Απόψεις

Ιδιωτικό χρέος, απομόχλευση και κινήματα (Απόφαση 1ης Πανελλαδικής Συνάντησης)

25/10/2015

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Το θέμα της ιδιωτικής υπερχρέωσης είναι πολλαπλό και πολυεπίπεδο διότι η υπερχρέωση δεν είναι η ίδια σε μέγεθος, είδος και κοινωνική ή οικονομική σημασία. Επίσης, το «ιδιωτικό» δεν είναι το ίδιο ως έννοια και ως κοινωνική σημασία. Άλλη βαρύτητα έχει η ιδιωτική περιουσία όταν πρόκειται για την τρίτη κατοικία ενός μεσοαστού και άλλη η σημασία αν το χρέος βαρύνει την επιχείρηση του ίδιου του μεσοαστού. Άλλο πράγμα η προσημείωση ενός ιδιωτικού περιουσιακού στοιχείου που αφορά την ατομική κατανάλωση του ιδιοκτήτη και άλλο πράγμα η προσημείωση σε ένα ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο κεφαλαιουχικής φύσης.

Τα ζητήματα της υπερχρέωσης που αφορούν τους ιδιώτες καταναλωτές των στεγαστικών προϊόντων καθώς και τα ζητήματα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας τα θίγει πολύ καλά το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2014, καθώς και το κείμενο της Ελένης Πορτάλιου που διακινήθηκε μέσω της λίστας της ΑΡΚ με τίτλο «Προχωρούν οι διαδικασίες υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας από της τράπεζες και το δημόσιο». Στη συγκεκριμένη εισήγηση θα ήθελα να βάλω και να αναπτύξω σύντομα το ζήτημα της απομόχλευσης που συμβαίνει παράλληλα με την απόπειρα υφαρπαγής της ιδιωτικής περιουσίας και που επιδρά τόσο στο εσωτερικό της αναπαραγωγικής μονάδας που είναι η οικογένεια όσο και στη μισθωτή εργασία.

Α) Απομόχλευση και διαβίωση.

Συνήθως βλέπουμε τις τράπεζες ως ιδιωτικές εταιρίες που κερδοφορούν πουλώντας τραπεζικά προϊόντα και ως διαμεσολαβητικούς θεσμούς μεταξύ των καταθέσεων των αποταμιεύσεων και των χορηγήσεων δανείων σε ιδιώτες ή επιχειρήσεις. Όμως οι τράπεζες δεν έχουν μόνο αυτήν τη διάσταση. Στις εμπορικές τράπεζες έχει εκχωρηθεί το προνόμιο να δημιουργούν, μέσω της πίστωσης, νέο χρήμα. Χονδρικά και για να καταλαβαινόμαστε, όταν βρισκόμαστε σε περιόδους πιστωτικής επέκτασης η ενεργός ζήτηση και ο ρυθμός αύξησης της προσδιορίζεται από το εισόδημα και τη δημιουργία χρέους. Όταν βρισκόμαστε σε περιόδους οικονομικής κρίσης, τότε η πτώση της ενεργού ζήτησης προσδιορίζεται από τη μείωση του εισοδήματος και την αποπληρωμή του χρέους που δημιουργήθηκε την προηγούμενη περίοδο.

Έτσι οι τράπεζες που το δημόσιο τους έχει εκχωρήσει το προνόμιο της δημιουργίας πιστωτικού χρήματος, εκ του μηδενός, μετατρέπονται κατά τη φάση της ύφεσης, σε «καταβόθρες» χρήματος και φυσικά ενεργού ζήτησης. Από δημιουργοί χρήματος γίνονται καταστροφείς χρήματος. Αυτό με λίγα λόγια είναι η «απομόχλευση» και αυτός είναι ο ρόλος του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα στην ύφεση. Κατά την περίοδο της πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από το 2003 και μετά, με την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης, οι ανεξέλεγκτες χορηγήσεις δανείων ιδιωτών γίνονταν χωρίς κανένα κριτήριο από αυτά που όριζε η Τράπεζα της Ελλάδας (όπως ο δείκτης δανείων /εισόδημα) ενώ παράλληλα εκτοξεύτηκαν οι εμπορικές αξίες των ακινήτων, πολλαπλασιάζοντας το ιδιωτικό χρέος. Για τις εγκρίσεις των δανείων αυτών η ευθύνη μοιράζεται ανάμεσα στην τράπεζα που χορήγησε χωρίς κριτήρια τα δάνεια και την Τ.τ.Ε που δεν επιτέλεσε ποτέ τον εποπτικό της ρόλο. Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με την αναπαραγωγή; Ας δούμε λίγο τι όρια βάζει γενικά το τρίτο μνημόνιο και τι λέει ο κώδικας δεοντολογίας των τραπεζών.

Ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τι είναι και τι λέει ο κώδικας δεοντολογίας. Ο Κώδικας Δεοντολογίας, που εφαρμόζεται από την 01/01/2015 ορίζει τις έννοιες του "συνεργάσιμου δανειολήπτη", τις "εύλογες δαπάνες διαβίωσης" και τους τρόπους ρύθμισης ή διευθέτησης των δανείων.

"Συνεργάσιμος" χαρακτηρίζεται ο δανειολήπτης ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στις κλήσεις της τράπεζας με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, παρέχοντας σε αυτήν πλήρη οικονομικά στοιχεία. Ένας δανειολήπτης μπορεί να χαρακτηριστεί ,"μη συνεργάσιμος" ή αποχαρακτηριστεί από "συνεργάσιμος" με αποτέλεσμα να χάσει και το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, τη μοναδική κατοικία του. Πέρα από τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης όπως αυτές έχουν οριστεί από την Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, το υπόλοιπο εισόδημα θα πρέπει να προορίζεται αποκλειστικά για εξόφληση χρεών σε δάνεια, ασφαλιστικά ταμεία και εφορία. π.χ. για ένα ζευγάρι με 2 παιδιά ή για κάποιον που ζει μόνος του, το εισόδημα πέραν των 1.347 € / 537 € αντίστοιχα τον μήνα, θα διατίθεται αποκλειστικά σε εξόφληση χρεών.

Εκτός από τις βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις , ο κώδικας δεοντολογίας ορίζει και την οριστική διευθέτηση του δανείου, οποία περιλαμβάνει την εθελοντική παραχώρηση του ενυπόθηκου ακινήτου, την μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση/ ενοικίαση (παραχώρηση του ακινήτου και μίσθωση αυτού από την τράπεζα) ή τη καταγγελία του δανείου με πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου και λοιπών περιουσιακών στοιχείων μέχρι την ικανοποίηση της απαίτησης της τράπεζας. Σε κάθε περίπτωση εάν η παραχώρηση ή ο πλειστηριασμός του ενυπόθηκου ακινήτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης της τράπεζας, ρευστοποιούνται και επιπλέον περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη. Οι πλειστηριασμοί των ακινήτων δεν αφορούν μόνο ενυπόθηκα δάνεια αλλά και δάνεια χωρίς εξασφάλιση ή δάνεια με διαφορετική εξασφάλιση.

Από την άλλη, το μνημόνιο 3 θεωρεί πως αυτοί που δικαιούνται προστασία από τους πλειστηριασμούς είναι οι «οικονομικά ευάλωτοι».  Τι σημαίνει όμως «οικονομικά ευάλωτος»; Υπάρχουν δυο στατιστικοί ορισμοί, ο ορισμός της φτώχειας (4.600 άγαμος/η, 9.677 η οικογένεια) και ο ορισμός του κατωφλιού της φτώχειας (8.879 άγαμος/η, 17.270 η οικογένεια). Στις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις φαίνεται πως οι δανειστές χρησιμοποιούν ένα κατώφλι πολύ κοντά στο κατώφλι της φτώχειας ως εισοδηματικό κριτήριο. Με αυτό τον τρόπο στοχεύουν να προστατέψουν το 17% - 40% των δανειοληπτών ενώ οι προτάσεις της κυβέρνησης προσδοκούν στην προστασία του 75% των δανειοληπτών.

Στη πράξη ωστόσο και σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος, που αναφερθήκαμε προηγουμένως, προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις των δανείων θα γίνονται με βάση της έννοιας της «εύλογης δαπάνης διαβίωσης» των νοικοκυριών (έξοδα διατροφής, στέγασης, εκπαίδευσης κλπ). Εδώ λοιπόν βρίσκεται το πρώτο σημαντικό σημείο όπου ένας ιδιωτικός οργανισμός, όπως η τράπεζα, καλείται να εξετάσει το εύλογο της διαβίωσης και να μεθοδεύσει έτσι τα πράγματα ώστε η ποιότητα της διαβίωσης να τηρεί κάποια απλά ποσοτικά μίνιμουμ. Λογικά λοιπόν αν κάποιος αμφισβητήσει το επίπεδο της «εύλογης διαβίωσης» και ζητήσει κάτι περισσότερο μπορεί και να μπει στη κατηγορία του «μη συνεργάσιμου» και να χάσει την πρώτη κατοικία του σε πλειστηριασμό.

Είναι γεγονός λοιπόν πως στον σύγχρονο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και σε περιόδους απομόχλευσης οι δαπάνες διαβίωσης ενός νοικοκυριού αποτελούν στοιχείο του ισολογισμού μιας ιδιωτικής τράπεζας. Και μόνο αυτό το γεγονός θα αποτελούσε επαρκή λόγο για στηρίξει την πρόταση για δημόσιο ενδιάμεσο φορέα διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Το κείμενο της Πορτάλιου αλλά και το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνουν σωστά τον απαραίτητο σκοπό αυτού του φορέα που θα ήταν η πλήρης διερεύνηση της ικανότητας αποπληρωμής των χρεών, διαδικασία, που δεν θα οδηγούσε την «απομόχλευση» να ολοκληρωθεί μειώνοντας το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών. Στο κεντρικό διακύβευμα της υφαρπαγής χρειάζεται να προσθέσουμε και ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο:

Κοντολογίς, η υφαρπαγή της ιδιωτικής περιουσίας είναι μόνο ένα από τα τελικά αποτελέσματα της απομόχλευσης. Πριν την υφαρπαγή αλλά και ακόμα εάν δεν συμβεί τελικά αυτή, η συγκεκριμένη διαδικασία απομόχλευσης που επιβάλλουν οι δανειστές αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος οδηγεί στη πτώση του βιοτικού επιπέδου αρκετών νοικοκυριών. Ότι κερδίζουν οι τράπεζες χάνεται από το επίπεδο διαβίωσης πλήθους νοικοκυριών.

Β) «Απομόχλευση» και επιχειρηματικά δάνεια.

Από τα 108 δις NPL (Non-Performing loans) τα 60 περίπου είναι επιχειρηματικά δάνεια. Για να σας δώσω την αίσθηση του μεγέθους του ιδιωτικού χρέους να σας πω ότι το ΕΣΠΑ 2014 – 2020 διαθέτει συνολικά περίπου 1,8 με 2 δις για όλη την επταετία για την επιχειρηματικότητα γενικά και τις επιχειρήσεις. Το μέγεθος του ιδιωτικού επιχειρηματικού χρέους είναι τεράστιο σε σχέση με τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας αλλά και σε σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες της μέσης επιχείρησης. Τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια αφορούν σε 100.000 ΠΜΕ επιχειρήσεις και σε 10.000 περίπου μεσαίες επιχειρήσεις. Αν συμπεριλάβει κανείς και τα χρέη σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία τότε οι επιχειρήσεις αυτές είναι στην ουσία «νεκρές» και αφήνουν μεγάλο πεδίο ανάπτυξης της τάσης συγκέντρωσης της αγοράς.

Στο επίπεδο της επιχείρησης η απομόχλευση συμβαίνει πραγματικά στις πλάτες των εργαζομένων. Μια επιχείρηση που είναι καταχρεωμένη χρησιμοποιεί κάθε πηγή ρευστότητας για να αποπληρώνει τα χρέη της και φυσικά η διαδικασία  απομόχλευσης καταλήγει στην επιδείνωση των όρων εργασίας και πληρωμής της μισθωτής εργασίας.

Έτσι, στην ελληνική οικονομία λειτουργούν τρεις δραστικοί παράγοντες επιδείνωσης των συνθηκών αξίας της εργατικής δύναμης:

  • Η κατάργηση του εργατικού δικαίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων
  • Η αύξηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και η υπέρμετρη ενίσχυση του εργοδοτικού δικαιώματος .
  • Η εκτόνωση της απομόχλευσης με την καθυστέρηση των δεδουλευμένων, τη μείωση μισθών, την ενίσχυση των ελαστικών μορφών εργασίας και με τις απολύσεις.

Με την απομόχλευση των ιδιωτικών επιχειρηματικών δανείων δεν επιβαρύνονται απλά οι συνθήκες του επιχειρείν αλλά οι συνολικοί όροι εργασίας των μισθωτών τάξεων. Όπως ο φόρος στην επιχείρηση μετακυλίεται στον καταναλωτή έτσι και η απομόχλευση μετακυλίεται στον εργαζόμενο, πρώτα, και μετά στα υπόλοιπα λειτουργικά κόστη της επιχείρησης.


Γ) Τι μπορούμε να κάνουμε;

Καταρχήν, να κάνουμε μια μικρή αλλά σημαντική παρέκβαση και να αναφερθούμε στο ρόλο του τραπεζικού – συνδικαλιστικού κινήματος:

Στην Ελλάδα, το συνδικαλιστικό κίνημα δημιούργησε καταναλωτικές οργανώσεις εργαζομένων, οι οποίες περιορίστηκαν σε ένα επίπεδο μελετών χωρίς μαζική απεύθυνση στους εργαζόμενους και την κοινωνία. Τα συνδικαλιστικά όργανα των τραπεζοϋπαλλήλων δεν επιτέλεσαν ποτέ τον κοινωνικό τους ρόλο απέναντι στους δανειολήπτες και το ρόλο του τραπεζικού συστήματος, περιορίζοντας τη δράση τους σε συντεχνιακά ζητήματα.

Οι τραπεζοϋπάλληλοι, έστω και σήμερα μπορούν και πρέπει να απαιτήσουν ένα δημοκρατικό τραπεζικό σύστημα υπό δημόσιο έλεγχο, που θα εξυπηρετεί τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και θα συμβάλλει καθοριστικά στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ένα τραπεζικό σύστημα που θα κατευθύνει την πίστη στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, την κοινωνική και οικολογική ανάπτυξη με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της λαϊκής αποταμίευσης. Θα ανακουφίσει τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και θα ανασυντάξει τις διαλυμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Βιώσιμο και σταθερό είναι μόνο το τραπεζικό σύστημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας και οι τραπεζοϋπάλληλοι είναι μέρος αυτού του τραπεζικού συστήματος.

Το εύρος των αποτελεσμάτων της απομόχλευσης είναι τέτοιο που καθιστούν τον χρηματοπιστωτικό τομέα συνολικό ρυθμιστή του επιχειρηματικού και αναπτυξιακού περιβάλλοντος αλλά και της ίδιας της καθημερινότητας ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Όταν λέμε ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας γίνεται συνολικός ρυθμιστής εννοούμε ότι η διάσωση του γίνεται και η βασική μέριμνα των ευρωπαϊκών και εγχώριων θεσμών και κυβερνήσεων αλλά και ο ίδιος γίνεται κέντρο καθαρά πολιτικών αποφάσεων και όχι στενά οικονομικών.

Αν ισχύουν τα παραπάνω τότε δεν αρκεί να μιλάμε για έναν δημόσιο τραπεζικό πυλώνα. Δεν ωφελεί η μονοπώληση της κουβέντας γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών αλλά χρειάζεται αυτή η κουβέντα να επεκταθεί και σε ζητήματα δομής του τραπεζικού συστήματος και όχι απλά ιδιοκτησίας. Ο πιστωτικός τομέας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένος και αν δεν αποσυγκεντρωθεί δεν μπορεί να αποκτήσει νέο ρόλο ούτε μπορεί να ελεγχθεί πολιτικά και να αναπροσανατολίσει τους στόχους του. Το πως θα αποσυγκεντρωθεί μπορούμε να το συζητήσουμε αλλά πρώτα θα πρέπει να δούμε ποιανού μέριμνα είναι να μιλά για αυτήν την αποσυγκέντρωση, τώρα που το πολιτικό υποκείμενο ΣΥΡΙΖΑ τραβάει άλλο δρόμο.


Στο, πέραν του συνδικαλιστικού, κινηματικό πεδίο γίνονται  εμφανή  αρκετά σημαντικά πράγματα:

Η διαδικασία απομόχλευσης  οδηγεί στο να συναντηθούν και να αλληλοεπηρεαστούν τρία πολύ σημαντικά πεδία: οι γενικότερες συνθήκες διαβίωσης που έχουν σχέση όχι μόνο με την φτώχεια αλλά και με την έννοια της υλικής στέρησης που ξεφεύγει εισοδηματικά από το «κατώφλι της φτώχειας», η κατοικία ως διαρκές καταναλωτικό αγαθό αλλά και ως δικαίωμα και λειτουργία ενός κοινωνικού κράτους και φυσικά το εργατικό κίνημα και ειδικότερα το συνδικαλιστικό κίνημα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με λίγα λόγια η συμπύκνωση των κινηματικών δυνάμεων της πόλης, της οικολογίας και της εργασίας πρέπει να προστατέψουν τα δικαιώματα που βάλλονται, να διεκδικήσουν νέους τρόπους παραγωγής της κατοικίας και των άλλων συνθηκών διαβίωσης και να αναγεννήσουν τις μορφές οργάνωσης και διεκδίκησης του κλασικού εργατικού κινήματος εντοπίζοντας τα σημεία και τους κρίκους της κεφαλαιακής σχέσης που αποτελούν την αιχμή της επίθεσης των κοινωνικών αντιπάλων.

