Επικαιρότητα

Πολιτική Απόφαση της 7ης Πανελλαδικής Ολομέλειας της ΑΡΚ 1. Σχετικά με την πορεία προς τη λεγόμενη

01/06/2018

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Η 7η Πανελλαδική Ολομέλεια της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2018 με θέμα την εκτίμηση της πολιτικο-οικονομικής συγκυρίας στην πορεία προς την «έξοδο από τα μνημόνια», την ανάλυση του σημερινού πολιτικο-κομματικού συστήματος μετά από μια τριετή «αριστερή» διαχείριση, και τέλος μια αποτίμηση των βασικών διακυβευμάτων που αναδύονται από τον ελληνο-τουρκικό ανταγωνισμό στο Αιγαίο και τις διεθνείς γεωπολιτικές συγκρούσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής με επίκεντρο τη Συρία. Η Ολομέλεια κατέληξε σε Πολιτική Απόφαση αρθρωμένη σε τρεις αντίστοιχες ενότητες. Η πρώτη ενότητα, που αναλύει την πολιτικο-οικονομική συγκυρία στην πορεία προς την "καθαρή έξοδο", παρουσιάζεται εδώ.


1. ΣΧΕΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΚΑΘΑΡΗ ΕΞΟΔΟ»

Κυρίαρχο ζήτημα στη σημερινή οικονομική συγκυρία είναι η λεγόμενη “καθαρή έξοδος” από τα μνημόνια. Μέχρι κάποιους μήνες πριν υπήρχε μεγάλη αναποφασιστικότητα, στο στρατόπεδο των δανειστών και όχι μόνο, για το τι συμφέρει καλύτερα ως προς την εξέλιξη των αποπληρωμών του χρέους: μια προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM, (το νέο μηχανισμό στήριξης), ή μια όσον το δυνατόν πιο “καθαρή” έξοδος στις χρηματαγορές; Σήμερα αυτό το δίλημμα φαίνεται να έχει απαντηθεί, τόσο από την πλευρά των δανειστών, όσο και από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης. Η λύση που προκρίνεται είναι αυτή της “καθαρής” εξόδου στις αγορές και η ίδρυση εθνικού “κουμπαρά” εγγυήσεων ύψους μεταξύ 10 και 20 δις περίπου ανάλογα με τις δυνατότητες νέου δανεισμού και τις εξελίξεις στις χρηματαγορές. (Τα κεφάλαια αυτά των εγγυήσεων θα προκύψουν από τα υπόλοιπα των προηγούμενων δανείων και από νέο δανεισμό του ελληνικού κράτους).

Μένει να συζητηθούν και να αποφασιστούν μέχρι και τον Αύγουστο του 2018 α) ο βαθμός της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας στη “μεταμνημονιακή” φάση, β) η μέθοδος με την οποία θα συνεχιστούν να εφαρμόζονται απρόσκοπτα οι λεγόμενες “μεταρρυθμίσεις” της προηγούμενης περιόδου των μνημονίων, γ) ο απαιτούμενος βαθμός και τρόπος περαιτέρω στήριξης των τραπεζών και δ) ο βαθμός και ο τρόπος ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους.

Γιατί όμως προκρίνεται η λύση της “καθαρής” εξόδου;

Από την πλευρά της κυβέρνησης:

Σε μια πρώτη προσέγγιση, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιδιώκει να πιστωθεί ένα καθαρό πολιτικό όφελος. Επιδιώκει να πείσει ότι αυτή με τις ενέργειές της οδηγεί την οικονομία, μετά από 8 χρόνια λιτότητας και ύφεσης και με ασφαλή και μη αμφισβητήσιμο τρόπο, στην έξοδο από τα μνημόνια. Δεν θα συμφωνούσε με τίποτα σε κάτι πιο λίγο από αυτό. Δεν θα συμφωνούσε δηλαδή σε μια πιστωτική προληπτική γραμμή, εκτός των άλλων, γιατί η λύση αυτή προϋποθέτει και πάλι την έγκριση των κοινοβουλίων των κρατών – μελών. Κάτι τέτοιο θα παρέπεμπε το συλλογικό φαντασιακό σε μια μνημονιακού τύπου συμφωνία.

