Απόψεις

Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές

04/02/2017

των Γιάννου Γιαννόπουλου, Νάγιας Νικολάου, Γιώργου Χριστοφόρου

2α. Προοπτικές: Ξεκινώντας από τις παραδοσιακές μορφές οργάνωσης

 

Στα δύο προηγούμενα τμήματα αυτής της ενότητας παρεμβάσεων επιχειρήσαμε να σκιαγραφήσουμε την επικρατούσα κατάσταση στο εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, καθώς και τις σχέσεις της ευρύτερης Αριστεράς με αυτό. Προφανώς η περιγραφή των προβλημάτων τόσο του συνδικαλιστικού κινήματος ευρύτερα, όσο και των προσεγγίσεων και των πρακτικών της Αριστεράς ειδικότερα, έχουν νόημα μόνο εφόσον στοχεύουν στην παρέμβασή μας με στόχο την αλλαγή της κατάστασης και όχι μόνο τη διεκτραγώδησή της.

Στη συγκυρία την οποία διανύουμε, θα έρθουμε ευθέως αντιμέτωποι με τα ήδη αναλυθέντα ζητήματαi, ii, καθώς η επιθετική αναδιάρθρωση που σχεδιάζεται στα εργασιακά θα χρησιμοποιήσει ως υπομόχλιο τον κοινωνικό αυτοματισμό ο οποίος τροφοδοτείται από την επικρατούσα κατάσταση στα συνδικάτα. Οι πρώτες διενέξεις Κατρούγκαλου - ΓΣΕΕ το φθινόπωρο που μας πέρασε, αναφορικά με τα "συνδικαλιστικά προνόμια", καταδεικνύουν την αδυναμία της παραδομένης και γραφειοκρατικής συνδικαλιστικής ηγεσίας να ακροαστεί - πόσο μάλλον να διαμεσολαβήσει - τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου της εργασίας. Ταυτόχρονα διαφαίνεται ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις θα χρησιμοποιήσουν, για ακόμα μια φορά, αυτή την αδυναμία όχι για να πλήξουν την σημερινή συνδικαλιστική ηγεσία, αλλά για να μειώσουν μέχρις εξαφανίσεως τη δυνατότητα της αυτοοργάνωσης πραγματικών εκφράσεων των εργαζομένων, όπως αυτές κατορθώνουν ακόμα να αρθρώνονται μέσα από πρωτοβάθμια σωματεία ή και ευρύτερες ενώσεις σε ορισμένους κλάδους με καλύτερο συσχετισμό. Χαρακτηριστικότερη πτυχή αυτής της πραγματικότητας αποτελεί η συζήτηση για τον τρόπο λήψης αποφάσεων στα σωματεία, καθώς φημολογείται μέχρι και ότι θα απαιτείται η πλειοψηφία επί των εγγεγραμμένων μελών σε ένα σωματείο, ή ακόμα και του συνόλου των εργαζομένων, για την λήψη οποιασδήποτε απόφασης, ακυρώνοντας πρακτικά τη δυνατότητα διενέργειας αποφασιστικών αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών.



Πρωτοβάθμια σωματεία: Εκδημοκρατισμός, αναζωογόνηση, ίδρυση νέων

Οι προοπτικές για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος είναι λογικό να εκκινούν από τα "εύκολα", δηλαδή από τη διόρθωση των κακώς κειμένων σε υφιστάμενες δομές πριν προχωρήσουμε στη συζήτηση για την ανάγκη επινόησης νέων. Το συνδικαλιστικό κίνημα χρειάζεται να εκδημοκρατιστεί από κάτω προς τα πάνω· το αντίθετο δεν πρόκειται απλώς να συμβεί ποτέ. Η δημοκρατική λειτουργία των πρωτοβάθμιων σωματείων, με πρώτη προϋπόθεση την ενημέρωση όλων των εργαζομένων τόσο για τα τεκταινόμενα στους χώρους δουλειάς, όσο και για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε πολιτικό επίπεδο αλλά και σε ανώτερα επίπεδα οργάνωσης, δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο, αποτελούν ένα πρώτο βήμα. Στην κατεύθυνση αυτή χρειάζονται προφανώς τακτικές γενικές συνελεύσεις των σωματείων όπου είναι δυνατόν, ή άλλες μορφές συνδιαμόρφωσης θέσεων από τη βάση των σωματείων σε περιπτώσεις που η διεξαγωγή συνελεύσεων παρουσιάζει ιδιαίτερες οργανωτικές δυσκολίες, για να μην λειτουργούν μόνο από τα Διοικητικά Συμβούλια - πόσο μάλλον για τις περιπτώσεις που δεν λειτουργούν ούτε αυτά -, αλλά και επιτροπές υλοποίησης των αποφάσεων που θα εμπλέκουν τους συναδέλφους εμπράκτως στις δράσεις που αποφασίζονται. Με αυτόν τον τρόπο τα σωματεία δύνανται να διευρύνουν τη δύναμη κρούσης τους, και ταυτόχρονα να εκπαιδεύουν μαζικά τα μέλη τους σε συνδικαλιστικές πρακτικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε και πρέπει να πειραματιστούμε με την αξιοποίηση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και της επινοητικότητας των εργαζομένων για την εύρεση νέων μορφών πίεσης προς την εργοδοσία, τις καμπάνιες νέου τύπου με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι αδιανόητο το εργατικό κίνημα να μη χρησιμοποιεί παρά ελάχιστα ως τώρα τις νέες τεχνολογίες για την διάδοση της πληροφορίας και την οργάνωση της δουλειάς του, την ώρα που οι περισσότεροι και οι περισσότερες που θεωρητικά το συναπαρτίζουν, και ειδικότερα οι νέοι, τις χρησιμοποιούν κατά κόρον στην καθημερινότητά τους.

Εκτός από τον εκδημοκρατισμό των υπαρχουσών πρωτοβάθμιων δομών, είναι προφανές ότι χρειάζεται και η δημιουργία νέων. Σε μια σειρά των τομέων της οικονομίας όπου προηγουμένως υπερίσχυε η αυτοαπασχόληση, σήμερα ο βαθμός προλεταριοποίησης αυξάνεται διαρκώς (με χαρακτηριστικότερα ίσως παραδείγματα τους μηχανικούς και τους δικηγόρους, επαγγελματικές ομάδες σύμβολα της αυτοαπασχόλησης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό την προηγούμενη περίοδο). Είναι προφανές ότι σε αυτούς τους κλάδους, όπως και σε κλάδους που εμφανίζονται ή μεγεθύνονται λόγω ανακατατάξεων στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας και της θέσης της Ελλάδας σε αυτόν, χρειάζεται να δημιουργηθούν νέες σωματειακές δομές που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κάθε περίπτωσης.

Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια παρένθεση. Υπάρχει μάλλον από καταβολής του εργατικού κινήματος στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες μία διαφωνία σχετικά με την ανάγκη δημιουργίας και στήριξης επιχειρησιακών, ή κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Είναι γεγονός ότι η εργατική οργάνωση των εργαζομένων στο επίπεδο της επιχείρησης, διαδικασία που συμβαίνει και από τον ίδιο τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας σε πρώτο βαθμό, ενοποιεί τα συμφέροντά τους αλλά και τη συνείδησή τους ως τάξη. Τη διαδικασία αυτή ανέλυε διεξοδικά ο Γκράμσι από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα στα κείμενά του για τα "εργοστασιακά συμβούλια"iii, σε αντιδιαστολή με τις ομοιοεπαγγελματικές ενώσεις που τείνουν να αποκτούν σε αρκετές περιπτώσεις συντεχνιακά χαρακτηριστικά, προσδίδοντας διαπραγματευτική δύναμη ανάλογη της θέσης της κάθε επαγγελματικής ομάδας στην παραγωγική διαδικασία και τον κάθετο καταμερισμό της εργασίας. Ταυτόχρονα, η οργάνωση σε επίπεδο επιχείρησης προσφέρει μεγαλύτερη δυνατότητα αμεσότητας τόσο στη διαμόρφωση αποφάσεων από τους εργαζόμενους, όσο και στο βαθμό ελέγχου των ηγεσιών τους. Παρόλα αυτά, αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει μόνο επί της αρχής, αλλά να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο της κάθε χώρας και περιόδου, όσο και του κάθε κλάδου. Είναι διαφορετικές, για παράδειγμα οι ανάγκες οργάνωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ειδικά στον τραπεζικό, όπου υπάρχουν ελάχιστες τράπεζες, και επομένως διευκολύνεται η οργάνωση σε επιχειρησιακό επίπεδο, και διαφορετικές στον επισιτισμό, όπου συναντάμε από μεγάλες μονάδες μέχρι επιχειρήσεις με δύο ή τρεις υπαλλήλους, οι οποίοι είναι αντικειμενικά αδύνατον να οργανωθούν συνδικαλιστικά σε επίπεδο επιχείρησης. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να υποτιμάμε τον κίνδυνο της ιδεολογικής ηγεμονίας του κοινωνικού εταιρισμού, ο οποίος ανακάμπτει το τελευταίο διάστημα λόγω της τεράστιας ανεργίας, και ειδικότερα μετά την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Το φαινόμενο της πρόσδεσης των επιχειρησιακών σωματείων στα συμφέροντα της οικείας επιχείρησης, ενσωματώνοντας τις πιέσεις που δέχεται ο εργοδότης από τον ανταγωνισμό, είναι αρκετά συχνό, ακόμα και για σωματεία με προηγουμένως αγωνιστικό πρόσημο, με χαρακτηριστικότερο ίσως πρόσφατο παράδειγμα τη στάση του επιχειρησιακού σωματείου του Μαρινόπουλου απέναντι στην εργοδοσία στη διάρκεια των διεργασιών για την εξαγορά του από τον Σκλαβενίτη.iv

Με βάση τα παραπάνω, είναι μάλλον δεδομένο ότι η αντιμετώπιση πρέπει γίνεται κατά περίπτωση, ενώ υπάρχουν αρκετοί κλάδοι στους οποίους χρειάζεται συνδυασμός των δύο τρόπων οργάνωσης ώστε να μπορέσουν να επιτευχθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα.



iii Α. Γκράμσι, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης