Απόψεις

Αντικαπιταλιστική Αριστερά ή πολιτική εκπροσώπηση χωρίς κοινωνικό βάθος;

26/12/2016

Σίμος Σιμωτάς

Αναδημοσίευση από το Red NoteBook

 

Η διαβούλευση μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς γύρω από κοινά επίδικα, τόσο σε πολιτικό όσο και κοινωνικό επίπεδο, επιβάλλεται από τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τη πολιτική χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ και την μνημονιακή του μετάλλαξη: συνθήκες στρατηγικής ήττας της αριστεράς και των κινημάτων γενικά, που απειλούν τις κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας. Οι δυνατότητες ανάκαμψης μετά την ήττα -αν και ποτέ δεν είναι δεδομένες- είναι σημαντικό να περιλαμβάνουν και να προκρίνουν τον συντονισμό των δυνάμεων αυτών, στην προοπτική συγκρότησης μιας δικτύωσης ή ενός μετωπικού πολιτικού υποκειμένου, που θα συγκρούεται με τα μνημόνια και τον νεοφιλελευθερισμό, και θα εξασφαλίζει τη μαζική πολιτική δράση, θα απαντά στον κατακερματισμό των δυνάμεων της αριστεράς και θα προωθεί μια κεντρική αριστερή πολιτική αμφισβήτηση της μνημονιακής «κανονικότητας».

Με αυτήν την έννοια, η πρόταση για μια μεγάλη συνδιάσκεψη, όπου θα συγκεντρωθούν οι επεξεργασίες των πολιτικών χώρων, των κινημάτων, και του κόσμου της αντίστασης εν γένει, για τη δημιουργία του μεταβατικού προγράμματος και την έξοδο από την κυρίαρχη Ευρώπη, κάθε άλλο παρά αδιάφορη μπορεί να θεωρηθεί. Και με αυτήν την έννοια, είναι σημαντικό να βρούμε έναν νέο κώδικα συνεννόησης των δυνάμεων αυτών, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες συμπόρευσης και παραγωγής σύγχρονης μαζικής πολιτικής.

Σημαντική προϋπόθεση για να κατοχυρωθεί ένα κώδικας συνεννόησης και συμπόρευσης είναι το να φέρουμε την πολιτική εκπροσώπηση σε αντιστοιχία με τα κοινωνικά υποκείμενα. Πολιτικές εκπροσωπήσεις χωρίς κοινωνικές σχέσεις και ταξικές προτεραιότητες δεν μπορούν να υπάρξουν – ή αν υπάρξουν, είναι καταδικασμένες σε παρακμή αν δεν μπορούν να μεταφέρουν τα αιτήματα του κόσμου που πλήττεται από την κρίση. Συνεπώς, οι κοινωνικές συμμαχίες είναι η βάση των πολιτικών συνεργασιών που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε. Για να αντιστοιχηθούμε με τα ταξικά συμφέροντα που θέλουμε να αποτελούν το δικό μας αντίπαλο μπλοκ απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου, χρειάζεται να βάλουμε προτεραιότητες και να εμπλέξουμε ουσιαστικά τις ίδιες τις πληττόμενες κοινωνικές τάξεις στη διαδικασία της ρήξης. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, να υπερβούμε λογικές πατερναλισμού και πατροναρίσματος της κοινωνίας.

Δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από κομμάτι της κοινωνίας που «φλέγεται». Το πώς εμείς λοιπόν θα χτίσουμε μια νέα ζωντανή σχέση με τα απλά και καθημερινά, είναι πρωτίστως δικό μας πρόβλημα: αποτέλεσμα πολλές φορές του δικού μας ελιτισμού, της γλώσσας με την οποία κάνουμε πολιτική, του χάσματος που παραμένει αγεφύρωτο ανάμεσα στην αριστερά και τον λαϊκό κόσμο. Για να μπορέσουμε λοιπόν να βρούμε την «επαφή», χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να αποτινάξουμε τις κακές συνήθειες και παθογένειές μας: να απορρίψουμε κάθε μορφή χειραγώγησης και πολιτικού ελέγχου με όρους διευθυντηρίου της κοινωνίας και να γίνουμε μέρος του πλούτου της, προς όφελος του δικού μας ταξικού συσχετισμού δύναμης. Με αυτήν την έννοια, κάθε άλλο παρά να επιχειρήσουμε σήμερα, στην προοπτική των πολιτικών συνεργασιών, να προκρίνουμε απλές συγκολλήσεις πολιτικών δυνάμεων.