Όμως δεν πρόκειται μόνο γιαυτό. Πολύ περισσότερο από το πολιτικό όφελος, η κυβέρνηση επιδιώκει βαθμούς ελευθερίας κινήσεων και άσκησης πολιτικών έτσι ώστε να μπορεί να αναπαράγεται. Δεν μπορεί να συνεχιστεί το κυβερνητικό προφίλ του πιο επιτυχημένου και αποτελεσματικού μαθητή των πολιτικών των μνημονίων και του πιο έμπιστου φίλου των δανειστών. Κάτι τέτοιο έχει μόνο πολύ βραχυπρόθεσμα οφέλη. Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει αγωνιωδώς κάποια πολιτική αυτονομία, κάποιες δυνατότητες ελιγμών, κάποια «φαρέτρα» πολιτικών πρωτοβουλιών. Ελπίζει επίσης σε κάποιον ρυθμό ανάπτυξης αρκετά πάνω από το 2%, γιατί ξέρει πολύ καλά πως αν δεν εμφανιστεί η ανάπτυξη, όχι γενικά μια κάποια ανάπτυξη αλλά μια δυναμική ανάπτυξη, δεν θα μπορεί να σταθεί καμία επιχειρηματολογία της. Γιαυτό και επιδιώκει την «καθαρή» έξοδο στις χρηματαγορές. Προσδοκά να δημιουργηθούν σημαντικές κεφαλαιακές εισροές μήπως και προκληθεί μια ξαφνική επενδυτική φρενίτιδα και αντιστραφεί η διαρκής υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού, ως σύνολο. Χωρίς σημαντικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς το «ποδήλατο» της κυβέρνησης θα χάσει την ισορροπία του και θα τσακιστεί.

Από την πλευρά των δανειστών:

Όμως ούτε από την πλευρά των δανειστών μπορεί να συζητηθεί η μερική λύση της προληπτικής γραμμής του ESM, μιας και αυτή η λύση έχει διάρκεια ενός έτους μόνο. Στην πραγματικότητα και εφόσον κανείς αναλύσει τη δυναμική του χρέους, θα διαπιστώσει ότι η στήριξη του ESM, με τους παρόντες όρους δανεισμού, θα έπρεπε να είναι διαρκής. Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο και οι όροι αποπληρωμής του τόσο σκληροί που κανονικά θα έπρεπε η χρηματοδοτική στήριξη του ESM να είναι διαρκής και η περίοδος αποπληρωμής του να ξεπερνάει τα χρονικά όρια του 21ου αιώνα. Αυτό που ωστόσο έχει σημασία είναι το εξής: Η προληπτική γραμμή στήριξης είναι μια εντελώς μερική λύση. Η δυναμική του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι τέτοια που η στήριξη του ESM θα έπρεπε, κάτω από μια αυστηρή οικονομική λογική, να είναι διαρκής και πάντως άνω της επόμενης 20ετίας. Αυτό θα προϋπέθετε μια μόνιμη έκθεση του ευρωπαϊκού δημόσιου τομέα στο ελληνικό χρέος, κάτι που οι δανειστές δεν επιθυμούν καθόλου. Δεν μπορούν να σηκώσουν το πολιτικό κόστος μιας απόφασης που μόνιμα θα δανείζει την Ελλάδα, διότι αυτή δεν θα μπορεί ποτέ να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της στη βάση της δυναμικής της εγχώριας συσσώρευσης.

Συνεπώς η λύση της “καθαρής εξόδου” είναι υποχρεωτική. Η πολιτική των μνημονίων είναι τόσο ισχυρή και επέφερε τόσο καταστροφικά αποτελέσματα, ώστε η απεξάρτηση, και των δανειστών ακόμα, από αυτήν είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Πότε θα μπορούσαν όλα τα μνημόνια που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα να θεωρηθούν επιτυχημένη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Η απάντηση έχει δοθεί ήδη. Όταν η ελληνική οικονομία θα είναι ικανή να δημιουργεί κάθε έτος και μέχρι και το 2022, τουλάχιστον, πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% ή και υψηλότερα, χωρίς να χρειαστεί να μειωθεί η ονομαστική αξία του χρέους και χωρίς να χρειαστούν νέα δάνεια από τον επίσημο ευρωπαϊκό δημόσιο τομέα. Από το 2023 και μέχρι το 2060 τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να είναι κοντά και πάνω από 2,1% του ΑΕΠ.

