Απόψεις

Για τη συμμετοχή της ΑΡΚ στη ΛΑ.Ε. και το Αριστερό Μέτωπο

12/04/2016

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Για τη συμμετοχή της ΑΡΚ στη ΛΑ.Ε. και το Αριστερό Μέτωπο

(Το κείμενο αποτελεί απόφαση της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΡΚ που έγινε στην Αθήνα στις 2-3 Απριλίου 2016)

Η Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ και η οργανωτική της συγκρότηση

Η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Ήταν το αποτέλεσμα του μίγματος μεταφυσικής πίστης για αλλαγή της Ε.Ε. με αδιαπραγμάτευτη την παραμονή σε αυτή και χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο ρήξης, της παράβλεψης της ασυμμετρίας της ταξικής πάλης στα κράτη μέλη της Ε.Ε., της μη εφαρμογής του μεγαλύτερου μέρους των συνεδριακών αποφάσεων με ευθύνη της ηγεσίας και της ανυπαρξίας εσωτερικών συλλογικών/δημοκρατικών διαδικασιών. Η αλληλοσυνάρτηση και αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων δεν επέτρεψε ούτε την επεξεργασία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, ούτε και την διάσωση του κόμματος, έστω την «ύστατη στιγμή». Από τα λάθη αυτά, που υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό και λάθη πολλών από εμάς, οφείλουμε να διδαχτούμε, αντλώντας εμπειρίες για το μέλλον.

Οι εξελίξεις δείχνουν πως η κυβέρνηση διαθέτει φθίνουσα αλλά υπαρκτή πολιτική ισχύ, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί, κι οφείλεται σε 2 παράγοντες:

  • Τις νέες εκπροσωπήσεις συμφερόντων που έχει/επιχειρεί να αναλάβει.
  • Την απουσία ουσιαστικής πολιτικής αντιπολίτευσης και συγκροτημένης εναλλακτικής από την Αριστερά, παρά την σταδιακή αναθέρμανση των κοινωνικών αγώνων που διαφάνηκε στις κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό, και την τώρα ανασυντασσόμενη αλλά ακόμα σχετικά αναιμική δεξιά αντιπολίτευση. 

Το πολιτικό τοπίο δεν είναι σήμερα ευοίωνο για το σύνολο της Αριστεράς, παρά το γεγονός ότι ήδη εμφανίζονται κοινωνικές αντιστάσεις. Γιατί οι αντιστάσεις, στο βαθμό που δεν συσχετίζονται με την οικοδόμηση ενός μαζικού συλλογικού υποκειμένου που θα συνδέει τα επιμέρους στοιχεία τους και θα καταλήγει σε μια αξιόπιστη αριστερή ριζοσπαστική πολιτική πρόταση, έχουν «κοντά πόδια». Ποιο, όμως, μπορεί να είναι σήμερα αυτό το συλλογικό υποκείμενο;

Δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο και κλεισμένο για την πορεία συγκρότησης του νέου πολιτικού φορέα της Αριστεράς. Το σύνολο, σχεδόν, της ριζοσπαστικής αριστεράς, στα λόγια ή πραγματικά, καταλήγει στο συμπέρασμα της ανάγκης ενός ενιαίου μετώπου, ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα επικίνδυνης αριστερής πολυδιάσπασης που ελλοχεύουν στο έδαφος της ήττας: ο ναρκισσισμός της πολιτικής αυταρέσκειας, με αίσθηση αυτάρκειας χωρίς όμως τις αναγκαίες πολιτικές επεξεργασίες και απαντήσεις  είναι ένας ορατός κίνδυνος. Υπάρχουν, όμως, και πραγματικές διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, τόσο ως προς ως προς το περιεχόμενο του πολιτικού σχεδίου, όσο και ως προς τον τρόπο συγκρότησης του μετωπικού φορέα. Χωρίς επίπονες διεργασίες ανασύνθεσης και συνειδητοποίησης των προβλημάτων, κανένα από τα λειτουργικά αυτά προβλήματα δεν μπορεί να λυθεί.

Η διαμόρφωση της εναλλακτικής πρότασης είναι αναγκαίο να γίνει από όσους πλήττονται, και όχι από ολιγομελή συνήθη επιτελεία της Αριστεράς,  χωρίς τη συμβολή των από κάτω, όσων πλήττονται, και έχουν ειδικές γνώσεις και δεξιότητες σημαντικότατες για τη διαμόρφωση ενός μαχητού προγράμματος.

Έχουμε κατακτήσει κοινές παραδοχές, έχουμε τις γραμμές μας (η διαχωριστική μνημόνιο / αντιμνημόνιο –αν και ανεπαρκής- δεν μπορεί παρά να είναι μία από αυτές) πίσω από τις οποίες δεν υποχωρούμε: είναι η αφοσίωση στην υπεράσπιση των ταξικών μας συμφερόντων, ο αδιάκοπος πόλεμος με τους διεθνείς κι εγχώριους θεσμούς κι οργανισμούς που εφαρμόζουν κι υπηρετούν τα σχέδια των "από πάνω".

Όμως αυτή η συζήτηση πρέπει να επιτυγχάνει διαρκή επικαιροποίηση, συνεχή εμπλουτισμό, σταθερή εμβάθυνση, ακόμα και αναθεώρηση πλευρών της πρότασης. Πάνω απ` όλα πρέπει να είναι αυτή η διαδικασία αποτέλεσμα εμπλοκής συνδικάτων, λαϊκών συνελεύσεων, σχετικών φορέων και συλλογικοτήτων, διεθνών συνεργασιών. Δε χωράνε δογματισμοί και βεβαιότητες. 

Συνεπώς, για να γίνει εφικτό ένα μετωπικό σχήμα, χρειάζεται να έχει, πράγματι, χαρακτήρα μετώπου και όχι χαρακτηριστικά ενιαίου κόμματος με προειλημμένες αποφάσεις σε σειρά στρατηγικών ζητημάτων, που από την ίδια τη φύση τους παραμένουν ανοιχτά  επίδικα της διαδικασίας προς την ολοκλήρωση της πολιτικής  ανασύνθεσης. Οι απαντήσεις στα ζητήματα των ταξικών συμμαχιών της Αριστεράς, στο ερώτημα «παραγωγική ανασυγκρότηση ή παραγωγικός μετασχηματισμός» και σε ποιο βαθμό θα θιγούν οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, της μη «αυταξίας» της υποτίμησης του νομίσματος και της εξόδου από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε., όσο αυτονόητες κι αν φαίνονται εντός των  επιμέρους αριστερών συλλογικοτήτων, είναι ακριβώς τα στρατηγικά ζητήματα που θα πρέπει να λύσουμε στο πλαίσιο της ανάπτυξης και του προχωρήματος μιας πορείας περισσότερο ή λιγότερο κοινής.

Στην παρούσα συγκυρία είναι αδύνατη η συγκρότηση μαζικής πολιτικής οργάνωσης ή κόμματος του οποίου τα μέλη θα είχαν ενιαία αντίληψη για όλα αυτά. Οποιαδήποτε απόπειρα «συγκόλλησης» πολιτικών ρευμάτων ή πολιτικών φορέων που δεν έχουν συζητήσει μεταξύ τους τις διαφορές τους, ούτε καν στα βασικά στρατηγικά ζητήματα, θα μας οδηγούσε σε αποτυχία ανάλογης του αποτυχημένου εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ ήταν μέτωπο παρίστανε το κόμμα, και με την ασάφεια αυτή διευκόλυνε την αυτονόμηση της ηγετικής του ομάδας.

Είναι ζητήματα με τα οποία η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑ.Ε. πρέπει να ασχοληθεί, δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει και να τα λύσει. Πάνω από όλα, όμως, δεν πρέπει να λυθούν με «ηγεμονικό» τρόπο και με βάση τον πραγματικό ή μηχανιστικό «συσχετισμό δυνάμεων», που θα υπονομεύσει τη φύση του μετωπικού εγχειρήματος.  Ενός μετωπικού εγχειρήματος που θα πρέπει να παραμένει διαρκώς ανοιχτό ως πρόταση συμπόρευσης με  το σύνολο των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, (πχ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δικτύωση, δυνάμεις της λοιπής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, όσους έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ,  αλλά και φορέων της αυτοοργανωμένης κοινωνίας), που θα μας επιτρέπει «να χτυπάμε μαζί και ας βαδίζουμε χωριστά». Χωρίς, βεβαίως, αυτό να αναιρεί την αναγκαιότητα μιας «ελάχιστης» κοινής πολιτικής πλατφόρμας σύγκλισης, που θα μας επιτρέπει να πορευόμαστε μαζί.

Κι εδώ, ακριβώς, έρχεται να «κουμπώσει» το θέμα της εσωτερικής δημοκρατίας εντός του μετωπικού σχήματος: πολλά «δείγματα γραφής» από την μέχρι τώρα λειτουργία της ΛΑ.Ε. είναι αποθαρρυντικά. Αναγνωρίζουμε, βεβαίως, ότι, στην πρώτη φάση της, η ΛΑ.Ε. συγκροτήθηκε εσπευσμένα, κάτω από συνθήκες που, ως ένα βαθμό, δεν επέτρεψαν την διαμόρφωση «νομιμοποιημένων» από «τα κάτω» οργάνων και θεσμών. Ωστόσο, διένυσε ήδη ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργίας, μέσα στο οποίο αναδείχθηκαν σοβαρά προβλήματα:  Αρχηγικού προσωποκεντρισμού και ανισομέρειας της συλλογικής εκπροσώπησης, τρόπου παρουσίας στη δημόσια σφαίρα, πολιτικής εκφώνησης, μη συλλογικής λειτουργίας του Γραφείου Τύπου, ευκαιριακών συμμαχιών που υπονόμευσαν το αντιμνημονιακό στίγμα της (π.χ. στα πεδία της Τοπικής & Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης), σε συνδυασμό με την  υποτίμηση του πολιτικού ρόλου και αποφάσεων  των Π.Ε.

Η εμπειρία μας από τον ΣΥΡΙΖΑ μάς απέδειξε ότι ήταν ακριβώς αυτή η παθογένεια στη λειτουργία του κόμματος που επέτρεψε την υλοποίηση της μνημονιακής μεταστροφής του. Γι’ αυτό αποτελεί αδήριτη ανάγκη η λήψη εκείνων των μέτρων που θα αποκλείουν οποιαδήποτε πιθανότητα να ξαναζήσουμε τέτοιες καταστάσεις. Σ` αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι προτάσεις μας για ανακλητότητα των οργάνων, περιορισμένες χρονικά θητείες σε επιτελικές κομματικές και δημόσιες θέσεις, αλλά  και η πρόταση για Συλλογική Ηγεσία (βασισμένη και στη σχετική εμπειρία άλλων αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη και όχι μόνο), που θέτουμε προς συζήτηση στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑ.Ε.

Το καταστατικό θα πρέπει να έχει εκείνες τις προβλέψεις και την μέριμνα που θα διασφαλίζουν το μετωπικό χαρακτήρα και τη λειτουργία, καθώς και την συμμετοχή & εκπροσώπηση των εκτός συνιστωσών και τάσεων μελών.

Με τις προτάσεις που καταθέτουμε τόσο στην επιτροπή καταστατικού, όσο και με το κείμενό μας για τη λειτουργία του φορέα, ελπίζουμε να συμβάλλουμε στην δύσκολη αυτή άσκηση ισορροπίας. 

Πολύ κρίσιμη θεωρούμε και την θεωρητική/ιδεολογική συζήτηση που πρέπει να γίνει για τα ζητήματα των σχέσεων Κόμματος-Κινήματος-Κοινωνίας με τη Νομοθετική και την Εκτελεστική εξουσία.

Χρειάζεται ταυτόχρονα μια επεξεργασία για τομές και μεταρρυθμίσεις στη Δικαστική εξουσία, στη μοναδική από τις θεωρητικά διαχωρισμένες "3 εξουσίες" που δεν προκύπτει από γενικές εκλογές, και είναι συγκροτητικό στοιχείο του πυρήνα του αστικού κράτους,  και ένας από τους τομείς που η παγκόσμια Αριστερά έχει μείνει εξαιρετικά πίσω στις επεξεργασίες της, ενώ οι παρεμβάσεις της φάνηκαν με έντονο τρόπο απέναντι στις πρωτοβουλίες μεταρρύθμισης του δικαστικού και σωφρονιστικού συστήματος, τους πρώτους μήνες της 1ης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. 

Έχουμε υποχρέωση να προσεγγίσουμε με νέα, ριζοσπαστική, "αντι-αναθετική" αντίληψη το ζήτημα της Κοινωνικής εκπροσώπησης. Να δούμε νέους θεσμούς, νέες διαδικασίες λαϊκής-εργατικής έκφρασης, νέες δομές κοινωνικού-λαϊκού ελέγχου που θα αφαιρούν δύναμη από τις ελίτ και θα τη δίνουν στους εργαζόμενους και τους «από κάτω γενικότερα». Η "συνείδηση ΛΑΕ",  αν θέλουμε να φτιαχτεί, θα φτιαχτεί μέσα στην κινηματική, κοινωνική, τοπική, συνδικαλιστική δράση κι όχι στα κομματικά γραφεία.

Ταυτόχρονα, η παρέμβασή μας στο εργατικό κίνημα έχει μια διπλή προβληματική. Από τη μια, σε μια σειρά περιπτώσεων, δεν γίνονται τα θαρραλέα εκείνα βήματα που θα συμπίεζαν και θα εξωθούσαν εκτός των σχημάτων και παρατάξεων παρέμβασής μας τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως των δικών τους επιλογών. Απ’ την άλλη, η μερική ρήξη με τις δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού στο συνέδριο της ΓΣΕΕ ήταν ένα μετέωρο βήμα προς την τελική όμως επίλυση αυτής της κατάστασης, που θα μπορούσε να έχει βαθύνει, αν το πολιτικό πλαίσιο ήταν πληρέστερα αντικυβερνητικό.

Η δεύτερη προβληματική αφορά όμως τη συλλογική λογική της παρουσίας μας στο εργατικό κίνημα, που δεν κομίζει, πέραν κάποιων διακηρυκτικών αιχμών μια ριζικά διαφορετική κουλτούρα από την κυρίαρχη γραφειοκρατική, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα και τη ΓΣΕΕ.

Από τις διαδικασίες και τις αποφάσεις της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης θα κριθεί αν η ΛΑ.Ε. θα μπορέσει να λειτουργήσει ως μέτωπο, ή, αν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τμήμα ενός ευρύτερου μετώπου που θα πρέπει να επιδιώξουμεΑπό τις διαδικασίες και τις αποφάσεις της Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης θα κριθεί η σχέση της ΑΡΚ με τη ΛΑΕ. Έχοντας, παράλληλα, επίγνωση ότι η αριστερά του σήμερα δεν συγκροτείται με «φαντασιακά» υλικά και ότι οι διαμορφωμένες αντιλήψεις δεν αλλάζουν εύκολα, από τη μια μέρα στην άλλη.  Πρόκειται, λοιπόν, για μια επίπονη μάχη, η κατάληξη της οποίας δεν μπορεί να είναι δεδομένη εκ των προτέρων.  Πρέπει, όμως, να την δώσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.

Η ΑΡΚ μέσω του “Yabasta” και των μελών της στις Π.Ε. της ΛΑ.Ε. θα ανοίξει δημόσια τη συζήτηση για την «Αριστερά που θέλουμε» με βάση τα 5 σημεία της τοποθέτησής μας στην 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΛΑ.Ε. και τις αποφάσεις της 1ης Συνδιάσκεψής μας και των απόψεών μας στα θέματα της συγκυρίας.

Πέραν της γενικής συγκρότησης, θα πρέπει να δούμε τις δυνατότητες συγκρότησης ενός πόλου εντός της Λαϊκής Ενότητας που θα παλεύει για ορισμένα ζητήματα, και ενδεχομένως να μπορούσε να καταλήξει και σε ευρύτερες συνεργασίες (π.χ. συγκρότηση πλατφόρμας για την ιδρυτική συνδιάσκεψη).

Ένας τέτοιος πόλος θα έπρεπε κατά την άποψή μας να αγωνίζεται για:

  • την σοσιαλιστική προοπτική ως συγκροτητικό στοιχείο του προγράμματός μας, και ως τάση στο σήμερα
  • την ανάγκη του διεθνιστικού προτάγματος
  • τη λογική της παρέμβασης και της οργανικής σύνδεσης με τα κινήματα, και όχι απλώς της παράστασης σε αυτά ή της δια του λόγου εκπροσώπησής τους.
  • την ανάγκη της συγκρότησης ενός κοινωνικού μπλοκ με εσωτερικές ταξικές προτεραιότητες (με τους άνεργους και τους εργαζόμενους, και ειδικά αυτούς με τις χειρότερες εργασιακές σχέσεις στην πρώτη γραμμή), οι οποίες να αποτυπώνονται και στα προγραμματικά στοιχεία, και όχι αθροίσματος κοινωνικών συμμαχιών
  • την επεξεργασμένη πρόταση για τη ρήξη, όχι ως "συνταγής για το μέλλον" αλλά ως οδικού χάρτη που γνωρίζουμε ότι θα είναι τμήμα μιας κοινωνικής σύγκρουσης, και όχι η συζήτηση για τις μέρες μετά την έκδοση εθνικού νομίσματος 

Σε αυτήν την κατεύθυνση επιδιώκαμε από την πρώτη μας σύσκεψη, να απευθυνθούμε στις δυνάμεις κυρίως της ΑΡΑΝ και της Παρέμβασης, του Κόκκινου Δικτύου, της ΑΡΑΣ και των συμμετεχόντων στην "Ανοιχτή Λίστα". Ο διάλογος έχει δείξει ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία κριτικής - λιγότερο ή περισσότερο έντονης κατά περίπτωση- στην σημερινή κατάσταση της ΛΑΕ, στοιχεία που αποτυπώθηκαν σε μια σειρά εκδηλώσεων, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν ταυτοτικά στοιχεία που δυσχεραίνουν τον διάλογο στη βάση της συγκυρίας.

Εν όψει της Συνδιάσκεψης της ΛΑ.Ε., η ΑΡΚ θα αναλάβει την επαφή και συζήτηση μεταξύ τάσεων / συνιστωσών / οργανώσεων εντός της ΛΑ.Ε. με άξονα τα 5 σημεία της τοποθέτησής μας στην 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΛΑ.Ε. και τις αποφάσεις της 1ης Συνδιάσκεψής μας. 

Θα διεξαχθεί πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΡΚ, πριν την έναρξη των εκλογικών διαδικασιών των Π.Ε. της ΛΑ.Ε., με θέμα τον τρόπο συμμετοχής της ΑΡΚ στην ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑ.Ε. 

Σε μια περίοδο έντονης πολιτικής ρευστότητας έχουμε το διπλό καθήκον από την μία να συμβάλουμε στο εγχείρημα της ΛΑΕ με στόχο αυτή να ξεπεράσει τις παθογένειες της και να εξελιχθεί σε ένα ανοιχτό δημοκρατικό μέτωπο αριστερών δυνάμεων, και παράλληλα να οικοδομήσουμε όλους αυτούς τους σταθερούς δεσμούς, πολιτικούς, κινηματικούς και διαλόγου με δυνάμεις με τις οποίες βρισκόμαστε εγγύτερα ιδεολογικά, είτε συμμετέχουν είτε όχι στην ΛΑΕ. Οι παράλληλες αυτές επιλογές στοχεύουν τόσο στην διεύρυνση ενός μετώπου της Αριστεράς, όσο όμως και στην συσπείρωση και αναβάθμιση της παρέμβασης των ιδεών μας στο μέτωπο, την αριστερά και την κοινωνία.  

Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να προωθούμε τις ανασυνθετικές διαδικασίες, οι οποίες ενισχύονται κυρίως στους κοινωνικούς χώρους.

Η διαδικασία που έχει ξεκινήσει στη σπουδάζουσα νεολαία, με τις κοινές εκδηλώσεις και στη συνέχεια και διαδικασίες των σχημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δείχνει ότι αυτές οι διαδικασίες μπορεί να προχωρήσουν και να εμπλέκουν και πολύ ευρύτερα δυναμικά.

Σε μια τέτοια λογική θα πρέπει να κινούμαστε σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, επιδιώκοντας να κινείται συνολικά η Λαϊκή Ενότητα σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά να το εφαρμόζουμε και ανεξαρτήτως αυτού. Τέτοιες διεργασίες στα κοινωνικά μέτωπα, διευκολύνουν και καταλυτικές εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. 

Ειδικά για τη νεολαία, όπου πέραν των φοιτητικών συγκροτήθηκε και το Blockit στο μέτωπο του ασφαλιστικού, διαφαίνεται η δυνατότητα μονιμότερων συμπορεύσεων, παρά τη σεχταριστική ή ηγεμονίστικη αντίληψη ορισμένων εκ των οργανώσεων που παρεμβαίνουν στο νεολαιίστικο κίνημα. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες που διανοίγονται, άτολμα αλλά πραγματικά,  λόγω ύπαρξης ενός ευρύτερου δυναμικού της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη νεολαία, αλλά και της κοινωνικής αναγκαιότητας. Πρέπει να ξανανοίξουμε τη συζήτηση που ξεκίνησε το καλοκαίρι, και να εξετάσουμε τις δυνατότητες διαμόρφωσης ευρύτερων συλλογικοτήτων ή ακόμα και πιο μόνιμων δομών στη νεολαία.