Υπάρχουν όμως και ευρύτερες πολιτικές - κοινωνιολογικές συνέπειες που συγκεκριμενοποιούν το διεκδικητικό φάσμα των κινημάτων πόλης, οικολογίας, εργασίας. Ο ρόλος της κατοικίας στην Ελλάδα δεν περιορίζονταν ποτέ στις χρήσεις της κατοικίας αλλά είχε και σχέση με το ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος. Η κατοικία πάντα έπαιζε τον ρόλο της αναπλήρωσης της απουσίας του ανεπτυγμένου κοινωνικού κράτους. Το «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι» ήταν μια λαϊκή – ταξική πρακτική επιβίωσης κόντρα στην απουσία των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων στο εσωτερικό της κοινωνικής συναίνεσης και του κρατικού πυρήνα.

Ακριβώς λόγω του μεγάλου ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, οι πλειστηριασμοί πρώτων κατοικιών αποτελούν κόμβο της κοινωνικής σύγκρουσης το επόμενο διάστημα. Θα πρέπει να έχουμε στο νου μας, πως η αντίπαλη πλευρά θα επιχειρήσει αφενός να απονομιμοποιήσει την ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως είχε συμβεί και με τους βασικούς μισθούς: «Οι Σλοβένοι πχ που σας δανείζουν, δεν μπορούν να έχουν μικρότερο βασικό μισθό από εσάς. Έτσι και εσείς δεν γίνεται να έχετε δικό σας σπίτι ενώ αυτοί δεν έχουν». Αφετέρου, θα επιχειρηθεί να διαρραγεί με δύο τρόπους το δυνητικό κοινωνικό μπλοκ του δικού μας σχεδίου:

Από τη μία, θα εφευρεθεί κάθε δυνατός τρόπος για να έρθουν αντιμέτωποι οι νέοι άνθρωποι που δεν έχουν δικό τους σπίτι, και δεν μπορούν να σχεδιάσουν μεσοπρόθεσμα ή δεν έχουν σχέδια να κάνουν οικογένεια, με όσους διαθέτουν κατοικία, παρουσιάζοντας τους δεύτερους ως «προνομιούχους», «μικροαστούς» κλπ. Ως προς αυτό, θα πρέπει να υπερασπιστούμε την ιδιωτική ιδιοκτησία της πρώτης κατοικίας αφού η σταθερότητα του τόπου κατοικίας είναι σημαντικό στοιχείο σε οποιονδήποτε ατομικό ή συλλογικό προγραμματισμό, ενώ το να μην έχεις σταθερό σπίτι για να μετακινείσαι διαρκώς φαίνεται να είναι συστατικό στοιχείο των νέων βιοπολιτικών μεθόδων.

Από την άλλη βέβαια, το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι οι πρώτες κατασχέσεις που θα υπερπροβληθούν, να μην αφορούν πρώτες κατοικίες, αλλά ακίνητα κακοπληρωτών του δημοσίου με μεγάλη ακίνητη περιουσία και εισοδήματα τα προηγούμενα χρόνια, ώστε να επιχειρηθεί να δημιουργηθεί μια εικόνα κατασχέσεων «ταξικής μονομέρειας». Θα πρέπει να αποτρέψουμε μια πιθανή τοποθέτηση της ριζοσπαστικής και αντιμνημονιακής αριστεράς και ειδικότερα της «Λαϊκής Ενότητας» που θα τοποθετείται απέναντι σε τέτοιες κατασχέσεις ως «κατασχέσεις περιουσίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων» αλλά αντιθέτως να εξηγήσουμε ότι πρόκειται για κατασχέσεις που ενδεχομένως έπρεπε να είχαν γίνει πολύ νωρίτερα ειδικά σε περιπτώσεις ιδιοκτητών επιχειρήσεων που απέφευγαν να πληρώσουν δημόσιο και εργαζόμενους τα προηγούμενα χρόνια. Η επίθεση εναντίον των κακοπληρωτών θα γίνει για να ανοίξει ο δρόμος για την κατάσχεση των πρώτων λαϊκών κατοικιών. Η στρατηγική του αντιπάλου είναι πολυεπίπεδη και «σπονδυλωτή».

Η εμπειρία (εδώ η μελέτη του τι έγινε με τις  κατασχέσεις στην Ισπανία θα φανεί πολύ χρήσιμη) η ευελιξία, η ετοιμότητα, η αναλυτική ενάργεια και η δυναμική παρέμβαση των κινημάτων  θα πρέπει να συνδυαστούν για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό που έρχεται στην ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια.