Απόψεις

Ιταλικό Δημοψήφισμα: ένα «Όχι» πολυδιάστατο

28/12/2016

Paolo Concetti

Το συνταγματικό δημοψήφισμα, που προκάλεσε ο Ρέντζι, είχε ως σκοπό την μεταρρύθμιση της Γερουσίας. Η καινούργια Γερουσία θα αποτελούταν από 100 γερουσιαστές, μη εκλεγμένους, ενώ μέχρι τώρα οι γερουσιαστές ήταν 320, εκλεγμένοι κατά τη διάρκεια των πολιτικών εκλογών και μάλιστα μ’ ένα σύστημα αναλογικότερο από αυτό της εκλογής των βουλευτών. Η καινούργια Γερουσία θα αποτελούταν από μη εκλεγμένους εκπροσώπους των νομών σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 90% και το υπόλοιπο 10% θα διοριζόταν απ’ ευθείας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Αυτή η Γερουσία που ήθελαν να ονομάσουν Γερουσία των Νομών δεν θα είχε πια το δικαίωμα της επικυρωτικής ψήφου πάνω στους νόμους που περνούσαν από τη Βουλή. Ο ξεκάθαρος σκοπός ήταν να αφαιρεθεί από τη Γερουσία η δυνατότητα δημοκρατικού ελέγχου πάνω στο νομοθετικό έργο της κυβέρνησης. Αυτό επιδεινώνεται σε συνδυασμό με τον κάκιστο εκλογικό νόμο που ισχύει στην Ιταλία. Σύμφωνα μ’ αυτόν, επιτρέπεται σ’ ένα κόμμα που βγαίνει πρώτο, ακόμα και αν δεν συγκεντρώνει πάνω από το 25% των ψήφων, να κυβερνήσει αυτοδύναμα. Έτσι, μια αυτοδύναμη κυβέρνηση χωρίς έλεγχο από τη Γερουσία θα μπορούσε να επιταχύνει τη νομοθετική διαδικασία εν όψει μεταρρυθμίσεων ακραίου νεοφιλελεύθερου τύπου.

Επιπλέον, ο Ρέντζι υποστήριζε ότι χάρη στη μείωση του αριθμού των Γερουσιαστών θα μειώνονταν και «οι δαπάνες της πολιτικής». Η μείωση της δαπάνης εκτιμήθηκε γύρω στα 200 εκ. ευρώ, όταν  οι δαπάνες για άχρηστα πλην γιγαντιαία δημόσια έργα είναι της τάξης των δις ευρώ, όπως και οι εξίσου άχρηστες δαπάνες για συστήματα εξοπλισμού (τα 50 F35 -10 δις- που παραγγέλθηκαν στις ΗΠΑ συν άλλα 14 δις για λοιπές αμυντικές δαπάνες συν 48 εκ. ημερήσιες δαπάνες συντήρησης στρατεύματος).

Από την αρχή ο Ρέντζι προσωποποίησε την καμπάνια για την μεταρρύθμιση δηλώνοντας ότι σε περίπτωση επικράτησης του όχι θα παραιτούταν από την θέση του. Κατά συνέπεια, από την αρχή το δημοψήφισμα πήρε μια πιο ευρεία πολιτική διάσταση, πέρα από το συνταγματικό ζήτημα, υπέρ ή κατά των κυβερνητικών πολιτικών και του ίδιου του Ρέντζι.

Στο μέτωπο του «Ναι» ανήκε η πλειοψηφία του Δημοκρατικού Κόμματος, μικρές ομάδες ανεξάρτητων βουλευτών του κέντρου και της κεντροδεξιάς, σχεδόν όλα τα ΜΜΕ (οι μεγαλύτερες αστικές εφημερίδες όπως η Republica και η La Stampa και όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, κρατικά και ιδιωτικά).

Ο Μπερλουσκόνι με το κόμμα του, Forza Italia, κράτησε μια χλιαρή αντιπολιτευτική στάση αν και τα προηγούμενα χρόνια είχε συμφωνήσει από κοινού με τον Ρέντζι για μια παρόμοια μεταρρύθμιση, συμφωνία που χάλασε λίγο αργότερα για άλλους λόγους.

Στο μέτωπο του «Όχι» δημιουργήθηκαν οι «comitati per il no» -750 εντός και εκτός Ιταλίας- στηριζόμενοι πάνω σε μια ομάδα νομικών, συνταγματολόγων και διανοούμενων, οι οποίοι έβγαλαν την ιδρυτική διακήρυξη αυτών των επιτροπών. Επίσης υπέρ του «Όχι» ήταν τα συνδικάτα, ο σύνδεσμος αντιστασιακών Ιταλίας (AMPI), μια συλλογικότητα υψηλού κύρους στην Ιταλία παρά το πέρασμα των χρόνων. Επίσης, τα μικρά κόμματα απ’ ότι έμεινε της πολιτικής Αριστεράς: Κομμουνιστική Επανίδρυση, Αριστερά-Οικολογία-Ελευθερία του Niki Vendola,

Ιταλική Αριστερά του P. Civati -νεόκοπη οργάνωση που δημιουργήθηκε από τους αποσχισθέντες του Δημοκρατικού κόμματος.

Επίσης στο μέτωπο του «Όχι» συμμετείχε η συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών κινημάτων, γεγονός που ελάχιστα συζητήθηκε στα ΜΜΕ αλλά και γενικότερα. Τέλος, υπέρ του ΟΧΙ ήταν και το «Κίνημα των 5 αστέρων» του Bepe Grilo και η λίγκα του Βορρά, στοιχεία που επέτρεψαν στον Ρέντζι να θολώσει τα νερά με την καταγγελία ότι το μέτωπο του «Όχι» αποτελούταν από λαϊκιστές και οπισθοδρομικούς.

Είναι ενδιαφέρον να αναλύσουμε την ψήφο ηλικιακά: ενώ η κυβερνητική προπαγάνδα υποστήριζε ότι  οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα ψήφιζαν όχι, ήταν το 81% των νέων που ψήφισαν όχι.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ 2016

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ: 65,47%

                                                                ΝΑΙ                 ΟΧΙ

                                                            40,89%            59,11%

ΠΩΣ ΨΗΦΙΣΑΝ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ

ΗΛΙΚΙΑ 18-34                                   19%                 81%

ΗΛΙΚΙΑ 35-54                                   33%                 67%

ΗΛΙΚΙΑ 55 ΚΑΙ ΠΑΝΩ                   53%                 47%

 

Η στήριξη του «Όχι» περιείχε τουλάχιστον 3 αναγνώσεις:

Η πρώτη είναι το «συνταγματικό ΟΧΙ» για την υπεράσπιση του ισχύοντος Συντάγματος του 1948, των δημοκρατικών διαδικασιών και της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας. Οι επιτροπές του ΟΧΙ, το AMPI αλλά και οι πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς ήταν σ’ αυτή τη γραμμή.

Η δεύτερη είναι το «πολιτικό ΟΧΙ» διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης, το οποίο υποστηριζόταν από τις ομάδες που ήθελαν να τελειώνουν με τον Ρέντζι. Σ’ αυτή την κατεύθυνση έχουν κινηθεί το «Κίνημα των 5 αστέρων» και η Λίγκα του Βορρά μαζί, βέβαια, μ’ ένα μεγάλο μέρος των στρωμάτων που καταπιέζονται από τις πολιτικές της λιτότητας, αλλά και η μειοψηφία του Δημοκρατικού Κόμματος που είχε αρκετούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Ρέντζι (π.χ. M. D. Alema).

Η τρίτη ανάγνωση είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο ενδιαφέρουσα: ονομάστηκε «κοινωνικό ΟΧΙ».  Τα κοινωνικά κινήματα, από το Σεπτέμβρη και μετά, οργανώνονται και συντονίζονται. Η πρώτη συνάντηση γίνεται 3 και 4 Σεπτεμβρίου στη Νάπολη. Εκεί προκύπτουν δύο ιδέες: η δημιουργία μιας κοινότητας των κινημάτων και η επεξεργασία του λεγόμενου κοινωνικού και αναθεωρητικού (ως προς το ίδιο το Σύνταγμα) «Όχι». Τον Οκτώβρη θα ακολουθήσουν μια σειρά σημαντικών ημερομηνιών:

  • 1 Οκτωβρίου, η εθνική συνέλευση του κινήματος NO TAV στο Πανεπιστήμιο La Sapienza di Roma, διευρυμένη με τη συμμετοχή και των άλλων κινημάτων.
  • 7 Οκτωβρίου, η πανφοιτητική διαδήλωση στη Ρώμη. Ακολουθεί η γενική απεργία όπου μόνο οι συμμετέχοντες των αυτόνομων συνδικάτων βάσης ήταν 1.300.000.
  • 27 Νοεμβρίου, μόλις λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα γίνεται μια μεγάλη πανεθνική διαδήλωση στη Ρώμη, οργανωμένη από τα κινήματα, τα αυτόνομα συνδικάτα βάσης και τα κόμματα της αριστεράς. Συμμετείχαν 50.000 διαδηλωτές, πολλοί από τους οποίους κατέφθασαν με πάνω από 100 πούλμαν από τουλάχιστον 60 πόλεις της Ιταλίας. Έδωσαν το παρόν τα συνδικάτα βάσης USB, κινήματα όπως οι ΝΟ ΤΑV, κινήματα για τη στέγη, οι sans papiers, οι πρόσφυγες (Cispm), ενώ τη διαδήλωση έκλειναν τα κόμματα της αριστεράς (Κομμουνιστική επανίδρυση, Κ.Κ.Εργατών και άλλες πολιτικές οργανώσεις που έχουν αναφορά στον κομμουνισμό).

Μπορούμε να βρούμε μια σύνθεση εκείνου που θα μπορούσε να είναι μια υπόθεση εργασίας, κοινωνικής και πολιτικής πάλης για την προσεχή περίοδο στο άρθρο του R. Ciccarelli στην εφημερίδα Il Manifesto στις 27 Νοεμβρίου: «Η επιτάχυνση των χρόνων της πολιτικής είναι στην πράξη η θεσμοθέτηση της κατάστασης εξαίρεσης, της λογικής της διαρκούς έκτακτης ανάγκης, για τις οποίες είναι αναγκαία η πλέον επιμελής αποφασιστικότητα. Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, το περιεχόμενο της απόφασης πρέπει να συναντά τα συμφέροντα της κερδοσκοπίας των χρηματοπιστωτικών αγορών και του κεφαλαίου, με την πραγματοποίηση πολιτικών που κατεβάζουν το κόστος της εργασίας και τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων και έργων στρατηγικών υποδομών. Αναδείχτηκε η ανάγκη να μη μας κλείνει στη γωνία η προπαγάνδα του Ρέντζι σύμφωνα με την οποία οι υποστηρικτές του «Ναι» είναι υπέρ του «νέου», ενώ οι υποστηρικτές του «Όχι» είναι υπερασπιστές της καθεστηκυίας τάξης. Αντίθετα το «Ναι» εκτιμάται ως συνέχιση της επίθεσης κατά του αντιφασιστικού συντάγματος. Η φόρμουλα του «κοινωνικού Όχι» χρησιμοποιήθηκε τους τελευταίους μήνες για να διευρυνθεί η αντίσταση στην μεταρρύθμιση του Ρέντζι αλλά και στις κυβερνητικές πολιτικές, ξεκινώντας από τους νόμους περί ελαστικής εργασίας “jobs act” και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης “buona scuola”.  Η φόρμουλα αυτή καθορίστηκε στη διάρκεια της γενικής απεργίας των συνδικάτων βάσης και σκιαγράφησε μια προοπτική για την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, δηλαδή σκιαγράφησε την προσπάθεια ανάδυσης μιας προοπτικής διευρυμένης κοινωνικής αντίστασης που μέχρι σήμερα αγκομαχεί να πάρει μορφή παρ’ ότι υπάρχουν εστίες αντίστασης. Το κίνημα του «κοινωνικού Όχι» βάζει στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας θέματα που καμιά άλλη πολιτική δύναμη ή κόμμα σκόπευε να αγγίξει. Το θέμα της εργασίας, το δικαίωμα στη στέγη, το θέμα της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών, η άρνηση της λιτότητας. Κάθε αμυντική μάχη για το Σύνταγμα είναι καταδικασμένη στην ήττα γιατί δεν αντιλαμβάνεται την ευρωπαϊκή διάσταση της αντιπαράθεσης. Τα κινήματα έθεσαν την πρόκληση του πειραματικού εκδημοκρατισμού και μιας άλλης δημιουργικής, θεσμικής σκέψης. Μια αμυντική τακτική χάνει γιατί κινδυνεύει να μείνει εγκλωβισμένη στα στενά όρια ενός εθνικού συντάγματος. Σήμερα υπάρχει ανάγκη για την στερεοποίηση θεσμών και αντιεξουσιών που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την διεύρυνση του αιτήματος της ελευθερίας, της αυτονομίας και της αλλαγής. Παρ’ όλ’ αυτά είναι λάθος να αντιπαραθέσουμε απλά ένα «πολιτικό Όχι» με ένα γνήσιο «κοινωνικό Όχι». Είναι σημαντικό να σταματήσουμε αυτή τη μεταρρύθμιση «συστημικής καινοτομίας», όπως την παρουσιάζει η άλλη πλευρά. Το να ψηφίσεις «Όχι» βλάπτει το σύστημα αλλά ο πραγματικός αγώνας θα ξεκινήσει μετά τις 4 Δεκεμβρίου.»

Και πράγματι η «εναλλακτική αριστερά» είχε αποφασίσει, πριν την ολοκλήρωση του δημοψηφίσματος, να ξαναβρεθεί στις 18 Δεκεμβρίου στη Μπολόνια για να συνεχίσει τον αγώνα. Η επιλογή της Μπολόνια δεν είναι τυχαία. Εκεί δημιουργήθηκε και μεγάλωσε η δημοτική παράταξη «Δημοτική Συμμαχία», μια παράταξη που κατάφερε να ενώσει κινήματα, μικρά κόμματα της αριστεράς και κοινωνικά κέντρα παίρνοντας το 7% των ψήφων και εκλέγοντας 2 δημοτικούς συμβούλους στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Και από τη Μπολόνια θα ξεκινήσει ένα καραβάνι που θα γυρίσει όλη την Ιταλία για να γραφτεί από τα κάτω προς τα πάνω το πρόγραμμα που θα οδηγήσει στις πολιτικές εκλογές. Συνεπώς, όχι μια τοπική πρωτοβουλία αλλά η ρελάνς της εναλλακτικής αριστεράς που απέτυχε πολλές φορές, αλλά αυτή τη φορά μπορεί να βασιστεί σε πολλά εκατομμύρια ψήφους, αυτές του δημοψηφίσματος. Το όνομα για τη συνάντηση στη Μπολόνια μιλάει από μόνο του: «Χτίζοντας την Εναλλακτική».

Πρώτος στόχος: το «Ναι» στα τρία δημοψηφίσματα της CGL (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ιταλίας) που αφορούν το νόμο για την ελαστική εργασία (vouchers / jobs act) και τη νομοθεσία για τα δημόσια έργα. Ο απώτερος σκοπός είναι να δημιουργηθεί «ένα μεγάλο κίνημα  για την τήρηση του Συντάγματος, για την εξάλειψη των ανισοτήτων και το δικαίωμα στο μέλλον». Μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια, δίνεται ειδικό βάρος στις εμπειρίες των Δήμων της Νάπολης και της Μεσσίνας, των αγώνων των κινημάτων, αλλά και των σχεδίων δράσης νέων δημοτικών παρατάξεων στο Παλέρμο και στην Πάδουα.

Ενδιαφέρουσες είναι και οι τοποθετήσεις που έκαναν πολιτικά πρόσωπα στην συνέντευξη της Μπολόνια. Χαρακτηριστικά, ο Στέφανο Φασίνα της Ιταλικής Αριστεράς  είπε: «πρέπει να δώσουμε μια απάντηση στον λαό των περιφερειών που ψήφισε «Όχι». Αυτός ο λαός πρέπει να αποκτήσει πολιτική αντιπροσώπευση και εμείς της Ιταλικής Αριστεράς δεν είμαστε ικανοί να το κάνουμε. Χρειάζεται μια προγραμματική αυτονομία για να εκπροσωπηθεί αυτή η μεγάλη μερίδα κόσμου που υποφέρει και δεν μας πιστεύει. Το ιταλικό σύνταγμα με τις αρχές του δεν είναι συμβατό με την αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και το πολιτικό σχέδιο που αυτή προωθεί».

Η ευρωβουλευτίνα Ελεονώρα Φορέντσα δήλωσε ότι: «δεν έχουμε τίποτα κοινό με το Σοσιαλιστικό Ευρωπαϊκό Κόμμα καθώς και με τις τελευταίες κυβερνήσεις της Ιταλίας». Ο Νικόλα Φρατοϊάννι της SEL (Αριστερά-Οικολογία-Ελευθερία)  είπε ότι:  «δεν περιοριζόμαστε σε ένα ασφαλές καταφύγιο της ταυτότητας μας, αλλά ο ριζοσπαστισμός είναι αναγκαίος και αντί να μιλάμε για συμμαχίες πρέπει να συζητήσουμε ποια πολιτική πρόταση να κατεβάσουμε. Δεν ξεκινάμε από τον φορέα της πρότασης αλλά από το περιεχόμενο της πρότασης». Τέλος, ο Λούκα Κασαρίνι, ιστορικός εκπρόσωπος των κινημάτων, μίλησε για μια κρίση αντιπροσώπευσης, προσθέτοντας όμως ότι «σήμερα ένα κόμμα είναι χρήσιμο για να σπάσει και να χτίσει εκ νέου θεσμούς πέρα κι έξω από τους κλασσικούς που γίνονται όλο και πιο απόμακροι για τον απλό κόσμο. Οι εκλογές είναι μόνο ένα εργαλείο.»

Τελειώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο άνεμος του «Όχι» στην Ιταλία φυσάει ακόμα δυνατά. Κι εμείς από τη μεριά μας σιγοτραγουδάμε: φύσα αγέρι, φύσα αγέρι να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη…