Επικαιρότητα

Πλήρες Κείμενο Απόφασης της 5ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΡΚ

24/04/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

1. Πολιτική συγκυρία σε διεθνές επίπεδο

1α. Η σημερινή φάση της κρίσης

Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός προσπαθεί να βρει τρόπους αντιμετώπισης της δομικής κρίσης του με την προώθηση των απαραίτητων, γι’ αυτόν, τεχνολογικών και διοικητικών αλλαγών της παραγωγής. Η προσπάθεια αυτή σημαδεύεται από:

α) μια εκ νέου ένταση των πιέσεων του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, με στόχο την επιστροφή σε προηγούμενα επίπεδα καπιταλιστικής συσσώρευσης.

β) την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, που εισάγει μια νέα φάση συσσώρευσης, βασισμένη στην επέκταση της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, στην εμπορευματοποίηση των δημοσίων αγαθών και των φυσικών πόρων και την διαμόρφωση πλαισίων και κανόνων που θα «απελευθερώνουν» την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Ο νεοφιλελευθερισμός παρά το ότι δεν κατόρθωσε να αποκαταστήσει τις “ζημιές” της κρίσης, επιμένει στην εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, που συνεχίζουν να εντείνουν τις ήδη διαμορφωμένες τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.

Ειδικότερα η πολιτική της λιτότητας, αφενός λειτουργεί ως μηχανισμός υποτίμησης και διάρρηξης των όρων κοινωνικής αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων, και αφετέρου αδυνατεί να ανανεώσει τον τρόπο αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα παραδείγματα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια σε ΗΠΑ, Ευρώπη, Κίνα λειτουργούν στην πράξη ως ένας ακόμη τρόπος αναδιανομής εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, διογκώνοντας, παράλληλα, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος σε πρωτοφανή επίπεδα, ώστε να λειτουργεί τελικά ως μέσο ελέγχου των λαών και των κυβερνήσεων.

Ο νεοφιλελευθερισμός θα μπορούσαμε να πούμε ότι διανύει μια περίοδο παρακμής. Ειδικά το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ιδιαίτερα μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, αποτυπώνει μια Ευρώπη διαφορετικών «στρατοπέδων». Διακρίνουμε λοιπόν: α) τον πυρήνα της Ευρωζώνης με επίκεντρο τη Γερμανία, που αποτελεί το βασικό εισηγητή της λιτότητας, β) τον Ευρωπαϊκό Νότο, που αποτελείται από οικονομίες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα και προσπαθούν να βρουν τρόπους μεγαλύτερης ανεξαρτησίας από τη Γερμανική ηγεμονία, με έμφαση στην ανάπτυξη με νεοφιλελεύθερους όρους, γ) τις χώρες του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) που συγκροτούνται γύρω από μια ακροδεξιά ατζέντα, βασισμένη στην πολιτική κλειστών συνόρων σε σχέση με την προσφυγική κρίση, κλπ. Προφανώς, τα στρατόπεδα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν παγιωμένα. Οι ίδιες αυτές αντιθέσεις και οι αντιφάσεις τους διαμορφώνουν μια ολοκλήρωση που είναι αδύνατο να προχωρήσει ομαλά με τους παρόντες συσχετισμούς.

Από την άλλη, η αδυναμία ανάδειξης προτάσεων διεξόδου δεν αφορά μονάχα την ΕΕ αλλά συνολικά τη διεθνή οικονομία. Στο έδαφος αυτού του αδιέξοδου, τροφοδοτούνται και οξύνονται διεθνείς ανταγωνισμοί έως και γενικευμένες πολεμικές συρράξεις (θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί, εθνικισμοί κλπ). Σε μια τέτοια φάση βρισκόμαστε και σήμερα. Οι περιφερειακοί πόλεμοι, με επίκεντρο τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Συρία, ο οποίος εμπλέκει τις κορυφαίες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, διογκώνουν τις παραπάνω αντιθέσεις. Τα σημερινά προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα είναι ένα μόνο από τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου. Τα ρεύματα αυτά, από τη μια μεριά έρχονται αντιμέτωπα με την ξενοφοβία και τον ρατσισμό που αναπτύσσονται σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, και από την άλλη συναντούν το ανταγωνιστικό κίνημα της αλληλεγγύης, του αντιρατσιστικού και αντιπολεμικού αγώνα.

Παράλληλα, ο κυρίαρχος αστικός λόγος φροντίζει να αναδεικνύει τα προβλήματα και να απομονώνει τις προσπάθειες εναλλακτικών κυβερνήσεων όπως αυτές στη Λατινική Αμερική, αλλά και των αυτοοργανωμένων κινητοποιήσεων των “από κάτω”, που διεκδικούν διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας.  

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε τα εξής:

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός κυριαρχεί, παρότι αδυνατεί να ηγεμονεύσει και παρά τα παρακμιακά του φαινόμενα. Η κυριαρχία του έγκειται στους αδυσώπητους μηχανισμούς αναδιανομής εισοδημάτων και κεφαλαίων, υπέρ των αστικών ελίτ που έχει εγκαθιδρύσει (λιτότητα, δημοσιονομικός εξορθολογισμός, πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης κλπ). Η αδυναμία ηγεμονίας του έγκειται στο ότι δεν είναι σε θέση να νοηματοδοτήσει το μέλλον της κοινωνικής πλειοψηφίας, να προσφέρει ένα όραμα ευημερίας και να πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο συσσώρευσης με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους προηγούμενους κύκλους.

Αυτού του είδους η κυριαρχία, συνοδεύεται και ενισχύεται και από την απουσία της αριστεράς ως διακριτής πολιτικής δύναμης σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, και την σχεδόν πλήρη αντικατάσταση των σοσιαλιστικών και αριστερών αντικαπιταλιστικών αιτημάτων από κεντροαριστερές διακηρύξεις περί χρηστής διαχείρισης, διαφάνειας  και δικτύου εξασφάλισης των πιο αδύναμων. Η καταστροφή που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική αριστερά συμβάλλει καθοριστικά και στην ευρωπαϊκή ανυποληψία της - πέραν των οικολόγων πράσινων – πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς. 

Η αύξηση της έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μεταξύ των κυρίαρχων πόλων, (ΗΠΑ, Ε.Ε., Κίνα, Άπω Ανατολή, Ρωσία, χώρες bric κλπ.) οφείλεται, μεταξύ άλλων, και:  α) στη χρήση του ισχυρού όπλου   καθενός πόλου εναντίον των άλλων  (π.χ. εργαλειοποίηση του δολαρίου και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού από τις ΗΠΑ, της βιομηχανίας, του εμπορίου και των εξαγωγών από την Γερμανία και την ΕΕ γενικότερα), και β) στην έντονη χρήση των πολιτικών λιτότητας που ασκήθηκαν στο εσωτερικό όλων σχεδόν των ιμπεριαλιστικών σχηματισμών και ταυτόχρονα περιόρισαν τη διεθνή αγορά, εντείνοντας τα συγκρουσιακά και ανταγωνιστικά φαινόμενα εντός ενός πιο περιορισμένου διεθνούς οικονομικού πεδίου. 

Η πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό των μεγάλων καπιταλιστικών σχηματισμών (ΗΠΑ – Βρετανία – Γαλλία – Ιταλία – Ισπανία – Βραζιλία - Τουρκία) αυξάνεται κατά πολύ, δημιουργώντας χαώδεις καταστάσεις σε μια σειρά από ζητήματα και πεδία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σημερινής νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας είναι το ότι ο νεοφιλελευθερισμός αυτός είναι έντονα δυσλειτουργικός σε όλα τα επίπεδα. Εξαίρεση από τον κανόνα της πολιτικής αστάθειας αποτελούν οι μεγάλοι ασιατικοί ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί και η Γερμανία από την Δύση. Φαινόμενα διάλυσης παρατηρούνται και στα όρια των κεντρικών ιμπεριαλιστικών σχηματισμών. Ανησυχητική είναι η αύξηση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και η δημιουργία μιας σειράς «αποτυχημένων κρατών» από πρώην οργανωμένες δυτικότροπες κοινωνίες (Λιβύη, Συρία, Ουκρανία κλπ.) που προστίθενται στα παλαιότερα «αποτυχημένα» κράτη – θύματα των πολέμων του ΝΑΤΟ (Ιράκ, Αφγανιστάν κλπ). 

1β. Ευρωπαϊκές εξελίξεις

Ειδικά, στην ΕΕ το 2017 αναμένεται να αποτελέσει έτος εξελίξεων και ανατροπών του πολιτικού σκηνικού με σαφή  μετατόπιση προς τα δεξιά - ακροδεξιά. Ήδη επίκεινται εκλογές στην Ολλανδία μέσα στο Μάρτιο, στις οποίες το ξενοφοβικό και ακροδεξιό «κόμμα της Ελευθερίας» του Γκέερτ Βίλντερς διεκδικεί με αξιώσεις την πρώτη θέση. Η ατζέντα του  αφορά την μετανάστευση, την σχέση της Ολλανδίας με την ΕΕ και τις αμυντικές δαπάνες. Στον αντίποδα, εξαιτίας αυτής της ρητορικής μίσους και της πόλωσης κατέρχεται για πρώτη φορά ένα κόμμα μεταναστών με τον τίτλο Denk (σκέψου) σε μια προσπάθεια να ανακόψει την επέλαση της ακροδεξιάς.

Στη Γαλλία τα ποσοστά της Λεπέν αυξάνονται και όπως διαφαίνεται, θα μπορούσε ακόμη και να επικρατήσει στον α' γύρο των εκλογών (τέλη Απριλίου) και να ενδυναμωθεί στον β’ γύρο (αρχές Μαΐου), παρά τον εναντίον της συνασπισμό των παραδοσιακών αστικών κομμάτων  (κεντροδεξιά- κεντροαριστερά). Η χρόνια λιτότητα και η πρόσδεση της Γαλλίας στην πολιτική του Γερμανικού Ευρωπαϊκού κέντρου, σε συνδυασμό με την μετανάστευση και τα κύματα των επιθέσεων φανατικών ισλαμιστών το τελευταίο διάστημα, έχουν οδηγήσει μεγάλο μέρος του κόσμου στην υποστήριξη των θέσεων της για δημοψήφισμα που θα θέσει το δίλημμα παραμονή ή όχι στην ΕΕ αλλά και της αντιμεταναστευτικής -ξενοφοβικής ρητορείας της.

