Απόψεις

Η κυβέρνηση συναντά τον ηθικό και ιστορικό της ρόλο: τη θεσμοθέτηση της υπερλιτότητας

02/05/2016

Πέτρος Σταύρου

H κυβέρνηση υποστηρίζει πως το δικό της, το τρίτο Μνημόνιο, ή αλλιώς «συμφωνία», είναι καλύτερο σε ποσοτικούς όρους από το μνημόνιο των «Βενιζέλων και Σαμαράδων». Το 2016, σύμφωνα με την κυβερνητική επιχειρηματολογία, το μνημόνιο των «άλλων» προέβλεπε 4,5% του ΑΕΠ πλεόνασμα ενώ η τρίτη «συμφωνία» προβλέπει μόνο 0,75%. Το 2018 το μνημόνιο των «άλλων» προέβλεπε 4,2% πλεόνασμα ενώ η τρίτη συμφωνία προβλέπει μόνο 3,5%. Όλα αυτά σημαίνουν, πάλι σύμφωνα με την κυβερνητική τεκμηρίωση, πως την τετραετία 2015-2018 η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα ωφεληθεί, δηλαδή θα μείνουν στη τσέπη των πολιτών, περί των 20 δις €.

Δεν έχουμε να πούμε και πολλά για τα κυβερνητικά επιχειρήματα παρότι «ακρωτηριάζουν» τα πολιτικά και οικονομικά πραγματολογικά στοιχεία και προσβάλλουν την ικανότητα πολιτικής αντίληψης της κοινωνίας. Για παράδειγμα, αν παρουσιάζαμε τις χρηματοροές πληρωμών προς τους δανειστές  σε ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την τετραετία, η εικόνα για το ποιο μνημόνιο είναι και το πιο κοινωνικά ευαίσθητο θα άλλαζε δραματικά. Επίσης, δεν μας απαντά η κυβέρνηση για το νέο δανεισμό που έκανε των 86 δις €. Αλλά ας σταματήσουμε εδώ με τις ποσοτικές συγκρίσεις γιατί κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε  ότι ρίχνουμε «νερό στον μύλο του μητσοτακισμού».

Αν και η ποσοτική σύγκριση των μνημονίων δεν πείθει ως μεθοδολογία πολιτικής ανάλυσης και επιχειρηματολογίας, και θα μπορούσε εύκολα να καταρριφθεί, δεν αξίζει τόσο η ενασχόληση μαζί της. Αντίθετα, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να μελετηθεί κάτι που η κυβερνητική υπερασπιστική γραμμή της συμφωνίας αποφεύγει να το κάνει: η ποιοτική σύγκριση των Μνημονίων. Υπάρχει κάτι το ποιοτικά διαφορετικό στο τρίτο Μνημόνιο που το ξεχωρίζει από τα προηγούμενα δύο; Η απάντηση μας έρχεται αβίαστα, και είναι ναι, υπάρχει.

Τόσο στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό όσο και στο ΤΑΙΠΕΔ, στη μεταπώληση των δανείων αλλά και στο τελευταίο «φρούτο», τον μηχανισμό διασφάλισης των στόχων του Μνημονίου με τη χρήση προληπτικών μέτρων, το ποιοτικό άλμα είναι εμφανές. Ενώ στα προηγούμενα Μνημόνια η ένταση των παρεμβάσεων ήταν στην άμεση εφαρμογή των μέτρων της εσωτερικής υποτίμησης, με την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τη διοικητική μείωση των μισθών, τα ακαριαία υφεσιακά μέτρα εκκαθάρισης της αγοράς και την κεφαλαιακή στήριξη της συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα  με το ΤΧΣ , στο Μνημόνιο ή στα Μνημόνια της «αριστερής» κυβέρνησης ο τόνος έχει δωθεί στη θεσμοποίηση ενός κρατικού νεοφιλελευθερισμού. Η έμφαση τώρα δίνεται στην υλοποίηση και τη διασφάλιση της επιτυχίας των στόχων, στην αυτόματη ενεργοποίηση των μηχανισμών υπεραναπλήρωσης των αστοχιών και της φυσιολογικής κόπωσης των καμπυλών απόδοσης των εσόδων.

Ενώ τα προηγούμενα μνημόνια, αναμφίβολα,  ήταν σκληρά και ανελέητα, είχαν παράλληλα τη λογική του παροδικού: την κίνηση του «λάστιχου» της οικονομίας που πρέπει να «τεντωθεί» απότομα για να επανέλθει στην κανονική του θέση. Είχαν την αντίληψη του απλού, ξεκάθαρου νεοφιλελευθερισμού: η ύφεση πρέπει να είναι βαθιά και να χτυπήσει γρήγορα το «σώμα» της οικονομίας, ώστε αυτό να βρεί «πάτο», σχεδόν αμέσως, και ο νέος κύκλος ανάπτυξης να ξεκινήσει εγκαίρως. Ο νεοφιλελευθερισμός αυτός είναι παρωχημένος.  Μιλά ακόμα για οικονομικές δυνάμεις-«ελατήρια» και τα βάζει με την κρατικίστικη Αριστερά που δεν αφήνει αυτά τα «ελατήρια» να εκτιναχθούν.

Η οικονομία, αλίμονο, δεν λειτουργεί σαν ελατήριο. Δεν διαθέτει τις ιδιότητες του λάστιχου. Η καταστροφή μπορεί να αποδειχθεί μόνιμη και όχι παροδική. Και αυτού του είδους ο νεοφιλελευθερισμός με τις απλές νοητικές κατασκευές του θα πρέπει να αλλάξει, να μπει σε νέα φάση: στο στάδιο της θεσμικής κατοχύρωσης των όποιων αποτελεσμάτων, μικρών ή μεγάλων. Γι’ αυτό, σημασία σε μια κατεστραμμένη οικονομία δεν έχει το πλεόνασμα του 3% ή του 4,5%. Σημασία έχει η κατοχύρωση του αποτελέσματος, η κατευθείαν μεταφορά της παραμικρής «ζωτικότητας» που θα δείξει η οικονομία στα κέρδη των πιστωτών. Η φάση είναι διαφορετική, όχι όμως το γενικό πλαίσιο.

Βρισκόμαστε στο τρίτο Μνημόνιο και πάμε για το τέταρτο, αλλά δεν έχουμε αλλάξει παράδειγμα οικονομικής πολιτικής. Ο πολιτικός αυταρχισμός παραμένει, αλλά πλέον όχι με τη μορφή της εσωτερικής υποτίμησης. Είναι παράδοξο, αλλά το κόμμα που ήθελε να ανατρέψει την λιτότητα στην Ευρώπη, δεν θα την εφαρμόσει μόνο με σκληρότητα και ταξική μονομέρεια, οπως οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά θα τη θεσμοποιήσει κιόλας σε όλες τις διαστάσεις της στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. Και θα την αφήσει παρακαταθήκη για όλες τις μελλοντικές κυβερνήσεις.

Δεν είναι και λίγοι οι νέοι θεσμοί της μόνιμης υπερλιτότητας: Απόσυρση όλων των κατώτατων ορίων στο συνταξιοδοτικό, προσομοίωση της άλλοτε κατώτατης σύνταξης με την εθνική που θα δίνεται υπό προϋποθέσεις, πλαφόν με λειτουργίες ρητρών μηδενικού ελλείμματος, χαμηλότατα αφορολόγητα, ταμείο αποκρατικοποιήσεων που θα λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή (πώς θα χρηματοδοτεί την ανάπτυξη που ήθελε ο υπουργός Οικονομικών;). Και βέβαια, τη μετεξέλιξη του δημοσιονομικού συμβουλίου, από μηχανισμό ημιαυτόματης περικοπής δαπανών (πρόκειται για θεσμοθέτηση της περσινής διαπραγμάτευσης που έμεινε ανενεργή μέχρι σήμερα), σε μηχανισμό εντοπισμού και άμεσης θεσμοθέτησης της αντιμετώπισης  των όποιων αποκλίσεων (πλήρης ανεξαρτητοποίηση του συμβουλίου από το ΥΠΟΙΚ). Βρισκόμαστε, έτσι, για πρώτη φορά πολύ κοντά στη μόνιμη λειτουργία ενός πλέγματος διοικητικών και ανεξάρτητων μηχανισμών που θα παρακάμπτουν μόνιμα τις αναπόφευκτες πολιτικές κρίσεις που δημιουργούν οι ανελέητες πολιτικές υπερλιτότητας.

Η «αριστερή» κυβέρνηση επέλεξε να ολοκληρώσει την πολιτική των Μνημονίων και τη θεσμοποίηση μιας νέας ηθικής. Αυτή είναι η παράκαμψη των αρχών της νομοθετικής εξουσίας με την εδραίωση της λογικής της ανεξαρτησίας των αρχών και των αυτόματων μηχανισμών. Ας μην κουράζεται να μας πείσει με τις συγκρίσεις για την «ηπιότητα» των δικών της μνημονίων σε σχέση με αυτά των «άλλων». Βρίσκεται στην ίδια γραμμή εξέλιξης της θεσμοποίησης της υπερλιτότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που ακολουθείται από το 2010, και δεν αποκλίνει καθόλου από αυτόν τον προσανατολισμό. Τα μνημόνια της υπηρετούν καλύτερα τη φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού και αυτό θα αποδειχθεί και με ποσοτικούς όρους στο βάθος του χρόνου.

Τώρα, και λόγω της σφοδρότητας των μέτρων αξίας 9 δις (5,4 δις επίσημα μέτρα και 3,6 δις προληπτικά μέτρα) που είναι αναγκασμένη να πάρει, της δίνεται μια ευκαιρία να αποχωρήσει παραιτούμενη. Αν δεν το κάνει, ας αποδεχτεί, τουλάχιστον, τις ιστορικές ευθύνες της επιλογής της να συμμετέχει στην αναβάθμιση του ευρωπαϊκού  νεοφιλελευθερισμού.

ΠΗΓΗ:rednotebook