Επικαιρότητα

Σε τι συμφωνία μας οδηγεί ο ΣΥΡΙΖΑ και πώς αυτή αλλάζει την Ευρώπη;

13/05/2016

Πέτρος Σταύρου

Σε τι μπορεί να ελπίζει βάσιμα μια κυβέρνηση που οδηγείται σε μια συμφωνία με τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στην τελευταία ανακοίνωση του Eurogroup [1]; Τι θα τη βοηθήσει στον επικοινωνιακό χειρισμό της; Πώς θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι τα κάνει καλύτερα από τους προηγούμενους; Αυτό το κάτι, μάλλον, θα είναι η τεράστια πτώση του ΑΕΠ που συνέβη κατά την εφαρμογή του πρώτου και του δεύτερου Μνημονίου.

Ο ρυθμός αυτής της πτώσης δεν πρόκειται να επαναληφθεί, τουλάχιστον για το επόμενο διάστημα που οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα είναι στην εξουσία και θα εφαρμόζουν το τρίτο Μνημόνιο. Και αυτό γιατί ο «βιορυθμός» της οικονομίας έχει πέσει τόσο λόγω των προηγούμενων Μνημονίων ώστε δεν αναμένονται σημαντικές μεταβολές στη «ζωτικότητα» της παραγωγικής μηχανής, λόγω των «λογικών» απαιτήσεων για μικρό πρωτογενές πλεόνασμα στο ύψος του 0,5% του ΑΕΠ, το 2016. Η οικονομία συνεχίζει και αποδιαρθρώνεται, αλλά με αργούς και όχι καταστροφικούς ρυθμούς. Όμως το 2017 οι απαιτήσεις ανέρχονται σε 1,7% και το 2018 σε 3,5% του ΑΕΠ. Τι θα γίνει τότε; Πώς θα επηρεαστούν οι άλλοι δείκτες της οικονομίας; Θα συμβεί νέα καθίζηση;

Ήδη από το 2017 θα διαπιστωθεί ότι δεν είναι δυνατόν να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από 1,5% χωρίς ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2%, ή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% με ρυθμό ανάπτυξης 4% και πάνω. Αλλά ακόμα και να έχουμε ανάπτυξη αυτού του ρυθμού τις επόμενες δεκαετίες,, πράγμα απίθανο, δεν μπορεί να είναι βιώσιμος ο διαρκής ρυθμός δημιουργίας πλεονασμάτων αυτής της τάξεως, με αύξηση αποκλειστικά και μόνο των φορολογικών εσόδων. Θα χρειαστεί δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών και η περικοπή αυτή μπορεί να επέλθει μόνο από τις συντάξεις, το κράτος πρόνοιας (επιδόματα) και τις απολύσεις προσωπικού στο δημόσιο τομέα. Μόνο από αυτές τις πηγές μπορεί να προέλθει μια μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 10% του ΑΕΠ για να χρηματοδοτηθούν οι υψηλές ανάγκες αποπληρωμής του χρέους, που από κάποιο χρονικό σημείο και μετά θα υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ (υπολογισμοί του ΔΝΤ [2]).

Όμως, ας δούμε και κάποιες άλλες τάσεις της νέας φάσης που εκτιμάμε ότι θα ξεκινήσει αμέσως μετά την κατάληξη των διαπραγματεύσεων και οι οποίες δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, παρά τον ενεργό τους ρόλο.

Η συμφωνία, που φαίνεται να «κλείνει» κάπου προς στις αρχές του ερχόμενου καλοκαιριού, και την οποία η κυβέρνηση θεωρεί ήδη επιτυχία και «πέρασμα του κάβου», θα επιφέρει σημαντικές ποιοτικές αλλαγές στα χαρακτηριστικά των μνημονιακών πολιτικών –τα έχουμε επισημάνει εδώ [3]–, αλλά και στη σχέση του ελληνικού καπιταλισμού με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα, η νέα συμφωνία θα επισημοποιήσει το πέρασμα της σχέσης της ελληνικής κοινωνίας με την Ευρώπη και την πρόσδεσή της στο ευρώ σε μια νέα εποχή που θα ισοδυναμεί με άτυπη αλλά ριζική αναθεώρηση της συνθήκης του Μάαστριχτ, για την Ελλάδα καταρχήν, και για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη [4] μετέπειτα. Η προοπτική της νέας συμφωνίας δηλαδή δεν θα αφορά μόνο στην ελληνική κοινωνία και οικονομία· θα συνδέεται, επίσης, με την αλλαγή της θεσμικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ.

Ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ενεργά στην αλλαγή της Ευρώπης, αλλά με έναν παράδοξο και τραγικό τρόπο. Αντί να «φρενάρει» την λιτότητα, όπως υποσχόταν, συμβάλλει στη θεσμοποίησή της και την κάνει βασικό χαρακτηριστικό μιας διαφοροποιημένης «γεωμετρίας» του ευρώ [5]. Μιας «γεωμετρίας» που αρχίζει και δείχνει σιγά-σιγά τα στοιχεία της δομής της:

• Οι χώρες του πυρήνα να διεκδικούν την αποδέσμευση τους από την υποχρέωση να είναι χώρες καθαροί συνεισφορείς στις πολιτικές σύγκλισης που περιγράφονται ήδη από το κείμενο της Συνθήκης της Ρώμης και διεκδικούν το «δικαίωμα» της μόνιμης απόκλισης των ρυθμών ανάπτυξης τους από το ρυθμό των χωρών της περιφέρειας.

• Ο νεοφιλελευθερισμός των κινήτρων ανταγωνιστικότητας αποχωρεί και αφήνει τη θέση του στο νεοφιλελευθερισμό των ποινών, της πειθαρχίας, της παρακολούθησης των στόχων και της μονιμοποίησης των διορθωτικών κινήσεων.

• Τα κριτήρια του Μάαστριχτ του 1992 φαντάζουν τώρα, από το χρονικό σημείο που βρισκόμαστε, να διαθέτουν μια οραματική ανεκτικότητα μπροστά σε διαφοροποιημένες προσδοκίες ανάπτυξης των κρατών-μελών και μια πίστη στη δυναμική των αγορών και στη σύγκλιση των οικονομιών που συμμετέχουν στο ευρώ. Αντίθετα, τα νέα κριτήρια της βιοπολιτικής του χρέους (οι αναφορές του Ντάισλεμπλουμ για τις δεκαετίες δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθούν είναι εφιαλτικές) δεν εμπιστεύονται τις αγορές για την εκπλήρωση των κριτηρίων συμμετοχής στο ευρώ. Και εφόσον τα κριτήρια του Μάαστριχτ δεν επαρκούν για να προσδέσουν μια χώρα στο ευρώ, θα πρέπει να συμπληρωθούν από ένα είδος δέσμευσης διαφορετικού τύπου. Αποδώ και μπρος, για καπιταλισμούς σαν τον ελληνικό, είναι το χρέος που θα συμπυκνώνει τη μορφή συμμετοχής του στο ευρωενωσιακό γίγνεσθαι – και όχι η εκπλήρωση κάποιων τυπικών κριτηρίων μιας Συνθήκης.

• Οι συγκροτημένες πολιτικές οικονομικής σύγκλισης των περιφερειών στη βάση ενός μικρού αλλά συμβολικά ισχυρού κοινοτικού προϋπολογισμού αντικαθίστανται από την έννοια της European Added Value (EAV [6]). Σύμφωνα με αυτήν την έννοια, αντί το «κέντρο» να ενισχύει την «περιφέρεια», η «περιφέρεια» συμβάλλει στους σκοπούς του «κέντρου». Δεν πρόκειται βέβαια για μεταφορά αξίας από την περιφέρεια στο κέντρο, αλλά για θέσπιση κανόνων κατανάλωσης και ξοδέματος χρηματικών πόρων σε σκοπούς που έχει ορίσει η γραφειοκρατία του ευρωενωσιακού κέντρου.

• Η δημοσιονομική πολιτική εξειδικεύεται πλήρως και αφιερώνεται στην αποκλειστική εξυπηρέτηση του χρέους. Για τους αναπτυξιακούς σκοπούς αντικαθίσταται από την ευκαιριακή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Η πεποίθηση ακόμα και ετερόδοξων απόψεων στις λύσεις που θα προσφέρει το λεγόμενο «χρήμα ελικοπτέρου» δηλώνει ακριβώς αυτήν την μετατόπιση της εμπιστοσύνης από την αποτελεσματικότητα μιας δημοσιονομικής πολιτικής στο «δυναμισμό» της ποσοτικής χαλάρωσης. Τα «δώρα» Ντραγκι που η ελληνική κυβέρνηση περιμένει ως «μάννα εξ ουρανού» είναι η διστακτική, «τσιφούτικη» και υπο αμέτρητους όρους ευρωπαϊκή εκδοχή της αμερικάνικής ποσοτικής χαλάρωσης.

Αν ισχύουν τα παραπάνω ως τάσεις, τότε η έξοδος από το «ζουρλομανδύα» του κοινού νομίσματος δεν μπορεί να φαντάζει ως απλή επιλογή ενός συνεπούς ριζοσπαστικού πολιτικού υποκειμένου και μιας ευκαιριακής εκλογικής πλειοψηφίας του λαού. Δεν μπορείς να βγεις από το ευρώ επειδή το επέλεξες ή επειδή απλά δεν εκπληρώνεις τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Η πρόσδεσή σου είναι το χρέος και η μόνιμη λιτότητα αποτελεί τη συνταγματική συνθήκη οργάνωσης της βιοπολιτικής του.

Μέσα σε αυτή τη νέα συνθήκη, ακόμα και αν σου επιτραπεί η συμφωνημένη έξοδος από το κοινό νόμισμα, για λόγους ανταγωνιστικότητας και εξυπηρέτησης του cash flow της αποπληρωμής του χρέους μέσω της αύξησης των εξαγωγών, οι υποχρεώσεις σου θα συνεχίσουν να είναι σε ευρώ, οπότε η έξοδος δεν συνιστά πραγματική κατάκτηση της νομισματικής και λαϊκής κυριαρχίας, αλλά «εικονική». Στην περίπτωση αυτή, η ένταση της σχέσης με την Ευρωζώνη δυναμώνει, παρά την τυπικού χαρακτήρα νομισματική έξοδο. Η ανάγκη συνεχούς εφαρμογής μιας σκληρής λιτότητας, σε άλλο νόμισμα, θα συνεχίσει να υφίσταται.

Η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μας δείχνει τον εναλλακτικό δρόμο, αν και ήδη το ξέραμε, αλλά φοβόμασταν να το παραδεχτούμε. Ο πολιτικός και ταξικός αντίπαλος πρέπει να υποστεί πλήγμα και όχι αμοιβαίο όφελος από την πολιτική στρατηγική μας. Μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί, δυστυχώς, πολιτική πρόταση που να ενδιαφέρεται για την αναζήτηση βαθμών ελευθερίας της πολιτικής εντός του ιστορικού πεδίου μάχης που είμαστε, χωρίς τη θέλησή μας, εγγεγραμμένοι και που να υπερβαίνει την απλή αντί-ευρώ συνθηματολογία ή την αφέλεια ενός win-win επιχειρήματος που υπόσχεται δίκαιη μοιρασιά ωφελειών.

Η συντριπτική πλειοψηφια των προτάσεων εξόδου συνιστούν μια αφήγηση απλής αποχώρησης από την καπιταλιστική-ευρωενωσιακή εγκοσμιότητα και αναζήτησης ενός ήσυχου και ασφαλούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος άσκησης της νομισματικής μας ανεξαρτησίας και της παραγωγικής μας ανασυγκρότησης. Με αυτόν τον τρόπο, οι απόψεις αυτές αποτελούν την άλλη πλευρά της διαπραγματευτικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς, όμως, οι δανειστές δεν θέλουν να τους αφήσουμε ήσυχους, ούτε σκοπεύουν να μας αφήσουν απερίσπαστους στην ανόρθωση του παραγωγικού μας ιστού. Όπως και δεν επιθυμούν να πειστούν για κάτι, πέραν των αυτοαναφορικών συμφερόντων τους.


Σημειώσεις

[1] «Eurogroup - Προς οριστική συμφωνία για μηχανισμό και χρέος στη συνεδρίαση της 24 Μαΐου», Το Βήμα, 9.5.2016

[2] Το ελληνικό χρέος μπορεί να ανέλθει στο 258,3% ή να υποχωρήσει μέχρι το 62,6% του ΑΕΠ έως το 2060, Bankingnews, 9.5.2016

[3] Πέτρος Σταύρου, «Η κυβέρνηση συναντά τον ηθικό και ιστορικό της ρόλο: τη θεσμοθέτηση της υπερλιτότητας», Rednotebook, 27.4.2016

[4] Ο «κόφτης» δαπανών που αποφασίστηκε στο Eurogroup αποτελεί απειλή και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, Bankingnews, 11.5.2016

[5] Variable geometry bites back: Schäuble’s motives, Fabio Ghironi 18 July 2015, Euvox.

[6] https://ec.europa.eu/research/iscp/pdf/publications/Final_European_Added_Value_inco_MainReport.pdf

 

Αναδημοσίευση από rednotebook