Απόψεις

Το κριτήριο της δικαιοσύνης
Με αφορμή την «επόμενη οικονομική καταστροφή» του Richard Vague

01/08/2016

Χρήστος Βαλλιάνος, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του Yabasta

Ο Ρίτσαρντ Βάγκ, συγγραφέας του βιβλίου «Η επόμενη οικονομική καταστροφή – Γιατί έρχεται και πώς να την αποφύγουμε» (2014), που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Angelus Novus, είναι Αμερικανός πρώην τραπεζίτης, που επί σειρά ετών ήταν επικεφαλής του κλάδου χορήγησης τραπεζικών δανείων σε ιδιώτες. Η επαγγελματική αυτή ενασχόληση του προσέφερε το ερέθισμα για μια πιο συστηματική έρευνα πάνω στη σχέση της κρίσης με τη διόγκωση του ιδιωτικού δανεισμού, τα πορίσματα της οποίας παρουσιάζονται στο πρώτο του αυτό βιβλίο. Το βασικό συμπέρασμα αυτής της έρευνας (της στατιστικής ανάλυσης μιας πληθώρας δεδομένων των εθνικών λογαριασμών των ΗΠΑ και άλλων χωρών) είναι ότι υπάρχει μια ισχυρότατη σύνδεση μεταξύ της αύξησης του ιδιωτικού χρέους (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) πάνω από κάποια στάθμη – που η ίδια η ανάλυση την τοποθετεί στο 150% του ΑΕΠ μιας δεδομένης χώρας – και της εμφάνισης μιας καταστροφικής οικονομικής κρίσης το αμέσως επόμενο διάστημα, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για σχέση αιτίου – αποτελέσματος. Βέβαια, ο Βάγκ σπεύδει αμέσως να διευκρινίσει ότι τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι πρωτότυπα – και άλλες προγενέστερες της δικής του έρευνες αναδεικνύουν αυτή τη σχέση αιτίου – αποτελέσματος, ωστόσο η δική του δουλειά προχωράει λίγο παραπέρα, διατυπώνοντας πιο λεπτομερείς συσχετίσεις που κατ’ αυτόν μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία ανίχνευσης του κινδύνου της κρίσης και επομένως σημεία συναγερμού για τη λήψη μέτρων αποτροπής αυτών των κινδύνων.

Γιατί όμως να εστιάσουμε μόνο στο ιδιωτικό και όχι στο συνολικό χρέος μιας εθνικής οικονομίας, γιατί δηλ. να αποστρέψουμε το ενδιαφέρον μας από το δημόσιο χρέος, όταν μάλιστα η πλειοψηφία, αν όχι το σύνολο των οικονομολόγων – συστημικών και «εναλλακτικών» - αλλά και όσων διαμορφώνουν τις εθνικές και υπερεθνικές οικονομικές πολιτικές, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον  τους ακριβώς στην «τιθάσευση» αυτής της απειλής του δημόσιου χρέους; Ο Βαγκ παραθέτει μια σειρά από λόγους για να ερμηνεύσει αυτό το «παράδοξο»: πολλοί θεωρούν ότι το ιδιωτικό χρέος είναι μια «ιδιωτική υπόθεση» και επομένως είναι εκτός των ορίων της δημόσιας ευθύνης. Ο κύριος όμως λόγος για τον οποίο το ιδιωτικό χρέος έχει βαρύνουσα σημασία έναντι του ιδιωτικού είναι ότι σχεδόν πάντα, ο δημόσιος τομέας έχει τα μέσα να συνεχίσει μια επεκτατική πολιτική, μεταθέτοντας (ή και αποσοβώντας…) την εμφάνιση της κρίσης σε ένα μακρινότερο μέλλον, ακόμα και όταν το δημόσιο χρέος κινείται σε ανησυχητικά ψηλά επίπεδα.

Από την άλλη μεριά, ο Βαγκ δεν είναι κανένας πουριτανός που θα καταδίκαζε τον ιδιωτικό δανεισμό ως πηγή όλων των δεινών της ανθρωπότητας. Αναγνωρίζει ότι ο δανεισμός και η ανάπτυξη του πιστωτικού τομέα της οικονομίας ήταν και είναι η ατμομηχανή της οικονομίας, αφού και πάλι δια μέσου της εξέτασης των οικονομικών στοιχείων, εύκολα επαληθεύεται ότι όλες οι περίοδοι ταχύρρυθμης αύξησης του ΑΕΠ ήταν ταυτόχρονα και περίοδοι ταχύρρυθμης επέκτασης του δανεισμού. Αυτό που μετατρέπει κατά τον Βαγκ το δανεισμό από ευλογία σε κατάρα είναι ακριβώς το ότι πολύ συχνά παραβιάζεται κάποιο όριο πέραν του οποίου ο δανεισμός γίνεται ανεξέλεγκτος και η συνολική διαδικασία εκτροχιάζεται.

Η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από ένα πολύ ενδιαφέρον ένθετο εν είδει επιμέτρου, στο οποίο ο Π. Σταύρου σκιαγραφεί τις βασικές αρετές του βιβλίου του Βαγκ, υπογραμμίζοντας παράλληλα τα όρια της προβληματικής του. Πράγματι, ο Βαγκ δεν ενδιαφέρεται να ερμηνεύσει τα γεγονότα, αρκείται στο να τα καταγράψει, ή, για να είμαστε δίκαιοι, αρκείται σε μια ερμηνεία πρώτου επιπέδου, αυτή που υποδεικνύει η εμπειρική θεώρηση των πραγμάτων μέσω των εργαλείων των εθνικών λογαριασμών και μόνον. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν του επιτρέπει να διακρίνει την ιδιαιτερότητα του χτηματοπιστωτικού κλάδου σε ένα κοινωνικό σχηματισμό όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής – άλλωστε δεν τον απασχολούν αυτές οι θεωρητικές κατηγορίες – και καταλήγει σε μια μάλλον α-ιστορική θεώρηση του φαινομένου της πίστης, από την ελληνική αρχαιότητα και τον Σόλωνα, ή μάλλον από το Ιωβηλαίο έτος του Χαμουραμπί μέχρι σήμερα.

Ωστόσο, η αξία του πονήματος του Βαγκ δεν βρίσκεται σ’ αυτή την πρώτου επιπέδου προσέγγιση των οικονομικών κρίσεων ως «ατυχημάτων» που προκύπτουν από κακό χειρισμό των παραμέτρων της μακροοικονομικής πολιτικής, και που, με αυτή τη λογική είναι πάντοτε δυνατόν να αποφευχθούν με μια πιο σώφρονα ή έστω πιο διορατική πολιτική. Ο Βαγκ δεν έχει διαβάσει το Κεφάλαιο, ώστε να γνωρίζει ότι οι κρίσεις είναι εγγεγραμμένες στην ίδια την ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού, αφού δια μέσου αυτών είναι κάθε φορά δυνατό να απαξιώνεται το «λιγότερο  κερδοφόρο» τμήμα του συσσωρευμένου κοινωνικού κεφαλαίου, να αναιρούνται προηγούμενες ιστορικές κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας, και να ξεκινάει έτσι ένας νέος κύκλος ανάπτυξης. Δεν μπορεί δηλ. να αντιληφθεί την κρίση ως δημιουργική καταστροφή. Αλλά, από την άλλη, είναι γεγονός ότι ακόμα και οι περισσότεροι απ’ όσους διάβασαν τον Μαρξ τείνουν, υποκλινόμενοι στην αυθόρμητη επαγγελματική ιδεολογία του Υπουργού Οικονομικών, ή του κεντρικού Τραπεζίτη, να αποδεχτούν χωρίς δεύτερη σκέψη αυτή την αντίληψη της κρίσης ως ατυχήματος που μπορεί να προβλεφθεί και να αποσοβηθεί…

Η αξία της παρέμβασης του Βαγκ κατά τη γνώμη μου βρίσκεται στις ίδιες τις προτάσεις που καταθέτει για την αντιμετώπιση των κρισιακών καταστάσεων όπως η σημερινή, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στον υπόλοιπο καπιταλιστικά αναπτυγμένο κόσμο, επομένως και στην Ελλάδα. Ο Βαγκ λοιπόν αναγνωρίζει ότι το κριτήριο της με κάθε τρόπο διάσωσης των τραπεζών, ή πιο σωστά των μετόχων και των διοικήσεών τους, είναι ένα κριτήριο μεροληπτικό, άδικο, και τελικά αναποτελεσματικό, αφού η εμμονή στην συνολική αποπληρωμή του ιδιωτικού χρέους δεσμεύει χρήμα και (δυνητικά) ενεργό ζήτηση, υποθηκεύοντας την ίδια την ανάπτυξη που είναι το ζητούμενο. Αν και τραπεζίτης ο ίδιος, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το κριτήριο της δικαιοσύνης και να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας γενναίας αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους, εξηγώντας ότι σε τελευταία ανάλυση, αν κάτι τέτοιο εγείρει ζητήματα ηθικής τάξης, αφού έτσι φαίνεται να επιβραβεύονται όσοι συνήψαν δάνεια πάνω από τις δυνάμεις τους, αυτά τα ζητήματα ηθικής τάξης είναι δευτερεύοντα σε σχέση με τα αντίστοιχα ζητήματα που εγείρονται με τη διατήρηση στην κορυφή των μεγάλων τραπεζών διοικήσεων που βαρύνονται με την κατηγορία ότι αφέθηκαν να παρασυρθούν από την τυφλή φιλοδοξία του αλόγιστου κέρδους.

Ο Βαγκ είναι απόλυτα σαφής εδώ: «Αν είχαν εφαρμοστεί οι προτάσεις (αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους) που υποστηρίζουμε εδώ, θα είχαμε πολύ λιγότερα “βυθισμένα” ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, (…) Ο ηθικός κίνδυνος για τους δανειστές θα είχε αποφευχθεί, και αυτό είναι πολύ κρίσιμο, δεδομένου ότι ο πραγματικός ένοχος της κρίσης ήταν αυτή ακριβώς η πολιτική που ακολούθησαν οι δανειστές. (…) Αν οι πολιτικές που εφάρμοσε η χώρα μας παραβίασαν τις αρχές της δικαιοσύνης, της μεταφοράς πλούτου και του ηθικού κινδύνου προς όφελος των δανειστών, αυτό δεν καθιστά κατ’ ανάγκη σωστή τη βοήθεια προς τους δανειολήπτες. Ωστόσο, η ευεργεσία όσων δανειοληπτών έχουν ανάγκη ανακούφισης, ευεργετεί το σύνολο της οικονομίας»1.
Αυτή η σταθερή προσήλωση του συγγραφέα στη νηφάλια επιχειρηματολογία, όπως και η άρνησή του να ταυτίσει τα συμφέροντα των τραπεζών και των επιχειρηματιών γενικά με τα γενικά συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας (που τόσο συνηθίζεται στις μέρες μας, σιωπηρά, αλλά και ευθέως, κάποτε) μου θυμίζει τον Ανταμ Σμιθ, που αν και υποστηρικτής της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας, είχε το θάρρος να καταγγέλλει (στον Πλούτο των Εθνών) τους αθέμιτους τρόπους με τους οποίους οι εργοδότες έρχονταν σε συμφωνίες προκειμένου να κάμψουν την κατά πολύ λιγότερο ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη των εργατικών συνδικάτων, και να δηλώνει: «καμιά κοινωνία δεν μπορεί να προκόψει και να ευτυχήσει με βεβαιότητα, όταν το μεγαλύτερο μέρος της ζει στη φτώχεια και στη δυστυχία. Πέραν αυτού, το δίκαιο απαιτεί, αυτοί που προσφέρουν την τροφή, την ένδυση και τη στέγαση ολόκληρου του πληθυσμού, να καρπούνται από την εργασία τους ένα τέτοιο μερίδιο του προϊόντος αυτής της εργασίας τους, ώστε να τρέφονται, να ενδύονται και να στεγάζονται σ’ ένα ανεκτό επίπεδο»2.

1 R. Vague, Η επόμενη οικονομική καταστροφή, Εκδ. Angelus Novus, σελ. 90 -91.

2 Adam Smith, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των Εθνών, Μέρος Ι, κεφ. VIII, §36.