Επικαιρότητα

Νέος γύρος στην Λατινική Αμερική -  Επτά μαθήματα για την αριστερά

17/05/2016

YaBasta

του Αλβάρο Γκαρθία Λινέρα από το Monde Diplomatique του Ιανουαρίου 2016 

            Οι επαναστάσεις δεν μοιάζουν τόσο σε ατελείωτες κυλιόμενες σκάλες όσο σε κύματα που σπάνε στη ακτή. Ορθώνονται, προχωρούν, φαίνονται να αιωρούνται καθώς κινούνται, κι ύστερα πέφτουν, πριν σηκωθούν και πάλι.Τα βήματα αυτής της συνεχούς κίνησης εξαρτώνται από το σφρίγος των λαϊκών κινητοποιήσεων, που θα καθορίσουν το μέλλον της ηπείρου μας. Όμως οι προοδευτικές δυνάμεις βρίσκονται αντιμέτωπες με διάφορες δυσκολίες που θα πρέπει να ξεπεραστούν. Θα εντοπίσω εδώ επτά.

            Η πρώτη αφορά τη δημοκρατία, που για μεγάλο χρονικό διάστημα η πολιτική μας οικογένεια την  θεώρησε ως μια ακατάλληλη γέφυρα μεταξύ της σύγχρονης κοινωνίας και του σοσιαλισμού. Η λατινοαμερικάνικη αριστερά έχει αποδείξει ότι αυτή η άποψη ήταν λανθασμένη: η δημοκρατία δεν μας προικίζει μόνο με μια μέθοδο, αλλά μας παρέχει επίσης και το απαραίτητο πλαίσιο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Οι επαναστατικές διαδικασίες των τελευταίων χρόνων στην περιοχή μας, επιταχύνθηκαν μέσα από την ενίσχυση των δυνατοτήτων αυτόνομης οργάνωσης της κοινωνίας, μέσα από τη προαγωγή της συμμετοχής της και την επένδυση  της κοινωνίας στις συλλογικές υποθέσεις. Δεν είναι κάτι το τυχαίο.

            Αυτή η αντίληψη της δημοκρατίας ως ο καθαυτόν χώρος της επανάστασης, απαιτεί ωστόσο την επανεφεύρεση της δημοκρατίας. Δεν πρέπει να αρκεστούμε σε μια μηχανιστική αντιγραφή μιας απολιθωμένης αντίληψης που μας έρχεται από τις χώρες του Βορρά. Όχι: η δημοκρατία που τώρα επανεφευρίσκουμε  στη Λατινική Αμερική θέλει να είναι πληβειακή , μια δημοκρατία του δρόμου. Σε τελική ανάλυση, ο πραγματικός σοσιαλισμός χαρακτηρίζεται από την απόλυτη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας: στους εργασιακούς χώρους, στους κόλπους της εκτελεστικής εξουσίας και του Κοινοβουλίου, στην καθημερινή ζωή. Ελλείψει μιας τέτοιας διαδικασίας, κάθε αγώνας που σκοπεύει να αλλάξει τον κόσμο, είτε αυτός περνά μέσα από την κάλπη ή είτε από τα όπλα, θα ταλαντεύεται ανάμεσα στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.

            Άλλο ερώτημα, τόσο παλιό όσο και η αριστερά: πρέπει να πάρουμε την εξουσία ή να οικοδομήσουμε μια νέα, αντί της πρώτης; Εμείς όλοι, τής παλιάς σχολής, ανέκαθεν θεωρούσαμε ότι στόχος μας ήταν η κατάληψη της εξουσίας, ξεχνώντας μερικές φορές ότι κάθε Κράτος, όσο δημοκρατικό κι αν είναι, συγκροτείται ως μονοπώλιο του κοινού, του καθολικού. Όμως η κατάληψη αυτού του μονοπωλίου, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε, ισοδυναμεί με την αντικατάσταση μιας γραφειοκρατίας από μίαν άλλη.

            Θα πρέπει τότε να παραιτηθούμε από το να πάρουμε στα χέρια μας την εξουσία; Κάποιοι υπερασπίστηκαν αυτήν την ιδέα. Αναδιπλώθηκαν σε μικρές κοινότητες, στοχεύοντας το χτίσιμο ενός σοσιαλισμού μικρής κλίμακας, επιδόθηκαν στην καταπολέμηση της κακής διατροφής, ίδρυσαν κυκλώματα μη εμπορικά που βασίζονται στην ανταλλαγή, κ.λπ. Αλλά ξέχασαν ένα πράγμα: το να στέκεσαι μακριά από τη εξουσία, δεν θα την κάνει να εξαφανισθεί. Θα συνεχίζει να υπάρχει και θα μονοπωλείται από τις παγιωμένες ολιγαρχίες. Το πρόβλημα, στο θεωρητικό πεδίο, είναι ότι το Κράτος δεν υπάρχει μόνο στο υλικό επίπεδο. Η ύπαρξή του φυσικά παίρνει οντότητα γύρω από μια σειρά θεσμών, κανόνων, διαδικασιών. Όμως δομεί επίσης τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ενορχηστρώνει τον τρόπο που συλλογικά συλλαμβάνουμε όλα αυτά που μας φέρνουν σε επαφή τον έναν με τον άλλο: τους δρόμους, την εκπαίδευση, το εμπόριο, τα θέματα υγείας, όπως και τη λογική και την ηθική συλλογιστική. Αν το Κράτος παράγει κατ' αυτόν τον τρόπο τις αρχές με τις οποίες διάγουμε τις ζωές μας, αισθανόμενοι ως μέλη μιας ιστορικής κοινότητας ενώ ζούμε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, φυσικά και πρέπει τότε να το καταλάβουμε! Πώς θα μπορούσε η επαναστατική αριστερά να δράσει χωρίς ένα τέτοιο εργαλείο; Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί απλά να αρκεστεί στο να καταλάβει την εξουσία. Πρέπει να την μετασχηματίσει και να εκδημοκρατίσει τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Διαφορετικά, η αριστερά θα φέρει στο προσκήνιο μια νέα ελίτ που θα αναπαράγει τη συμπεριφορά της προηγούμενης.

            Τρίτο ζήτημα: αυτό της κατάκτησης της ηγεμονίας – η οποία νοείται ως καθοδήγηση πνευματική, ηθική, δεοντολογική, λογική και οργανωτική - ενός συγκεκριμένου κοινωνικού μπλοκ πάνω στην υπόλοιπη κοινωνία. Οποιαδήποτε μετατροπή του συσχετισμού δύναμης στο εσωτερικό του Κράτους απαιτεί μια προγενέστερη τροποποίηση των παραμέτρων της λογικής αντίληψης της κοινωνίας, του τρόπου με τον οποίο ο καθένας αξιολογεί τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της ηθικής.

            Πριν από τη δεκαετία του 2000, όλα πήγαιναν καλά μέσα στον καλύτερο των κόσμων. Η ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων δεν θα παρέλειπε να διασφαλίσει την ευημερία όλων, μας υπόσχονταν κάποιοι. Αυτή η πεποίθηση όριζε την καθημερινή ζωή, οριοθετούσε τον ορίζοντα των φιλοδοξιών του καθενός.

            Σταδιακά, αυτή η διανοητική κατασκευή έγινε ανυπόφορη. Δεν ήταν πια αξιόπιστη, διότι δεν ανταποκρινόταν στον κόσμο, έτσι όπως οι άνθρωποι τον αντιλαμβανόντουσαν. Όλες αυτές οι κατευθυντήριες ιδέες που οργάνωναν την καθημερινότητα αμφισβητήθηκαν. Αυτή η στιγμή της συμβολικής τομής όπου αλλάζει η κοινή λογική, έκανε τους ανθρώπους δεκτικούς σε νέα σχέδια. Τότε ξεπρόβαλαν ο Ούγκο Τσάβες (Βενεζουέλα), οι Ραφαέλ Κορέα (Εκουαδόρ), Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (Βραζιλία) και Έβο Μοράλες (Βολιβία). Δεν έπεσαν από τον ουρανό, αλλά εμφανίστηκαν μέσα σ' αυτό το ανατρεπτικό ρεύμα. Ωστόσο, η μετατροπή των πολιτισμικών παραμέτρων δεν αρκεί: αργά ή γρήγορα, η διαδικασία αυτή πρέπει να οδηγήσει και στην γενικευμένη σύγκρουση, στην καθυπόταξη του εχθρού για να μπορέσει η νέα ηγεμονία να ακτινοβολήσει και να εδραιωθεί.

            Πού βρισκόμαστε σήμερα; Τα τελευταία χρόνια, μια έντονη συλλογική συζήτηση έχει μετατρέψει ένα σύνολο επαναστατικών ιδεών σε πραγματική δύναμη. Αλλά έχουμε εισέλθει πλέον σε μια πολύ επικίνδυνη φάση στασιμότητας. Πρέπει να ξαναβάλουμε μπροστά την πάλη των ιδεών, δεν έχουμε την πολυτέλεια να ξεφύγει από μας η σημαία της ελπίδας. Μια επανάσταση είναι η ελπίδα εν κινήση. Καταφέραμε πολλά. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Η μάχη για την ηγεμονία έγινε και πάλι καθοριστικής σημασίας.

            Σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, εμείς που αγωνιζόμασταν στα πανεπιστήμια, στα συνδικάτα, στις ενώσεις, χρειάστηκε να αφιερωθούμε στη διαχείριση των κυβερνήσεων. Ήταν απαραίτητο, αλλά μας οδήγησε στην εγκατάλειψη της οπισθοφυλακής μας. Πρέπει να ξανααφοσιωθούμε σ' αυτήν. Να ξαναθυμηθούμε ότι ένας συνδικαλιστικός ηγέτης επικεφαλής της συνομοσπονδίας μετράει εξίσου μ' έναν υπουργό. Ας μην εγκαταλείψουμε το κοινωνικό μέτωπο. Διαπράξαμε αυτό το λάθος στη Βολιβία. Κι είναι ακριβώς σ' αυτό το σημείο που η δεξιά προσπαθεί να αναδιοργανωθεί.

            Άλλη δυσκολία: όταν είμαστε στην αντιπολίτευση, το κύριο μέλημα είναι να παράγουμε ιδέες που δημιουργούν ελπίδα και να τις ενσαρκώσουμε. Αφού πάρουμε την εξουσία, όλα αυτά είναι αναγκαία, αλλά πρέπει επίσης να φανούμε ικανοί να διαχειριστούμε την οικονομία. Η απάντηση των Λατινοαμερικάνων επαναστατών σ' αυτή την πρόκληση θα καθορίσει τη μοίρα τους.

            Ένας πέμπτος παράγοντας διαταράσσει τις επαναστατικές διαδικασίες μας: η αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική και κοινωνική ευημερία και την διατήρηση της Μητέρας Γης. Εν ολίγοις, η περίφημη, της μόδας στη Λατινική Αμερική, συζήτηση γύρω από το “extractivism” (την άντληση φυσικών πόρων). Το Εκουαδόρ, η Βενεζουέλα και η Βολιβία πάσχουν από μια βαριά κληρονομιά σ' αυτόν τον τομέα. Στην περίπτωση της Βολιβίας, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο 1570, όταν ο αντιβασιλέας Francisco de Toledo επιβάλει την υποχρεωτική εργασία στο Cerro Rico, το βουνό που δεσπόζει πάνω από την πόλη του Ποτοσί. Μετατρέπει τότε την Βολιβία σε παραγωγό πρώτων υλών για τη μητρόπολη. Για τετρακόσια πενήντα χρόνια, ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας επέβαλε τον ίδιο ρόλο στη χώρα, όπως και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Αλλά οι κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται επίσης από επίπεδα φτώχειας και ανισότητας ρεκόρ, και από τις υλικές ανάγκες των λαών μας, που είχαν εγκαταλειφθεί στην μοίρα τους.

            Οπότε τι θα 'πρεπε να κάνουμε; Θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε μόνο με την ικανοποίηση των υλικών αναγκών μας, χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας το περιβάλλον και τον πολιτισμό. Θα καταγράφαμε τότε καλά αποτελέσματα, αλλά θα προδίδαμε την γηγενή κληρονομιά που τροφοδοτεί το όραμά μας για το μέλλον. Δεν μπορούμε απ' την άλλη να επικεντρωθούμε στην προστασία των δέντρων, αφήνοντας το λαό μας στη δυστυχία - αφού οι συνθήκες διαβίωσης των αυτοχθόνων λαών δεν έχουν τίποτα το ειδυλλιακό: πρόκειται για μια αποικιακή ανέχεια που παγιώθηκε κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων αιώνων. Ωστόσο, σ' αυτό είναι που μας παροτρύνει, αυτό που εγώ αποκαλώ, ο αποικιακός οικολογισμός: “Αγαπητοί Λατινοαμερικάνοι, πάψτε να ονειρεύεστε την πρόοδο, μας λέει, αν θέλετε να κάνετε κάτι για την ανθρωπότητα, αφοσιωθείτε στην προστασία των δέντρων. Εμείς, στον Βορρά, θα αναλάβουμε να τα καταστρέφουμε παράγοντας-και εξαπλώνοντας το διοξείδιο του άνθρακα σ' όλο τον πλανήτη.” Με λίγα λόγια, οι χώρες του Νότου να χρηματοδοτήσουν την περιβαλλοντική υπεραξία διακόπτοντας την ανάπτυξή τους και απαρνούμενες το μέλλον τους.

            Μερικοί από τους συντρόφους μας από τα Αλτιπλάνος (οροπέδια των Άνδεων) ζουν σε πέτρινα σπίτια, πρέπει να περπατάνε πέντε ώρες για να φτάσουν στο κοντινότερο σχολείο, κοιμούνται όλη την μέρα επειδή δεν μπορούν να φάνε και να καταλαγιάσουν την πείνα τους. Αν μπορεί ας με διαφωτίσει κάποιος: ποια οικονομία της πληροφορίας και της γνώσης θα οικοδομηθεί κάτω από σ' αυτές τις συνθήκες; Να ξεφύγουμε από το "extractivism" (την άντληση φυσικών πόρων); Ναι, σίγουρα. Αλλά όχι επιστρέφοντας στη Λίθινη Εποχή. Η μετάβαση επιβάλει τη χρήση των φυσικών πόρων μας για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες – πολιτιστικές, πολιτικές και υλικές – που θα επιτρέψουν στον λαό να περάσει σε ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο.

            Έκτη δυσκολία: αυτού του τύπου η λογική διαφεύγει από μια αριστερά, η οποία είναι κριτική απέναντι στις προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, που τις κατηγορεί ότι δεν έχουν οικοδομήσει τον κομμουνισμό μέσα σε μερικές εβδομάδες. Καθώς αυτή η αριστερά ασχολείται με το πρωινό της τζόγκινγκ ή κατά την διάρκεια γενναιόδωρα χρηματοδοτούμενων σεμιναρίων από το εξωτερικό, χλευάζει την αδυναμία μας να υποτάξουμε την παγκόσμια αγορά ή να εγκαθιδρύσουμε εν μια νυκτί (και με διάταγμα!) το “ευ-ζειν”. Αυτοί οι ριζοσπάστες του σαλονιού παίζουν τους εξ-υπηρετικούς ηλίθιους του νεοφιλελευθερισμού που σιγοντάρουν το μοτίβο του περί της αναπόφευκτης αποτυχίας των επαναστάσεων. Δεν προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα, δεν κάνουν καμία πρόταση ριζωμένη στα κοινωνικά κινήματα ή δυνάμει να προωθήσει τις επαναστατικές διαδικασίες. Μετριότατα φερέφωνα της νέας ιμπεριαλιστικής επίθεσης, θέτουν τον ψευδο-ριζοσπαστισμό τους στην υπηρεσία της ελίτ, της οποίας ο μοναδικός στόχος είναι να μας δει να αποτυχαίνουμε.

            Τελευταίο διακύβευμα: το Κράτος. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο νεοφιλελευθερισμός γνώρισε δύο μεγάλες φάσεις. Η πρώτη ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980 με τον άνοδο στην εξουσία του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκτείνεται μέχρι περίπου το 2005. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί το Κράτος για να ιδιωτικοποιήσει την δημόσια περιουσία και για να του παρέχει μια ιδεολογική νομιμοποίηση.

            Βρισκόμαστε τώρα σε μια δεύτερη φάση. Τα κράτη-έθνη έχουν χάσει τη χρησιμότητά τους στα μάτια των νεοφιλελεύθερων, οι οποίοι σπεύδουν να τα διαμελίσουν. Κατ' αρχήν διευκολύνοντας την δημιουργία και την κινητοποίηση αντιπολιτευτικών σχηματισμών, και ορίζοντας ζώνες όπου τα κράτη δεν είναι πλέον κυρίαρχα (αυτόνομες περιοχές, κατεχόμενα εδάφη, κλπ). Στη συνέχεια, αποδυναμώνοντας την δημοσιονομική και νομισματική κυριαρχία τους, για παράδειγμα, μέσω των μηχανισμών του χρέους, όπως παρατηρείται στην Ελλάδα. Η υπεράσπιση του Κράτους – αφού τεθεί στην υπηρεσία ενός νέου κοινωνικού συνασπισμού – πρέπει να καταστεί μία από τις προτεραιότητες της αριστεράς.

           

Alvaro García Linera, Αντιπρόεδρος της Βολιβίας

Αυτό το κείμενο είναι μια τροποποιημένη έκδοση μιας διάλεξης που δόθηκε στις 29 Σεπτέμβρη 2015 στο Κίτο (Εκουαδόρ) 

Μετάφραση: Γιάννης Χαρίτος