Χρειάζεται να υπερβούμε τη διαχωριστική γραμμή που κεφαλαιοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το αντιμνημόνιο: η γραμμή αυτή έδειξε πια τα όριά της. Η αριστερά σήμερα πρέπει να είναι αντιμνημονιακή και ταυτόχρονα αντικαπιταλιστική. Η προσπάθεια, από εδώ και πέρα, δεν μπορεί να έχει ορίζοντα την επιστροφή στον «υγιή» καπιταλισμό της κοινωνικής συναίνεσης, με μόνη διαφορά την έκδοση εθνικού νομίσματος. Αντίθετα, οι μετασχηματισμοί θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν το βάθος των ρήξεων για την ανατροπή των σχέσεων ταξικής εξουσίας και υποταγής του εργαζόμενου λαού: το θέμα είναι η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας – όχι απλά της κυβερνητικής.

Είναι γι' αυτό που η Αριστερά σήμερα πρέπει να είναι αναγκαία αντικαπιταλιστική. Κι αυτό σημαίνει πρώτα από όλα ότι οι πτυχές του προγράμματος και η αξιοπιστία της πρέπει να είναι σε θέση να φέρουν τον κόσμο της εργασίας να διεκδικεί, μέσα στην ταξική πάλη, από ένα καλύτερο σημείο. Ας σκεφτούμε λοιπόν: θα μπορούσε μια αντικαπιταλιστική Αριστερά να επεξεργαστεί την εναλλακτική της πρόταση, χωρίς να αμφισβητήσει την οικονομική εξουσία του εργοδότη στο επίπεδο της επιχείρησης, χωρίς να μιλάει ταυτόχρονα για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, τη ραγδαία καταπολέμηση της μαύρης εργασίας, την αναβάθμιση των επιθεωρήσεων εργασίας, τη σύγκρουση με την ευέλικτη απασχόληση, την ίδρυση πρωτοβάθμιων σωματείων και το συντονισμό τους για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος; Θα μπορούσε να μην αποτελεί μια από τις αιχμές της επόμενης περιόδου η εξάπλωση των νέων παραγωγικών υποκειμένων συνεταιριστικής και κοινωνικής οικονομίας με πλήρη σεβασμό στο περιβάλλον, στις νέες τεχνολογίες, τη βιολογική γεωργία, την οικολογική ανασυγκρότηση της υπαίθρου και την πράσινη ενέργεια;

Θα μπορούσε αυτή η Αριστερά να μην είναι, κατά συνέπεια, διεθνιστική, με το διεθνισμό συγκροτησιακό στοιχείο, τόσο απέναντι στην ιδεολογική έγκλιση του έθνους-κράτους και της φαντασιακής κοινής καταγωγής – όσο και απέναντι στον κοσμοπολιτισμό της αστικής τάξης διεθνώς, που κάνει αναγκαίο τον συντονισμό των εργαζόμενων τάξεων αντίστοιχα σε διεθνές επίπεδο για την εξυπηρέτηση των δικών τους αναγκών;

Θα μπορούσε να μην είναι αυταξία η δημοκρατία εντός των πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς και των συνδικαλιστικών υποκειμένων – ο καθρέφτης της κοινωνίας στην οποία θέλουμε να φτάσουμε; Ή θα μπορούσε μια τέτοια Αριστερά να αγνοήσει την κεφαλαιώδη αναμέτρηση με το κράτος, ειδικά μετά την «κρατικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη ιστορία, όπου το αριστερό πολιτικό υποκείμενο ενσωματώθηκε από τον ισχυρό πόλο της κατεξοχήν μορφής οργάνωσης της αστικής πολιτικής, που είναι το κράτος;