Απόψεις

Arctic Monkeys: πώς να κάνεις pop το indie χωρίς να το καταλάβεις

17/03/2016

Στάθης Αβραμιώτης


Σε λιγότερο από 3 μήνες θα έχουμε την τιμή να φιλοξενήσουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον Alex Turner στο side project του μαζί με το Miles Kane, τους πολυαγαπημένους -στους λάτρεις της βρετανικής εναλλακτικής σκηνής- Last Shadow Puppets. Ο Alex Turner, όμως, έχει γίνει αδιαμφισβήτητα γνωστός στη χώρα μας, όπως και παγκοσμίως, μέσω του main project του που δεν είναι άλλο από τους Arctic Monkeys.


To breakthrough του 2013 με το εκνευριστικά χιλιοπαιγμένο “AM” (Do I Wanna Know?, R U Mine?, κλπ) ίσως αφήνει ελάχιστους να αγνοούν την ύπαρξη τους, αλλά σίγουρα ο πυρήνας της δισκογραφικής τους –και όχι μόνο- δουλειάς βρίσκεται μία δεκαετία πίσω. Τον Ιούνιο του μακρινού 2003 η παγκοσμίου φήμης μπάντα αρχίζει τις ζωντανές εμφανίσεις της στο μπαρ Boardwalk στο Sheffield, μετά την επιτυχία των οποίων, ηχογραφεί το πρώτο της demo σε studio της πόλης και διανέμει τα αντίτυπά του δωρεάν. Την ίδια στιγμή, οι Arctic Monkeys γίνονται ιδιαίτερα γνωστοί και μέσω διαδικτύου, μιας και οι fans τους ανοίγουν εν αγνοία τους μια σελίδα για λογαριασμό τους στο MySpace (πολύ ενεργό μέσω κοινωνικής δικτύωσης για μουσικούς και fans εκείνη την περίοδο), η οποία συγκεντρώνει πολύ γρήγορα μεγάλο αριθμό διαδικτυακών φίλων.


Δύο χρόνια αργότερα, οι Αρκτικοί Πίθηκοι έρχονται να εκδώσουν στη δική τους εταιρία ονόματι “Bang Bang” το πρώτο single με τίτλο “Five Minutes with Arctic Monkeys”, «κόβοντας» 500 CD και 1000 εφτάιντσα δισκάκια. Για πρώτη φορά, ο κοφτός κιθαριστικός ήχος τους και οι διηγήσεις ιστοριών από βραδιές στα μπαρ της πόλης ξεστομισμένες με τη χαρακτηριστική επαρχιώτικη προφορά του Alex θα μπορέσουν να διαχυθούν στο παγκόσμιο μέσω του διαδικτυακού iTunes Music Store.


Παρ’ ότι μέσα στον επόμενο μήνα κατορθώνουν να παίξουν στα Φεστιβάλ του Reading και του Leeds μπροστά σε απροσδόκητα μεγάλα ακροατήρια και να αποσπάσουν τις καλύτερες των κριτικών, αποφασίζουν να υπογράψουν με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Domino, εντυπωσιασμένοι από την τη DIY αισθητική του ιδιοκτήτη της, ο οποίος επιλέγει μόνο μπάντες που του αρέσουν προσωπικά και χρησιμοποιεί ως έδρα της το σπίτι του. Τους επόμενους μήνες τα δύο single που προηγούνται του πολύ αναμενόμενου πρώτου LP φτάνουν στην πρώτη θέση των charts του Ηνωμένου Βασιλείου έχοντας διαφημιστεί ελάχιστα και κάνοντας τη Laura Barton του Guardian να αναρωτιέται δικαίως αν οι Arctic Monkeys έχουν αλλάξει τη μουσική βιομηχανία.


Αμέσως, ακολουθεί η κυκλοφορία του “Whatever people say I am, that’s what I’m not” (2006) με 13 κομμάτια διαλεγμένα ένα προς ένα από την εποχή του πρώτου EP μέχρι και εντελώς καινούργια. Το εξώφυλλο του album κριτικάρεται από τον επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας της χώρας διότι «ενισχύει την ιδέα ότι το κάπνισμα είναι ΟΚ». Την ίδια στιγμή γίνεται το πιο γρήγορα πωλούμενο album με 118,501 αντίτυπα την πρώτη μέρα κυκλοφορίας και 363,735 την πρώτη εβδομάδα. Το album κλείνει με το κομμάτι “A certain romance”, ένα κομμάτι που μιλάει κατά κάποιο τρόπο για τη στυλιστική αλλοτρίωση και ομογενοποίηση και για «ένα συγκεκριμένο ρομαντισμό» τον οποίο πρεσβεύει ο Alex και τον οποίον δεν μπορεί να βρει γύρω του. Ίσως η ανάγνωση των στίχων του εν λόγω κομματιού πίσω από τα παλιακά Ray-Ban και υπό το βάρος του πέτσινου τζάκετ στους ώμους και της ανελέητα μεγάλης ποσότητας styling gel στα μαλλιά να φαντάζει κάπως ειρωνική.


Τα επόμενο 2 EP τους (Who the fuck are Arctic Monkeys?, Leave before the lights come on), βασισμένα σε κομμάτια που είχαν ήδη ηχογραφημένα, δεν έχουν σε καμία περίπτωση την επιτυχία των προηγούμενων εκδόσεών τους, άλλα, όπως λεγόταν εκείνη την περίοδο, εφ’ όσον έφτιαξαν τ’ όνομά τους στο Internet, δεν τους νοιάζει αν παίζουν στο ραδιόφωνο. Μετά την έκδοση του πρώτου, κατηγορούνται για «αρπαχτή» βασισμένη πάνω στην επιτυχία τους πρώτου album τους, φήμη στην οποία η μπάντα απαντά ότι «εκδίδει συχνά νέα μουσική, όχι για να βγάζει χρήματα, αλλά για να αποφύγει τη βαρεμάρα του να κάνει τουρ 3 χρόνια με το ίδιο album». Παράλληλα, ο μπασίστας Andy Nicholson ανακοινώνει την αποχώρηση του από το συγκρότημα γιατί δεν μπορεί να αντέξει τη φήμη που έχει αποκτήσει αυτό. Με το Nick O’Malley να τον αντικαθιστά επάξια, το δεύτερο LP των Arctic Monkeys, “Favorite Worst Nightmare” (2007), γίνεται πραγματικότητα και αποτελεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια φρενήρη πορεία προς την κορυφή (headliners στο Glastonbury Festival του ίδιου καλοκαιριού). Ρισκάροντας να χαρακτηριστώ από το πρώτο μου κιόλας άρθρο ως «πρωτοδισκάκιας», οφείλω να σημειώσω πως το «διάλλειμα» στο οποίο πηγαίνουν τα Αρκτικά Πιθήκια, λόγω της ενασχόλησης του Alex Turner με το νέο project που έφτιαξε μαζί με το φίλο του, Miles Kane, θα σημάνει και το τέλος της «μεγάλης» και αυθεντικής εποχής αυτού που έχω στο μυαλό μου ως Arctic Monkeys.


Οι ηχογραφήσεις για το τρίτο album, που διαρκούν από το φθινόπωρο του 2008 ως την άνοιξη του 2009 δεν έχουν τίποτα από την ορμή των πρώτων χρόνων ούτε χρονικά ούτε μουσικά. Τα drums γίνονται πιο περίτεχνα, σχεδόν εμβατηριακά κάποιες φορές, τα riff στην κιθάρα βαραίνουν, οι μπασογραμμές αποπνέουν μια εσωτερικότητα. Είναι η περίοδος της ψυχραιμίας και της περισυλλογής -της ωριμότητας θα μπορούσες να πεις. Οι πρώτες θέσεις στα charts και οι εμφανίσεις σε φεστιβάλ δε λείπουν, αλλά φαντάζουν σαν απότοκο της κεκτημένης ταχύτητας που είχαν αποκτήσει κάποια χρόνια πριν. Αν μη τι άλλο, το “Humbug” (2009) αποτελεί κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ότι γνωρίζαμε για το indie rock κουιντέτο ως τώρα.


Η πραγματική τομή, όμως για τους Arctic Monkeys θα έρθει 2 χρόνια μετά. Το γεγονός που την επικαθορίζει, όσο αστείο ή σοβαρό και να ακούγεται, είναι ότι ο Alex κουρεύεται. Για την ακρίβεια ο Alex Turner γίνεται pop star. Το “Suck it and see” (2011), ως γνήσιο κράμα όλων των προηγούμενων, φτιάχνει ένα super album (κατά το super band). Προσωπικά το εκτιμώ χωρίς να ενθουσιάζομαι ιδιαίτερα, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι έχει τον αέρα κάτι «μεγάλου». Με όχημα αυτό, αλλά χωρίς να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, οι Arctic Monkeys διαβαίνουν ένα πραγματικό σημείο καμπής. Εκδίδουν ένα σωρό singles, πριν και μετά την κυκλοφορία του album, μεταξύ των οποίων και ένα για την παγκόσμια ημέρα δισκοπωλείων. Εκδίδουν ένα EP 6 κομματιών με ζωντανές εμφανίσεις του iTunes Festival για λογαριασμό του iTunes. Τα video clips δίνουν και παίρνουν. Παίζουν σε όποιο Φεστιβάλ ξέρουν και δεν ξέρουν. Οι Arctic Monkeys εμφανίζονται στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου τον Ιούλιο 2012 και παίζουν 2 κομμάτια: το δικό τους «I bet that you look good on the dancefloor» και το «Come together» των Beatles.


Λένε ότι πολλές φορές δεν έχει τόση σημασία τι συμβαίνει, αλλά τι νομίζεις εσύ κι οι άλλοι ότι συμβαίνει. Έτσι ο Alex Turner είπε να μας κάνει την καρδιά περιβόλι και να χαρακτηρίσει το “AM” (2013) ως «το πιο αυθεντικό album των Arctic Monkeys ως τώρα». Μιλάμε για ένα album με επιρροές από hip-hop στα drums και από το heavy rock των ‘70s, όπως λέει ο ίδιος. Τα περισσότερα κομμάτια του φτωχά και μονότονα, μακριά από όποια παράδοση είχαμε στο μυαλό μας. Παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες συναυλίες και βραβεύσεις συνεχίζουν με σταθερό ρυθμό, ενώ το αυστηρά ανέμελο τσουλούφι και το μπλαζέ ύφος του frontman κάνει τα κορίτσια να παραληρούν. Ο Alex Turner γίνεται αλαζόνας. Ανεβαίνει στη σκηνή μεθυσμένος και παίζει σα να μην τρέχει τίποτα. Στο Φεστιβάλ του Leeds λέει απευθυνόμενος στο κοινό: «I'm going to have fun with you, Yorkshire».


Μπορεί, άραγε, μία μπάντα να παραμείνει αυθεντική ενώ ταυτόχρονα αποκτά παγκόσμια φήμη? Είναι το χρήμα που διαπλέκεται με τη φήμη και παράγει αυτές τις στρεβλώσεις?


Αν ναι, μπορεί η μουσική να υπάρξει πέρα από την εμπορική σφαίρα, αν εξασφαλίσουμε τους απαραίτητους πόρους που χρειάζονται οι μουσικοί για τα project τους ή πρέπει να συνεχίσει να θεωρείται επάγγελμα?


Αν όχι, το internet προωθεί την εναλλακτική μουσική και μια ποικιλία από μουσικά σχήματα ή συγκεντροποιεί ανά ομάδες τους μουσικόφιλους γύρω από συγκεκριμένους καλλιτέχνες?


Το indie rock είναι μια έννοια που εκφράζει γνήσια της γλωσσολογική του ρίζα από το independent, όπως το περιγράφαμε πριν σύμφωνα με τη σχέση Arctic Monkeys – Domino Records, ή απλά αποτελεί τη διαισθητική λεκτική αποτύπωση ενός φάσματος ήχου που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε έτσι?

Ας ελπίσουμε ότι το παρόν «διάλλειμα» που έχουν συμφωνήσει οι αγαπημένοι μας πέντε για τους ίδιους λόγους με την προηγούμενη φορά να αντιστρέψει το μουσικό –και όχι μόνο- ύφος τους. Μέχρι τότε ίσως βρούμε το χρόνο να απαντήσουμε σε όλα αυτά.