Ενώ στη Γερμανία οι εκλογές τον Σεπτέμβρη φέρνουν το κονταροχτύπημα του SPD και των χριστιανοδημοκρατών για την  διεκδίκηση της εξουσίας με παράλληλη άνοδο του Afd (του ξενοφοβικού και  επίσης νεοφιλελεύθερου κόμματος που υποστηρίζει όμως την υιοθέτηση του μάρκου, την διάλυση της ΕΕ και τον αυστηρότερο έλεγχο των συνόρων), το   Αριστερό Die Linke αντιμετωπίζει ένα μεγάλο στρατηγικό αδιέξοδο.

Στην Ιταλία υπάρχει ακόμα η εκκρεμότητα των εκλογών μετά την παραίτηση του Ρέντσι την  επαύριον της ήττας του στο δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του ιταλικού συντάγματος, που αποτέλεσε ένα ακόμα μεγάλο ράπισμα για τις αντιλαϊκές πολιτικές που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια και την προσπάθεια θεσμοθέτησης αντιδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Δημοσκοπικά προηγείται το κόμμα των 5 αστέρων του Πέπε Γκρίλο, ο οποίος διαμηνύει ότι θα προκηρύξει δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Ιταλίας στο Ευρώ.

Μπροστά σε αυτό το σκηνικό η Αριστερά παρουσιάζεται αμήχανη. Την πλήρη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο νεοφιλελεύθερο μπλοκ, ακολούθησαν στη συνέχεια μια σειρά από τραγικές συνθηκολογήσεις, με τους Podemos στην Ισπανία να αποδέχονται πλήρως τον ευρωζωνικό μονόδρομο, τον Κόρμπυν - που υποστηρίχτηκε από τη βάση του Εργατικού κόμματος της Μ. Βρετανίας- να απομακρύνεται από τον αρχικό ευρωσκεπτικισμό του και να προσδένεται στην καμπάνια του Bremain, αφήνοντας το Brexit που τελικά επικράτησε τον περασμένο Ιούνιο να αποτελέσει προνομιακό πεδίο για τη δεξιά και την ακροδεξιά ρητορική που το πλαισίωσε, με το ειδικό της αίτημα για μπλοκάρισμα των μεταναστευτικών ροών.  Στη  Γερμανία το Die Linke,  πλειοψηφικά στηρίζει πλήρως την πολιτική του  ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’ ημάς και έχει δηλώσει ανοιχτά την πρόθεση του για δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού με το SPD του Σουλτς και τους Οικολόγους Πράσινους.  Στην Ιταλία η αριστερά είναι ακόμα πολυδιασπασμένη και απαξιωμένη πλήρως στη συνείδηση του κόσμου λόγω των συνεχών μετατοπίσεών της προς τα δεξιά, απότοκο της λογικής του «ιστορικού συμβιβασμού» ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70  και της συμμετοχή και στήριξης από το μεγαλύτερο κομμάτι της των  βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία το  1999  και της κυβέρνησης Πρόντι το 2006. Ακόμα και σήμερα, δεν έχει καταφέρει να αποκόψει τους δεσμούς της με τον κυβερνητισμό και τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία.

Στην Ουκρανία η ακροδεξιά φιλοναζιστική κυβέρνηση Πορονσέκο ήρθε στην εξουσία τον Μάιο του 2014, μετά την πτώση της προηγούμενης "φιλορωσικής" κυβέρνησης λόγω της άρνησης ψήφισης  της σύμβασης σύνδεσης με την ΕΕ.  Η διακυβέρνηση Ποροσένκο χαρακτηρίζεται από την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας και την καταβαράθρωση του επιπέδου διαβίωσης του λαού της, αλλά και από σκληρή καταστολή, φίμωση κάθε αντιπολιτευτικής φωνής, λογοκρισία, φασιστική και εθνικιστική προπαγάνδα. Επιστέγασμα των παραπάνω είναι ο πόλεμος που διεξάγει το Κίεβο ενάντια στο λαό του Ντονμπάς και που έχει ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες και εκτοπισμένους. Το τελευταίο διάστημα, ο ουκρανικός στρατός εξαπολύει μεγάλης έκτασης επιθέσεις, με σφοδρές συγκρούσεις που μαίνονται σε όλη σχεδόν τη συνοριακή γραμμή μεταξύ των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονμπάς και της υπόλοιπης Ουκρανίας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ καταδίκαζε ως αντιπολίτευση την τότε κυβέρνηση Σαμαρά,   άλλαξε στάση τον Νοέμβριο του 2015 μετά την ψήφιση από τη Βουλή της συμφωνίας σύνδεσης ΕΕ – Ουκρανίας, ενώ ένα χρόνο πριν την είχε καταψηφίσει στο Ευρωκοινοβούλιο.  Η μεταστροφή αυτή κορυφώθηκε το Φεβρουάριο με την επίσημη επίσκεψη του Τσίπρα στην Ουκρανία.

1γ. Παγκόσμιες εξελίξεις

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ήδη ζούμε την πρώτη περίοδο της επιθετικής διακυβέρνησης του Ντ. Τραμπ, ο οποίος επαγγέλλεται ένα νέο είδος νεοφιλελεύθερου προστατευτισμού με το σύνθημα «make America great again», το διακηρυγμένο μίσος προς τους μετανάστες και τις αντίστοιχες ενέργειες. Εισήλθε ως «αλεξιπτωτιστής» στο κόμμα των ρεπουμπλικάνων και συγκρότησε ένα ετερόκλητο  δήθεν «αντισυστημικό» μέτωπο το οποίο τον έφερε στο Λευκό Οίκο. Από την επομένη της εκλογικής του νίκης στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου και κυρίως μετά την έναρξη της θητείας του στις 20 Ιανουαρίου, ο Τραμπ προσπαθεί να αποκρούσει τις προσπάθειες του Αμερικανικού πολιτικού συστήματος να τον ελέγξει. Χαρακτηριστικά δείγματα  της πολιτικής του είναι η κατάργηση του Obamacare στην υγεία, η εξαγγελία της ενίσχυσης του τείχους του Μεξικού, η αποχώρηση από την TTIP και η αγνόηση των περιβαλλοντικών συμφωνιών, μέσω των οποίων προσπαθεί να δείξει ότι είναι συνεπής στην προεκλογική του ατζέντα.

Η ακραία πόλωση της Αμερικανικής κοινωνίας συμπυκνώνεται στις πρωτοφανείς για τα δεδομένα της χώρας ογκωδέστατες διαδηλώσεις μεγάλου κτμήματος της αμερικανικής κοινωνίας ενάντια στη ακροδεξιά στρατηγική του. Από την άλλη μεριά, η προοδευτική -αριστερή (για τα δεδομένα των ΗΠΑ) υποψηφιότητα του Σάντερς, που δεν προερχόταν από το κατεστημένο του Δημοκρατικού κόμματος, έχασε την όποια λάμψη είχε αποκτήσει με την πλήρη υποστήριξή της συνυποψηφιάς του στο Δημοκρατικό κόμμα  Χ. Κλίντον.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Λατινική Αμερική έχει καταφέρει να ξανακερδίσει το ενδιαφέρον ενός μεγάλου αριθμού κινημάτων, οργανώσεων και ομάδων που οραματίζονται έναν κοινωνικά πιο δίκαιο κόσμο και αναφέρονται στις προσπάθειες  κοινωνικής χειραφέτησης του ανθρώπου. Τα εγχειρήματα αυτά στη Λατινική Αμερική αξίζει να τα δούμε όχι μονάχα ως αντιπαραδείγματα που αποδεικνύουν ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, αλλά και ως εναλλακτικές πρακτικές που αναπτύσσονται από την ίδια τη σχέση των ανθρώπων με την γη και τον χώρο. Τέτοιες πρακτικές και κινήματα αναπτύσσονται στις περιοχές των Ζαπατίστας, στο κίνημα των Χωρίς Γη στη Βραζιλία, στις συνελεύσεις γειτονιών του Καράκας, τους Πικετέρος στην Αργεντινή, και αναδεικνύουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του δημόσιου χώρου στη ζωή των ανθρώπων. Για τη  Λατινική Αμερική, ο χώρος αποτελεί  πεδίο οργάνωσης και δράσης των κινημάτων, απόκτησης συλλογικών εμπειριών και δυνατότητας ανάπτυξης πρακτικών που σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν χειραφετητικά ως προς το κίνημα.

Επιπλέον, τα κινήματα στη Λατινική Αμερική παρουσιάζουν ενδιαφέροντα αντιιεραρχικά στοιχεία, δημιουργώντας σχέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων περισσότερο  καθημερινότητας και συμβίωσης και λιγότερο ιδεολογικής συμφωνίας. Παράλληλα,  δεν χάνεται η σύνδεση της καθημερινής οργάνωσης και αντίστασης με ευρύτερα πολιτικά ερωτήματα, όπως πχ δείχνει το γεγονός ότι οι Ζαπατίστας έπειτα από δεκαετίες αυτοοργάνωσης επέλεξαν να συμμετάσχουν στις εκλογές. Είναι γεγονός επίσης, πως σε αντίθεση με τους αμυντικούς αγώνες αντίστασης των κινημάτων που έχουμε γνωρίσει στην Ελλάδα, οι εκεί αγώνες εισβάλλουν πολλές φορές επιθετικά στα κενά της κεντρικής εξουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κίνημα των Χωρίς Γη στη Βραζιλία, που στα αυτοοργανωμένα σχολεία του φοιτούν 200.000 μαθητές.

Σε κάθε περίπτωση, η Λατινική Αμερική αποτελεί ένα εργαστήρι μελέτης και εμπειρίας που μπορεί να μας δώσει πολλά στοιχεία ικανά να ανανεώσουν τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση και χειραφέτηση.

Στην ευρύτερη Μέση Ανατολή το τοπίο είναι αρκετά σύνθετο. Μετά την ανακατάληψη των θέσεων στο Χαλέπι από τις δυνάμεις του Άσαντ κόντρα στον ISIS, αποτελεί ερωτηματικό το «πού θα κάτσει η μπίλια» και ποια θα είναι η επόμενη μέρα στις σχέσεις των ΗΠΑ - Ρωσίας - Τουρκίας όσον αφορά στο συριακό ζήτημα.  Φλέγον ζήτημα για την Τουρκία, αποτελεί η ενδυνάμωση των Κούρδων που  βρήκαν διεθνή συμπαράσταση στον πόλεμο ενάντια στους τζιχαντιστές οι οποίοι αρχικά είχαν πριμοδοτηθεί από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες προς απόκρουση των πρώτων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, προσπαθεί  με σπασμωδικές κινήσεις να ελέγξει το  εσωτερικό του και να βρει μια ισορροπία στο εξωτερικό πολιτικό τοπίο. Οι συνεχείς διώξεις Κούρδων αγωνιστών, οι φυλακίσεις δημοσιογράφων, τα πογκρόμ ενάντια σε αριστερούς και δημοκράτες αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Σημειώνουμε ακόμα, τη διακηρυγμένη την πρόθεση του Ερντογάν να προβεί σε δημοψήφισμα για την περαιτέρω ενίσχυση των εξουσιών του και τον ολοένα πιο σφιχτό έλεγχο του ήδη ισχνού αστικού κοινοβουλευτισμού στην Τουρκία.

 

2. Η πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα

2α. Η φυσιογνωμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από την ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα, ως μια κυβέρνηση που υπηρετεί το νεοφιλελεύθερο σχέδιο έχοντας κάνει τη στρατηγική επιλογή της υλοποίησης του προγράμματος του κεφαλαίου και των κυρίαρχων τάξεων, σε Ελληνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παραμονή της στην εξουσία γίνεται και θα γίνεται εις βάρος των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας.

Η κυβέρνηση για πολλοστή φορά, υιοθετεί την ρητορική του «ούτε ένα ευρώ περισσότερα μέτρα», γεγονός που καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται να άρει τα  μέτρα λιτότητας που εφαρμόζονται σήμερα. Ταυτόχρονα η διαπραγματευτική της τακτική εξαντλείται στην αναβολή και στο κέρδος πολιτικού χρόνου, προκειμένου τα ψηφισμένα νεοφιλελεύθερα μέτρα πολιτικής που υπέγραψε με το τρίτο μνημόνιο, να υλοποιηθούν σε μελλοντικό χρόνο,   όταν δηλαδή δεν θα βρίσκεται την εξουσία, ελπίζοντας ότι ένα τέτοιο σενάριο θα της αποφέρει μια «προστιθέμενη αξία» ως αντιπολίτευση.

Προκειμένου να επιτευχθεί η αξιολόγηση του προγράμματος, η κυβέρνηση  θα υποταχθεί γι’ άλλη μια φορά στις πιέσεις των δανειστών. Ήδη λίγα 24ωρα μετά τις παραπάνω δηλώσεις, που αποσκοπούν στη συνήθη επικοινωνιακή και κοντόφθαλμη διαχείριση των σοβαρότατων πολιτικών προβλημάτων από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η σύνοδος του Εurogroup και τα τεχνικά κλιμάκια διαλύουν τις στημένες [αυτ]απάτες: Οι δανειστές απαιτούν μέτρα 3,6 δις μετά το τέλος του ισχύοντος προγράμματος, γεγονός που σηματοδοτεί την πλήρη διάρρηξη των συμμαχιών που είχαν συγκροτηθεί  μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων και  του επέτρεψαν να αναλάβει την εξουσία.

Το κεντρικό ερώτημα είναι αν και κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να διαχειριστεί κοινωνικά, αυτό που ακόμα και ο Μητσοτάκης αποκαλεί 4ο Μνημόνιο, παραμένοντας στην εξουσία, ή αν θα προχωρήσει σε εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια διαρκή «διαπραγμάτευση» που θα του εξασφαλίσει τον αναγκαίο πολιτικό χρόνο παραμονής στην εξουσία και σε μια «ηρωική έξοδο». Ωστόσο η τελευταία, με δεδομένη την πολιτική που εφαρμόζει, δεν φαίνεται να του εξασφαλίζει κάποιο εκλογικό αντίκρισμα.

Επιπλέον, η υπογραφή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και η κυβερνητική εφαρμογή της, δείχνει το μέγεθος της υποταγής στις επιταγές της ΕΕ, αφού η Κυβέρνηση καλείται να προχωρήσει σε απάνθρωπες επαναπροωθήσεις προσφύγων, καλλιεργώντας το έδαφος ώστε να γίνει κοινωνικά ορατό το φασιστικό φαινόμενο. Παράλληλα,  η πιο πρόσφατη υποταγή της στα “θέλω” της ηγεσίας της εκκλησίας, συνιστά ένα ακόμα γεγονός που διαμορφώνει τη φυσιογνωμία της: Υποταγή στο Ευρωσύστημα και την Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία και συνεργασία με τον πιο βαθύ «ιερό» μηχανισμό του κράτους για τη «διατήρηση των παραδόσεων του έθνους».

Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ευελπιστεί να δημιουργήσει ένα νέο δικομματισμό. Επανέρχεται δηλ. ένας παλιός γνωστός τρόπος άσκησης πολιτικής. Με την πολιτική αντιπαράθεση να επικεντρώνεται  σε ζητήματα που αφορούν τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού  και με την χρήση του  «μπαμπούλα της Δεξιάς»  ως   κλασική διέξοδο στο πρόβλημα, ένα ιδεολόγημα που στην Μεταπολίτευση έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό όπως έχει δείξει άλλωστε η ιστορία του ΠΑΣΟΚ.

Όμως στην μνημονιακή Ελλάδα, οι κάθετες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των πολιτικών εκπροσωπήσεων έχουν εκλείψει, διότι οι κυβερνήσεις είναι απλές εντολοδόχοι των διεθνικών κέντρων, ενώ οι συμμαχίες, άρα και οι σχέσεις εκπροσώπησης με συγκεκριμένα στρώματα, έχουν ριζικά αποσταθεροποιηθεί.  Ας σημειωθεί ότι η παραμονή στην εξουσία έχει αναχθεί για τον ΣΥΡΙΖΑ σε βασική επιταγή, λόγω του προσπορισμού υλικών, διοικητικών και πολλαπλών άλλων απολαβών που εξασφαλίζει μέσω αυτής το  πολιτικό του προσωπικό. Κυρίως όμως, η κυβερνητική εξουσία λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία για την επιβίωση ενός κόμματος καρτέλ, που ταυτίστηκε σε μηδενικό χρόνο με τη διαχείριση του αστικού κρατικού μηχανισμού. Η έκκληση για συμπόρευση, από πλευράς στελεχών  του κυβερνώντος κόμματος  με το ΠΑΣΟΚ, καθώς και  οι τοποθετήσεις περί αριστερής στροφής της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη [βλ. την υποστήριξη Σουλτς], όπως και οι απανωτές επίσημες τοποθετήσεις που εγκαλούν το ΠΑΣΟΚ για μη συμπόρευση με τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην «αριστερή» τους στροφή, εκτός από τη συνηθισμένη προχειρότητα και τον ερασιτεχνισμό της κυβέρνησης, δηλώνουν μια στρατηγική κάποιας μορφής ενσωμάτωσης στην Σοσιαλδημοκρατία. Στη γενική αυτή εικόνα, η κρατική φιλανθρωπία και τα επιδόματα σε συνταξιούχους  που προβάλλονται σαν μονομερείς δράσεις αντίστασης, απλά και μόνο επιβεβαιώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατραπεί στον κατεξοχήν μηχανισμό εξοικείωσης και αποδοχής της εξαθλίωσης  των μαζών από τις ίδιες τις μάζες.

2β. Η συστημική και η αριστερή αντιπολίτευση

Ωστόσο, η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι οι απαιτήσεις από πλευράς των δανειστών για πλεόνασμα 3,5%,  ακυρώνουν τα προγράμματα όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλων των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, οι συστημικές δυνάμεις και κυρίως η  ΝΔ, αξιοποιώντας το χαρτί της «σοβαρότητας και αξιοπιστίας» προσπαθούν να συσπειρώσουν  τα κατεστραμμένα μεσαία και μικροαστικά στρώματα στη βάση της μείωσης της φορολόγησης τους. Ταυτόχρονα, συστηματικά επιχειρούν να αποδομήσουν  το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, στοχεύοντας κυρίως σε θέματα διαφθοράς και διαφάνειας. Παράλληλα, η ΝΔ δίνει διαπιστευτήρια υποταγής στην Γερμανία, με στόχο  να εμφανιστεί ως ο πειθήνιος και αξιόπιστος εντολοδόχος των δανειστών. Αυτή η ακροβασία δεν πείθει, αφού τα ποσοστά της δεν έχουν αυξηθεί πέραν αυτών που είχε επιτύχει στις τελευταίες εκλογές, γεγονός που δείχνει και σε αυτήν την περίπτωση, την κρίση των δεσμών εκπροσώπησης με τα παραδοσιακά της στρώματα.

Η "Κεντροαριστερά" (ΠΑΣΟΚ - Δημοκρατική Συμπαράταξη, μετά και την συμπόρευση με το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών), προσπαθεί να συσπειρώσει τις σκόρπιες δυνάμεις της, με στόχο να επανακάμψει πολιτικά & εκλογικά και να ξεπεράσει την τεράστια φθορά που έχει υποστεί ο χώρος αυτός. Η απόπειρα αυτή έρχεται σε αντίθεση - μόνο στο πεδίο της νομής της πολιτικής εξουσίας - με την επιχειρούμενη συγκρότηση του "νέου" δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ), που δεν επιθυμεί να επιτρέψει την ύπαρξη κάποιου «ενδιάμεσου» ζωτικού πολιτικού χώρου. Όλες αυτές οι δυνάμεις βέβαια, εντάσσονται με θρησκευτική ευλάβεια στην πορεία του  απόλυτου Μνημονιακού μονόδρομου.

Η Χρυσή Αυγή, έχοντας τη ρετσινιά της εγκληματικής οργάνωσης, προς το παρόν εμφανίζεται περίπου στα γνωστά της ποσοστά, όμως εξαιτίας της διόγκωσης του προσφυγικού προβλήματος, λόγω και των άθλιων χειρισμών του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργείου, ενδέχεται  να καρπωθεί εκλογικά την δυσαρέσκεια τοπικών κοινωνιών που πιέζονται από την προσφυγική κρίση. Αρνητικό ρόλο εδώ, παίζει κυρίαρχα η κυβέρνηση, ο λόγος της οποίας εξομοιώνει  τους αλληλέγγυους με τους φασίστες, υπερασπίζεται σθεναρά τον φράχτη του Έβρου και αντιμετωπίζει τους προσφυγές ως κατώτερη κοινωνική ομάδα (hotspots, συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας), και γενικότερα συγκροτεί μια εθνοκεντρική αφήγηση. Έτσι η ΧΑ και ο λόγος της, φαντάζουν λιγότερο ακραίοι και βρίσκουν θέση στο δημόσιο διάλογο. Όπως έχει δείξει η εμπειρία σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ο χώρος της Ακροδεξιάς, ακόμα και της ναζιστικής της παραλλαγής, προσφέρεται εξαιρετικά για την κοινωνικο-πολιτική έκφραση των συμπιεζόμενων ή και κατεστραμμένων από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία λαϊκών στρωμάτων, από τα οποία η  μεταδημοκρατία αφαιρεί την δυνατότητα πολιτικής εκπροσώπησης.

Από την άλλη πλευρά, η αριστερά και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις αδυνατούν να εκπροσωπήσουν τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα και να εκφράσουν μια πειστική απάντηση στις ασκούμενες πολιτικές. Το ΚΚΕ εξαντλεί την πολιτική του στην καταγγελία του συστήματος ενώ καμία αξιόλογη διαφοροποίηση δεν έχει συμβεί στη στάση και την πρακτική του.  

Η ΛΑΕ, μετωπικό σχήμα δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, έχει χάσει την όποια δυναμική. Η έξοδος πολιτικών οργανώσεων από το μέτωπο της ΛΑΕ καταδεικνύει έντονα σημάδια αποσυσπείρωσης και αδυναμίας της να καλύψει το πολιτικό κενό εκπροσώπησης που κυριαρχεί στην σημερινή πολιτική συγκυρία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη ιδρυτική συγκρότηση του Αριστερού Ρεύματος ως πολιτικής οργάνωσης  ενταγμένης στη ΛΑΕ, στο βασικό συνεδριακό κείμενο του οποίου, διαπιστώνει κανείς την συρρίκνωση των αναφορών στη ΛΑΕ ως μετωπικού σχηματισμού, έως και την εγκατάλειψή της. Από την άλλη μεριά, η ίδια η ΛΑΕ, έχοντας αντιληφθεί την ανάγκη συσπείρωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενδιαφέρεται να συγκροτήσει με άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις, ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο διεξόδου από την ΤΙΝΑ της ΕΕ.

Σε δημιουργία μετώπου καλεί τις δυνάμεις της αριστεράς και  η  ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο, παρά  τις προσκλήσεις για διάλογο με άλλες αριστερές δυνάμεις, όπως η ΑΡΚ, παραμένει καθηλωμένη σε βαθιά σεχταριστικές πρακτικές στα κινήματα, όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια σοβαρή συμπαράταξη, στη βάση της  αναζωογόνησης του συνδικαλιστικού και άλλων επιμέρους κινημάτων, επιδιώκοντας τη μονοπώληση του ριζοσπαστικού χώρου.

Η Δικτύωση, με ασαφές πολιτικό πλαίσιο, έχει και αυτή   απευθύνει πρόσκληση διαλόγου σε συλλογικότητες και οργανώσεις της Αριστεράς, προκειμένου να συγκροτηθεί στο μέλλον ένας συντονισμός κινημάτων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς με το άνοιγμα δημόσιο διαλόγου πάνω σε επίμαχα πολιτικά θέματα.

Τέλος, η Πλεύση Ελευθερίας επιβεβαιώνει την άποψη ότι πρόκειται για ένα φορέα με προσωποπαγή κυρίως συγκρότηση, χωρίς αναφορές στην Αριστερά και ελλειπή ταξική ανάλυση. Όμως επίσης καταγράφεται η σταθερή και μαχητική της ένταξη στον αντιμνημονιακό μέτωπο, που για την Πλεύση Ελευθερίας βασίζεται στης αρχές της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της ανυπακοής και των δικαιωμάτων όπως αυτές προσδιορίζονται στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους δικαίου και με απήχηση σε εκλογικούς πληθυσμούς στους οποίους δεν φαίνεται να απευθύνεται η αριστερά σήμερα.

Εν ολίγοις, το συνολικό τοπίο της ελληνικής Αριστεράς εμφανίζει σοβαρά συμπτώματα ιταλοποίησης, για τα οποία αν δεν πάρουμε σύντομα σοβαρές πρωτοβουλίες διαλόγου και συγκλίσεων, πάνω σε μία μίνιμουμ βάση και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, θα συνηγορήσουμε εν τοις πράγμασι  στο ΤΙΝΑ σε όλα τα επίπεδα.

 

3. Η οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα

3α. Τα οικονομικά δεδομένα μιας ακόμη «διαπραγμάτευσης» ή η κατασκευή των  χαρακτηριστικών μιας νέας σκληρής καπιταλιστικής οικονομίας των επόμενων δεκαετιών;    

Ποιά είναι τα καινούργια στοιχεία στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής μιας διαπραγμάτευσης που ξεκίνησε νωρίς, κατά το προηγούμενο έτος, και συνεχίζει κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, χωρίς να είναι ακόμα σίγουρη η στιγμή της περάτωσης της; Αρκετές εκτιμήσεις τοποθετούν  το τέλος των διαπραγματεύσεων στα τέλη του Μαρτίου 2017, άλλες κατά τον Απρίλιο, και ορισμένες μιλούν και για Ιούλιο ή ακόμη και για το τέλος του 2017.  Ας μην ξεχνάμε ότι η διαπραγμάτευση, αυτή που ξεκίνησε μαζί με την β' αξιολόγηση του 3ου μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, πήρε από νωρίς ταξικά χαρακτηριστικά, αφού υποτίθεται ότι θα αφορούσε κυρίως στα εργασιακά και στο νέο είδος κοινωνικού – φιλανθρωπικού κράτους που επιχειρείται να οικοδομηθεί ήδη από το 2012. Όμως στη πορεία, τα πεδία της διαπραγμάτευσης γενικεύτηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε και πάλι να συζητείται όχι μόνο το Grexit, αλλά και το είδος της οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ των επόμενων χρόνων, η νέα αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, η σχέση της Ελλάδας με το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, οι σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ  κλπ, σοβαρή ένδειξη ότι η ελληνική υπόθεση συνεχίζει να αφορά στρατηγικές και αποφάσεις που δεν περιορίζονται στη μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά μετεξελίσσουν πρωτόλειες σκέψεις και πιλοτικές εφαρμογές, σε στρατηγικές πρακτικές του αστισμού για όλη την ΕΕ.

Ας δούμε όμως ένα προς ένα αυτά τα δεδομένα, και ας τολμήσουμε μια πρώτη αποτίμηση του 3ου μνημονίου σε σχέση με τα άλλα δυο που προηγήθηκαν:

1) Είναι κάτι περισσότερο από εμφανές και ανεξάρτητα από το πώς θα καταλήξει η διαπραγμάτευση της β’ αξιολόγησης, ή από το αν θα οδηγηθούμε σε 4ο μνημόνιο - με παρουσία ή με απουσία του ΔΝΤ- ότι με την υπογραφή του 3ου μνημονίου, τέθηκε σε εφαρμογή η κατασκευή ενός ανελέητου μηχανισμού αναδιανομής εισοδήματος από τις λαϊκές – υποτελείς τάξεις προς τις τάξεις κατόχους των μέσων παραγωγής αλλά και των χρηματοοικονομικών τίτλων, κυρίως της Ευρώπης αλλά και της Ελλάδας. Τα προηγούμενα μνημόνια περιείχαν διάσπαρτα στοιχεία και ρυθμίσεις αυτού του μηχανισμού, όχι όμως κάτι ολοκληρωμένο. Με το 3ο μνημόνιο και με τις διαπραγματευτικές διαδικασίες που το εξειδικεύουν και το υλοποιούν, δημιουργείται ο μηχανισμός αυτός με σκοπό τη μακροημέρευση και τη μόνιμη λειτουργία του, πέρα και πάνω από κάθε πολιτικό έλεγχο ή κοινωνική διεκδίκηση. Δεν είναι μόνο ο περίφημος κόφτης που θα ενεργοποιείται μόλις εντοπιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ η απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους του 3,5%, αλλά και ο διαρκής στραγγαλισμός των συντάξεων όπως και των άλλων κοινωνικών παροχών. Ενώ τα προηγούμενα μνημόνια έθεσαν σε εφαρμογή μια γενικευμένη πολιτική λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, το 3ο μνημόνιο έρχεται να συνδέσει αυτήν την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης με τον μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος. Και αυτό διότι κάθε εμβάθυνση της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, καθιστά απαραίτητη και τη μείωση των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Όσο η εσωτερική υποτίμηση θα διαλύει την αγορά εργασίας, τόσο η φορολογητέα ύλη θα συγκεντρώνεται στα κατώτερα – κατώτατα εισοδηματικά -αλλά πολυπληθή- πληθυσμιακά στρώματα. Όσο θα μειώνονται οι μισθοί, τόσο δεν θα μπορούν να καλύπτονται οι συντάξεις και θα απαιτείται η αντίστοιχη μείωσή τους: Ο τέλειος μηχανισμός υφαρπαγής του λαϊκού – μισθωτού εισοδήματος. Αλλά και ο τέλειος μηχανισμός δευτερογενούς εκμετάλλευσης, αφού όταν θα παρουσιαστεί μείωση της απόδοσής του, αυτή θα επανέρχεται αυτόματα από τον δημοσιονομικό «κόφτη». 

2) Ιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Με την τρίτη ανακεφαλαίωση των τραπεζών μέσω του 3ου μνημονίου, οι ιδιώτες επενδυτές των διεθνών μετοχικών σχημάτων έχουν κατακτήσει πάνω από το 70% των τραπεζών. Το μερίδιο αυτό δεν οφείλεται μόνο στην επενδυτική τους προσπάθεια, αλλά και στη μεθοδευμένη απίσχναση (dilution) των μετοχών του ΤΧΣ. Οι ξένοι επενδυτές ήρθαν για να αποκομίσουν κέρδη από την εκμετάλλευση των κόκκινων δανείων και την επίσπευση της εισπραξιμότητας. Με την λειτουργία τους αυτή, επιτείνουν την συγκεντροποίηση του ιδιωτικού τομέα στη βάση των εκκαθαριστικών μηχανισμών της αγοράς, αλλά και εισχωρούν στο εσωτερικό των οικονομικών και της επιβίωσης πολλών απλών νοικοκυριών. Η οικονομική κρίση όμως είναι τόσο μεγάλη, που η εισπραξιμότητα των «κόκκινων» δανείων δεν είναι καθόλου αυτή που θα ήθελαν οι επενδυτές. Η εξαιρετικά αδύναμη οικονομία στέκεται εμπόδιο σε αυτού του είδους την απομόχλευση και η διαδικασία δεν προχωρά με τους επιθυμητούς ρυθμούς. Η κατάσταση ίσως γίνει πολύ επικίνδυνη από το 2018 και μετά και ίσως οδηγήσει στην ενεργοποίηση του bail in. Ο τραπεζικός τομέας είναι σε μόνιμη αστάθεια. Δεν μπορεί να ολοκληρώσει την απομόχλευση μορφών ιδιωτικού χρέους και ως εκ τούτου δεν μπορεί να περάσει σε φάση πιστωτικής επέκτασης. Στο σημείο αυτό, η ΕΚΤ προτείνει την ποσοτική χαλάρωση ως εργαλείο σταθεροποίησης του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, η ποσοτική χαλάρωση  εφόσον δοθεί,  θα είναι για τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι για τη διεύρυνση των δημοσιονομικών – αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Αν στα προηγούμενα συμπεριλάβουμε και την ολοκληρωτική μετακίνηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στον προθάλαμο της ιδιωτικοποίησης που συνιστά το Υπερταμείο αξιοποίησης (ΥπερΤΑΙΠΕΔ), καταλαβαίνουμε ότι το 3ο μνημόνιο ολοκληρώνει τη μεταμόρφωση των σημαντικότερων αναπτυξιακών θεσμών σε μηχανισμούς αναδιανομής κεφαλαίων και ενίσχυσης της συγκέντρωσης της αγοράς.

3) PSI και Senior Creditors. Είναι γνωστό ότι τα πρώτα μνημόνια και ειδικά το 2ο με το PSI, έβαλαν στη θέση του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα, τους επίσημους φορείς δανεισμού EFSF και ESM, καθώς και τα κράτη μέλη. Ενώ ο πυρήνας της ευρωζώνης αρνείται πεισματικά τα Eurobonds και την αμοιβαιοποίηση του χρέους, δεν είχε κανένα πρόβλημα με το να φορτωθούν οι ισολογισμοί των κρατών μελών, άμεσα (με διακρατικά δάνεια) ή έμμεσα (με εγγυήσεις προς τον EFSF και τον ESM), το ελληνικό δημόσιο χρέος. Γιατί συνέβη αυτό; Η παράκαμψη των απαιτήσεων των συνθηκών της ΕΕ που αποκλείουν τη δημοσιονομική διευκόλυνση κράτους μέλους από άλλα κράτη μέλη, είναι μια αιτία αλλά όχι η μόνη. Λόγω της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης αλλά και της κρίσης του ευρύτερου ευρωπαϊκού νότου, τα εργαλεία αντιμετώπισης των χρηματοπιστωτικών κρίσεων της ευρωζώνης πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιοι από τους νέους θεσμούς, όπως ο ESM, καλούνται να παίξουν τον ρόλο του ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου. Η αλλαγή του Credit Seniority – του κυρίαρχου πιστωτή του ελληνικού δημοσίου, αποκτά ενεργητικό ρόλο στο είδος της πολιτικής ολοκλήρωσης της ευρωζώνης, στα θεμέλια μιας νέας ανισορροπίας μεταξύ κρατών δανειστών και δανειοληπτριών χωρών. Πριν τις ανακοινώσεις Μέρκελ και Σόιμπλε ήδη η ευρωζώνη, με δικές της διαδικασίες, προχωρά την καθιέρωση πολλαπλών ταχυτήτων ολοκλήρωσης. Οι ταχύτητες είναι διαφορετικές ακόμα και στη περιφέρεια και όχι μόνο μεταξύ κέντρου και περιφέρειας της ΕΕ. Ενώ οι άλλες χώρες του νότου έχουν να αντιμετωπίσουν ένα δημόσιο χρέος συνδεδεμένο με τις τράπεζες και την ιδιωτική αγορά και άρα με τις ρυθμίσεις της ΕΚΤ για την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, στην Ελλάδα το χρέος συνδέεται με τον επίσημο φορέα και τα άλλα κράτη μέλη, άρα βρίσκεται εντός της πολιτικής ομηρίας του διάχυτου φορολογικού και δημοσιονομικού σωβινισμού που επικρατεί στην ΕΕ.  Γι’ αυτό και το χρέος στα άλλα κράτη μέλη του νότου συνδέεται με την πτώχευση, ενώ στην Ελλάδα η πτώχευση συνδέεται επιπρόσθετα και με το GREXIT,  δηλαδή  με τη διάθεση ή όχι των άλλων κυβερνήσεων να συνυπάρξουν με την ελληνική οικονομία, εντός μιας οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Το 3ο μνημόνιο λοιπόν, έχει σαν σκοπό τη διατήρηση της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης, με βασικό εργαλείο την παραγωγή πλεονασμάτων του ύψους 3,5%, εξασφαλίζοντας κανονικές αποπληρωμές του χρέους, ώστε να μην προκαλείται «δυσφορία» στα άλλα κράτη μέλη. Αυτή η πολιτική ομηρία της ελληνικής οικονομίας καθιστά τις προτάσεις του ΔΝΤ (σε σχέση με ένα ελαστικότερο ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων) ανεφάρμοστες στη παρούσα συγκυρία, εκμεταλλεύσιμες όμως σε ένα δεύτερο στάδιο, για τα σκληρά μέτρα που περιέχουν, έτσι ώστε η αποπληρωμή του χρέους να εξελίσσεται ομαλά. Η μακροπρόθεσμη επιτυχία αυτής της πολιτικής ομηρίας, θα αξιοποιηθεί για να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της ΕΕ στη βάση των σκληρών δημοσιονομικών ιδεολογιών, μιας συνταγματικά επιβεβλημένης λιτότητας,   ενώ η αποτυχία της θα σημάνει την επανεξέταση των σχέσεων μεταξύ κρατών και οικονομιών εντός της ευρωζώνης.

4) Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε η θέση της ελληνικής οικονομίας εντός της ευρωζώνης δεν εξαρτάται μόνο από την ειδική λειτουργία του κοινού νομίσματος σε σχέση με το χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των οικονομιών. Εξίσου σοβαρός παράγοντας υποβάθμισης είναι και το χρέος, όπως επίσης και το ποιος κατέχει τους τίτλους του χρέους. Η ανισότητα μεταξύ δανειστών – δανειζόμενων είναι πολιτικής φύσης και λειτουργεί παράλληλα με τις οικονομικές τάσεις και τους οικονομικούς νόμους. Είναι σαφές πως εντός της ευρωζώνης, δεν μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης στην ελληνική οικονομία, μέσω της ομαλής λειτουργίας μιας τυπικής καπιταλιστικής οικονομίας. Όσο οι εισπρακτικοί μηχανισμοί «υπεραποδίδουν», κατά τα λεγόμενα του υπουργού οικονομικών, τόσο ο στόχος του 3,5% θα παραμένει και θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις των ευρωπαίων δανειστών για είσπραξη μέχρι και του τελευταίου ευρώ που έχουν δανείσει. Μόλις η οικονομία αγγίξει τα όρια απόδοσης αυτού του μηχανισμού και αυτής της στοχοθεσίας, τότε θα συζητηθεί σοβαρά από τους ευρωπαίους εταίρους, η πολιτική μεθόδευση των χαμηλότερων στόχων και της αναδιάρθρωσης που προτείνει το ΔΝΤ. Οι προτάσεις του ΔΝΤ και οι διαφορετικοί στόχοι που θέτει, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά το 2018 και εφόσον αποδειχθεί στη πράξη ότι τα πλεονάσματα του 3,5% δεν επιτυγχάνονται.

5) Το ΔΝΤ, διαφοροποιείται από τους ευρωπαίους δανειστές, παραμένοντας στρατηγικά στο πλευρό τους, ισχυριζόμενο ότι η πορεία απόδοσης του προγράμματος ριζικής αναδιανομής, δεν είναι εξασφαλισμένη από το 2018 και μετά και χρειάζεται να διασφαλιστεί. Ο μόνος τρόπος διασφάλισής του είναι μέσω της αποκατάστασης  κάποιου ρυθμού ανάπτυξης και της εκκίνησης ενός νέου κύκλου συσσώρευσης.  Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια μεγάλη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και  αναδιάρθρωση του χρέους και μόνο με μια σοβαρή μεταβίβαση πόρων από τις μισθωτές και μεσαίες τάξεις, προς στις τάξεις που θεωρητικά επενδύουν. Οι φτωχοί «αντέχουν στις μειώσεις μισθών και συντάξεων», διότι αυτές είναι σχετικά μικρές σε απόλυτα μεγέθη, αφού εφαρμόζονται σε ισοπεδωμένα εισοδήματα. Αντίθετα, αυτά που χάνει η μάζα των φτωχών, μπορούν να μεταβιβαστούν στους πλούσιους που ακόμα και αν αποθεματοποιούν τώρα, «κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον θα τα επενδύσουν». Τόσο  απλά, τόσο εκμεταλλευτικά.

3β. Η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων και το «προσύμφωνο».

Αρχές Μαρτίου ήρθε η είδηση της «προσυμφωνίας» του Εurogroup, για την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είχε ήδη έτοιμο τον επικοινωνιακό χειρισμό της και την παρουσίασε ως μια ακόμα επιτυχία της «ανυποχώρητης» στάσης της. Παρακάμπτοντας τους επικοινωνιακούς κώδικες, ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά αυτής της «προσυμφωνίας»  που δεν θα αλλάξουν δραματικά, όποια και αν είναι η κατάληξη της εξειδίκευσης τους και της ίδιας της διαπραγμάτευσης στον επόμενο μήνα ή μήνες.

1) Βασική μέριμνα των δανειστών για την μετά το 2019 περίοδο, παραμένει η εξασφάλιση των πολιτικών σκληρής λιτότητας, με ή χωρίς 4ο μνημόνιο. Βασικό μέλημα της διαπραγμάτευσης είναι η κατασκευή και η λειτουργία του μηχανισμού αναδιανομής του λαϊκού εισοδήματος. Υπενθυμίζουμε ότι ο δημοσιονομικός κόφτης δεν είναι ο μηχανισμός, αλλά ένα από τα εξαρτήματα αυτού του μηχανισμού. Βασική κινητήριος δύναμη είναι η εμβάθυνση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, η εξαναγκασμένη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, αφού οι μισθοί και τα εισοδήματα δεν θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν την κοινωνική ασφάλιση και πολλά ετήσια εισοδήματα θα διαφεύγουν -λόγω της καταβαράθρωσης τους - από την φορολογητέα βάση. Ίσως δοθεί ως αντιστάθμισμα κάποια μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι μειώσεις των συντάξεων είναι πολύ μεγάλες και η μείωση του αφορολόγητου επίσης σημαντική (ίσως και κάτω από τα 5.000 €).

2) Η ατζέντα των εργασιακών παραμένει αμετακίνητη. Οι μαζικές απολύσεις ισχύουν. Για την κυβέρνηση θεωρούνται απίθανο ενδεχόμενο και κυρίως ιδεολογική και μόνο υποχώρηση, αφού στη πράξη οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν το μέγεθος και τη δομή που αντιστοιχεί στην αρνητική ρύθμιση, άρα στη πράξη μένουν ανεφάρμοστες. Όμως το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, αφού ακόμα και αν δεν υπάρχουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις, το μέτρο δεν είναι θεωρητικό. Αφορά στην αύξηση των βαθμών ελευθερίας του εργοδοτικού δικαιώματος γενικά και όχι την ειδική εφαρμογή του σε κάποια είδη επιχειρήσεων. Το μέτρο διαμορφώνει κλίμα εργοδοτικής αυθαιρεσίας στην αγορά εργασίας και δεν διευκολύνει απλά κάποιες επιχειρήσεις, αλλά τροφοδοτεί δυναμικά πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης. Επομένως, το εργασιακό διατηρεί ακέραια την θέση του στο μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος που αναφέρθηκε προηγουμένως.

3) Εφόσον υπερβαίνονται οι στόχοι του 3,5%, θα εξετάζεται η κατεύθυνση των  «υπεραποδόσεων» προς αναπτυξιακά έργα και έργα απασχόλησης. Δεν αποκλείεται να βρεθούν κάποιοι πόροι υπεραπόδοσης των εισπρακτικών μέτρων, που θα αποκτήσουν και τέτοια χρήση. Όμως το πρόβλημα εμφανίζεται από δω και πέρα. Οι πόροι αυτοί, εφόσον βρεθούν, δεν θα διευρύνουν το δημοσιονομικό χώρο όπως πιστεύεται, αλλά θα μοχλεύσουν τους ισολογισμούς και τα κεφάλαια μεγάλων επενδυτικών τραπεζών της Ευρώπης, ευνοώντας τα σχέδια της Κομισιόν για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς και την εγκατάλειψη της πολιτικής της κοινωνικής συνοχής. Στην περίπτωση που θα κατευθυνθούν στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, οι θέσεις αυτές θα είναι εξαιρετικά χαμηλού προφίλ, ενισχύοντας την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, την αύξηση των ελαστικών μορφών εργασίας και τελικά θα ανατροφοδοτήσουν την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.

4) Ως αντάλλαγμα όλων των παραπάνω που «έδωσε» η ελληνική κυβέρνηση δεν έλαβε τίποτα. Ούτε αναδιάρθρωση χρέους, ούτε ποσοτική χαλάρωση, ούτε καν τις απαραίτητες δόσεις.

3γ. Η πρόταση Λαπαβίτσα – Μαριόλη και η συνέχεια του πολιτικού και προγραμματικού διαλόγου

Η πρόταση Λαπαβίτσα – Μαριόλη διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, όχι μόνο για να δρομολογηθεί ένας διάλογος, αλλά και για να προκύψει μια σημαντική προγραμματική εμβάθυνση της εκτός βουλής αντικαπιταλιστικής - αντιμνημονιακής και ριζοσπαστικής αριστεράς και μια σημαντική άμυνα απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις της μονόδρομης σκέψης των εγχώριων και ευρωπαϊκών κοινωνικών και πολιτικών ελίτ. 

Δεν θα μπορούσαμε να μη συμφωνήσουμε στην αναγκαιότητα της νομισματικής κυριαρχίας, στην έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ, αλλά και στην ανάγκη παύσης πληρωμών και την κρατικοποίηση του τραπεζικού τομέα. Θεωρούμε εύστοχη την τομεακή ανάλυση της ελληνικής οικονομίας καθώς και τα συμπεράσματα που αυτή καταλήγει, σε σχέση με το ποιοι τομείς είναι σε θέση να αναλάβουν αποτελεσματικά το ρόλο της ατμομηχανής στη συνολικότερη προσπάθεια απεξάρτησης από τις σκληρές ευρωπαϊκές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και λιτότητας και στην ειδικότερη προσπάθεια ανασύστασης του παραγωγικού ιστού σε αυτοδύναμη τροχιά. Συμφωνούμε επίσης με την αναγκαιότητα της υποκατάστασης εισαγωγών, ως μέθοδο αποσυμφόρησης των πιέσεων στο ισοζύγιο πληρωμών αλλά και αναβάθμισης του παραγωγικού ιστού.

Όμως τα οικονομικά – επιστημονικά ζητήματα που παραμένουν αναπάντητα στην πρόταση, όπως και αυτά με τα οποία δεν συμφωνούμε πολιτικά, είναι αρκετά και εκτιμάμε ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα από ένα συντροφικό και καλοπροαίρετο διάλογο, και με συλλογικές διαδικασίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα τα οποία θα προσεγγίσουμε καταρχήν μέσα από εσωτερικές διαδικασίες  και στη συνέχεια μέσα από έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο:

  • Αρκεί ένας κεϋνσιανισμός της ενεργού ζήτησης για να αντιμετωπιστούν τα σύγχρονα ζητήματα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού; Η μελέτη μιλά επίμονα για παραγωγικό μετασχηματισμό και όχι για κοινωνικό ή σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
  • Θα δοθεί απάντηση στο κλασικό ζήτημα της σχέσης παραγωγικές σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων; Η μελέτη απαντά με ευκολία θεωρώντας ότι στη σχέση αυτή η προτεραιότητα ανήκει στις παραγωγικές δυνάμεις. Ποια είναι η δική μας θέση;
  • Είναι η έκδοση εθνικού νομίσματος η αποκλειστική ή η κυρίαρχη μορφή νομισματικής κυριαρχίας; Ευσταθούν οι εκτιμήσεις της μελέτης για την υποτίμηση και τον πληθωρισμό;
  • Έχει εκτιμηθεί επαρκώς η επιθετικότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου; Εφόσον μια χώρα αποφασίσει την αποχώρηση της από το ευρώ, θα μπορέσει να ακολουθήσει ανενόχλητη την αυτόνομη πορεία της; Τελικά το δίλημμα είναι ρήξη ή έξοδος;
  • Θα μπορέσουμε να φέρουμε εις πέρας μια ρήξη με την ευρωπαϊκή και εγχώρια ελίτ χωρίς αλλαγή καταναλωτικού προτύπου; Επαρκεί μια αναθέρμανση της ενεργού ζήτησης ή χρειάζεται και αλλαγή των εσωτερικών χαρακτηριστικών αυτής της ζήτησης; Τα αιτήματα της ριζοσπαστικής οικολογίας, της κοινωνικής οικονομίας ή του ρεύματος της αποανάπτυξης,  βοηθούν στον προγραμματικό αναπρο- σανατολισμό του αντικαπιταλιστικού και αντιμνημονιακού κινήματος; Η μελέτη πάντως δείχνει να τα παρακάμπτει σχετικά εύκολα.

Την αρχή της συζήτησης την έκανε η μελέτη. Σε μας εναπόκειται η συνέχιση της και η διασφάλιση των όρων της για ένα γόνιμο και προωθητικό αποτέλεσμα.

 

4. Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης της εργασίας και φτωχοποίησης των υποτελών τάξεων.

Μετά από δύο  χρόνια διακυβέρνησης  του ΣΥΡΙΖΑ, οι εργαζόμενοι/νες που έχουν απωλέσει τα εργασιακά και κοινωνικά τους δικαιώματα, οι άνεργοι/ες και οι συνταξιούχοι/ες, οι αυτοαπασχολούμενοι που οδηγούνται σε εργασιακή εξόντωση, εξακολουθούν να υφίστανται τις επιπτώσεις των  σκληρών  μνημονιακών  πολιτικών και να παραμένουν στο στόχαστρο της ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης που διαρκεί μέχρι και σήμερα.

Πάρα τις εξαγγελίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ για τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης βαίνουν σταθερά αυξανόμενες και πάνω από το 60% των προσλήψεων αφορούν σε μερική ή εκ περιτροπής εργασία. Την ίδια στιγμή, η  απλήρωτη εργασία και η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας διογκώνεται, ενώ η ημι-δηλωμένη εργασία και η μισθωτή εργασία με μπλοκάκι αποτελούν μορφές συγκαλυμμένης αδήλωτης εργασίας. Ταυτόχρονα η  εντυπωσιακή μείωση των συλλογικών συμβάσεων με επίκεντρο την επιχείρηση (Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας) και η παράλληλη μείωση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ έχουν συντελέσει στην περαιτέρω μείωση των αποδοχών των εργαζομένων.

Μέσα σε αυτό το τοπίο της απορυθμισμένης αγοράς εργασίας  και στο πλαίσιο μιας αέναης «διαπραγμάτευσης»,  οι δανειστές και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους επιζητούν την περαιτέρω μείωση των κατώτατων μισθών κάτω και από τα 586 ή 511 ευρώ για πλήρη απασχόληση, την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων για τη διευκόλυνση της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, τη διατήρηση της απαγόρευσης των ΣΣΕ, καθώς και την κατάργηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Η διαρκής υποτίμηση της αξίας της εργασίας και η κυριαρχία  της «φθηνής εργασίας», η αποχώρηση του κράτους ως εγγυητή της Δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης, υπονομεύουν περεταίρω το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενώ οι περικοπές σε καταβαλλόμενες αλλά και νέες κύριες συντάξεις, η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, κλπ, φτωχοποιούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει απολέσει όχι μόνο τον αλληλέγγυο χαρακτήρα του αλλά και την ανταποδοτικότητα του. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην διάλυση οποιουδήποτε ψήγματος ασφαλιστικής συνείδησης, αλλά και στο περαιτέρω άνοιγμα του δρόμου για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης.

 Στη διάρκεια αυτού του «πολέμου» τάξης εναντίον τάξης, εκκαθαρίζονται και τα αδύναμα τμήματα του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο κλείνει σειρά επιχειρήσεων (μεγάλων, μεσαίων και μικρών) και την ίδια στιγμή που επικρατούν οι ισχυρότεροι, δημιουργούνται «περιττοί» άνθρωποι και εργασιακές εφεδρείες σε αναμονή προς εκμετάλλευση. Αυτή η διαδικασία εκκαθάρισης των μεσαίων και μικροαστικών τάξεων και η μεταφορά κεφαλαίου προς τους ισχυρούς, δηλώνει την διάρρηξη των σχέσεων της  κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα μικροαστικά στρώματα και την αντίστοιχη σύνδεσή της με την αστική τάξη. Βέβαια, η κυβέρνηση επιχειρεί την λείανση των επιπτώσεων των πολιτικών της στα μικροαστικά στρώματα, σε βάρος των εργαζομένων, με τις πολιτικές ανακύκλωσης της ανεργίας  που εφαρμόζει, παρέχοντας φτηνό εργατικό δυναμικό μέσα από τη μαθητεία, την κατάρτιση, τη μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε επιδότηση του εργοδότη και τη διαγραφή των ανέργων από τα μητρώα του ΟΑΕΔ όταν δεν δέχονται την όποια θέση εργασίας τους προτείνεται. Ειδικότερα, αυτά τα  μέτρα «απασχόλησης», αφενός αντιμετωπίζουν την ανεργία όχι ως δομικό φαινόμενο αλλά ως ατομική ευθύνη, και αφετέρου απαλλοτριώνουν τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Οι ανωτέρω ασκούμενες πολιτικές δημιουργούν «πλεονάζοντες πληθυσμούς», συμπιέζοντας τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής τους αλλά και της απλής επιβίωσης τους. Για το σκοπό αυτό, το κράτος σήμερα αναλαμβάνει να διατηρήσει τους στοιχειώδους όρους διαβίωσης των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων, μέσα από τη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου  δικτύου ασφάλειας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, έδωσε τα πρώτα δείγματα προσχώρησής της στο νεοφιλελεύθερο μπλοκ εξουσίας, τα πρώτα δείγματα της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, αφού επέλεξε ως μοναδική μονομερή ενέργεια την ψήφιση του ν/σ για την «Ανθρωπιστική κρίση», αντί του νομοσχεδίου για την αύξηση του κατώτατου μισθού και της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων. Επέλεξε δηλαδή να «εκπροσωπήσει» τις υποτελείς τάξεις και τα πληττόμενα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές  κοινωνικά στρώματα, θεσμοθετώντας πολιτικές ελάχιστης προστασίας και ασφάλειας: Ένα δίκτυ ασφάλειας που στρωματοποιεί τη φτώχεια και κατασκευάζει  τους «απλούς» φτωχούς και τους «ακραία» φτωχούς,  για τους οποίους διασφαλίζει μόνο τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και την διατήρηση της εργατικής τους δύναμης. Η σημερινή ακραία φτώχεια της κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ εξαιρεί από την κοινωνική προστασία μεγάλη μερίδα των υποτελών τάξεων και εξυπηρετεί τις ελάχιστες ανάγκες μιας μικρής «κατώτερης» μερίδας του πληθυσμού, που  βρίσκονται σε συνεχή επιτήρηση προκειμένου να διαγνωστεί η «πραγματική» ανάγκη. Ο συνεχής έλεγχος του εισοδήματος και της διάθεσης των φτωχών για οποιαδήποτε εργασία, αφενός έχει επιδεινώσει την ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών, και αφετέρου έχει μετατρέψει τον κρατικό μηχανισμό σε ένα σκληρό μηχανισμό επιτήρησης και καταστολής.

Οι διαιρετικές αυτές πολιτικές, χωρίζουν τις υποτελείς τάξεις  σε δικαιούχους και μη δικαιούχους, σε αυτούς που δίνουν και δεν εισπράττουν κανένα αντάλλαγμα, και στην τάξη των «παριών» που δεν «προσφέρει τίποτα». Σ’ αυτή την «επικίνδυνη τάξη», συνωστίζονται οι άνεργοι/ες, οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι οροθετικοί, οι άνθρωποι με αναπηρία, οι σεξουαλικές και άλλες μειονότητες, οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, οι άστεγοι, όλοι αυτοί που φέρουν την ευθύνη της ατομικής  επιλογής, που πρέπει να είναι ορατοί για να απορροφούνται οι φόβοι μιας κοινωνίας που δεν είναι βέβαιη για την επιβίωση της και που στερείται τους υλικούς όρους συνύπαρξης. Σ’ αυτό το τοπίο της απορρύθμισης της εργασίας και των κοινωνικών παροχών, ο ρατσισμός και ο φασισμός αποτελούν τον μόνιμο υπαρκτό κίνδυνο.

4α. Η νεολαία

Η σπουδάζουσα και εργαζόμενη (ή σε αναζήτηση εργασίας) νεολαία αποτελεί εξ ίσου θύμα των εφαρμοζόμενων πολιτικών, γι’ αυτό και δεν εξαιρείται από το γενικότερο αίσθημά θυμού και απογοήτευσης σε σχέση με την πολιτική. Σε μεγάλο βαθμό, η αποστασιοποίηση από τις διεκδικήσεις και την συλλογική ζωή, είναι απότοκο της ιστορικής κρίσης της αριστεράς τις τελευταίας δεκαετίες. Πέρα όμως απ’ αυτό, επειδή οι σημερινές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και περικοπές στην παιδεία είναι μέρος ενός συνολικού καθεστώτος, οι μάχες που καλούνται να δώσουν οι φοιτητές έχουν πολύ δυσδιάκριτο ορίζοντα νίκης, σε αντίθεση με παλαιότερες,  όπως το άρθρο 16. Τέλος, πρέπει να δούμε και τις χρόνιες στρεβλώσεις της ίδιας της φοιτητικής αριστεράς ως αίτιο της αποχής του φοιτητικού σώματος από τις κινητοποιήσεις και τις συνελεύσεις. Ο αριστερός φοιτητικός συνδικαλισμός συχνά αναλώθηκε στη μαξιμαλιστική ρητορική, σε ενδοαριστερές κόντρες, σε κινήσεις «επαναστατικής γυμναστικής», χωρίς συνέπεια και τακτική. Αντίθετα υποβίβασε ή και αδιαφόρησε ολότελα για την σημασία καθημερινών προβλημάτων των φοιτητών και για μικρές μάχες που θα μπορούσαν να είναι νικηφόρες, αφήνοντας το πεδίο αυτό προνομιακό για συστημικές δυνάμεις που το διαχειρίζονται με πελατειακό τρόπο.

Συνειδητοποιώντας την πολυσύνθετη αυτή πραγματικότητα, η πανεπιστημιακή αριστερά μπορεί και πρέπει να αναθεωρήσει την προοπτική παρέμβασης της.

4β. Το προσφυγικό

Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα έχει φτάσει σε μια καμπή. Η υπογραφή της συμφωνίας ΕΕ - Τουρκίας με τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής κυβέρνησης, ήρθε να ολοκληρώσει το ερμητικό κλείσιμο του βαλκανικού δρόμου και οδήγησε σε εγκλωβισμό περισσότερων από 50.000 πρόσφυγες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η συμφωνία δημιούργησε ένα ορατό ανθρώπινο τείχος, που λειτουργεί ως  ένα εσωτερικό σύνορο στην Ελλάδα και εκπέμπει ένα διπλό μήνυμα. Για τους πρόσφυγες που θα επιχειρήσουν να έρθουν στην Ελλάδα το μήνυμα είναι ότι η ζωή τους θα είναι αβίωτη, για την ελληνική κοινωνία σηματοδοτούν τον «επικίνδυνο άλλο» αφού «οι πόροι πλέον δεν επαρκούν».

Οι πρόσφυγες που είχαν έρθει πριν την υπογραφή της, πέρασαν  στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ αυτοί που ακολούθησαν εγκλωβίστηκαν στα νησιά (Χίο, Μυτιλήνη κλπ), όπου στερούνται κάθε δυνατότητα κοινωνικής ορατότητας και κινδυνεύουν καθημερινά με απελάσεις προς την Τουρκία που έχει χαρακτηριστεί ως «ασφαλής τρίτη χώρα». Πλέον η είσοδος στα προσφυγικά στρατόπεδα και τα hot spot έχει απαγορευθεί, επιβάλλοντας συνθήκες απόλυτου ελέγχου στους εθελοντές και τους αλληλέγγυους-ες, που κατηγορούνται συστηματικά ως «υποκινητές» προσφυγικών διαδηλώσεων και εξεγέρσεων.

Οι τελευταίοι θάνατοι προσφύγων σε camps εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης σε αυτά και των ελάχιστων παροχών προς εξασφάλιση μόνο των στοιχειωδών όρων επιβίωσης, επιβεβαιώνει ότι η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση, ασκούν μια αντιμεταναστευτική πολιτική εξασφάλισης των ελάχιστων δυνατών παροχών, που στερούν δικαιώματα από τον ίδιο τον προσφυγικό πληθυσμό (να μάθουν να ζούνε με λιγότερα, να μάθουν να ζουν με όρους ακραίας φτώχειας), αδιαφορώντας πλήρως για το αν στην πορεία περιστολής δικαιωμάτων των προσφύγων χάνονται ακόμη και ανθρώπινες ζωές.

Τα παραπάνω,  αναδεικνύουν την ανάγκη πάλης του αντιρατσιστικού και ανταγωνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς, για το κλείσιμο προσφυγικών στρατοπέδων, την κοινωνική ένταξη των προσφύγων και των μεταναστών/ριών, την ανατροπή της Ευρωτουρκικής συμφωνίας, την ελεύθερη μετακίνηση των προσφύγων στην Ευρώπη, την θεμελίωση ίσων δικαιωμάτων με τον ντόπιο πληθυσμό και την σύνδεση των διεκδικήσεων τους με το εργατικό κίνημα. Οι παραπάνω διεκδικήσεις θα συντεθούν φέτος, στις 18 Μάρτη, στον ένα χρόνο από τη συμφωνία της ντροπής ΕΕ-Τουρκίας, όπου κινήματα από όλη την Ευρώπη θα δώσουν αγωνιστικό ραντεβού ενάντια στον ρατσισμό και την απάνθρωπη αντιμετώπιση των προσφύγων και μεταναστών/ριών από τους ισχυρούς της ΕΕ.

 

5. Η κοινωνική συνθήκη σήμερα και η προοπτική συγκρότησης του ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού χώρου

Η ανάλυση  που έχουμε ήδη κάνει σε σχέση με την διεθνή συγκυρία, το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα, τις οικονομικές παραμέτρους και το περιβάλλον της εργασίας, μας δίνουν μια σημαντική βάση αναφοράς για να κατανοήσουμε τις αντικειμενικές συνθήκες και δυσκολίες μέσα στις οποίες αναζητάμε το στίγμα της δικής μας παρέμβασης με στόχο την ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς, εννοώντας την, κυρίως, ως τον κοινωνικό χώρο που κινείται σε ένα τέτοιο προσανατολισμό και με τις αναγκαίες πολιτικές συμμαχίες που μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για την ανατροπή του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων.

Έχουν διατυπωθεί αρκετά από τα αξιακά ζητήματα πάνω στα οποία στηρίζεται η συγκρότηση και η μέχρι σήμερα πολιτική στάση της ΑΡΚ και τα οποία συζητήθηκαν σε προηγούμενες συνδιασκέψεις και ως ένα βαθμό είναι ο κοινός μας τόπος. Ωστόσο εξακολουθούν να παραμένουν πολλά ερωτήματα, που δεν εκφράζουν μόνο δικές μας αδυναμίες, αλλά δομικά προβλήματα στη συγκρότηση της αριστεράς όχι μόνο λόγω της ακραίας επίθεσης που σήμερα αντιμετωπίζουμε, αλλά κυρίως γιατί ιστορικά στο απώτερο αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν, τα ριζοσπαστικά – ανατρεπτικά εγχειρήματα αντιμετώπισαν ορισμένα ανυπέρβλητα ως σήμερα εμπόδια.

Επιγραμματικά, θα θέσουμε ορισμένα από αυτά, συσχετίζοντάς τα και με ότι συμβαίνει στην Ελληνική κοινωνία σήμερα.

Η ελληνική κοινωνία, και δη τα πληττόμενα τμήματά της, χαρακτηρίζεται από τις βαριές επιπτώσεις του αρνητικού μηνύματος της 13ης Ιουλίου: Αίσθηση αδιέξοδου ως προς την ύπαρξη εναλλακτικής, ανυποληψία της αριστεράς και εν γένει του πολιτικού συστήματος, αδιαφορία και έλλειψη διάθεσης για αγώνα και ατομικές ή συλλογικές αλλαγές, φόβος και ενίοτε η απορρέουσα από αυτόν υποταγή, θυμός που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν μεταφράζεται σε οργανωμένη αντίσταση αλλά σε εσωτερικά και εξωτερικά καταστροφική διάθεση.  Η επικοινωνιακή και αβαθής διαχείριση αυτής της βαθιάς κρίσης μπορεί να έχει ακόμα πιο καταστροφικά αποτελέσματα. Για την αντιμετώπισή της απαιτείται δουλειά σε  βάθος. Και δεν υπάρχουν ερωτήματα τα οποία σήμερα μας επιτρέπεται να τα αφήσουμε στην άκρη:

  • Η πορεία προς το σοσιαλισμό, ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
  • Εργασία και κοινωνική χειραφέτηση.
  • Δημοκρατία και κοινωνικός έλεγχος.
  • Περιβάλλον και ένα άλλο μοντέλο κατανάλωσης.
  • Οι διεθνείς συμμαχίες. Η Ευρωπαϊκή ένωση και τα εναλλακτικά μοντέλα διεθνών συμμαχιών. Οι χώρες του Νότου; Η Μεσόγειος, τα βαλκανικά κράτη;
  • Τι συμβαίνει στη Λατινική Αμερική;
  • Έξω από την ΕΕ. Δυνατότητες και προβλήματα.
  • Ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Διαχείριση και έλεγχος του κράτους. Η απαξία και ο χαμένος ρόλος της αυτοδιοίκησης.
  • Ηγεμονία και ο ρόλος της πρωτοπορίας.
  • Νέες μορφές πολιτικής συγκρότησης.

 Η συζήτηση για όλα τα παραπάνω δεν απαιτεί μόνο γνώστες και «ειδικούς». Απαιτεί ενεργοποίηση των κοινωνικών δυναμικών που συνίστανται όχι μόνο στις μικρές κινηματικές εστίες, αλλά κυρίως στην δυνατότητα των ανθρώπων, όπως η προηγούμενη εξαετία μας έδειξε, να συναντούνται δυναμικά, επινοητικά και παραγωγικά, όταν τα πλαίσια αυτών των συναντήσεων επιτρέπουν την αυτενέργεια και την ουσιαστική συμμετοχή.

Στον διάλογο που έχει/πρέπει να ανοίξει, επιβάλλεται η ΑΡΚ  με επιμονή, ουσιαστικό τρόπο και συγκροτημένη παρουσία να συμβάλει στην ανάδειξη   ζητημάτων και απαντήσεων σε σχέση με την συμμετοχή των «από κάτω»,  στην κυβερνητική και ουσιαστική εξουσία.

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε αυτό που θεωρητικά γνωρίζαμε ήδη: η αντιπροσώπευση,  η ανάθεση, η διαχείριση από κάστες ειδικών κοκ αποτελούν πολύτιμα ΕΡΓΑΛΕΙΑ για τους «από πάνω». Η εκλογική νίκη των κοινωνικών στρωμάτων που (θέλουμε να) εκπροσωπούμε, είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την υλοποίηση ακόμα και του πιο στοιχειώδους προγράμματος βασικών αλλαγών.

Ζητήματα κοινωνικού-εργατικού ελέγχου και λαϊκής συμμετοχής, πολιτικής-οικονομικής αυτοδιαχείρισης, συμμετοχικού σχεδιασμού κυβερνητικής διαδικασίας κοκ, δεν επιτρέπεται να παραπέμπονται στην επαύριο της κοινωνικής πάλης. Πρέπει να αποτελούν συστατικό στοιχείο της όχι αφηρημένα  αλλά και μιας καθημερινής πρακτικής από τώρα.

Οφείλουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στις υποτελείς τάξεις, έστω δειλά  και πειραματικά, να ξεκινήσουν τη συγκρότηση της «ΑντιΕξουσίας των από κάτω».

Κάποιες από τις επιτακτικές ανάγκες του σήμερα, που συγκροτούν «ύλη» και «κρίσιμη μάζα» πολιτικών υποκειμένων που ανοίγουν την διαδικασία συγκρότησης της «ΑντιΕξουσίας»:

  • Επιτροπές από εργαζόμενους, άμεσα πληττόμενους, σχετικούς επιστήμονες κοκ, ανά τομέα κυβερνητικής εξουσιαστικής λειτουργίας.

«Αντισυνελεύσεις» για κάθε δομή - μηχανισμό εφαρμογής πολιτικών.

  • Συντονισμός και συγκρότηση κοινωνικών μετώπων από ομάδες, συλλογικότητες, πολίτες για αντιμετώπιση ευρύτερων θεμάτων.
  • Συγκρότηση και ενεργοποίηση ομάδων, φόρουμ έρευνας και τεκμηρίωσης, για την παραγωγή των «δικών μας» (αντι)προτάσεων.
  • Ενίσχυση και φούντωμα των πειραμάτων Κοινωνικής Οικονομίας, σύνδεσή τους με ευρύτερα στρώματα παραγωγών, καταναλωτών, αποκλεισμένων από την οικονομική διαδικασία,

Κρίσιμο σημείο, η ηγεμονία της «δικιάς μας» αντίληψης για τη λειτουργία όλων αυτών των διαδικασιών (Αυτοοργάνωση, Ανυπακοή, αντιανάθεση, Άμεση Δημοκρατία, αντιπαραγοντική / αντιελιτίστικη αντίληψη, εμπλοκή ευρύτερων πληθυσμών σε κάθε διαδικασία κ.ά).

Μια τέτοια μεγάλη κινητοποίηση και αντεπίθεση μαζικού χαρακτήρα, που θα έχει ταυτόχρονα ως συστατικό στοιχείο της τη «λαϊκότητα», αποτελεί Αναγκαία και Ικανή συνθήκη για να μπορέσει να εμπνευστεί και πάλι ο κόσμος που πλήττεται από την άγρια και εξοντωτική επίθεση λιτότητας του κεφαλαίου. Θα ξαναπείσει τον «Λαό του ΟΧΙ» ότι η ΤΙΝΑ είναι απλά ένα σκιάχτρο των «απέναντι». Θα αναδείξει με εμφατικό τρόπο τις θαμμένες ικανότητες του κόσμου της εργασίας, των περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων, των αποκλεισμένων της κοινωνίας. Θα αντικαταστήσει το «δεν γίνεται» με το «Εμείς Μπορούμε».

Την ίδια στιγμή, θα ανοίξει έμπρακτα, ουσιαστικά και χρήσιμα, τη  συζήτηση για την εξουσία, τον κοινοβουλευτισμό, τους κυβερνητικούς μηχανισμούς και το Κράτος.

Σε συνδυασμό με τα εγχειρήματα κινηματικής οικοδόμησης της λαϊκής εξουσίας, καλούμαστε να οραματιστούμε, να αναδείξουμε τη σπουδαιότητα και να διεκδικήσουμε τον ριζικό εκδημοκρατισμό του πολιτειακού συστήματος, στη βάση της ουσιαστικής λαϊκής συμμετοχής και του λαϊκού ελέγχου. Προς τούτο επικεντρώνουμε στο αίτημα μιας Συντακτικής Συνέλευσης και επιδιώκουμε μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της άμεσης και  συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως η ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας στις διαδικασίες ανάδειξης και στη σύνθεση του βουλευτικού σώματος, η αναβάθμισή του έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, η θεσμοθέτηση δυνατότητας λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (πχ, πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων με πρόταση ορισμένου αριθμού πολιτών), η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας και των βουλευτικών προνομίων. Η ριζική δημοκρατική αναδιάταξη του πολιτικού πλαισίου αποτελεί ένα αίτημα ώριμο, καθώς η κρατούσα πολιτική τάξη (στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ) έχει σε μεγάλο βαθμό απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση των υποτελών τάξεων. Είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να αναστραφεί η τάση μαζικής απόσυρσης από την πολιτική.

Σήμερα λοιπόν και κατά προτεραιότητα, οφείλουμε να αναπτύξουμε πρωτοβουλίες  που θα επιτρέψουν την ενδυνάμωση των χώρων αντίστασης, με τη συστηματική παρουσία μας σε τοπικές  και  θεματικές δράσεις. Χρειάζεται συστηματική καταγραφή και ενίσχυση της δικτύωσης των συλλογικοτήτων, έτσι ώστε η κατακτημένη γνώση, αλλά και τα διαπιστωμένα προβλήματα να γίνονται κοινό κτήμα.

Παράλληλα, πρέπει να συμμετέχουμε ή και να προκαλούμε έναν ανοιχτό διάλογο για όλα τα παραπάνω επίδικα, ο οποίος δεν θα συσκοτίζει τα δύσκολα σημεία, αλλά θα εμμένει σε μια βαθύτερη έρευνα και θα αναδεικνύει με ειλικρίνεια τα ζητούμενα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργασία με όλες τις ριζοσπαστικές δυνάμεις είναι επιθυμητή. Παραμένει ζητούμενο αν όλες οι δυνάμεις ή κάποιες από αυτές, είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε μια τέτοια προσπάθεια, μακριά από ηγεμονισμούς  και αφοριστικές βεβαιότητες. Και είναι σαφές ότι μια τέτοια προσέγγιση, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί ούτε σε προεπιλεγμένες συμμαχίες ούτε σε προεπιλεγμένους αποκλεισμούς.

Για να μην βρεθούμε για μια ακόμα φορά αντιμέτωποι/ες με το «σύνδρομο» Σύριζα,  πρέπει να συνομολογήσουμε ότι η κατάληψη της εξουσίας δεν μπορεί να είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας συγκυριακής συμμαχίας, αλλά το προϊόν μιας ουσιαστικής κοινωνικής διεργασίας και μετατόπισης. Κατ’ αναλογία και οι εκλογικές συμμαχίες οφείλουν να μην παρακάμπτουν σοβαρές διαφωνίες αλλά να βασίζονται σε ένα σαφές κοινό μεταβατικό σχέδιο, τις βάσεις του οποίου οφείλουμε να θέσουμε από σήμερα. Το πλαίσιο αντι-μνημόνιο και αντι-ΕΕ δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκές. Ξεκινώντας από σήμερα μια τέτοια προσπάθεια και ανάλογα με την πρόοδο της, θα μπορούμε να τοποθετηθούμε και απέναντι στο ερώτημα των εκλογικών συμμαχιών όταν αυτό τεθεί.