Που βρισκόμαστε με το δημόσιο χρέος;

Τα βασικά στοιχεία της κατάστασης των αγορών, των δημοσιονομικών μεγεθών αλλά και των μέχρι τώρα γνωστών λύσεων που έχουν προταθεί, από τα οποία θα προκύψουν κάποια πρώτα συμπεράσματα σχετικά με το αυτό που πρόκειται να συμβει από τον Αύγουστο του 2018 και μετά είναι μια «καθαρή έξοδος» ή κάτι άλλο, είναι τα εξής:

1. Οδεύουμε προς το τέλος του 3ου μνημονίου και προς την αρχή μιας “μεταμνημονιακής” περιόδου. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται στο 180% του ΑΕΠ και η ονομαστική του αξία είναι 330 δις ευρώ, ενώ για λόγους σύγκρισης να πούμε πως το 2009 ήταν 127% του ΑΕΠ και με ονομαστική αξία 301 δις ευρώ. Το 2011 η ονομαστική αξία του χρέους ήταν 356 δις ευρώ, μεγαλύτερη δηλαδή από την σημερινή, αλλά τότε το χρέος ήταν το 172% του ΑΕΠ γιατί ο παρονομαστής ήταν μεγαλύτερος. Οι πολιτικές των μνημονίων δημιουργούν μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα που σκοπό έχουν τη μείωση του αριθμητή κυριολεκτικά με «δάκρυα και αίμα», ενώ ως “παρενέργεια” έχουν τη μεγαλύτερη μείωση του παρονομαστή. Έτσι το πρόβλημα όχι μόνο δεν λύνεται αλλά διογκώνεται.

2. Δύο είναι οι δείκτες που αποτυπώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Ο πρώτος δείκτης είναι το κλάσμα του χρέους προς το ΑΕΠ. Όπως βλέπουμε, με την πάροδο των χρόνων, αυτός αυξάνεται αντί να μειώνεται. Μια τόσο υψηλή σχέση χρέους με ΑΕΠ ουσιαστικά αποκλείει μια οικονομία από τις αγορές χρήματος. Η ελληνική κυβέρνηση έχει καταφέρει και έχει βγει στις αγορές μέχρι τώρα με περιορισμένες εκδόσεις ομολόγων και με σχετικά μέτρια επιτόκια (4%+) μόνο και μόνο γιατί οι αγορές προεξοφλούν κάποια “ελάφρυνση” χρέους στο άμεσο μέλλον. Λογικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι εφόσον δοθούν αυτές οι “ελαφρύνσεις” από τους δανειστές, οι αγορές δεν θα έχουν να περιμένουν τίποτα επιπλέον, και τα επιτόκια θα επιστρέψουν σε επίπεδα άνω του 5% το επόμενο διάστημα. Θα πρέπει να υπάρξουν νέες υποσχέσεις για “ελάφρυνση” χρέους ώστε τα επιτόκια να επανέλθουν σε επίπεδα μεταξύ 3,5% και 4%+.

3. Η δεύτερη συνθήκη βιωσιμότητας του χρέους είναι οι συνολικές ανάγκες χρηματοδότησης του να μην υπερβαίνουν μεσοπρόθεσμα το 15% και μακροπρόθεσμα το 20% του ΑΕΠ ετησίως (Αποφάσεις EWG του 2016). Αν όμως τα επιτόκια δανεισμού δεν είναι χαμηλά, δηλαδή αν το χρήμα των ιδιωτικών χρηματαγορών δεν είναι φθηνό και είναι πολύ ακριβότερο ακόμα και από τα δάνεια που παρέχει το ΔΝΤ, τότε και μάλλον μέσα σε μια δεκαετία – δεκαπενταετία η “καθαρή” έξοδος θα οδηγήσει σε χρηματοδοτικές ανάγκες άνω του 20% του ΑΕΠ, και αυτό γιατί το ελληνικό κράτος θα δανείζεται από τις αγορές για να αποπληρώνει ένα μέρος των παλιών δανείων και θα αντικαθιστά έτσι φθηνό δημόσιο δάνειο του ESM με ακριβό ιδιωτικό δάνειο χρηματαγορών. Και οι δύο προϋποθέσεις βιωσιμότητας του χρέους στο βάθος της δεκαετίας - δεκαπενταετίας, ίσως και νωρίτερα, θα καταρρεύσουν.

