Επικαιρότητα

ΑΡΚ 2015-2021: Απολογισμός της συλλογικότητας

22/05/2021

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Στις 6/3/2021 έγινε η τελευταία συνέλευση της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης (ΑΡΚ) που αποφάσισε και επίσημα την αυτοδιάλυσή της στα πλαίσια των αποφάσεων που είχε πάρει και σε παλιότερη ολομέλεια. Συνεχίζουμε τον αγώνα στα πλαίσια της Συνάντησης για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά, και στα ανασυνθετικά εγχειρήματα στα οποία ήδη εμπλέκεται η Συνάντηση.
Στη συζήτηση έγινε μια συνολική αποτίμηση της πολιτικής πορείας της ΑΡΚ καθώς και της συγκυρίας μέσα στην οποία λειτούργησε, καταλήγοντας στο σήμερα και τα πολιτικά καθήκοντα που προκύπτουν από αυτό. Τα ζητήματα αυτά αποτυπώνονται στο παρόν κείμενο.


Η ΑΡΚ ως απάντηση στη συνθηκολόγηση του 2015

Η ΑΡΚ ιδρύθηκε ως μια άμεση απάντηση στη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015. Τη σύστησαν μέλη που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ, δεν ανήκαν ωστόσο σε μια από τις οργανωμένες τάσεις της εσωκομματικής αντιπολίτευσης (ΑΡ, Κόκκινο Δίκτυο). Στην πορεία εντάχθηκαν και σύντροφοι/ισσες που δεν είχαν προηγούμενα ενταχθεί στο ΣΥΡΙΖΑ. Αντιλαμβανόμενοι/ες την ανάγκη να υπάρξει κεντρική πολιτική παρέμβαση και απάντηση στη μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΡΚ συγκροτήθηκε και με αυτό το κριτήριο, σε σχέση με άλλες διαφοροποιήσεις της ίδιας περιόδου, και συμμετείχε εξαρχής, και ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 στη Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ).

Στο πολιτικό επίπεδο, η ΑΡΚ βρισκόταν το 2015 στη δύσκολη θέση να μη μπορεί να πει “εμείς τα λέγαμε”, όπως έκαναν όλες οι υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς εκείνη την περίοδο, είτε προέρχονταν από την εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ είτε όχι. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτέλεσε όμως και το μεγάλο της αναλυτικό πλεονέκτημα. Η ΑΡΚ είδε την τότε συγκυρία πέρα από κλασικές αναλύσεις που είτε εστίαζαν σε συγκεκριμένα κομμάτια της οικονομικής στρατηγικής, που θα έπρεπε να ήταν αλλιώς (νομισματική απεμπλοκή), είτε περιέγραφαν απλουστευτικά το φαινόμενο ως νομοτελειακή αποτυχία του ρεφορμισμού. Η ΑΡΚ είδε το ΣΥΡΙΖΑ όχι ως ένα κλασικό ρεφορμιστικό κόμμα, αλλά ως κόμμα που άλλαξε στρατόπεδο. Αυτό της έδωσε την ευκαιρία να αναλύσει τις πολιτικές διεργασίες μέσα στο κόμμα, ώστε να υπογραμμίσει στρεβλώσεις που είχαν να κάνουν περισσότερο με “πως κάνουμε πολιτική” παρά με το “τι λέμε”. Στο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα υπήρχαν στελέχη που έκαναν αποκλειστικά κοινωνική και κινηματική παρέμβαση και διαφορετικά στελέχη που ασχολούνταν αποκλειστικά με τις οργανωτικές κομματικές εργασίες και την παραγωγή εξώστρεφου λόγου. Αυτός ο σκληρός καταμερισμός εργασίας, και μία προϊούσα γραφειοκρατικοποίηση, δημιούργησαν ένα κοινοβουλευτικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ αυτονομημένο από τη βάση του, που κρατικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, ειδικά μετά το 2012, και οδήγησαν στην απόλυτη μεταστροφή του 2015.

Στο επίπεδο της επεξεργασίας θέσεων, επιχειρήσαμε εξαρχής να ανατοποθετηθούμε σε μία σειρά ζητημάτων που άνοιγαν και από τα διδάγματα της ήττας, όπως και από τη συγκυρία της περιόδου, επιχειρώντας να προχωρήσουμε και σε επιμέρους θεματικές αναλύσεις. Και ειδικότερα η ΑΡΚ συνέβαλε σε μια διαφορετική προσέγγιση του θέματος της ΕΕ, θέτοντας το ζήτημα της ρήξης ως ένα συνολικότερο θέμα, πέρα από μια απλή νομισματική προσέγγιση. Για την ΑΡΚ ήταν σημαντικό να ξεκαθαρίσει ότι ενώ δεν υποτιμούσε την ανάγκη έκδοσης εθνικού νομίσματος, στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης των πολιτικών της ΕΕ, εντούτοις θεωρούσε την έννοια της νομισματικής κυριαρχίας πιο σύνθετη και πιο απαιτητική από την απλή ανάγκη έκδοσης εθνικού νομίσματος και τη στρατηγική της “εξόδου από την ΕΕ” ανέφικτη, χωρίς μια συνολικότερη ρήξη με τις στρατηγικές του κεφαλαίου σε ΕΕ και εθνικό κοινωνικό σχηματισμό. Οι υποτελείς τάξεις, σύμφωνα με την εκτίμηση της ΑΡΚ, θα έπρεπε να επιχειρήσουν τον έλεγχο του χρήματος, συνολικά, και όχι του νομίσματος απλά και μόνο.

Από τη θέσπιση της, η ΑΡΚ έβλεπε τον εαυτό της ως μια μεταβατική και πειραματική συλλογικότητα και όχι ως μια οργάνωση με παγιωμένη ταυτότητα που επιθυμούσε την αυτόνομη ανάπτυξη της. Σε επίπεδο θέσης εντός της ευρύτερης ανταγωνιστικής Αριστεράς, αυτό σήμαινε την απόρριψη της αυταρέσκειας της αυτόνομης συγκρότησης και την ανοιχτότητα προς όλες τις δυνάμεις. Σε θεωρητικό επίπεδο, αυτό σήμαινε μια σε βάθος αναζήτηση για ένα νέο πολιτικό σχέδιο. Η ΑΡΚ ανέτρεψε βεβαιότητες του “χώρου” από τον οποίο προερχόταν, και επεξεργάστηκε μια αναδιάταξη της στρατηγικής της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σε οργανωτικό επίπεδο, η ΑΡΚ άσκησε κριτική στις κλασικές ιεραρχικές – γραφειοκρατικές μορφές πολιτικής συγκρότησης, ενώ ασχολήθηκε και με τη σχέση του κόμματος με το κράτος, [1]. Εντός της, διερευνήθηκε εν νέου η συνάρθρωση της ατομικότητας με τη συλλογική ένταξη.

Η ΑΡΚ ως μεταβατικό εγχείρημα

Επιμένοντας στην ανάγκη για τη συγκρότηση πολιτικού φορέα στο χώρο της μαχόμενης Αριστεράς, στην πρώτη περίοδο η ΑΡΚ συμπορεύτηκε εντός ΛΑΕ με τις υπόλοιπες δυνάμεις που την αποτελούσαν, αναπτύσσοντας στενότερες σχέσεις με ένα μπλόκ δυνάμεων (ΑΡΑΝ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ) που στεκόταν κριτικά στην στείρα νομισματική προσέγγιση της ηγεσίας, αλλά και στη φυσιογνωμία του “εν αναμονή κοινοβουλευτικού κόμματος”. Η συμμετοχή στη ΛΑΕ έδειξε ωστόσο τα όριά της τόσο λόγω πολιτικών διαφωνιών όσο και λόγω της σχεδόν προσωποπαγούς οργανωτικής δομής της. Μία σειρά λαθών πολιτικής αλλά και τρόπου με τον οποίο εκφράστηκε ο πολιτικός λόγος της ΛΑΕ, δεν επέτρεψαν την είσοδό της στο κοινοβούλιο το 2015. Παρόλα αυτά, υπήρξε ένα σημαντικό δυναμικό το οποίο παρέμεινε συσπειρωμένο και στη συνέχεια, μέχρι και την πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ. Όμως τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος, ένας αρχηγισμός τόσο με όρους δημόσιας εμφάνισης - που μάλιστα εξέπεμπε το στίγμα μιας “αριστεράς της φορμόλης” - όσο και έκφρασης ανεξαρτήτως συλλογικών αποφάσεων, οι παλινωδίες απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτοδιοίκηση και συνδικαλιστικό κίνημα, μία προσέγγιση στο κοινωνικό κίνημα που φαινόταν εκλογικίστικη, η έλλειψη πλουραλισμού και στελεχιακής ανανέωσης και αντιδημοκρατικές πρακτικές που κορυφώθηκαν στην ίδια τη συνδιάσκεψη, άρχισαν να ξετυλίγουν ένα σπιράλ διάλυσης, που κορυφώθηκε μετά τις τραγικές διολισθήσεις, όταν άνοιξε το “Μακεδονικό”. Η παρέμβαση της ΑΡΚ στη ΛΑΕ μέχρι και την αποχώρησή της, το 2016, επιχείρησε να αναδείξει και να αλλάξει αυτές τις πλευρές, χωρίς όμως επιτυχία. Θα πρέπει βέβαια να κάνουμε και την αυτοκριτική μας ότι ακριβώς και λόγω της μη δέσμευσης στο σχέδιο της ΛΑΕ, κατάσταση που παραγόταν από τον τρόπο λειτουργίας της, η ΑΡΚ δεν εμπλεκόταν με οργανικό τρόπο στις διαδικασίες της ΛΑΕ, και το ερώτημα για την αποχώρηση ταλάνιζε συχνά τις διαδικασίες μας το πρώτο διάστημα. Ταυτόχρονα, όμως, η ύπαρξη της ΛΑΕ επέτρεψε την ανασύνθεση ρευμάτων σε μία σειρά σχημάτων κοινωνικών χώρων, τα οποία συνέχισαν να υπάρχουν και μετά την απίσχνανσή της, προφανώς επειδή εκεί δεν μεταφέρονταν οι κεντρικές παθογένειες. Το κεφάλαιο αυτό έκλεισε με την αποχώρηση μετά πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψη του μετώπου, όταν και θεωρήσαμε ότι είχε παγιωθεί μια γραφειοκρατική ηγεμονία με στρεβλά ιδεολογικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά.

Μετά την αποχώρηση, σημαντική ήταν η απόφαση της ΑΡΚ να δεχτεί τη διπλή ένταξη των μελών της σε ΛΑΕ αλλά και άλλους πολιτικούς χώρους που κρίναμε ως συγγενείς, ακριβώς γιατί υποστηρίζαμε έμπρακτα τους ανοιχτούς δρόμους διαλόγου (τα μέλη της ΑΡΚ ωστόσο αποσύρθηκαν από όλες τις θέσεις στα όργανα της ΛΑΕ). Σε μια συγκυρία αποστράτευσης και αβεβαιότητας, όπου κάθε διαφορετική επιλογή φαινόταν εξίσου δύσβατη, η ΑΡΚ δεν θέλησε να παράξει και άλλες επίπονες διασπάσεις, και έκρινε ότι αξίζει στα μέλη της ο χώρος για διαφορετικούς πειραματισμούς. Η απόφαση αυτή δημιούργησε βέβαια δυσκολίες να εφαρμοστεί η στόχευση της συλλογικότητας, ωστόσο διατήρησε σχέσεις που ενισχύθηκαν αρκετά αργότερα, καθώς και η ΛΑΕ οδηγούνταν σε συνθήκες υπολειτουργίας.

Τα επόμενα χρόνια έγιναν πολλές απόπειρες συνεύρεσης και συμπόρευσης με όμορους πολιτικούς χώρους με σημαντικότερη αυτή με το Ξεκίνημα. Η ΑΡΚ ακόμα δεν δίστασε να συνδιοργανώσει εκδηλώσεις και να κτίσει σχέσεις με τον αναρχοσυνδικαλιστικό χώρο, που θεωρείται συνήθως «εκτός των τειχών» της Αριστεράς. Παρά τις ελπίδες ωστόσο, οι ανασυνθετικές προσπάθειες της περιόδου αυτής δεν ευοδώθηκαν. Η ΑΡΚ υποτίμησε ίσως τα όρια που είχαν οι σχέσεις με οργανώσεις που δεν μοιραζόνταν την ίδια ανοιχτότητα, την ίδια διάθεση αμφισβήτησης των βεβαιοτήτων. Επίσης, υποτιμήθηκε ότι οι οργανώσεις που έχουν μεγαλύτερη ιστορική διαδρομή, και σύνδεση με διεθνείς οργανώσεις, είναι δυσκολότερο να εμπλακούν σε ανασυνθετικές διεργασίες που θέτουν επί τάπητος την αυτοκατάργησή τους.

Τόσο ευρύτερα στο κοινωνικό κίνημα, αλλά και σε συγκροτημένους κοινωνικούς χώρους, η ΑΡΚ ενεπλάκη σε μια σειρά πρωτοβουλιών. Στήριξε την νεολαιίστικη πρωτοβουλία blockit απέναντι στο ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, και στη συνέχεια την πρωτοβουλία νεολαιίστικης παρέμβασης στο χώρο της επισφάλειας Generation 400. Συμμετείχε ενεργά σε μέτωπα για τους πλειστηριασμούς, όπως το Πλειστηριασμοί STOP και η ΚΥΚΑ στην Πάτρα, που δρούσε γενικότερα για την υπεράσπιση των κοινωνικών αγαθών. Ταυτόχρονα, ενεπλάκη σε μία σειρά εγχειρημάτων κοινωνικών χώρων όπου είχε δυνάμεις, όπως η ΡΙΣΤάΡΤ στο ΣΜΤ, η ΑΡΑΓέΣ στο ΤΕΕ, αλλά και οι προσπάθειες ενωτικών πρωτοβουλιών στα πανεπιστήμια, στις οποίες εμπλέκονταν τα σχήματα της ΑΡΕΝ. Ταυτόχρονα, συνέχιζε να παρεμβαίνει σε δημοτικά σχήματα που είχαν προκύψει κυρίως από την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ, και επέμειναν στην αριστερή πολιτική, όπως το Δίκτυο Πολιτών Χολαργού - Παπάγου, η Χιακή Συμπολιτεία και η Ριζοσπαστική Δημοτική Αλλαγή στην Άρτα, είτε προέρχονταν από πρωτοβουλίες της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως το “Φυσάει Κόντρα” στην Αγία Παρασκευή.

Αλλά και στην επαρχία, παρά τον μικρό αριθμό τους, τα μέλη της ΑΡΚ πρωτοστάτησαν σε ανασυνθετικά εγχειρήματα. Στην Πάτρα, η ΑΡΚ συνέλαβε το 2015 την ιδέα μιας κοινής συλλογικότητας - μετώπου για το προσφυγικό-μεταναστευτικό στην πόλη, που θα ενέτασσε το σύνολο των συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνταν στον τομέα στην πόλη, αλλά και πολλούς ανένταχτους. Από κοινού με την Αντιεξουσιαστική Κίνηση καλέστηκε μια εκδήλωση συγκρότησης· η αναγκαιότητα του εγχειρήματος εκφράστηκε στην ευρεία συμμετοχή στις πρώτες διαδικασίες, τόσο από οργανώσεις όσο και από ανένταχτους. Παρότι η “Πρωτοβουλία αλληλεγγύης” εκφυλίστηκε σύντομα σε συντονισμό οργανώσεων, λόγω της σεχταριστικής δράσης άλλων ομάδων, και κατέστη ανενεργή μετά από ένα χρόνο, αποτέλεσε ένα όχημα με σημαντική δράση εκείνη τη δύσκολη χρονιά της προσφυγικής κρίσης. Αντίστοιχα, στην Άρτα, διαδραματίσαμε ρόλο στην πρωτοβουλία για το Κάστρο, και στη Θεσσαλονίκη εμπλακήκαμε από νωρίς στην ίδρυση του κοινωνικού σχήματος “Πόλεις”, το οποίο αποτέλεσε και ένα πρόπλασμα παρέμβασης για τη δημιουργία της δημοτικής κίνησης “Πόλη Ανάποδα” στη συνέχεια.

Το 2018 αποφασίσαμε να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα για μια κοινή πορεία με τις δυνάμεις ΟΝΡΑ-Ανασύνθεση, Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς και Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κατέληξε στην ίδρυση της «Συνάντησης». Η ΑΡΚ ενεπλάκη ενεργά και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στον πολιτικό προσανατολισμό της νέας συλλογικότητας και τελικά στη δημιουργία ενός από τα πιο ενδιαφέροντα μορφώματα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου σήμερα, με όλες τις δυσκολίες που και εδώ εντοπίζονται. Καθώς η Συνάντηση σταθεροποιούνταν και έδειχνε τα θετικά της στοιχεία και τη δυναμική της, αλλά και εφόσον η πολιτική σύγκλιση εντός της ήταν παραπάνω από ικανοποιητική, η ΑΡΚ σε ολομέλεια της το Νοέμβριο του 2019 αποφάσισε να οδεύσει προς την αυτοδιάλυσή της εντός της Συνάντησης, με βάση και όσα διαφαίνονταν πολιτικά ενόψει της συνδιάσκεψης της Συνάντησης που προγραμματιζόταν για τις αρχές του 2020.

Αλλά και η ίδια η Συνάντηση βλέπει τον εαυτό της ακριβώς σύμφωνα με το όνομα της: μια συνάντηση που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας νέας ανταγωνιστικής αριστεράς και όχι ως παγιωμένη οργάνωση που σκοπεύει να αναπτυχθεί αυτόνομα από εδώ και πέρα, βασισμένη σε βεβαιότητες. Έτσι, πήρε την πρωτοβουλία και συμμετείχε στο διάλογο των τεσσάρων οργανώσεων, μαζί με ΔΕΑ, ΑΡΑΝ και Αναμέτρηση, έδρασε καταλυτικά στη δημιουργία κοινών αυτοδιοικητικών σχημάτων όπως η Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη, και προχωράει πλέον την ανασυνθετική διαδικασία με την Αναμέτρηση, συντρόφους/ισσες που αποχώρησαν από την ΑΡΑΝ, αλλά και ανένταχτους/ες αγωνιστ(ρι)ες που παρακολουθούν τη δική μας αριστερά .

Η ΑΡΚ ως εργαστήριο πολιτικών καινοτομιών

Η απώλεια των βεβαιοτήτων της προηγούμενης περιόδου και η τραυματική φύση της εμπειρίας της συνθηκολόγησης κατέστησαν την ΑΡΚ μια συλλογικότητα σε διαρκή αναζήτηση για αλλαγή του τρόπου με τον οποίο παράγεται η πολιτική. Η συλλογικότητα στήριξε την κυκλικότητα στους ρόλους, και βασίστηκε σε συχνές ολομελειακές διαδικασίες για τη χάραξη γραμμής. Συγκεκριμένα, έκανε 10 συνδιασκέψεις - ολομέλειες μέχρι και το Νοέμβριο του 2019, όταν και ατόνησε η λειτουργία της υπέρ της λειτουργίας της Συνάντησης. Προφανώς αυτή η συχνότητα διευκολύνθηκε και από το μικρό της μέγεθος, αλλά ήταν και αναγκαία καθώς από ένα σημείο και μετά οι επιμέρους συνελεύσεις δεν λειτουργούσαν. Τη συνέχεια της οργάνωσης ανάμεσα στις διαδικασίες εγγυόταν ένα συντονιστικό που δεν είχε τον πλήρη λόγο πολιτικού οργάνου που παράγει και μεταβιβάζει προς τη βάση τη γραμμή, όπως οι συνήθεις πολιτικές γραμματείες των αριστερών οργανώσεων. Το συντονιστικό, ως μη καθαρά πολιτικό όργανο, δεν εκλεγόταν αλλά οριζόταν συναινετικά, με μέριμνα για την εκπροσώπηση των διάφορων τοπικών. Οι οργανωτικές καινοτομίες που ευαγγελιζόταν η ΑΡΚ εκφράστηκαν και σε θέσεις για την πρώτη πανελλαδική συνδιάσκεψη της ΛΑΕ, που περιείχαν περιορισμούς στα επαγγελματικά στελέχη, συλλογική ηγεσία και άλλα. Δυστυχώς, κάποιες από αυτές τις θέσεις απορρίφθηκαν και έτσι δεν δοκιμάστηκαν ώστε να κριθεί η ορθότητα τους ή μη. Αλλά ο διάλογος που άνοιξε βοήθησε στην ωρίμανση των ιδεών για ένα διαφοροποιημένο μοντέλο λειτουργίας της Αριστεράς. Φυσικά, στην πορεία των χρόνων αυτών είδαμε και τις αδυναμίες τέτοιων εναλλακτικών μοντέλων.

Βασικό πρόβλημα της ΑΡΚ παρέμενε η υποτίμηση της οργανωτικής της συγκρότησης, που προερχόταν ακριβώς από την αντίληψη της μεταβατικότητας και την έλλειψη δεσμεύσεων. Σταδιακά η ΑΡΚ έφθινε σε μέλη και αδυνατούσε να εντάξει νέα. Το αποτέλεσμα ήταν η περιορισμένη κινηματική παρέμβαση και η αδυναμία να λειτουργήσει αποτελεσματικά σαν καταλύτης ανασυνθετικών εξελίξεων, καθώς δεν αποτελούσε “κρίσιμη μάζα”. Μια άλλη, συνδεόμενη αδυναμία, ήταν η υποβάθμιση της έννοιας της ένταξης στα μέλη και της συνεπακόλουθης δέσμευσης. Σε ένα πλαίσιο που τα μέλη ήταν ελεύθερα να ακολουθούν διαφορετικά πολιτικά σχέδια, φτάνει αυτά να θεωρούνταν “μη ανταγωνιστικά”, και όπου οι γραμμές επικοινωνίας τοπικών συνελεύσεων – συντονιστικού ατονούσαν, καθώς έλειπε η ξεκάθαρη κάθετη οργάνωση, η ΑΡΚ έχανε κατά καιρούς ακόμα και το μίνιμουμ της συσπείρωσης και η ένταξη στην συλλογικότητα δεν είχε απτά αποτελέσματα στην πολιτική καθημερινότητα των περισσότερων μελών. Λειτουργούσε σε ορισμένες περιόδους περισσότερο σαν χώρος διαλόγου παρά σαν οργανωμένη πολιτική κίνηση. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, και παρά τις όποιες προσπάθειες, η ΑΡΚ, ειδικά από ένα σημείο και μετά, εξελίχθηκε σε μια Αθηνοκεντρική οργάνωση.

Μεγάλο πλεονέκτημα της ΑΡΚ ωστόσο υπήρξε η παρουσία των μελών της σε μια σειρά από κοινωνικούς χώρους, που έδωσε πολύτιμο υλικό πολιτικού προβληματισμού. Παρά τον μικρό τους αριθμό, τα μέλη της ήταν σε θέση να διασταυρώσουν εμπειρίες από πληθώρα κινημάτων, (αντιρατσιστικό - αντιφασιστικό, αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, εργατικό, φοιτητικό, γυναικείο, ΛΟΑΤΚΙ, ενάντια στους πλειστηριασμούς, τοπικά περιβαλλοντικά ζητήματα και ζητήματα δημόσιου χώρου, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης, κ.α.). Ταυτόχρονα, η ΑΡΚ αποτέλεσε έναν τόπο συνάντησης γενεών του κινήματος, αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στα νεότερα μέλη.
Επιπρόσθετα, η ΑΡΚ μέσα και από τη λειτουργία του χώρου ART GARAGE αλλά και με τη λειτουργία του site YA BASTA υπήρξε για 3 χρόνια ένας σημαντικός πόλος πολιτικού προβληματισμού που έδωσε χώρο για την ανάπτυξη ενός πλούσιου διαλόγου εντός της αριστεράς. Οι εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τον Οκτώβρη, για τη σημασία της ριζοσπαστικής οικολογίας, και για την αριστερή απάντηση στο δόγμα ΤΙΝΑ της ΕΕ, ήταν στιγμές σε αυτή την προσπάθεια. Οι προαναφερθείσες οργανωτικές αδυναμίες κατέστησαν τόσο τη διατήρηση χώρου, όσο και τη διατήρηση μιας επαρκούς ροής στο site αδύνατη στο επόμενο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, και οι δυο αυτές επιλογές αποτελούν σημαντικά προηγούμενα, βήματα τα οποία και η Συνάντηση πρέπει να εξετάσει στο προσεχές μέλλον.

Η σημερινή συνθήκη

Σήμερα με τη ΝΔ να έχει αποτύχει σε βασικά σημεία της στρατηγικής της, και την επερχόμενη περίοδο σοβαρών οικονομικών δυσκολιών για τις λαϊκές τάξεις, βρισκόμαστε μπροστά σε μια δύσκολη περίοδο που γεννά νέα καθήκοντα και καθιστά τις ανασυνθετικές προσπάθειες εντός αριστεράς επιτακτική ανάγκη.
Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πανδημία της COVID19 αποκλειστικά με περιοριστικά μέτρα. Η στήριξη του ΕΣΥ αποδεικνύεται ασύμβατη με τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνσή της, με αποτέλεσμα τις τραγικές ελλείψεις στα νοσοκομεία. Η πρακτική της κυβέρνησης έχει κριθεί εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη, και το τίμημα αυτής της αποτυχίας είναι βαρύ. Η άρνηση να επενδύσει σε υγειονομικό προσωπικό, υποδομές, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, αλλά και μέσα μαζικής μεταφοράς, όπως και η αδυναμία να στηρίξει τα στρώματα που πλήττονται, ισοσταθμίζεται από μια συνεχή επένδυση στην καταστολή.

Η ΝΔ επιχειρεί την περιθωριοποίηση του ανταγωνιστικού κινήματος, εξαπολύοντας μια σειρά επιθέσεων στους κύριους χώρους όπου αυτό αναπαράγεται (πχ. Πανεπιστήμια), ώστε να προχωρήσει χωρίς αντίπαλο στην υλοποίηση μιας ευρείας νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής ατζέντας. Θεωρεί ότι η μιντιακή παντοδυναμία της εξασφαλίζει μια ευρεία συναίνεση, ωστόσο διαπιστώνονται ήδη ρήγματα σε αυτήν, με το ρόλο των social media, αλλά και της ενσώματης παρουσίας του κινήματος στις γειτονιές να είναι καθοριστικός.

Η σημαντική κοινωνική συσπείρωση και η μεγάλη συγκέντρωση στη δίκη της Χρυσής Αυγής, οι νεολαιίστικες κινητοποιήσεις για το νομοσχέδιο Κεραμέως και οι τελευταίες μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην κρατική καταστολή αποτελούν στιγμές αισιοδοξίας για τη δημιουργία μιας νέας κινηματικής δυναμικής. Σε αυτό το φόντο, ως μέλη της Συνάντησης, θα αγωνιστούμε για να αρθρωθεί μια στιβαρή απάντηση, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, από τη μεριά των υποτελών. Στο να αντισταθούμε αποτελεσματικά και τελικά να ξεπεράσουμε το στάδιο της άμυνας και να αναμετρηθούμε ανοικτά και επιθετικά πλέον με τα δόγματα του κεφαλαίου. Στην κοινωνική μάχη που μαίνεται, θα συμβάλουμε στη σύνθεση και την ανάπτυξη της αναγκαίας αριστεράς. Μιας αριστεράς ανταγωνιστικής, ανοικτής αλλά και βαθιά συλλογικής, κινηματικής και προγραμματικής, μιας αριστεράς αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής, ταξικής, φεμινιστικής και οικολογικής.

Σημειώσεις

[1] Απόφαση της Β' Πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΡΚ