Επικαιρότητα

Μπουρκίνι: Από πότε η απελευθέρωσή μας είναι αρμοδιότητα του κράτους;*

28/08/2016

Sarah Macna

Μετάφραση: Χρήστος Βαλλιάνος

 

Αν η μεγάλη πλειοψηφία των δηλώσεων και τοποθετήσεων υπέρ της απαγόρευσης του μπουρκίνι στις παραλίες δικαιολογήθηκε κατά τρόπο επονείδιστο, συνδέοντας την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, ταυτίζοντας εκ των πραγμάτων τη μουσουλμανική θρησκεία με την τρομοκρατία σε μια συγκυρία διογκούμενης ισλαμοφοβίας, ένα άλλο μέρος της υποστήριξης αυτής της απαγόρευσης βασίστηκε σε επιχειρήματα φεμινιστικής μήτρας. Σύμφωνα με αυτά τα επιχειρήματα, η απαγόρευση του μπουρκίνι είναι ένας τρόπος να αγωνιστούμε για τα δικαιώματα των γυναικών, και στην προκειμένη περίπτωση, για το δικαίωμα να διαθέτουν το σώμα τους, να ντύνονται όπως επιθυμούν και να χειραφετηθούν από την πατριαρχική κυριαρχία  που ασκεί ο πατέρας τους, ο άντρας τους, οι αδελφοί τους. Το ζήτημα αυτό αναζωπυρώνει τις συζητήσεις που προκλήθηκαν κατά την εφαρμογή του νόμου κατά της σχολικής μαντήλας το 2004, οι οποίες είχαν διχάσει και εξακολουθούν να διχάζουν το φεμινιστικό κίνημα στη Γαλλία. Μπορούμε όμως να αγωνιστούμε πραγματικά για το δικαίωμα των γυναικών να διαθέτουν ελεύθερα το σώμα τους μέσω μιας απαγόρευσης; Μπορούμε να αγωνιστούμε εναντίον των προτύπων που επιβάλλονται από θρησκευτικούς θεσμούς, μέσω της κρατικής καταπίεσης;

 

Το σώμα των γυναικών, η θρησκεία, και το κράτος

Το 2004, κατά την εφαρμογή του νόμου που απαγόρευε τη μαντήλα στα σχολεία, ένα μέρος του φεμινιστικού κινήματος τοποθετήθηκε υπέρ αυτού του νέου κανονισμού. Σε συνδυασμό με το διάλογο για την πορνεία, πρόκειται για ένα από τα σημάδια μιας μεγάλης τομής που ανοίχτηκε στο γυναικείο κίνημα τα τελευταία αυτά χρόνια. Την εποχή εκείνη, με κυβέρνηση Ραφαρέν και με υπουργό Εσωτερικών τον Σαρκοζί, η λογική του αντιτρομοκρατικού αγώνα ήταν πολύ λιγότερο προωθημένη απ’ ότι είναι σήμερα, γεγονός που ωστόσο δεν εμπόδισε κάποιους  να θέσουν ήδη από το 2004 μια επιχειρηματολογία για την ασφάλεια (ποιος ξέρει τι μπορούν να «κρύβουν» «αυτές οι γυναίκες» κάτω από τα πέπλα τους….). Για ένα μέρος του φεμινιστικού κινήματος, ο νόμος αυτός θα επέτρεπε επίσης να αγωνιστούμε κατά της θρησκείας, εναντίον όλων των θρησκειών, εναντίον όλων αυτών που έχουν επιβάλει και επιβάλουν πάντα, με όρους ρόλων, καθηκόντων, ένδυσης, τόπων, που έχουν εκχωρηθεί στις γυναίκες. Ακόμα, για ορισμένους, η απαγόρευση της μαντήλας στο σχολείο ήταν ένας τρόπος προκειμένου να αποκτήσουν οι νέες κοπέλες τη δυνατότητα να απελευθερωθούν από το ζυγό αυτών των προτύπων, τουλάχιστον στη διάρκεια της σχολικής τους ζωής.

Ως επαναστάτες μαρξιστές, υλιστές και άθεοι, έχουμε κριτική στάση απέναντι στη θρησκεία, και πιο συγκεκριμένα στους θρησκευτικούς θεσμούς και πρότυπα: Γενικά, γιατί θεωρούμε ότι ο αγώνας διεξάγεται πάνω στη γη, και όχι στους ουρανούς, και ότι καμιά ανώτερη δύναμη δεν μπορεί να υπαγορεύει τις ενέργειές μας και τη σκέψη μας. Στη συζήτηση που μας απασχολεί σήμερα, γιατί είναι δεδομένο ότι ορισμένοι από αυτούς τους θρησκευτικούς θεσμούς και πρότυπα στηρίζονται στην πατριαρχία και έχουν ενισχύσει τις αλυσίδες της. Η θέση των γυναικών, είτε υπό τον καθολικισμό, είτε υπό τη μουσουλμανική θρησκεία (για να αρκεστούμε σ’ αυτά τα δυο παραδείγματα, που επιπλέον συνιστούν δυο ακραίες εκδοχές αυτών των θεσμών), ήταν και παραμένει πάντα η θέση της γυναίκας στην οικογενειακή εστία, υποταγμένη στους πατεράδες, τους αδελφούς και τους συζύγους της, ασχολούμενη με τα παιδιά της και «φυσικά» με το σύνολο των οικιακών καθηκόντων. Ακόμα και σήμερα είναι σπάνιες οι περιπτώσεις των γάμων που εορτάζονται στις καθολικές εκκλησίες, και όπου ο ιερέας δεν εκφωνεί ένα κήρυγμα που επιβεβαιώνει το ρόλο της συζύγου (να κάνει παιδιά, να συντηρεί όπως πρέπει το σπίτι της) και του συζύγου (Να υποστηρίζει τις ανάγκες της συζύγου και των παιδιών της). Οι καθολικοί υποστηρικτές της «διαδήλωσης για όλους» απεικονίζουν την πιο γελοιογραφική πλευρά αυτής της ιστορικής αλήθειας.

Κατά συνέπεια, το γυναικείο κίνημα, στη Γαλλία και σε άλλα μέρη του κόσμου, χρειάστηκε να αγωνιστεί εναντίον των θρησκευτικών θεσμών. Για να έχουν οι γυναίκες το δικαίωμα να διαθέτουν ελεύθερα το σώμα τους, το χρόνο τους, τη ζωή τους, για να αρνηθούν την αντιμετώπισή τους ως μητέρες και μέσα αναπαραγωγής, για να αποκτήσουν το δικαίωμα της αντισύλληψης, της άμβλωσης, το δικαίωμα στην απελευθερωμένη σεξουαλικότητα, το δικαίωμα να αγαπούν όποιον θέλουν. Στη Γαλλία, παρά τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί από την καπιταλιστική κοινωνία (και το τελευταίο της μπιχλιμπίδι, τη λιτότητα, που κλείνει τα κέντρα ελεύθερης διακοπής κύησης και τους οικογενειακούς προγραμματισμούς ), το γυναικείο κίνημα κατέκτησε μια σειρά δικαιωμάτων που αμφισβητούνται ακόμα σε πολλές χώρες του κόσμου, κυρίως από θρησκευτικούς θεσμούς, ή δια μέσου επιχειρηματολογίας που προέρχεται από τη θρησκεία.

Μάλιστα, σε ορισμένες χώρες, οι γυναίκες αγωνίζονται εναντίον της υποχρεωτικής σκέπης της μαντήλας. Αυτό ισχύει για παράδειγμα στο Ιράν, όπου η μουσουλμανική μαντήλα (χιτζάμπ) είναι υποχρεωτική από την εποχή της μουσουλμανικής επανάστασης, το 1979. Στη Γαλλία τα παραδείγματα αυτά χρησιμοποιούνται μερικές φορές για να υποστηριχτεί ότι η απαγόρευση της μαντήλας στη Γαλλία θα ήταν ένας έμμεσος τρόπος στήριξης, ενθάρρυνσης (ή τουλάχιστον μη αποθάρρυνσης) αυτών των γυναικών που αγωνίζονται εναντίον των ενδυματολογικών προτύπων που τους επιβάλλονται. >Στην πραγματικότητα, είναι καθαρή αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι το απλό «σύμβολο» ενός νόμου ψηφισμένου στη Γαλλία θα είναι σε θέση να υποστηρίξει πραγματικά γυναίκες πο αγωνίζονται καθημερινά στην άλλη άκρη του κόσμου – πολύ περισσότερο όταν άτι τέτοιο δεν συνοδεύεται από μια αυστηρή κριτική αυτού που επιβάλλει ο γαλλικός ιμπεριαλισμός στις γυναίκες όλου του κόσμου (πόλεμοι, άγρια εκμετάλλευση στα εργοστάσια που διευθύνουν γάλλοι καπιταλιστές, λεηλασία των φυσικών πόρων, κλπ). Εξ άλλου, το επιχείρημα αυτό τείνει να διαγράψει μια σημαντική πραγματικότητα του αγώνα των γυναικών στις χώρες μουσουλμανικής ομολογίας: πράγματι, πολύ συχνά παρατηρούμε ότι τα κινήματα αυτά δεν επικεντρώνονται απολύτως στο ζήτημα της υποχρεωτικής κάλυψης υπό την μαντήλα. Οι κύριοι αγώνες τους διεξάγονται στο ζήτημα της νομικής ισότητας (δικαίωμα ψήφου, οδήγησης, ίδρυσης συλλόγων, εναντίον των πιο οπισθοδρομικών αναθεωρήσεων του Οικογενειακού Κώδικα που ενισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό την υποδεέστερη θέση των γυναικών, κλπ), ή στο έδαφος του αγώνα κατά της εκμετάλλευσης. Το να αντιγράφουμε άκριτα κάποιους υποστηρικτές της γυναικείας απελευθέρωσης για τους οποίους ο αγώνας εναντίον της επιβολής της ισλαμικής μαντήλας είναι ο μοναδικός αγώνας αποτελεί ενέργεια που σίγουρα περιορίζει την έκταση και τον πλούτο του γυναικείου αγώνα.

Στην ιστορική πορεία, οι γυναίκες των αραβικών χωρών αγωνίστηκαν κάποιες φορές εναντίον της απαγόρευσης της μαντήλας (όπως στην Αλγερία, εναντίον του αποικιακού κράτους που ήθελε να αφαιρέσει τις μαντήλες από τις γυναίκες για να τις «εκπολιτίσει»), κάποιες φορές εναντίον της επιβολής τους. Σύμβολο της πίστης  στο θεό, δήλωση αντιαποικιακού αγώνα, ή ακόμα και ένδυμα αγώνα για να αντιμετωπιστεί η παρενόχληση του δρόμου: η μαντήλα, ως ενδυματολογικό εξάρτημα, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει πολλαπλές σημασίες, πολλαπλές χρήσεις.

Και ποια γυναίκα, μουσουλμάνα, καθολική ή άθεη, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο τρόπος που ντύνεται δεν είναι σημαδεμένος από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται για να ζήσει στα διάκενα που της παραχωρεί αυτή η πατριαρχική κοινωνία; Μια φούστα, αλλά όχι υπερβολικά κοντή. Ένα παντελόνι, γιατί το βράδυ, επιστρέφοντας στο σπίτι περνάει από ένα σκοτεινό δρομάκι. Και ναι, καμιά φορά, μια μαντήλα, «για να μη με ζαλίζουν», ή για πολλούς άλλους λόγους. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι η μαντήλα δεν αποτελεί, καθ’ εαυτή, ενδοφυώς, ένα ισχυρότερο σημάδι υποταγής στην ιδεολογία και τα πρότυπα της πατριαρχίας απ’ ότι είναι μια φούστα, ένα στρινγκ, ένα παντελόνι ή ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η απόφαση ανήκει στις γυναίκες και σε κανέναν άλλο. Γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό αγωνίζονται και συνεχίζουν να αγωνίζονται στη Γαλλία και σε όλο τον κόσμο.  Και τον αγώνα αυτόν, ακόμα και όταν – ή πολύ περισσότερο όταν – διεξάγεται εναντίον θρησκευτικών θεσμών και προτύπων, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στα χέρια του κράτους.

 

Η θεσμική αυταπάτη, η ιμπεριαλιστική παρέκκλιση

Το Γαλλικό κράτος προσποιείται λοιπόν (ή τουλάχιστον επικαλείται ως ένα από τα επιχειρήματά του) όταν απαγορεύει τη μαντήλα στο σχολείο ή το μπουρκίνι στις παραλίες, ότι απελευθερώνει τις γυναίκες, τους επιτρέπει να απαλλαγούν από το ζυγό των πατριαρχικών προτύπων της θρησκείας. Πολύ σύντομα, οι εικόνες των αστυνομικών που επιθεωρούσαν τις καλοκαιρινές παραλίες και τα πρόστιμα, που επιβάλλονταν στις γυναίκες που είχαν την ατυχία να θελήσουν να απολαύσουν μια στιγμή χαλάρωσης στη θάλασσα με τα παιδιά τους, αμφισβήτησαν αυτό το χαριτωμένο όραμα «απελευθέρωσης». Αλλά, γι’ αυτούς οι οποίοι θα συνεχίσουν να βλέπουν εδώ μια ακόμα καλοσύνη της αγαπημένης μας «χώρας των δικαιωμάτων του ανθρώπου», ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα πού συγκεκριμένα οδηγεί αυτή η λογική. Θεωρητικά, η ιδέα που διακινείται από την απαγόρευση, είναι λοιπόν ότι οι γυναίκες που φορούν το μπουρκίνι καταπιέζονται άγρια, υποχρεώνονται να καλύπτονται από το κεφάλι μέχρι τα πόδια  εξ αιτίας των θρησκευτικών προτύπων που τους επιβάλλει ο σύζυγός τους, ο πατέρας τους, ή οι αδελφοί τους. Η απαγόρευσή του μπουρκίνι και η επιβολή ενός προστίμου θα ήταν επομένως ένας τρόπος να τις «βοηθήσουμε», υποχρεώνοντας τις να  το αφαιρέσουν, ενάντια λοιπόν στην άποψη τους συζύγου τους, των αδελφών τους ή του πατέρα τους.

Όμως, ακριβώς εδώ είναι το πρόβλημα. Γιατί, μεταξύ των δυο, μόνο το ένα μπορεί να ισχύει: είτε θεωρούμε ότι οι θρησκευτικές και/ή πατριαρχικές αρχές είναι αρκούντως ισχυρές ώστε να επιβάλουν μια ενδυματολογική αμφίεση στις γυναίκες. Στην περίπτωση αυτή πολύ γρήγορα θα επιβάλουν στις εν λόγω γυναίκες να μην κολυμπούν πλέον καθόλου (αφού δεν είναι σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο «όπως πρέπει»), ή διαφορετικά να μείνουν με το μπουρκίνι πληρώνοντας το πρόστιμο. Είτε θεωρούμε ότι οι θρησκευτικές και /ή πατριαρχικές αρχές είναι αδύναμες και ότι το μπουρκίνι είναι επιλογή των γυναικών, και σ’ αυτή την περίπτωση η απαγόρευση και το πρόστιμο δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να «τιμωρούν» τις γυναίκες που αυτό-καταπιέζονται ή ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι γυναίκα ελεύθερη είναι μια γυναίκα με μπικίνι. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε μια απαγόρευση με «εκπολιτιστικό» σκοπό, και αναμφίβολα νέο-αποικιακή και ρατσιστική. Όπως και να έχει, και στις δυο περιπτώσεις, δεν προτείνουμε καμιά ιδέα, καμιά συγκεκριμένη υλική βοήθεια σε μια γυναίκα υποχρεωμένη (αυτή ακριβώς είναι η υπόθεση που γίνεται) να φοράει το μπουρκίνι εξ αιτίας του συζύγου της. Είτε τις στέλνουμε πίσω στο σπίτι, είτε τους επιβάλλουμε μια «πολιτισμένη» αμφίεση, την οποία εκτιμά σωστή  … η αστυνομία και η κυβέρνηση.

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι προκειμένου να μπορέσουν οι γυναίκες να αποφασίζουν οι ίδιες για την αμφίεσή τους για την πίστη τους (ή τη μη πίστη τους), για τις πρακτικές τους, για τη ζωή τους, δεν πρέπει να προσφύγουμε στο να τους στείλουμε την αστυνομία και να τους απαγορεύσουμε την πρόσβαση σε ορισμένα μέρη. Για να αγωνιστούμε συγκεκριμένα ενάντια στην πατριαρχία και κυρίως ενάντια στις θρησκευτικές μορφές της, θα χρειαστεί να αγωνιστούμε για τα δικαιώματά μας (το διακίωμα στην ελεύθερη δωρεάν και προσβάσιμη αντισύλληψη και άμβλωση…), ενάντια στις βιαιότητες που υφίστανται οι γυναίκες  (για τα κέντρα υποδοχής των γυναικών θυμάτων βιαιοτήτων, ενάντια στην ατιμωρησία των επιτιθέμενων, ενάντια στην αστυνομική βία…), και πάνω απ’ όλα για την πραγματική ισότητα (ισότητα στους μισθούς, τερματισμός των επισφαλών συμβάσεων εργασίας στις οποίες  οι γυναίκες «υπερ-εκπροσωπούνται», πραγματικά ίση πρόσβαση σε όλα τα επαγγέλματα…) Για το σκοπό αυτό, το Γαλλικό κράτος, που θεσπίζει τις πολιτικές εκείνες που είναι αρεστές στους μεγάλους καπιταλιστικούς ομίλους προκειμένου να μας εκμεταλλεύονται λίγο περισσότερο (ο νόμος για τα εργασιακά είναι απλά το πιο πρόσφατο παράδειγμα), και το οποίο υπερασπίζεται τη θέση του ως μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης (ένας πόλεμος κάθε χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του Ολάντ) απέχει πολύ από το να είναι σύμμαχός μας. Η εργαλειοποίηση των γυναικείων διεκδικήσεων με σκοπούς ρατσιστικούς και άλλους, που σχετίζονται με τον δημόσιο λόγο για την ασφάλεια, είναι απαράδεκτη και σκανδαλώδης. Απέναντι στο αντιδραστικό ξέσπασμα, οφείλουμε να πιάσουμε το σύνθημα της δεκαετίας του 1970, για να του αποδώσουμε τους τίτλους ευγένειας, συλλογικού αγώνα και μαχητικότητας: «Μην μας απελευθερώνετε, το έχουμε αναλάβει οι ίδιες!»

 

*Το άρθρο αυτό της Sarah Macna δημοσιεύτηκε στις 22 Αυγούστου 2016 στην ιστοσελίδα http://www.revolutionpermanente.fr/, που απηχεί τις ιδέες ενός ρεύματος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) της Γαλλίας.