονται πλέον μη εκπροσωπούμενοι.

Ακόμα χειρότερα, όταν οι συμμαχίες αυτές ή οι προσχωρήσεις στα ψηφοδέλτιά μας αφορούν ανθρώπους οι οποίοι έχουν διαδραματίσει αρνητικό ή ηθικά ελεγχόμενο ρόλο στις μικροκοινωνίες όπου δρουν - και όπου λόγω κλίμακας οι προσωπικές πορείες είναι γνωστές - οδηγούν στη συρρίκνωση των οργανώσεων και την αποστράτευση ανθρώπων με γνήσια διάθεση προσφοράς. Ανθρώπων που είτε προσέγγισαν το ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά επειδή εμπνεύστηκαν από την εγγύτητα της κοινωνικής αλλαγής από ένα διαφορετικό πολιτικό φορέα και βρίσκουν μπροστά τους τα ίδια φθαρμένα πρόσωπα, είτε - ακόμα χειρότερα - είναι χρόνια στρατευμένοι στην αριστερά και θεωρούν ότι τα οχήματα παρέμβασής τους στους κοινωνικούς τους χώρους μεταλλάσσονται ανεπιστρεπτί. Συχνά και αυτές οι πρακτικές ακολουθούνται από στελέχη του κομματικού μηχανισμού, οι οποίοι θεωρούν ότι "ξέρουν" σε αντίθεση με τους "κανονικούς ανθρώπους", και που συνήθως έχουν και το χρόνο να κινούνται στους "διαδρόμους" - κυριολεκτικούς και μεταφορικούς - όπου δικτυώνονται οι μικροεξουσίες των επιμέρους κοινωνικών χώρων.

 

Για το εργατικό κίνημα

Ως τελευταία πτυχή του προβλήματος, θα πρέπει να επισημανθεί η κατάσταση στο συνδικαλιστκό κίνημα. Προφανώς αυτή η κατάσταση δεν αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ, είναι χρόνιο πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, το οποίο είναι ταυτόχρονα γραφειοκρατικοποιημένο και κυβερνητικό, τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του `90 και μετά. Παρόλα αυτά, και εμείς δείχνουμε σχετική αδυναμία να επιφέρουμε τομές και αλλαγές. Αυτό οφείλεται σε τρεις λόγους κυρίαρχα.

Ο πρώτος εκκινεί από την αντικειμενική κατάσταση της μικρής συνδικαλιστικής πυκνότητας στον ιδιωτικό τομέα αλλά και την υποκειμενική ελλειμματική ενασχόληση των δυνάμεων της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς με το εργατικό κίνημα, που ταυτόχρονα με την έλλειψη οργάνωσης νεολαίας, οδήγησε στην πεπατημένη της μη εναλλαγής των συνδικαλιστικών στελεχών. Η μη εναλλαγή βέβαια συχνά οφείλονταν και στην δεδομένη αναγνωρισιμότητα  και εμπειρία των υπαρχόντων συνδικαλιστικών στελεχών, η οποία βραχυπρόθεσμα απέφερε καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά μακροπρόθεσμα δημιουργούσε ολιγοπρόσωπες παρατάξεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν και πρόβλημα επιβίωσης από ένα σημείο και μετά. Επομένως, για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση, θα πρέπει να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε μοντέλα που δεν είναι καινοφανή. Εναλλαγές στις θέσεις της διοίκησης, περιορισμό των θητειών, πριμοδότηση συντρόφων οι οποίοι δουλεύουν σε δυσκολότερες συνθήκες και άρα δεν έχουν τη δυνατότητα να προβληθούν, και κυρίως άνοιγμα των παρατάξεών μας στον εργαζόμενο κόσμο.

Ο δεύτερος έχει να κάνει με τον εγκλωβισμό μας στη ΓΣΕΕ, και στις πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας της. Μια ΓΣΕΕ η οποία ενώ παραμένει ο μόνος φορέας που όταν καλεί σε απεργίες κινητοποιούνται τμήματα των εργαζομένων -αφού δεν υπάρχει και άλλος τρόπος-, την ίδια στιγμή σε κανέναν βαθμό δεν εκφράζει την οργή, την αγανάκτηση και τις διαθέσεις των εργαζομένων και των ανέργων. Οι άνεργοι και οι επισφαλώς εργαζόμενοι δεν εκφράζονται στη συντριπτική πλειονότητα των συνδικάτων, οι απεργίες "ντουφεκιές" περισσότερο ευτελίζουν το ίδιο το μέσο πάλης και, όσο η κατάσταση δυσκολεύει, από την αναγκαιότητα να διεκδικηθούν καλύτερες εργασιακές συνθήκες, οδηγούμαστε στην αναγκαιότητα να διεκδικηθούν τα ίδια τα μέσα διεκδίκησης, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό και στην απεργία[4]. Η δική μας στάση στο τριτοβάθμιο επίπεδο σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται στην καταγγελία των πεπραγμένων. Αυτό όμως δεν αρκεί και είναι πολύ κατώτερο των περιστάσεων, την ίδια στιγμή το ΠΑΜΕ κατορθώνει να κάνει καλέσματα με το δικό μας ουσιαστικά πλαίσιο (1η Νοέμβρη: 751 κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις, δημόσια ασφάλιση για όλους), και να ηγεμονεύει στις αποφάσεις των σωματείων και των συνδικάτων, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανείς άλλος που να μπορεί να εκπονήσει ένα συνολικότερο σχεδιασμό κινητοποίησης. Η απάντηση στο συγκεκριμένο πρόβλημα δεν είναι ούτε έτοιμη ούτε εύκολη. Αλλά για να απαντήσεις ένα ερώτημα πρέπει πρώτα να το θέσεις, και θα πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσουμε ότι δε μας αναλογεί απλώς να καταγγέλλουμε την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ.

Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με το συμβιβασμό των δυνάμεών μας με το "συνδικαλισμό των ΔΣ". Η συνολικότερη αποπολιτικοποίηση και η αποδυνάμωση των σωματείων από τις αρχές της δεκαετίας του `90 οδήγησε στην εμπέδωση της λογικής της ανάθεσης στο συνδικαλιστικό κίνημα, με αποτέλεσμα οι περισσότερες πρωτοβάθμιες ενώσεις να έχουν άμαζες συλλογικές διαδικασίες, ή - ακόμα χειρότερα - να μην έχουν καθόλου. Η δική μας παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα θα έπρεπε να έχει ως βασικό άξονα την αναζωογόνηση των διαδικασιών του συνδικαλισμού βάσης. Η γραφειοκρατικοποίηση δεν πρόκειται να σπάσει αν δεν αρχίσουν οι εργαζόμενοι να αποφασίζουν και να δρουν συλλογικά, με αφετηρία τους κλάδους και τους χώρους όπου ακόμα το δικαίωμα στο συνδικαλισμό υφίσταται, έστω και συρρικνωμένο.

Σε κάθε περίπτωση, η αναδόμηση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί από τα πάνω. Πιθανή αλλαγή συσχετισμών στις δευτεροβάθμιες και τις τριτοβάθμιες ενώσεις θα διευκολύνει τη λειτουργία των πρωτοβάθμιων, αλλά το ζητούμενο είναι να δημιουργηθούν σωματεία - "μπαμπούλες" απέναντι στην εργοδοσία, τόσο τη μεγάλη όσο και τη μικρή, που αρκετές φορές αποδεικνύεται χειρότερη λόγω της έλλειψης κάθε ελέγχου. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ένα κόμμα στο οποίο κυρίαρχο λόγο τόσο στην εργατική πολιτική όσο και στην πολιτική των εργαζομένων θα έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Αυτό προϋποθέτει ίσως πολύπλοκα πράγματα, αλλά καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε από τα απλά: Διαδικασίες για την πολιτική μας στο εργατικό κίνημα που να μπορούν να τις παρακολουθήσουν εργαζόμενοι άνθρωποι, και όχι μόνο  αποσπασμένοι στο συνδικαλιστικό κίνημα και εργαζόμενοι στον ευρύτερο κομματικό τομέα.[5]

Εν κατακλείδι, δε θέλουμε απλώς να εκπροσωπήσουμε τον κόσμο της εργασίας, μεταφέροντας τα αιτήματά του στην κεντρική κυβέρνηση, ακόμα και αν αυτή είναι μια κυβέρνηση της αριστεράς. Αντιθέτως, θέλουμε να τον βοηθήσουμε να οργανωθεί, σε μια περίοδο που ειδικά οι νέοι άνθρωποι, είτε έχουν πολύ συμπιεσμένο ελεύθερο χρόνο ως εργαζόμενοι, και άρα πολύ δύσκολα θα τον διαθέσουν σε οτιδήποτε δεν τους εμπνέει, είτε  έχουν περιορισμένη διάθεση λόγω της ανεργίας και των επιπτώσεών της στην ψυχολογία τους.  Ακριβώς και για αυτό, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο συνδικαλισμός είναι ένας από τους βασικότερους τρόπους που διαθέτουμε για να σπάσουμε στην πράξη και την ανάθεση αλλά και την κρίση αντιπροσώπευσης. Γιατί πολύ απλά η ταξική επίθεση του αστισμού είναι τόσο λυσσαλέα που έχει αφυπνίσει τεράστια τμήματα των εργαζομένων που ψάχνουν τρόπους και όπλα για να αμυνθούν, και ένα συμμετοχικό μοντέλο συνδικαλισμού τους προσφέρει ακριβώς αυτό: Ένα τρόπο να αντιδράσουν χωρίς διαμεσολαβητές.

ΣΥΡΙΖΑ για όλους τους λόγους του κόσμου

Η περιγραφή πτυχών μιας προβληματικής κατάστασης δημιουργεί ίσως επερωτήσεις για τη δυνατότητα υλοποίησης από το ΣΥΡΙΖΑ των αποφασισμένων πολιτικών του. Είναι αλήθεια ότι αρκετά από τα προβλήματα του χώρου μας έχουν ήδη οδηγήσει τμήμα του δυναμικού μας σε μια σιωπηρή αποστράτευση και μια κατάσταση αναμονής. Η απάντηση όμως στη γραφειοκρατικοποίηση και στα παρεπόμενά της δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να είναι η ανάθεση· καμιά φωτιά δε σβήνει με λάδι.

Αντίθετα, η συναίσθηση της ιστορικής συγκυρίας οδηγεί με σχεδόν αλγοριθμικό τρόπο στο τι πρέπει να κάνουμε. Το πρώτο ενδεχόμενο στον αλγόριθμο συνδέεται με την πρόκληση πρόωρων εκλογών και τη νίκη ή την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαφές πως πιθανή ήττα της αριστεράς, ίσως ακόμα και η μη πρόκληση πρόωρων εκλογών, θα πολλαπλασιάσει την απογοήτευση και τη διάψευση των ελπίδων, οδηγώντας την ελληνική κοινωνία σε μια παγίωση ενός εξαιρετικά δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων και μιας διαρκούς κατάστασης εξαθλίωσης και μνημονίων διαφόρων μορφών. Επομένως η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μονόδρομος. Το δεύτερο ενδεχόμενο στον αλγόριθμο συνδέεται με το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ εφόσον κερδίσει τις εκλογές. Έχει πολλαπλώς εξηγηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και να θέλει, δεν μπορεί να γίνει ΠΑΣΟΚ. Η τραγική εγχώρια αλλά και η παγκόσμια -με χαρακτηριστική και την ύφεση στην Ιαπωνία- οικονομική κατάσταση δεν αφήνουν δυνατότητες ταυτόχρονου συμβιβασμού με τον υπάρχοντα συνασπισμό εξουσίας και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών τάξεων σε αξιοπρεπή επίπεδα. Μια πιθανή αθέτηση των προγραμματικών δεσμεύσεων, θα οδηγούσε ταχύτατα σε "αριστερή παρένθεση" με δεδομένα και τα μηδενικά περιθώρια αντοχής της κοινωνίας. Το τι θα επακολουθούσε είναι δύσκολο να προδιαγραφεί, αλλά είναι πολύ πιθανό ο συνδυασμός της λαϊκής αγανάκτησης με τη διάψευση των ελπίδων να οδηγήσει στον κοινωνικό κανιβαλισμό και τον εκφασισμό της κοινωνίας, και με αντίστοιχες εκφάνσεις στο πολιτικό επίπεδο.

Η επιμονή στο πρόγραμμα, οι συγκρούσεις με τους κυρίαρχους, η τοποθέτηση σε πρώτο πλάνο των κοινωνικών αναγκών με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ανώτερες τάξεις και η απονομή δικαιοσύνης θα μας δώσουν όμως τη δυνατότητα να ξανακινητοποιήσουμε τη μουδιασμένη κοινωνία. Και τότε οι διανοιγόμενες δυνατότητες είναι τεράστιες.

Για να γίνει όμως το ευκταίο σενάριο πραγματικότητα, χρειάζεται τη μεγαλύτερη δυνατή κινητοποίηση, που θα καταστήσει ακόμα ηγεμονικότερο το λόγο και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, θα ξαναοργανώσει την αντίσταση, θα ορθώσει φράγμα στις διολισθήσεις και θα αγκυρώσει το κόμμα μας στην κοινωνία, θα περιορίσει παράγοντες και επαγγελματίες της πολιτικής (είτε προερχόμενους από τα σπλάχνα μας είτε - πολύ περισσότερο- επιχειρούντες να "πηδήξουν στο καράβι"), θα θυμίσει στα στελέχη του χώρου ότι πρώτο τους καθήκον είναι να υπηρετούν το συλλογικό μας σχέδιο. Και θα το κάνει οργανώνοντας πολύ περισσότερους "κανονικούς ανθρώπους" στις γραμμές του, όπως το ακριβώς το έκανε με το συγκρουσιακό πρόγραμμα και στίγμα του και το 2012, όταν έδειξε σαφώς στους ανέργους, στον κόσμο της εργασίας και της νεολαίας ότι δεν είναι καθόλου ίδιος με τους άλλους.

 

 [1]  Δημήτρης Σεβαστάκης: Η στροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι και προς την Αριστερά;

[2]  Πολιτική Απόφαση Ιδρυτικού Συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ

[3]  Αντρέας Καρίτζης - Βιβλιοπαρουσίαση στο στέκι Madriguera

[4] Οδυσσέας Αϊβαλής: Φαντάσματα των εργαζόμενων τάξεων ή γιατί να απεργήσουμε  

[5] Η κομματική συνάντηση για την προετοιμασία της απεργίας στις 27/11 έγινε στις 4 μμ εργάσιμης, ενώ το σύνηθες ωράριο στον ιδιωτικό τομέα, όπου υπάρχει ακόμα το 8ωρο, είναι 9-5.