Απόψεις

Λογοκρισία στο Μουσείο Μπενάκη

26/09/2016

Δημήτρης Χαλάτσης, εικαστικός

Έστω κάπως καθυστερημένα, δημοσιεύουμε την παρακάτω δημόσια επιστολή, η οποία γράφτηκε στις 16/9:

 

Την Δευτέρα 19 Σεπτέμβρη εγκαινιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς η έκθεση OUT Topias: περφόρμανς και υπαίθριος / δημόσιος χώρος. Παρότι η δική συμμετοχή μου στην έκθεση έχει ακυρωθεί εδώ και δέκα μέρες, το όνομά μου εμφανίζεται ακόμη ανάμεσα στους συμμετέχοντες, στα σάιτ και τις σελίδες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπου έχει δημοσιοποιηθεί η εκδήλωση. Καθώς τα εγκαίνια της έκθεσης είναι μόλις σε τρεις μέρες, αναγκάζομαι να ενημερώσω για το τι συμβαίνει, μιας και δεν φαίνεται να προτίθεται κάποιος άλλος να το κάνει. 


Αρχικά, επρόκειτο να συμμετάσχω στην έκθεση με δύο έργα: με την προβολή ενός Βίντεο και με μία ζωντανή δράση (live performance), έπειτα από πρόσκληση του επιμελητή της έκθεσης Θάνου Βόβολη. Η πρόταση μου για την performance (διάρκειας περίπου 1 ώρας) με τον τίτλο μαλακός/ smooth αφορούσε μία δράση που θα πραγματοποιούνταν έξω από την κεντρική είσοδο του Μουσείου, όπου με κρέμα nivea θα σχημάτιζα στην επιφάνεια του κτιρίου τη φράση «Φτάνει πια με την τέχνη των πλουσίων».


Στην αρχική μου πρόταση, την οποία ο επιμελητής παρουσίασε στη διοίκηση του Μουσείου, το Μουσείο αντέδρασε αρνητικά λόγω της πιθανής φθοράς που θα προκαλούσε στο κτήριο, καθώς τα «ούτως ή άλλως ευαίσθητα» μάρμαρα που καλύπτουν το εξωτερικό του κτηρίου, «θα λέκιαζαν». Η ανησυχία αυτή ήταν απολύτως κατανοητή εκ μέρους μου και έτσι αντιπρότεινα να γίνει η δράση στην μεταλλική πόρτα της εισόδου ή στα παράθυρα του κτιρίου που θα καθαριζόταν εύκολα μετά το τέλος της δράσης χωρίς να αφήνουν ίχνη.

 

Μετά από αρκετές μέρες, έλαβα ένα e-mail από τον επιμελητή. Το e-mail αυτό απευθυνόταν στον επιμελητή, ο οποίος το προώθησε σε εμένα [Σεπ 7 στις 2:32 μ.μ.] χωρίς να προσθέσει κάποιο δικό του σχόλιο. Το παραθέτω:

 

 «Θάνο καλημέρα και πάλι

Το συζήτησα με την Ειρήνη και δεν της αρέσει επίσης η ιδέα αυτή. Είναι όπως είπαμε χωρίς νόημα και επιχείρημα. Θα παρακαλούσαμε να του το πεις.

Σ ευχαριστώ

Λ.»

 

[Σημείωση: το Λ. της υπογραφής ανήκει στην κ. Λιάνα Τσομπάνογλου, Υπεύθυνη
κτηρίου Οδού Πειραιώς - Τμήμα Εκδηλώσεων και όπου Ειρήνη, προφανώς εννοείται η κ. Ειρήνη Γερουλάνου, μέλος της Διοικητικής επιτροπής του Μουσείου.]

 

Μετά από 15 χρόνια δουλειάς στο εικαστικό χώρο, πρώτη φορά μου αποστέλλεται κάτι τέτοιο. Και επειδή οι εποχές όπου ο καλλιτέχνης εργάζονταν οικόσιτος σε κάποια αυλή και αναγκάζονταν να δέχεται παρεμβάσεις στο έργο του, να το επεξηγεί ή να απολογείται γι’ αυτό έχουν παρέλθει, δεν θα μπορούσα να εκλάβω αυτό το e-mail ως οτιδήποτε πέρα από απόρριψη και πράξη λογοκρισίας. Ούτε να επεξηγήσω το έργο μου θα μπορούσα, ούτε να αποκαλύψω το «νόημα» που τόσο αινιγματικό μοιάζει στα μάτια τους (!) ούτε και να αυτολογοκριθώ αλλάζοντας την πρότασή μου. Δεν έχω, ούτε είχα ποτέ, κανενός είδους οικονομική σχέση με το Μουσείο Μπενάκη και η συμμετοχή μου στην έκθεση θα ήταν απολύτως αφιλοκερδής.

Κατά τη γνώμη μου, μέσω αυτού του e-mail, το διοικητικό προσωπικό του Μουσείο στοχεύει κατ' αρχάς στη δουλειά του επιμελητή. Κι αυτό γιατί, όπως ισχύει παντού στον κόσμο, το Μουσείο δεν έχει την αρμοδιότητα να κατακρίνει ένα έργο. Ο επιμελητής της έκθεσης είναι ο αρμόδιος να δεχτεί ή όχι την καλλιτεχνική πρόταση του καλλιτέχνη που εμπιστεύτηκε. Από τη στιγμή που το Μουσείο, και όχι ο επιμελητής, απορρίπτει το έργο, η πράξη αυτή αποκτά χαρακτήρα καταστολής και παίρνει την μορφή λογοκρισίας. Η καλλιτεχνική μου πρόταση λογοκρίνεται ξεκάθαρα και μάλιστα χωρίς ένα συγκεκριμένο σκεπτικό ή επιχειρηματολογία, αλλά με απαξιωτικό και πρόχειρο τρόπο.

 

Αμέσως μετά από το προωθημένο μήνυμα που έλαβα, έγραψα στον επιμελητή εξηγώντας ότι δεν μπορώ να δεχτώ ως απάντηση στην τετρασέλιδη επίσημη πρότασή μου τις δυο φράσεις ενός e-mail που ούτε καν μου απευθύνεται. Έτσι, εδώ και μία εβδομάδα έχω ζητήσει κάποια επίσημη απάντηση εκ μέρους του επιμελητή ή του Μουσείου. Μέχρι και σήμερα (Παρασκευή 16/9) δεν έχω λάβει καμία τέτοια επιστολή. Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει τελικά είναι ότι όχι μόνο πρόκειται για μία πράξη λογοκρισίας αλλά επιπλέον δεν τολμά κανείς – διοργάνωση, ίδρυμα ή θεσμός – να πάρει την ευθύνη αυτής της λογοκρισίας. 


Το γεγονός δε, ότι η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο, δίνοντας  σε αυτή τη λογοκρισία μια ακόμη μεγαλύτερη διάσταση. Τι ακριβώς λέει το Μουσείο Μπενάκη στην προκείμενη περίπτωση; Ότι μπορεί να απαξιώνει έργα τέχνης και καλλιτέχνες δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν; Ή μήπως ότι είναι "Υπέρ της τέχνης των πλουσίων"; Άραγε εκφράζουν και το Υπουργείο Πολιτισμού οι κινήσεις του Μουσείου;

Δυστυχώς έχουμε ζήσει πολλά παρόμοια γεγονότα τα τελευταία χρόνια με πιο πρόσφατο παράδειγμα το κατέβασμα της παράστασης "Η ισορροπία του Nash". Πολλά μπορούν να ειπωθούν εδώ για το τοπίο που επικρατεί στις τέχνες και γενικότερα στον πολιτισμό που ευνοεί τα φαινόμενα λογοκρισίας και απαξίωσης της τέχνης και των καλλιτεχνών. Τεράστια ποσοστά ανεργίας, απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία, μηδαμινά κονδύλια για νέες παραγωγές, εθελοντισμός.

Όσες «ασκήσεις ελευθερίας» και αν κάνουμε δεν φτάνουν! Δεν θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα φαινόμενα στην ουσία τους αν δεν ενεργοποιηθούμε πραγματικά και όχι συμβολικά.

Στην δική μου περίπτωση, απέσυρα αμέσως και το άλλο μου έργο από την έκθεση (Βίντεο) και ζήτησα να αφαιρεθεί το όνομά μου από τις λίστες της διοργάνωσης.

Στέλνω αυτή την επιστολή ως ενημέρωση για την μη-συμμετοχή μου και τους λόγους που την επέφεραν, αλλά και γιατί θεωρώ ότι είναι εκ των ουκ άνευ να υπερασπιστούμε την αξιοπρέπεια μας, την ελεύθερη διακίνηση ιδεών αλλά και την ίδια τη λειτουργία της τέχνης, απέναντι σε κάθε μορφής έμμεση ή άμεση λογοκρισία.