Απόψεις

Αγώνας ενάντια στη δεξιά, αγώνας για την οργάνωσή μας

03/07/2019

Πέτρος Σταύρου


Η επάνοδος – παλινόρθωση της δεξιάς σε όλη την Ευρώπη δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μιας συντηρητικής μετατόπισης του εκλογικού σώματος αλλά και ο συνδυασμός της κρίσης του παραδοσιακού κομματικού συστήματος, μεγάλων αλλαγών στις οικονομικές και πολιτικές θεσμικές δομές αλλά και της ίδιας της άσκησης της κρατικής και νεοφιλελεύθερης εξουσίας και των αποτελεσμάτων που αυτή επιφέρει πάνω στην ταξική πάλη. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι πως οι υποτελείς τάξεις σήμερα στερούνται πλήρως τη δική τους αυτόνομη και δευτερογενή οργάνωση των συμφερόντων τους και των επιχειρημάτων τους απέναντι στον αστισμό.

Τι γίνεται στην Ευρώπη;

Το ευρωκοινοβούλιο είναι πιο κατακερματισμένο από ποτέ (από 1979). Τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας της μεταπολεμικής Ευρώπης δεν έχουν πλέον την πλειοψηφία στα έδρανα του. Οι ακροδεξιοί και μεταμοντέρνοι σχηματισμοί έχουν περίπου το 25% των ψήφων αλλά και οι «πράσινοι» αύξησαν την κοινοβουλευτική τους ομάδα από τα 51 στα 69 μέλη. Επιπρόσθετα, η απάθεια και η αποχή ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής εκλογικής βάσης, απέναντι στη κοινοβουλευτική δημοκρατία, παραμένει πολύ μεγάλη.

Μια εξήγηση των αποτελεσμάτων στηρίζεται στις ιδεολογικοπολιτισμικές μετατοπίσεις. Λέγεται δηλαδή πως οι δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες βιώνουν μια αναζήτηση μεταϋλιστικών αξιών, που επεκτείνεται από τα κοινωνικά δικαιώματα μέχρι και τα γενικότερα ζητήματα του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Ζητήματα που δεν μπορούν να τα ενσωματώσουν, στην πολιτική τους ατζέντα, τα κόμματα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, καθότι είναι σταθερά προσανατολισμένα σε οικονομικά ζητήματα.

Αντίστοιχα, λέγεται πως τα ακροδεξιά κόμματα ενισχύονται από ψηφοφόρους που ανησυχούν ιδιαίτερα για ζητήματα ταυτότητας αλλά κυρίως για ζητήματα του “ανήκειν” σε μια κοινότητα.

Τόσο τα ακροδεξιά κόμματα, όσο και οι «Πράσινοι» αποκαλούνται κόμματα της αγοράς ή niches parties, κόμματα εξειδικευμένα δηλαδή σε ιδιαίτερες εκλογικές αγορές με ειδικές ανησυχίες. Είναι όμως έτσι; Έτσι απλά συνδέονται εκλογικές συμπεριφορές με πολιτισμικές ή ηθικές και πολιτικές συντηρητικές μετατοπίσεις;

Οι μεταϋλιστικές αξίες, για παράδειγμα, έχουν γίνει πιο διαδεδομένες σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά τα «πράσινα» κόμματα έχουν καταστεί ισχυρές πολιτικές δυνάμεις σε μερικές μόνο από αυτές. Εκείνες οι χώρες όπου οι «Πράσινοι» εμφανίζονται πιο ισχυροί, όπως η Γερμανία, δεν είναι αναγκαστικά και οι πιο μεταϋλιστικές κοινωνίες (ο χαρακτηρισμός αυτός πιθανότατα αντιστοιχεί πιο πολύ στους Σκανδιναβούς).

Ομοίως, υπάρχει μικρή συσχέτιση, σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ του αριθμού των μεταναστών σε μια χώρα, ή ακόμα και του ρατσιστικού ή εθνικιστικού αισθήματος και της επιτυχίας ενός ακροδεξιού κόμματος. Οι Σουηδοί, για παράδειγμα, είναι μεταξύ των λιγότερο ρατσιστικών και εθνικιστών στην Ευρώπη, όμως οι ακροδεξιοί Σουηδοί Δημοκράτες είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα.

Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν καλύτερα αν εντοπίσουμε, μαζί με τις πιθανές ηθικοπολιτισμικές μετατοπίσεις, και το είδος της πολιτικής κομματικής κρίσης που επηρέασε τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας στις ευρωπαϊκές χώρες.

Υπό αυτό το πρίσμα, η άνοδος των «Πρασίνων» πρέπει να συνδυαστεί με μια σφοδρή κρίση αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζει εδώ και καιρό τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ενώ η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων με μια ορισμένη κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος γενικότερα. Πολλοί ψηφοφόροι ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη δεν είναι τόσο οι συντηρητικά μετατοπισμένοι ψηφοφόροι προς αναχρονιστικές ιδεολογίες, όσο εκείνοι οι πολίτες που ενώ αντιλαμβάνονται την οικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας, δεν εμπιστεύονται το πολιτικό σύστημα και τους πολιτικούς, ούτε βέβαια την λύση της προοδευτικής αναδιανομής για τα οικονομικά τους προβλήματα και καταφεύγουν σε έναν κυνικό «επιβιωτισμό» που υποστηρίζει το μοίρασμα των λιγοστών δημοσιονομικών πόρων μόνο μεταξύ των μελών μιας κλειστής εθνικής κοινότητας.

Το λένε άλλωστε φωναχτά: «Όχι στα επιδόματα γιατί τα παίρνουν οι ξένοι». Πριν λίγες μέρες ο υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ Κυρανάκης εξέφρασε κάτι ανάλογο. Φαίνεται πως η ευρωπαϊκή ακροδεξιά έχει πάψει να τα βάζει μόνο με την αγορά εργασίας και τους «ξένους» που παίρνουν τις δουλειές από τους «ντόπιους». Τώρα εναντιώνονται και στο εναπομείναν κράτος πρόνοιας. Η ακροδεξιά στην Ευρώπη έπαψε να είναι αντιευρωπαϊκή και έχει μετατραπεί σε εναλλακτικό ρεύμα μιας άλλης πολιτικής ενοποίησης, δηλαδή της Ευρώπης των εθνών και των κρατών, της Ευρώπης των φαντασιακών κοινοτήτων.

Όσον αφορά τις κυρίαρχες και επίσημες ευρωπαϊκές πολιτικές αυτές έχουν αλλάξει δραστικά με αφορμή την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008. Δεν έχουμε τον χρόνο σήμερα να τις αναλύσουμε εκτενώς, αλλά δεν μπορούμε παρά να τις επισημάνουμε διότι έχουν μεγάλη σημασία για τον διακυβερνητικό τρόπο άσκησης του νεοφιλελευθερισμού. Ποιες είναι οι σημαντικότερες αλλαγές;

1. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι «οι εθνικές κυβερνήσεις δεν επιστρέφουν στο σπίτι μετά την σύναψη των όποιων συμφωνιών αλλά μένουν στις Βρυξέλες». Η αναφορά τους απευθύνεται στον ομότιμο αξιωματούχο η τεχνοκράτη ή γραφειοκράτη και όχι στην εκλογική τους βάση ή πολύ περισσότερο στην λαϊκή κυριαρχία, η κοινωνική συναίνεση.
Αποτέλεσμα της παραπάνω νέας συνθήκης είναι πως η εγχώρια κοινωνική συναίνεση που στηρίζει, ως θεμέλιο της αστικής δημοκρατίας, τις εθνικές κυβερνήσεις που συμμετέχουν στην ευρωζώνη έχει αντικατασταθεί από μια «εθνική συναίνεση» που παρέχεται μόνο από την κυβέρνηση του κράτους - μέλους, στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και παράγεται ή κατασκευάζεται σε κλειστά club - κονκλάβια πολιτικών και τεχνοκρατών στις Βρυξέλες.

Μετά την κρίση του 2008 έχουμε ενίσχυση της «μεταφυσικής» του κεφαλαίου, που θα έλεγαν και οι Χαιντεγκερ και Καρλ Σμιτ, και που εντοπίζεται στην ανάγκη ενίσχυσης της αποφασισιμότητας του κράτους μέσω του απόλυτου διαχωρισμού της πολιτικής εξουσίας από τα «χυδαία» και «γυμνά» κοινωνικά αιτήματα.

2. Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή είναι πως από το 2008 η σύγκλιση των ευρωπαϊκών οικονομιών έχει αντικατασταθεί από τον αλληλοεξαρτώμενο συντονισμό των οικονομιών. Η ευρωζώνη σταθεροποιείται και είναι βιώσιμη μόνο κάτω από ισχυρές και διαδικαστικές συντονιστικές προσπάθειες και όχι από την σύγκλιση των οικονομιών ή από την απόκτηση κοινών οικονομικών χαρακτηριστικών μεταξύ των κρατών - μελών. Η σύγκρουση Βρυξελών – Ιταλίας είναι προϊόν αυτής της θεσμικοδιαδικαστικής μετατόπισης. Για παράδειγμα, ακόμα και αν μια οικονομία της ευρωζώνης έχει τα περιθώρια να εμφανίσει ελλείμματα στον προϋπολογισμό της, δεν θα της επιτραπεί να τα υλοποιήσει διότι έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να αποσυντονίσει τη διαδικασία δημοσιονομικού εξορθολογισμού στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.

3. Η τρίτη μεγάλη μετατόπιση είναι η αντικατάσταση της «διακυβέρνησης μέσω των αγορών» από τη «διακυβέρνηση μέσω των κυβερνήσεων» και με προστατευτική ομπρέλα την ΕΚΤ, έτσι ώστε η βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης να εγγυάται από ελεγχόμενους θεσμικούς μηχανισμούς και όχι από την τυχαιότητα των αγοραίων δυνάμεων. Παρεπόμενα αυτής της «διακυβέρνησης μέσω των κυβερνήσεων» είναι η ίδρυση νέων διακρατικών και όχι κοινοτικών θεσμών ή η ενίσχυση των συντονιστικών θεσμών (ESM, Eurogroup, Ευρωπαϊκό εξάμηνο, Ευρωπαϊκό συμβούλιο κλπ), όσο και η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κυβερνήσεων ως εκτελεστικών μηχανισμών υπερεθνικών πολιτικών (οικουμενική λιτότητα, ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία κλπ).

Με βάση αυτές τις κυρίαρχες μετακρισιακές εξελίξεις τα αποτελέσματα είναι απτά.

· Η αποιδεολογικοποίηση της πολιτικής (διαλογική σύγκλιση χωρίς διχογνωμία).

· Η αποπολιτικοποίηση των κρατικών μηχανισμών (τεχνοκρατία – ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι).

· και ο απαραίτητος επιχειρησιακός ρόλος της εθνικής κυβέρνησης για την επιβολή της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Τα αποτελέσματα αυτά συνδυάζονται και προκαλούν νέες πολιτικές διαιρέσεις αλλά και κατακερματισμένα πολιτικά συστήματα στο εσωτερικό των κρατών μελών. Οι παλιοί κομματικοί άξονες καταλύονται και εκατοντάδες νέα κόμματα ξεπετιούνται. Κόμματα που μιξάρουν ακροδεξιά με αριστερά αιτήματα. Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο είναι η κοινή ατζέντα των κυβερνητικών κομμάτων αλλά πολύ περισσότερο είναι η γενικά αποδεκτή μέθοδος διακυβέρνησης και η βάση οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης. Δεν θα μοιάζουμε μεταξύ μας, ως μέλη της ευρωζώνης, γιατί έχουμε κοινά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά αλλά γιατί εξασκούμε την ίδια συντονισμένη πολιτική λιτότητας. Αυτή είναι η νέα βάση της σημερινής μορφής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης, που είναι η ΕΕ, και όχι γενικά οι αγορές.

Από τα προηγούμενα γίνεται εμφανές νομίζω πως η παλινόρθωση της συντηρητικής δεξιάς και η ακροδεξιά δυναμική «σφήνα» οφείλονται κυρίως σε μεγάλες αλλαγές στις συνθήκες της ταξικής πάλης, δηλαδή, στην απροστάτευτη – «γυμνή» ή αδιαμεσολάβητη, από πολιτικό υποκείμενο, επαφή πολλών κοινωνικών στρωμάτων με την οικονομική κρίση, τις πανευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας και με τις «τεκτονικές» αλλαγές στον τρόπο διακυβέρνησης της ευρωπαϊκής εξουσίας. Οι συντηρητικές, ηθικές και πολιτισμικές μετατοπίσεις της κοινωνικής βάσης είναι, τις περισσότερες φορές, αποτέλεσμα, παρά αίτιο των αλλαγών αυτών.

Τι έγινε στην Ελλάδα;

Σύμφωνα με τις έρευνες της Public Issue, η συντηρητική μετατόπιση της κοινωνίας, την περίοδο 2008 – 2017, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, παρότι ορισμένες τάσεις προϋπήρχαν του 2008 και της κρίσης. Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι τάσεις εντάθηκαν μέσα στην περίοδο των μνημονίων, όπως και ότι εμφανίστηκαν ενισχυμένες και με μια νέα ποιότητα. Να υπενθυμίσουμε ότι στη κοινή γνώμη η έννοια του δημοσίου τομέα είναι εντελώς αρνητική, όπως και των κομμάτων, των συνδικάτων ή της Βουλής, ενώ αντίθετα η έννοια του ιδιωτικού τομέα καταλαμβάνει μεγάλο μέρος μέσα στις θετικές γνώμες.

Ορισμένα συμπεράσματα με βάση τόσο τις μακροχρόνιες τάσεις όσο και με τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα:

1. Ο κύκλος της ριζοσπαστικοποίησης που ξεκίνησε το 1999 με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, συνεχίστηκε με τις πρώτες προσπάθειες πολιτικής ενότητας του ΣΥΡΙΖΑ, την εξέγερση του 2008, το κίνημα των πλατειών και ολοκληρώθηκε με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση μαζί με τους ΑΝΕΛ, έκλεισε οριστικά το Φθινόπωρο του 2015. Το μεγαλύτερο τμήμα της αριστερής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησε, ήδη από τότε, χωρίς όμως να κατευθυνθεί σε κάποιο άλλο κόμμα της αριστεράς, αφού αυτά και κυρίως το ΚΚΕ, είχαν ηττηθεί ήδη το 2012 και πιο παλιότερα ξανά το 1993. Πριν το «κλείσιμο» του μεγάλου κύκλου του ΣΥΡΙΖΑ ως ριζοσπαστικού κόμματος είχαμε το κλείσιμο μικρότερων πολιτικών και κομματικών κύκλων. Γιαυτό και δεν καταγράφονται μετακινήσεις προς τα αριστερά. Ταυτόχρονα, ενώ υπάρχει έντονη αμφισβήτηση του «ευρώ» δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη στη «δραχμή». Η αποδοχή του ευρώ είναι ζήτημα βιοπολιτικού εξαναγκασμού και όχι αποτέλεσμα οικονομικής ευημερίας ενώ η λύση της δραχμής είναι μόνο «φαντασιωτική», χωρίς πραγματικά στηρίγματα.

2. Με την πολιτική των μνημονίων, από το 2010 και μετά, έχουμε ένα «σφυροκόπημα» κάθε έννοιας δημοσίου συμφέροντος αλλά και συλλογικής δράσης. Η τελική επικράτηση της ΤΙΝΑ, παρά τις δυναμικές αντιδράσεις της εποχής 2011 - 2012, καθόρισε δομικά την στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην πολιτική. Ισχύει και εδώ ότι ισχύει σε όλη την Ευρώπη. Ο νεοφιλελευθερισμός, με τις εκάστοτε εφαρμογές του, επιδρά υλικά και μετασχηματίζει, θεσμούς, πολιτικές και κοσμοθεωρητικές στάσεις.

3. Έχουμε την εμφάνιση ενός εξαναγκασμένου ατομικισμού – επιβίωσης, δικαιολογημένου ή αδικαιολόγητου, εγωιστικής ευκαιρίας ή πραγματικής απελπισίας, ως αποτέλεσμα μιας τριπλής οικονομικής επίθεσης στα εισοδήματα (Δημοσιονομική πολιτική, αγορά εργασίας και μισθοί, αρνητική μόχλευση τραπεζικού τομέα). Ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας προσανατολίζονται είτε προς τον ιδιωτικό τομέα, που προσφέρει αυτές τις δουλειές που ξέρουμε ότι προσφέρει, είτε προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση που μέσω του ΕΣΠΑ προσφέρει προσωρινότητα στην λεγόμενη κοινωφελή εργασία, είτε περιμένουν επενδύσεις και φοροαπαλλαγές, είτε επιχειρούν να συμπληρώσουν κάποιο εισόδημα νοικιάζοντας ένα τμήμα της κατοικίας τους σαν airbnb.

Αγώνας για τις πολιτικές μορφές

Οι πολιτικές των μνημονίων ολοκλήρωσαν, σε πολύ γρήγορο ιστορικό χρόνο, μια διαδικασία ταξικής πάλης, από την πλευρά των αστών βέβαια, που είχε αρχίσει ήδη από το 1990. Τα χρόνια εκείνα ξεκίνησε μια πολιτική επίθεση εναντίον κάθε μορφής οργάνωσης των πληβειακών τάξεων, από κοινού με την επίθεση στο αποκαλούμενο πελατειακό και διογκωμένο κράτος. Μαζί με το σπάταλο κράτος κατηγορήθηκαν και τα αριστερά κόμματα ως κόμματα κρατικοδίαιτα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ως πελατειακά δίκτυα τεμπέληδων.

Όμως μια οργάνωση τι ακριβώς οργανώνει; Οργανώνει υποκείμενα που είναι ήδη οργανωμένα πρωτογενώς από μεγάλους καπιταλιστικούς θεσμούς, κρατικούς ή ιδιωτικούς. Τα υποκείμενα οργανώνονται πρωτογενώς από την οικογένεια, τις αγορές, τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, τον στρατό, την επιχείρηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, εσχάτως δε και από τα social media.

Αντίθετα, τα συνδικάτα, οι φοιτητικές παρατάξεις, οι δημοτικές παρατάξεις, τα κόμματα ή άλλοι συλλογικοί φορείς, οργανώνουν μέλη που είναι ήδη μέλη κάποιων άλλων χώρων. Το σύνολο σχεδόν των πληβειακών – εργατικών πολιτικών οργανώσεων είναι δευτερογενείς οργανωτές, ενώ το κεφάλαιο ή το κράτος λειτουργούν ως πρωτογενείς οργανωτές των υποκειμένων.

Ας δούμε λίγο το πρόγραμμα της Ν. Δημοκρατίας:

Η Ν.Δ. εξήγγειλε ένα "νέο κοινωνικό συμβόλαιο εργαζομένων, κράτους και επιχειρήσεων". Ορίζει ότι το κράτος προσφέρει καλό επιχειρηματικό περιβάλλον και χαμηλή φορολογία, ενώ, με τη σειρά τους, οι επιχειρήσεις ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, αμείβουν καλά τους εργαζομένους και τους κάνουν συμμέτοχους στα κέρδη:
- Κίνητρα στις επιχειρήσεις για να δίνουν πρόσθετες παροχές στους εργαζομένους τους όπως π.χ. δωρεάν μεταφορά στην εργασία τους, επιπλέον ασφαλιστικές παροχές, συμμετοχή στα κέρδη και ειδικά προγράμματα απόκτησης μετοχών.
- Απαρέγκλιτη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, αξιοποιώντας την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και διενεργώντας στοχευμένους και ουσιαστικότερους ελέγχους.
- Λευκό μητρώο επιχειρήσεων και χαμηλότερες εισφορές για τις επιχειρήσεις που είναι ασφαλιστικά συνεπείς και σέβονται την εργατική νομοθεσία.
Βλέπετε κάποια αναφορά σε οργάνωση της εργατικής τάξης; Όχι! Πλήρης επικράτησης τον πρωτογενών οργανωτών, του κράτους και της επιχείρησης.

Αντίστοιχα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί ο πρωτογενής οργανωτής, το κράτος και κάπου γίνεται εμμέσως μια νύξη για τα συνδικάτα όταν αναφέρεται στο τρομερό «κατόρθωμα» της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Σήμερα λοιπόν βιώνουμε την παλινόρθωση της δεξιάς αλλά κυρίως την πλήρη επικράτηση του Κεφαλαίου και των οργανωτικών του μορφών και την συνεπαγόμενη στέρηση από αξιόπιστες, μαχητικές και ανταγωνιστικές μορφές οργάνωσης των υποτελών συμφερόντων. Σήμερα, οι διάσπαρτες υποκειμενικότητες οργανώνονται από τις αγορές εργασίας, χρήματος και γης. Οργανώνονται από τους μεγάλους εκπαιδευτικούς και εξεταστικούς μηχανισμούς. Οργανώνονται από την ίδια την Επιχείρηση. Σήμερα, δεν απαγορεύεται στους υποτελείς να έχουν συμφέροντα και επιθυμίες, αρκεί αυτές να ικανοποιούνται φαντασιακά ή πραγματικά με τρόπο που να μην θίγει στο ελάχιστο την αστική κυριαρχία και τις κρατικές ή πολιτικές δομές.

Το μέγιστο στρατηγικό καθήκον λοιπόν είναι να αντιμετωπίσουμε αυτήν την ολική επαναφορά του κεφαλαίου και των πολιτικών μορφών της δεξιάς, κοιτώντας βαθιά στον τρόπο αναδιοργάνωσης της πολιτικής παρέμβασης μας, τόσο στο επίπεδο του κεντρικού πολιτικού υποκειμένου, όσο και στα επίπεδα των μεγάλων καπιταλιστικών θεσμών και χωρικών επιπέδων οργάνωσης της καπιταλιστικής συνθήκης. Ο ταξικός αγώνας θα δοθεί για τις νέες δευτερογενείς μορφές οργάνωσης, στην κεντρική πολιτική σκηνή, στη δουλειά, στο σχολείο, στη γειτονιά, εκείνες τις οργανώσεις που θα αμφισβητήσουν και θα ανταγωνιστούν τους κατεξοχήν οργανωτές της ζωής μας.

Αν υπάρχει ένα στοίχημα και ένα ρίσκο σε όλο αυτό, βρίσκεται στον στόχο το δευτερογενές οργανωτικό αποτέλεσμα των προσπαθειών μας να είναι, πάση θυσία, πολιτικά ισχυρότερο από την πρωτογενή οργάνωση μας στις νόρμες του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει πως δεν αρκεί να υπάρχουν οι οργανώσεις των πληβείων. Εξ ίσου σημαντικό είναι και το πως αυτές ακριβώς οι οργανώσεις οργανώνουν τους «πόρους» τους και το δυναμικό τους.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα.

 

* Tο παρόν κείμενο αποτέλεσε τη βάση της εισήγησης του Π. Σταύρου στη συζήτηση με θέμα "Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται. Η παλινόρθωση της δεξιάς", που οργανώθηκε στις 30/6/2019, στα πλαίσια του 22ου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, στην Αθήνα.