Επικαιρότητα

Για την επόμενη μέρα

07/06/2019

Γιάννος Γιαννόπουλος, Παναγιώτης Δήμας & Χρήστος Σκάντζας

 

Σημειώσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα

Δεν σκοπεύουμε να κάνουμε μια πλήρη ανάλυση για το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς έχουν γραφτεί ήδη πολλά. Θέλουμε όμως να τοποθετηθούμε για ορισμένες από τις ερμηνείες του, σε πλευρές που απασχολούν και την Αριστερά. Είναι προφανές ότι η μία ή η άλλη ανάγνωση του αποτελέσματος καθορίζει και τις αντίστοιχες προτάσεις που γίνονται για να βγει η Αριστερά από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει. Υπάρχει βέβαια, δυστυχώς, και η ανάποδη πρακτική στην ελληνική Αριστερά: Ορισμένοι έχουν έτοιμες τις απαντήσεις τους, και στη συνέχεια προσαρμόζουν την ανάγνωση της πραγματικότητας σε αυτές.

Καταρχάς, η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κυρίαρχα σε όσα έγιναν στο οικονομικό πεδίο. Η υλοποίηση του τρίτου Μνημονίου, η εμπέδωση των χαμηλών μισθών, η διάψευση των προσδοκιών για αύξηση των λαϊκών εισοδημάτων, έστω και ως αποτέλεσμα της αναιμικής ανάκαμψης της τελευταίας διετίας, η διεύρυνση των πλειστηριασμών, η υπερφορολόγηση, ήταν αυτά που οδήγησαν στην μεγάλη πτώση του κυβερνώντος κόμματος. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με ένα αίσθημα αθέτησης υποσχέσεων, ή «κοροϊδίας», ακόμα και από την προσπάθεια να κερδηθούν ψήφοι με παροχές της τελευταίας – κυριολεκτικά – στιγμής, απαξίωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια πολλών πρώην ψηφοφόρων του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε επομένως κυρίαρχα από το «Μακεδονικό», ή επειδή ο κόσμος «συντηρητικοποιήθηκε», λες και οι πολιτικές μετατοπίσεις δεν είναι αποτέλεσμα των κινήσεων των πολιτικών δυνάμεων, αλλά φυσικό φαινόμενο. Εάν ίσχυε η εκτίμηση για την επίδραση του Μακεδονικού στο εκλογικό αποτέλεσμα, το λογικό θα ήταν η επίδραση αυτή να είναι εμφανέστερη στους νομούς της Μακεδονίας, στις περιοχές που υπήρξε μαζική κινητοποίηση για το ζήτημα, και θεωρήθηκαν περισσότερο «πληγείσες» από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκαν σε μια σειρά περιοχών της Μακεδονίας, ενώ συνολικά στην περιοχή έπεσαν αντίστοιχα με τα πανελλαδικά του αποτελέσματα, τόσο σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 2014, όσο και σε σχέση με τις δύο εθνικές εκλογές του 2015 [1]. Είναι δε αποκαλυπτική η παλιότερη έρευνα του Γ. Μαυρή [2], που αναδείκνυε ότι η συντηρητική μετατόπιση είχε επέλθει πολύ πριν η Συμφωνία των Πρεσπών φανεί καν στον ορίζοντα.

Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι η εκλογική στρατηγική της ΝΔ. Σε αντίθεση με όσα θέλουν να πιστεύουν και διατυμπανίζουν τα κυβερνητικά επιτελεία, η ΝΔ δεν υπόσχεται μόνο «δάκρυα και αίμα» στους ψηφοφόρους, και αυτοί την ψηφίζουν παρόλα αυτά, σαν να μην καταλαβαίνουν. Η μία διάσταση της ψήφου είναι η τιμωρητική στάση απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, για όσα προαναφέρθηκαν. Υπάρχει όμως και μία ακόμα σημαντική παράμετρος: Ο ΣΥΡΙΖΑ απενοχοποίησε μια σειρά μνημονιακών πολιτικών [3], και με την εμπέδωση της λογικής της ΤΙΝΑ ακύρωσε τις προσδοκίες για συλλογική προκοπή, προσδοκίες που είχαν υιοθετηθεί από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και ιδιαίτερα των εργαζόμενων τάξεων στην προηγούμενη φάση, ως και το 2015. Η ακύρωση αυτών των προσδοκιών έφερε την ανάκαμψη των λογικών και των πρακτικών του ατομικού δρόμου, με σαρωτικό τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΝΔ και ο πρόεδρός της, αναβαπτισμένοι και οι ίδιοι από την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο, υπόσχονται την περιστολή όλων των συλλογικών κατακτήσεων και του κράτους πρόνοιας – αλλά και την ελάφρυνση όλων των αντίστοιχων υποχρεώσεων (φόρων, ασφαλιστικών εισφορών) – αντιμετωπίζοντάς τα ως «βαρίδια» στον ατομικό δρόμο. Με ένα παράδειγμα, όταν έχεις πειστεί ότι δεν θα πάρεις σύνταξη ποτέ, δεν σε ενδιαφέρει εάν θα μειωθούν οι συντάξεις, αν αυτό σημάνει χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές στο σήμερα. Στη μεγάλη εικόνα, αν θεωρείς ότι η λύση στα προβλήματά σου θα έρθει μόνο με την ατομική προσπάθεια, μία πρόταση που αίρει τα «εμπόδια» από τον ατομικό σου δρόμο, καθίσταται ηγεμονική.

Το τρίτο στοιχείο αφορά τη «μεσαία τάξη» και τη συζήτηση γύρω από το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε από αυτήν, επειδή – κατά μία αφήγηση – την συμπίεσε προς όφελος των χαμηλότερων στρωμάτων. Καταρχάς ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε πτώση σε όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, και έχασε από τη ΝΔ ακόμα και σε κοινωνικές κατηγορίες που θεωρούσε προνομιακά του ακροατήρια, κυρίως υπό το φόβο της «επέλασης της Δεξιάς», όπως οι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Να συμπληρώσουμε ότι η «μεσαία τάξη» ως όρος δεν περιγράφει τίποτα συγκεκριμένο, καθώς δεν προσδιορίζει σαφώς τη θέση στην παραγωγική διαδικασία, τη σχέση με τα μέσα παραγωγής, ή το εισόδημα. Κατά μία έννοια, «μεσαία τάξη» μπορεί να είναι και ένας εργαζόμενος των 800 ευρώ το μήνα, και ένας εργοδότης με δέκα υπαλλήλους. Η Θ. Φωτίου είχε δηλώσει πρόσφατα πως η «μεσαία τάξη» είναι τα 2 ενδιάμεσα τεταρτημόρια της εισοδηματικής κατανομής από τις φορολογικές δηλώσεις. Με βάση αυτόν τον ορισμό, «μεσαία τάξη» είναι όσοι έχουν ατομικό εισόδημα από 5.000 έως 11.000 ευρώ το χρόνο [4]. Πρακτικά, η κυβέρνηση βαφτίζει μεσαία τάξη οποιονδήποτε δεν είναι πολύ φτωχός…

Συμπερασματικά, ήταν κυρίαρχα η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης που απενοχοποίησε τις πολιτικές λιτότητας, «ξέπλυνε» τις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις, επέτρεψε την επικράτηση των ατομικιστικών λογικών και διευκόλυνε το να επανέλθει ως θετικό αφήγημα ένας ακόμα πιο καθαρά διατυπωμένος νεοφιλελευθερισμός.

Για την εικόνα της Αριστεράς

Η Αριστερά σε αυτές τις εκλογές υπέστη καθίζηση. Το ΚΚΕ δεν κατάφερε να καρπωθεί τίποτα από την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την προσέλκυση στελεχών που είχαν αποχωρήσει από αυτόν το 2015. Η έλλειψη οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης για τη βελτίωση των όρων ζωής στο σήμερα, σε συνδυασμό με την κοινωνική αντιπολίτευση που ασκεί, η οποία είναι μεν μαζική, αλλά δεν φαίνεται να στοχεύει σε υλικές νίκες, αλλά στην κομματική οικοδόμηση [5], μοιάζουν να είναι βασικοί λόγοι της αδυναμίας του να εκφράσει έστω και λίγο ευρύτερα δυναμικά.

Την ίδια ώρα, η «δική μας» Αριστερά, η ριζοσπαστική, ανταγωνιστική, αντικαπιταλιστική – όπως την προσδιορίζει ο καθένας και η καθεμιά – υπέστη ουσιαστικά αφανισμό, και τα εκλογικά της ποσοστά δείχνουν ότι έχει περιέλθει σε κοινωνική ανυποληψία. Μπορεί η συζήτηση στα αστικά ΜΜΕ να περιστράφηκε γύρω από το εάν η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι στρατηγική, αλλά η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ δεν ηττήθηκε συνολικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε μετά από 4 χρόνια άσκησης μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών να απορροφήσει τους εσωτερικούς τριγμούς από τη μετάλλαξή του, και προς το παρόν φαίνεται να κατορθώνει να εδραιωθεί ως ο 2ος πόλος του αστικού πολιτικού συστήματος (εξυπηρετεί δηλαδή ικανοποιητικά τη στρατηγική που έχει υιοθετήσει μετά το καλοκαίρι του 2015). Η δική μας ήττα όμως είναι και στρατηγική και εκκωφαντική.

Οι επιλογές της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος και της ΛΑΕ σταδιακά διολίσθαιναν στην απεύθυνση στα εθνικά ακροατήρια με στρογγυλεμένες έως ανύπαρκτες ταξικές αναφορές στην κεντρική εκφώνηση, το χάιδεμα των συντηρητικών αντανακλαστικών, την ιεράρχηση του εκλογικού αγώνα ως το μείζον, τη ίδια στιγμή που η επικοινωνιακή ανικανότητα του επικεφαλής της, καθώς και η αδυναμία να αρθρώσει λόγο εδρασμένο στις νέες συνθήκες και ανάγκες, απομάκρυναν σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων της στις τελευταίες εθνικές εκλογές. Η δημόσια εικόνα, σε συνδυασμό με προβλήματα που αφορούν την εσωτερική της λειτουργία, όπως η μη πλήρης ή πολύ καθυστερημένη οριοθέτηση από το ΣΥΡΙΖΑ σε μια σειρά περιπτώσεων (περιφέρεια Αττικής, συνδικαλιστικό κίνημα), η αδυναμία να λειτουργήσει ως μέτωπο που συνθέτει, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την ωμή παρέμβαση στο δημοτικό σχήμα της Αθήνας, οδήγησαν στην αποδιάρθρωση του δυναμικού της, και στην πλήρη αποσυσπείρωση του όποιου περίγυρου είχε καταφέρει να κρατήσει πολιτικά ενεργό η ίδρυσή της. Η πτώση ήταν μάλλον αναμενόμενη, αλλά εξελίχθηκε σε συντριβή.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κινήθηκε σε αντίστοιχης απήχησης ποσοστά, όσο και εάν η – μάλλον αυτάρεσκη - αποτίμηση του ΝΑΡ είδε μια διαφορετική εικόνα. Πέραν της προφανούς ασυνεννοησίας στα δημοτικά ψηφοδέλτια, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατόρθωσε να εκφράσει στον παραμικρό βαθμό την αποδοκιμασία προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε έστω να επωφεληθεί από την συντριβή της ΛΑΕ. Η πολιτική πολεμική προς την υπόλοιπη αριστερά (με πιο γνωστή «στιγμή» την αφίσα του «νόμου και της τάξης» λίγες μέρες πριν τις εκλογές), είχε μάλλον αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθιστώντας την εν λόγω επιλογή σφόδρα αποτυχημένη με όρους ύφους, προτεραιοτήτων και -το σημαντικότερο-κοινωνικής επιδραστικότητας.

Μόνο κερδισμένο στο τοπίο του ευρύτερου αριστερού χώρου το ΜέΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη: Περισσότερο από το περιεχόμενο των προτάσεων, η επιτυχία του σχηματισμού οφείλεται μάλλον στην επικοινωνιακή ικανότητα του επικεφαλής του, στο γεγονός ότι οι προτάσεις του παρουσιάζονται ως συγκεκριμένες, ότι φαίνεται να ασκεί πιο τεκμηριωμένη κριτική στις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ (και δεν μένει σε μία γενικόλογη κατηγορία ότι «πρόδωσε»), αλλά και στο γεγονός ότι σαν πρόσωπο συμπύκνωνε σε μεγάλο βαθμό τη “σύγκρουση” με τους δανειστές στο πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στα μάτια πολύ κόσμου. Ταυτόχρονα, το ΜέΡΑ25 είχε προοδευτική τοποθέτηση σε μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων, που έχουν ιδιαίτερη αξία για μεγάλο μέρος του παλιού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ (εξορύξεις, μακεδονικό, κοινωνικά δικαιώματα). Η εκλογική επιτυχία δεν αναιρεί όμως τη γενικότερη εκτίμησή μας: το ΜέΡΑ25 είναι εξαιρετικά αρχηγοκεντρικό κόμμα, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες, ενώ εμμένει σε έναν οριακά δογματικό φιλοευρωπαϊσμό, ο οποίος μάλιστα αναφέρεται στις σημερινές θεσμικές συγκροτήσεις της Ευρωζώνης κ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σαν να μην έχει ενσωματώσει την εμπειρία του 2015. Κάνει προτάσεις που για να υλοποιηθούν θα έπρεπε να αλλάξει ο συσχετισμός στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις και όχι σε μία χώρα, ή έστω συνολικά στην περιφέρεια (αναπτυξιακές επενδύσεις από την ΕΚΤ, πχ), και δεν φαίνεται να έχει προσανατολισμό για να παρεμβαίνει στο κοινωνικό κίνημα. Παρά το γεγονός ότι δεν θεωρούμε πως μπορεί να αποτελέσει οργανικό μέρος της ανασυγκρότησης της Αριστεράς, εκτιμούμε ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «εχθρός» ή «συστημικό ανάχωμα» από τις δυνάμεις που εντάσσονται στην αριστερά, και χρειάζεται πολιτικός διάλογος για να ξεκαθαριστούν ή ακόμα και να αποδομηθούν οι προτάσεις του ή να διαμορφωθούν ριζοσπαστικές προτάσεις που θα είναι πιο «ρεαλιστικές» από αυτές που εκφωνεί ο Γ. Βαρουφάκης. Πιο ρεαλιστικές υπό την έννοια, ότι θα είναι δυνατό να επιτευχθούν, μέσα από μια διαδικασία ριζοσπαστικών τομών, σε έναν άλλο κοινωνικό συσχετισμό και στο βαθμό που θα τις επιβάλλει η λαϊκή κινητοποίηση, εκφράζοντας και ως αναγκαία συνθήκη τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους μηχανισμούς της.

Τι να κάνουμε

Το γεγονός ότι, ως συμμετέχοντες στη Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική, Διεθνιστική Αριστερά, δεν συμμετέχουμε στους προαναφερθέντες σχηματισμούς, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε σε αυτό το κάδρο της απαξίωσης. Η ήττα της Αριστεράς είναι και δική μας ήττα, και η αδυναμία μας ακόμα και να παρέμβουμε σε αυτές τις εκλογές σε εθνικό επίπεδο καταδεικνύει το μέγεθος του αδιεξόδου μας. Ένα αδιέξοδο που πρέπει να υπερβεί συνολικά η ελληνική Αριστερά, ή έστω όσοι είναι πρόθυμοι να κοιτάξουν την κατάσταση κατάματα και να αναλάβουν πρωτοβουλίες και ευθύνες, καθώς το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά δύσκολο με τον διαφαινόμενο πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό που διαμορφώνεται. Εάν δε, υπάρξει και νέος γύρος ύφεσης σε διεθνές επίπεδο, όπως προβλέπουν αρκετοί αναλυτές, ύφεση που ενδέχεται να επιταχυνθεί ή να επιταθεί από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, οι εισερχόμενες αναταράξεις θα είναι πολύ μεγάλες, και λόγω των αναδιαρθρώσεων που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια. Εάν η Αριστερά παραμένει ουσιαστικά ανύπαρκτη, τις επιπτώσεις θα τις πληρώσουν ξανά οι «από κάτω». Για να ευοδωθεί οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης, θα πρέπει να εστιάσει ταυτόχρονα σε δύο σκέλη: Την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος, και την διαμόρφωση ενός πολιτικού φορέα της μαχόμενης αριστεράς. Σκέλη αλληλένδετα μεν, αλλά με την ξεχωριστή του σημασία το καθένα.

Για την οργάνωση της κοινωνικής αντιπολίτευσης

Η ύφεση του κοινωνικού κινήματος μετά το 2012 και η συνολική καθίζηση του αγωνιστικού φρονήματος μετά το 2015 έχει επιδράσει καταλυτικά και στο εσωτερικό της Αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Η λογική της ανάθεσης υπερίσχυσε, και στη συνέχεια επιτάθηκε από τη μαζική αποστράτευση και τη στροφή στην προσπάθεια για ευημερία μέσα από ατομικούς δρόμους. Παρότι υπάρχουν προφανώς και εξαιρέσεις, στη μεγάλη εικόνα, φαίνεται τα ίδια τα οργανωμένα δυναμικά της Αριστεράς, να μην εμπιστεύονται τη δύναμη των συλλογικών αγώνων για να καλυτερεύσουν τους όρους ζωής τους στο σήμερα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα της στέγης, όπου οι πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης εκτόξευσαν τα κόστη σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις την τελευταία διετία, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τη νέα γενιά, για την οποία τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης είναι χαμηλότερα. Και ενώ η συγκεκριμένη κατάσταση δεν επιβάλλεται από κάποια μνημονιακή συνθήκη, το μόνο που έχουμε κάνει ως τώρα είναι να αναλύουμε το πρόβλημα στα social media και, στην καλύτερη, στα προεκλογικά υλικά των αριστερών δημοτικών παρατάξεων. Πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα της οργάνωσης της κοινωνικής αντιπολίτευσης, να επιδιώξουμε να εκκινήσουμε κινηματικές πρωτοβουλίες, να δώσουμε συλλογικά λύση στα προβλήματα που αφορούν την ίδια μας την καθημερινότητα για να αποκτήσουμε και εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες ξανά την αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να νικάμε. Μόνο έτσι θα αρχίσει να αποδομείται η λογική της ΤΙΝΑ, και θα μπορέσουν να πειστούν ξανά οι εργαζόμενες τάξεις και η νεολαία, ότι οι συλλογικές πρακτικές έχουν νόημα, και είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν στην ευημερία σε σχέση με την ατομική προσπάθεια.

Προφανώς, αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να στοχεύει σε απευθείας κομματική οικοδόμηση οποιουδήποτε φορέα. Μια τέτοια λογική θα ήταν καταστροφική τόσο για το κίνημα όσο και για το φορέα τον ίδιο. Το παράδειγμα του πώς χειρίστηκε η ΛΑΕ τους πλειστηριασμούς, ενώ ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που προσπάθησε να κρατήσει το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα τον τελευταίο καιρό, και διέγνωσε – ορθά – ότι αποτελεί βασικό στοιχείο ταξικής πόλωσης για την περίοδο που διανύουμε, είναι διδακτικό. Τα πλειοψηφικά κοινωνικά κινήματα δεν συγκροτούνται πίσω από κομματικά πανό, παρότι οι οργανωμένοι αγωνιστές διαδραματίζουν συνήθως καθοριστικό ρόλο σε αυτά. Ούτε μπορεί, από την άλλη πλευρά, να υπάρξει νικηφόρο κοινωνικό κίνημα που δεν θα έχει συγκεκριμένους στόχους, αλλά θα υιοθετεί συνολικές πολιτικές πλατφόρμες. Χρειάζονται ανοιχτές, μετωπικές, κοινωνικές πρωτοβουλίες, που θα εμπλέκουν στις αποφάσεις τον ίδιο τον κόσμο που αφορά το εκάστοτε πρόβλημα, και θα επιτρέπουν στη δημιουργικότητά του να εκφραστεί και όχι να πνιγεί στις προαποφασισμένες φόρμες και μορφές αγώνα, που έχει μάθει εδώ και χρόνια η αριστερά.

Η σημασία της ανασυγκρότησης του κοινωνικού κινήματος και για την ίδια την Αριστερά, πέρα από την αυτονόητη σημασία της για τους «από κάτω», αναδεικνύεται εάν ανατρέξουμε ακόμα και στην πρόσφατη πολιτική ιστορία. Οι φορείς της Αριστεράς στην Ελλάδα μετά το ’90 προχώρησαν ή ακόμα και συγκροτήθηκαν εξαρχής, σε περιόδους κινηματικής πλημμυρίδας. Οι κινηματικές διεργασίες επιτρέπουν τη σύσφιξη των συντροφικών σχέσεων μεταξύ αγωνιστών από διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα, και την υπέρβαση διαφωνιών που φαντάζουν αξεπέραστες σε περιόδους νηνεμίας. Η ίδια η σημασία των αποφάσεων διευκολύνει το διάλογο, αφού οριοθετεί τις διαφωνίες σε άμεσα επίδικα, αντί για συνολικότερες θεωρήσεις που συνήθως επιτρέπουν την περιχαράκωση κάθε οργάνωσης και ρεύματος. Είναι, με άλλα λόγια το πιο γόνιμο έδαφος για ανασυνθέσεις και τη συγκρότηση νέων ενωτικών αγωνιστικών ταυτοτήτων. Ταυτόχρονα, οι κινηματικές διεργασίες πολιτικοποιούν μαζικά νέους αγωνιστές, και αναδεικνύουν και νέους τρόπους να γίνονται τα πράγματα: Από το να λύνουμε τις διαφωνίες μας μέχρι να πιέζουμε το αντίπαλο, αστικό, στρατόπεδο να υποχωρήσει. Εκτός αυτού, η πολιτική επιρροή της Αριστεράς αυξάνεται σε τέτοιες περιόδους (από τα εκπαιδευτικά κινήματα του ’99 και του 2006-2007 μέχρι και τις «πλατείες»). Είναι τότε που το κοινωνικό κίνημα θέτει στην ημερήσια διάταξη άλλα ζητήματα από αυτά που επιλέγει να συζητάει η αστική πολιτική, χαράζει νέα στρατόπεδα και διαμορφώνει συνειδήσεις. Σε αυτές τις περιόδους η Αριστερά κέρδιζε – αναγκαστικά – και την αντίστοιχη προβολή από τα αστικά ΜΜΕ, καθώς δεν υπήρχε άλλος να εκπροσωπήσει τη μεριά του κινήματος, προβολή που δεν καταφέρνει να έχει με καταγγελίες για φίμωση και με παράπονα για αποκλεισμούς.

Τέλος, η κινηματική ανασυγκρότηση, και ειδικά η ανασυγκρότηση της εργατικής παρέμβασης της ανταγωνιστικής αριστεράς είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και για την κοινωνική της σύνθεση, αλλά και για να έχει τις κοινωνικές προσλαμβάνουσες για να διαμορφώσει ένα αξιόπιστο σχέδιο ρήξης. Σχέδιο που ευαγγελίζονται όλες οι δυνάμεις που υιοθετούν το σύνθημα της ρήξης με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά στην πράξη είναι πολύ δύσκολο να διατυπωθεί εάν δεν υπάρχει φορέας με μαζική κοινωνική γείωση και εργαζομένους σε μια σειρά κλάδους της οικονομίας, καθώς αυτοί είναι που έχουν τη γνώση και την εμπειρία του τι θα σημάνει η ρήξη σε κρίσιμους τομείς.

Για τη συγκρότηση πολιτικού φορέα της Αριστεράς

Η συγκρότηση μιας αξιόπιστης παρουσίας στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, σε συνδυασμό με την κινηματική ανάταξη είναι ο μόνος τρόπος να σπάσουμε την πολιτική του φόβου και την επιλογή του «μικρότερου κακού», επιλογή που φαίνεται να πιέζει σήμερα ακόμα και αγωνιστές της Αριστεράς που αντιτάχθηκαν στις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο την τελευταία τετραετία. Από εκεί περνάει και η ανάσχεση της παλινόρθωσης των παραδοσιακών «μαγαζιών» της πολιτικής, στα οποία στρέφονται ξανά και οι λαϊκές τάξεις, μετά τη ματαίωση της ελπίδας ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς, πρωτίστως σε υλικό επίπεδο αλλά και με όρους συλλογικής ανάτασης και φρονήματος. Η ύπαρξη ενός αγωνιστικού, θελκτικού, στοιχειωδώς μαζικού πολιτικού υποκειμένου, με ταξική αναφορά αλλά μαζική απεύθυνση, είναι μία από τις προϋποθέσεις για να υπάρξει ξανά πεποίθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και αλλιώς.

Είναι δεδομένο ότι χρειάζονται άμεσα πολιτικές πρωτοβουλίες για να εκκινήσει η διαδικασία συγκρότησης πολιτικού φορέα της Αριστεράς. Δεν λέμε απλώς «μετώπου», γιατί εκτιμούμε, πως όσα χρειάζεται να γίνουν, πέραν της παρέμβασης στο κίνημα, προϋποθέτουν βαθύτερες συγκλίσεις και υπέρβαση της «σιγουριάς» της κάθε οργάνωσης, ρεύματος και ατόμου που θέλει να συμβάλει σε μια τέτοια κατεύθυνση. Θεωρούμε πολύ δύσκολο αυτό να επιτευχθεί πριν τις προκηρυχθείσες εθνικές εκλογές, με τις εξελίξεις στη ΛΑΕ να τρέχουν την ώρα που γράφεται το κείμενο, και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να έχει ήδη ανακοινώσει την κάθοδό της στις εκλογές αυτόνομα, παρότι υπήρξαν ενδιαφέρουσες προτάσεις στο εσωτερικό της [6]. Θεωρούμε ότι η πολιτική γεωμετρία των δυνάμεων που κατόρθωσαν να συγκροτήσουν την Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη [7], είναι αυτή που θα μπορούσε να προχωρήσει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Δυνάμεις που αντιλαμβάνονται και έχουν ήδη με ανακοινώσεις τοποθετηθεί για το τέλμα της ΛΑΕ, δυνάμεις που διαφοροποιούνται από το σεχταρισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μαζί με όσους και όσες δεν εντασσόμαστε σε κανένα από τα υπάρχοντα μέτωπα, μπορούμε να βάλουμε τις βάσεις για τον καινούριο φορέα της Αριστεράς. Μια τέτοια κίνηση πιθανώς να παρέσυρε όλες τις δυνάμεις της ανταγωνιστικής αριστεράς, ακόμα και αυτές που οι σημερινές τους τοποθετήσεις και πρακτικές δείχνουν πως κάτι τέτοιο δύσκολα θα συνέβαινε.

Η πολιτική συνεννόηση των οργανωμένων δυνάμεων είναι αναγκαία συνθήκη, αλλά δεν είναι καθόλου ικανή για να υπερβούμε τη στρατηγική ήττα και το αδιέξοδο. Χρειάζεται να προσανατολιστούμε ξανά στην επαφή και την παρέμβαση στις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης, να αποκτήσουμε οργανική και συστηματική σχέση με τα συγκεκριμένα προβλήματα της καθημερινότητας, να στρέψουμε κυρίαρχα την προσοχή μας εκεί. Υπάρχει η τάση στις μικρές οργανώσεις να επενδύουν συχνά σε αυτόκεντρες πρωτοβουλίες, στη βάση των φυσιογνωμικών τους χαρακτηριστικών. Πρωτοβουλίες που είναι χρήσιμες και μπορεί να παράγουν αξιόλογα αποτελέσματα, αλλά όταν απορροφούν συνολικά το δυναμικό των μικρών χώρων, τους αποκόπτουν από την γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα, μειώνοντας τις προσλαμβάνουσες τους και οριοθετώντας τις δυνατότητες διαμόρφωσης επεξεργασιών γύρω από κεντρικά προβλήματα. Η συγκρότηση ενός μαζικού φορέα θα αποτελέσει αντίβαρο στην τάση των μικρότερων οργανώσεων να μετατρέπονται σε μονοθεματικές, είτε λόγω προσανατολισμού, είτε λόγω κοινωνικής και ηλικιακής σύνθεσης. Έχοντας ως άξονα την ανάλυση, ότι το οικονομικό είναι το καθοριστικό – σε τελευταία ανάλυση – επίπεδο, να οργανώσουμε παρεμβάσεις που θα ξεκινάνε από τα καθημερινά, αλλά θα προσπαθούν να δώσουν και γενικότερα συλλογικές απαντήσεις στον τρόπο οργάνωσης της ζωής μας, για να αλλάξουν και την συνολικότερη κουλτούρα του κοινωνικού μπλοκ που θέλουμε να οργανώσουμε.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι η υπεράσπιση των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί σημαντική πλευρά αυτής της προσπάθειας, και οι αντιθέσεις που αφορούν δεν είναι σε καμιά περίπτωση «δευτερεύουσες», ειδικά όταν αφορούν τη ζωή και την επιβίωση όσων υφίστανται την καταπίεση (με τις γυναικοκτονίες να αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα). Παρότι τα αντίστοιχα κινήματα έχουν την αυτονομία τους, και ορθώς δεν απαιτείται να υιοθετούν συνολικές πολιτικές πλατφόρμες, σε επίπεδο πολιτικού υποκειμένου, θα πρέπει η υπεράσπιση αυτών των δικαιωμάτων να εντάσσεται σε μια συνολικότερη ριζοσπαστική οπτική και με γειωμένο τρόπο, και όχι να εκφωνείται «αφ’ υψηλού». Αυτή η παράμετρος είναι ιδιαίτερα σημαντική απέναντι και στη διεθνή επέλαση μορφών της ακροδεξιάς, που βάζουν στο στόχαστρο τα δικαιώματα αυτά, εκμεταλλευόμενες και τον τρόπο που τα υπερασπίζονται οι φιλελεύθεροι [8].

Χρειάζεται, ταυτόχρονα, να εμπλακούμε στο στρατηγικό διάλογο για το σχέδιο της ρήξης, αλλά να θυμόμαστε ότι σε αυτή τη φάση η αριστερά είναι στη γωνία και όσοι επιλέξουν να την ακούσουν δεν θα το κάνουν επειδή θεωρούν, ότι θα κυβερνήσει ή θα ηγηθεί κάποιας ριζικής ανατροπής το επόμενο διάστημα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μπορεί να εξαντλείται σε ένα «πρόγραμμα», που στη πράξη αποτελεί συρραφή συνθημάτων. Πρέπει να επιχειρεί να αναλύσει τις σημερινές λειτουργίες των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μετρήσει τι θα σημάνει η ρήξη σε μια σειρά από τομείς – και πέραν του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της συζήτησης για το νόμισμα -, όπως η σίτιση, η υγεία, η ενέργεια, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, η δικαιοσύνη. Και ποιες απαντήσεις θα κληθούμε να δώσουμε, όχι μόνο σε επίπεδο θέσεων, αλλά κυρίως κοινωνικής κίνησης σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δημιουργίας λαϊκών θεσμών για να αναλάβουν εξουσίες κοκ. Είναι προφανές, ότι δεν μπορεί να υπάρξει εντελώς πλήρες σχέδιο το οποίο θα προετοιμαστεί σε δοκιμαστικό σωλήνα μακριά από τις κοινωνικές συνθήκες και διεργασίες και θα εφαρμοστεί με έναν μαγικό, ταχύ και αυτόματο τρόπο, αλλά από αυτό μέχρι τη σημερινή αριστερή κενολογία στα ζητήματα αυτά, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και ο στρατηγικός διάλογος δεν μπορεί να περιοριστεί εκεί, παρότι εκεί περιστρέφεται η συζήτηση αρκετά χρόνια τώρα. Η ρήξη με την ευρωπαϊκή ένωση δεν τοποθετεί ένα κράτος εκτός ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, ούτε εκτός καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (όσο και αν αποτελεί αναγκαίο συστατικό αυτών των κινήσεων). Πρέπει να συζητήσουμε για ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης των ζωών μας, για τη δική μας οπτική στην οικολογία, που επιστρέφει στην ατζέντα και λόγω των οριακών επιπτώσεων που έχει υποστεί ο πλανήτης, αλλά και λόγω της ανάπτυξης του οικολογικού κινήματος – με κορμό τη νεολαία – σε μια σειρά από χώρες. Να συνεννοηθούμε το ότι «τα θέλουμε όλα πίσω», δεν αποτελεί επιθυμία επιστροφής στην εποχή της πλαστής ευμάρειας, αλλά την επιθυμία μετάβασης σε μια νέα κατάσταση, που δεν θα καθορίζεται όμως από τις μειωμένες προσδοκίες της τελευταίας δεκαετίας. Από μια τέτοια διαδικασία είναι δυνατό να προκύψει και ένα νέο όραμα, προφανώς όχι από το μηδέν, αλλά αξιοποιώντας και την εμπειρία των επαναστατικών διεργασιών των δύο τελευταίων αιώνων αλλά και των εξεγερσιακών εκρήξεων της σύγχρονης εποχής. Ένα όραμα αναγκαίο για να υπάρξει ξανά η στράτευση με όρους προηγούμενων φάσεων.

Και για να γίνουν όλα τα παραπάνω χρειάζεται να υπάρξει, γρήγορα, μια στοιχειωδώς δημοκρατική συγκρότηση, που θα σέβεται την αυτοτελή ύπαρξη των οργανωμένων δυνάμεων αλλά θα εμπλέκει πραγματικά τους ανένταχτους αγωνιστές, που αποτελούν σήμερα την πλειοψηφία του ευρύτερου χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς, και δεν έχουν τη διάθεση, ούτε να είναι θεατές σε σύγκρουση οργανώσεων, ούτε να εμπλακούν σε ανούσιες μάχες συσχετισμών.

Χρειάζεται, τέλος, η ηγεσία και η δημόσια εικόνα ενός τέτοιου φορέα να αντανακλά τα χαρακτηριστικά αυτών που θέλει να οργανώσει και να εκφράσει. Η ηλικιακή και ταξική σύνθεση της δημόσιας εκπροσώπησης έχει μεγάλη σημασία σε μια τέτοια προσπάθεια για να υπερβούμε το τέλμα. Πρέπει να βγουν μπροστά καινούργια πρόσωπα, όχι οπωσδήποτε ηλικιακά νέα, αλλά σίγουρα με σύγχρονο πολιτικό λόγο και πρακτικές, και οργανική εμπλοκή στα κοινωνικά κινήματα της εποχής μας [9], εκείνοι και εκείνες που στην ουσία βιώνουν τα αδιέξοδα της περιόδου. Μόνο έτσι θα μπορέσει να συγκροτηθεί μια εικόνα που τόσο εξωστρεφώς αλλά και προς το εσωτερικό ενός τέτοιου φορέα, θα εκπέμπει ένα άλλο ύφος, τόσο ως προς τους στόχους, όσο και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί για να τους επικοινωνήσει [10].

 

[1] Πίνακας με τα συγκριτικά εκλογικά αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακεδονία

https://drive.google.com/file/d/1-8Zd01ntWgwMIq8N2ZYC237_USHljuSu/view?fbclid=IwAR0gn06_cRtgi6trhkZRYbjBfGnVSv1r4Iakx8KirAzos1SvgSFHa8aPc6s

[2] Γ. Μαυρής, Άνοδος του συντηρητισμού: Πολιτικές ιδεολογίες στην Ελλάδα μετά το Μνημόνιο

https://www.mavris.gr/4943/political-ideology/?fbclid=IwAR2E2j3Ef3HQ47dB5SU_16W5BTTe6HwbtqYCmOfpdDe1FmG4a8060eZXrZA

[3] Α. Παπαχελάς, Ενα μεγάλο ευχαριστώ στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

http://www.kathimerini.gr/901171/opinion/epikairothta/politikh/ena-megalo-eyxaristw-sthn-kyvernhsh-syriza

[4] ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο τύπου για την οικονομική ανισότητα, Ιούνιος 2018

http://www.statistics.gr/documents/20181/f925863c-8396-4f7a-a9dc-d4ef77883f73

[5] Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της διεκδίκησης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας όπου οι σχεδιασμοί του ΠΑΜΕ κυρίως αφορούν κεντρικές κινητοποιήσεις και όχι στρατηγική ανά χώρο ή κλάδο για την κατοχύρωση τους. Υπάρχουν περιπτώσεις όπως το Συνδικάτο Οικοδόμων που φαίνεται να έχει μια πιο αυτόνομη στρατηγική και κατοχυρώνει εργοταξιακές συμβάσεις, αλλά δεν αποτελούν τον κανόνα.

[6] Βλ. την πρόταση για το από δω και πέρα προς τα όργανα και τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [των Μ.Κλωνιζάκη, Δ.Κουτσούμπα, Δ.Πολυχρονιάδη]: https://antarsya.gr/node/5345

[7] Μπορεί το εκλογικό αποτέλεσμα του δημοτικού συνδυασμού να ήταν σαφώς μικρότερο της εμβέλειας που είχε η προσπάθεια εντός Αριστεράς, αλλά – χωρίς να έχουμε ειδική γνώση των συνθηκών στην πόλη – τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών δείχνουν ότι χρειάζεται χρόνος και κυρίως συνέπεια παρέμβασης για να μπορέσει ένα αυτοδιοικητικό σχήμα της αριστεράς να δομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τις γειτονιές, τα τοπικά προβλήματα και τα κινήματα της πόλης. Είναι όμως σαφές ότι κατόρθωσε να χτίσει σχέσεις συντροφικής εμπιστοσύνης μεταξύ αγωνιστών από διαφορετικά ρεύματα, να επικοινωνήσει με νεανικό πολιτικό λόγο και μέσα, να αξιοποιήσει τη συλλογική ηγεσία ως πλεονέκτημα.

[8] Liza Featherstone, Ο ελιτίστικος, λευκός φεμινισμός μάς έδωσε τον Τραμπ: Πρέπει να πεθάνει!

https://www.ektosgrammis.gr/website/o-elitistikos-leykos-feminismos-mas-edose-ton-tramp-prepei-na-pethanei

[9] Εμπλοκή που έχουν χάσει πολλοί από της ηγεσίες που σήμερα «αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους» και θα έπρεπε μάλλον να ξαναποκτήσουν, απομακρυνόμενοι από τις ηγετικές θέσεις, πριν επιχειρήσουν να παίξουν οποιοδήποτε ρόλο στο μέλλον.

[10] Μπορεί να διαφωνούμε με το σύνθημα της αποχής από τις ευρωεκλογές, αλλά το συγκεκριμένο σποτάκι του ΚΚ Σουηδίας ήταν εξαιρετικά ευφυές για το πώς μπορεί κανείς να επικοινωνήσει με νέους τρόπους όσα έχει να πει. 

http://www.topontiki.gr/article/322195/na-hstoyn-oi-eyroekloges-tora-kanoyme-sex-vinteo-ton-soyidon-kommoyniston-gia-apohi

 

 

Οι Γ. Γιαννόπουλος, Π. Δήμας και Χ. Σκάντζας συμμετέχουν στη Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική, Διεθνιστική Αριστερά.