4. Τι προσφέρουν οι δανειστές; Λέγεται πως η λήξη του 3ου μνημονίου θα συνοδευτεί από κάποιες αποφάσεις ελάφρυνσης ή αναδιάρθρωσης του χρέους. Όχι όμως όλου του χρέους αλλά κυρίως του χρέους του EFSM (περίπου 130 δις €) και του χρέους προς το ΔΝΤ, που θα αντικατασταθεί από ένα πολύ φθηνότερο χρέος προς τον ESM. Συνολικά τα μέτρα θα προβλέπουν ευκολίες πληρωμής, αναβολές πληρωμής τόκων, επεκτάσεις ωρίμανσης, και φυσικά επιτοκιακή παρέμβαση με την αντικατάσταση του ακριβού χρήματος του ΔΝΤ από φθηνό χρήμα του ESM. Πως όμως θα γίνει αυτή η αναδιάρθρωση χρέους και με πιο ρυθμό; Θα γίνει από την αρχή μια και καλή, ή θα επιχειρηθεί η σταδιακή εκδίπλωση των μέτρων «ελάφρυνσης» με βάση το ρυθμό των μεταρρυθμίσεων; Εκτιμούμε ότι τα μέτρα για το χρέος θα αποφασίζονται σταδιακά και με πολύ αργούς ρυθμούς, και αυτό για δύο λόγους: χρήση μέτρων ελάφρυνσης ως κίνητρο για τις αγορές και χρήση μέτρων ελάφρυνσης ως κίνητρο για επίτευξη δημοσιονομικών στόχων.

5. Στα επίσημα σενάρια για την εξέλιξη του δημοσίου χρέους του ΔΝΤ τα βασικά προσδιοριστικά μεγέθη της εξέλιξης του όγκου του χρέους είναι τα εξής: Στη μεσοπρόθεσμη περίοδο η ανάπτυξη υπολογίζεται στο 1,25%, ο πληθωρισμός στο 2%, τα επιτόκια της αγοράς μεταξύ 4,75 – 5.25% και συγκλίνουν στο 3,8%, και τα πρωτογενή πλεονάσματα μεσοσταθμικά στο 2%. Με βάση αυτό το σχετικά αισιόδοξο σενάριο, και με τη διαπίστωση ότι η διατήρηση αυτών των θετικών πλεονασμάτων για τόση μεγάλη διάρκεια (2060) είναι ιστορικά ασυνήθιστη, η σχέση χρέους προς το ΑΕΠ θα υπερβεί το 200% και μετά το 2030 οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν το 20% του ΑΕΠ. Συνεπώς το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Εκτιμήσεις ινστιτούτων λένε πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο ούτε και στη περίπτωση που στα παραπάνω συμπεριλάβουμε και όλα τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους που έχουν αναφέρει οι δανειστές, και αυτό γιατί από το 2018 και μετά θα δανειζόμαστε από τις αγορές για να πληρώνουμε την λήξη κεφαλαίων των προηγούμενων δανείων του ευρωπαϊκού επίσημου τομέα. Το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο όμως, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, ακόμα και αν εφαρμοστούν όλα τα προβλεπόμενα μέτρα ελάφρυνσης για όλο τον όγκο του χρέους και όχι μόνο για τα δάνεια του EFSF. Ακόμα και αν επικεντρωθούμε μόνο στη σχέση ρυθμός ανάπτυξης / επιτόκιο δανεισμού, θα καταλάβουμε πως το πρόβλημα της μείωσης του χρέους στο πλαίσιο της επικρατούσας λογικής είναι αδύνατο να λυθεί. Αυτή την στιγμή ο ρυθμός ανάπτυξης είναι στο 1,4% και τα επιτόκια δανεισμού των 10ετών ομολόγων βρίσκονται στο 4,1%.

6. Στην απαίτηση των δανειστών για υποβολή Αναπτυξιακού σχεδίου η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα απαντήσει με το «ολιστικό» αναπτυξιακό σχέδιο της. Οι δανειστές ζητούν από την κυβέρνηση να ποσοτικοποιήσει τις «μεταρρυθμίσεις». Να δηλώσει δηλαδή ότι οι πολιτικές των μνημονίων είναι δικές της πολιτικές και όχι προτάσεις των δανειστών. Να προβλέψει το ρυθμό ανάπτυξης που θα δημιουργήσουν αφού προηγουμένως διευκρινίσει ότι θα τις εφαρμόζει και μετά το 2018. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, θέλει να περιγράψει τα μέτρα «κοινωνικής ευαισθησίας» που θα λάβει, αφού πρώτα διαβεβαιώσει τους δανειστές ότι τόσο οι δημοσιονομικοί στόχοι, όσο και οι υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις, θα επιδιωχθούν και θα εφαρμοστούν με τόσο αποτελεσματικό τρόπο ώστε να δημιουργήσουν δημοσιονομικό χώρο εφαρμογής αντιμέτρων στη λιτότητα και στις αντικοινωνικές πολιτικές και ότι επομένως ο δικός της, ο αριστερός τρόπος αποδοχής των μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσει σε ένα μοναδικό αποτέλεσμα «τετραγωνισμού του κύκλου».

7. Τι θα γίνει αν όλα τα παραπάνω αποτύχουν; Η αποτυχία είναι κάτι που θα αντιμετωπιστεί όπως αντιμετωπίστηκαν οι αποτυχίες των μνημονίων. Η μεταμνημονιακή ρύθμιση θα πετυχαίνει μέχρι να αποτύχει για πρώτη φορά, και τότε θα ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για το ποια θα είναι η συνέχεια. Δεν υπάρχει ακόμα ούτε έχει διατυπωθεί κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο «επιστροφής» σε μνημονιακού τύπου επιτήρηση εφόσον «κολλήσει» η μεταμνημονιακή περίοδος. Προφανώς, σε μια Ευρώπη «πολυεπίπεδης συμμετρίας», όπως την οραματίζονται και οι Γερμανοί αλλά και άλλοι, οι «αποτυχίες» απομονώνονται από τον ευρωπαϊκό κορμό και περιορίζονται στα εθνικά όρια αυτών που έχουν αποτύχει.

Τα στοιχεία της “καθαρής” εξόδου

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε βάσιμα να εκτιμήσουμε ότι τα χαρακτηριστικά της «καθαρής» εξόδου θα είναι τα εξής:

Οι δανειστές δεν πρόκειται να αποφασίσουν οτιδήποτε έχει σχέση με τη μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους και θα επιδιώξουν να εισπράξουν στο ακέραιο όλα τα δάνεια που έχουν ήδη δώσει χωρίς να χορηγήσουν κανένα νέο δάνειο με πηγή τον επίσημο ευρωπαϊκό τομέα. Για να το πετύχουν αυτό και επειδή ξέρουν ότι κάτι τέτοιο είναι οικονομικά και ιστορικά ανέφικτο θα επιχειρήσουν η καθαρή έξοδος” να διαθέτει το “καρότο” και το “μαστίγιο” για τις δημοσιονομικές στοχεύσεις. Θα επιχειρήσουν δηλαδή να επιτύχουν διαρκή δημοσιονομικά πλεονάσματα, για μια πολύ μακρά περίοδο, χρησιμοποιώντας τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργούνται συνθήκες αναμονής ελαφρύνσεων στις αγορές και έτσι τα επιτόκια να κρατούνται σε ανεκτά επίπεδα, και παράλληλα με τα ίδια μέτρα που θα παίρνουν με το σταγονόμετρο να πιέζουν τις φορολογικές αρχές για δημοσιονομικές επιτυχίες ή αναιρώντας τα, να τιμωρούν για σημαντικές αποκλίσεις στους στόχους.

Πολιτικά συμπεράσματα

1. Δεν δημιουργείται πολιτική αυτονομία με την “καθαρή έξοδο”. Αυτό που θα ονομαστεί «καθαρή» έξοδος στις αγορές μάλλον θα είναι μια νέα μακροχρόνια φάση αυτοχρηματοδοτούμενης λεπτομερούς και εξειδικευμένης εφαρμογής των όσων θεσμοθέτησαν τα τρία μνημόνια που προηγήθηκαν. Η οικονομία και η πολιτική δεν θα αποκτήσουν βαθμούς ελευθερίας. Η μη τήρηση των «μεταρρυθμίσεων» θα απαγορεύεται τόσο από ρήτρες όσο και από τον χαρακτήρα της προσωρινότητας των μέτρων για το χρέος. Κάθε σοβαρή παρέκκλιση από την μεταρρυθμιστική πεπατημένη θα τιμωρείται με αναίρεση των μέτρων διευκόλυνσης των πληρωμών και οι αγορές θα έρχονται να αποτιμούν και να τιμωρούν και αυτές με την σειρά τους.

2. Ο σχεδιασμός των δανειστών θα αποτύχει αλλά μέχρι να αποτύχει θα πετυχαίνει. Πρόκειται για μια πολιτική υψηλού ρίσκου διότι αναδιατάσσει βίαια τα θεμέλια της ΕΕ στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η βασική συμφωνία μεταξύ όλων των μερίδων των δανειστών προβλέπει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας να διατηρηθούν το πολύ μέχρι και το 20% του ΑΕΠ, τουλάχιστον, μέχρι και το 2030. Αν συμβεί αυτό, όλες σχεδόν οι πλευρές θα θεωρήσουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Η πολιτική αυτή όμως θα δημιουργήσει τον αντίθετο “ηθικό κίνδυνο” από αυτόν που θα είχε μια μείωση ή διαγραφή της ονομαστικής αξίας του χρέους. Όσο πετυχαίνουν οι υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι, και όσο διατηρούνται οι χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από το 20% τόσο δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθεί κανείς με τα πραγματικά προβλήματα που δημιουργεί η αναδιανομή κεφαλαίων και εισοδημάτων υπερ του κεφαλαίου και η διάλυση του παραγωγικού ιστού της ελληνικής οικονομίας όπως και η απομύζηση του συστήματος από κάθε χρηματοδοτικό πόρο. Συνδέοντας αυτά τα συμπεράσματα με την επόμενη συζήτηση, εκτιμάμε ότι η μεταμνημονιακή περίοδος θα είναι μια περίοδος διαρκούς υποβάθμισης του ελληνικού κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

3. Σε κάθε περίπτωση, όποια και είναι η μορφή της εξόδου από τη μνημονιακή επιτήρηση, το σίγουρο είναι ότι η αξιολόγηση των δημοσιοοικονομικών του ελληνικού κράτους για τα επόμενα πολλά χρόνια θα είναι μια διαδικασία πολύ πιο "σφικτή" από τη συνήθη επιτήρηση μέσω των αγορών, κι αυτό γιατί δεν θα έχουμε μια απλή αξιολόγηση της ικανότητας του ελληνικού δημοσίου να εξυπηρετεί το χρέος του, αλλά και μια παράλληλη και αυτοτελή αξιολόγηση όλων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει ή θα αναλάβει στο μέλλον η ελληνική κυβέρνηση έναντι των δανειστών (πχ της πιστής εφαρμογής, και πάντως, μη ανάκλησης, όλων των μνημονιακών "μεταρρυθμίσεων", της επίτευξης των πλεονασμάτων, κλπ.).

4. Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά η ανάγκη για μια άλλου είδους συνολική πολιτική απάντηση που να συνδυάζει τόσο τη βαθιά άρνηση των πολιτικών του μνημονίου και της μεταμνημονιακής πολιτικής σε κοινωνικό και κινηματικό επίπεδο, όσο και τον σχεδιασμό μιας άλλου είδους μακροοικονομικής πολιτικής, που δεν θα έχει μόνο σχέση με συνηθισμένες πολιτικές αύξησης της προσφοράς χρήματος και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ούτε θα είναι απλές συνθηματολογικές διακηρύξεις αντιλιτότητας. Για να είναι εφικτή η αμφισβήτηση των μνημονίων και της μεταμνημονιακής φάσης θα πρέπει η κοινωνική άρνηση να οδηγεί το αστικό σύστημα σε μόνιμη πολιτική κρίση. Το πρόβλημα της ηγεμονίας της αστικής τάξης (η αστική τάξη δεν μπορεί να υποσχεθεί ακόμα και κάποια στοιχειώδη ευημερία στους υποτελείς πληθυσμούς) δεν αρκεί δηλ. να προέρχεται μόνο από το εσωτερικό της, αλλά θα πρέπει να προέλθει και από τους υποτελείς με τρόπο που να δημιουργεί κενά στους πολιτικούς μηχανισμούς κοινωνικής συναίνεσης.

Από την άλλη, εκείνο που διακυβεύεται σε συνολικό επίπεδο δεν είναι η απόκτηση κάποιων βαθμών ελευθερίας της οικονομικής πολιτικής μόνο, αλλά πολύ περισσότερο, η οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας απέναντι στον κεντρικό σχεδιασμό του διεθνούς και εγχώριου αστισμού και των πολιτικών αντιδραστικής αναδιανομής. Ο «θρυλούμενος» παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας, αν είναι να συμβεί, θα στηριχτεί όχι απλά σε μια αλλαγή των κλαδικών προτεραιοτήτων αλλά πάνω ακριβώς σε αυτήν την άμυνα απέναντι στον συνολικό και επιθετικό σχηματισμό του κεφαλαίου, απέναντι σε όλες τις σημερινές οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές μορφές του που επιχειρούν αυτήν την αντιδραστική αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων.