Επικαιρότητα

Η πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα: Η συστημική και η αριστερή αντιπολίτευση

24/04/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Ωστόσο, η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι οι απαιτήσεις από πλευράς των δανειστών για πλεόνασμα 3,5%,  ακυρώνουν τα προγράμματα όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλων των κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, οι συστημικές δυνάμεις και κυρίως η  ΝΔ, αξιοποιώντας το χαρτί της «σοβαρότητας και αξιοπιστίας» προσπαθούν να συσπειρώσουν  τα κατεστραμμένα μεσαία και μικροαστικά στρώματα στη βάση της μείωσης της φορολόγησης τους. Ταυτόχρονα, συστηματικά επιχειρούν να αποδομήσουν  το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, στοχεύοντας κυρίως σε θέματα διαφθοράς και διαφάνειας. Παράλληλα, η ΝΔ δίνει διαπιστευτήρια υποταγής στην Γερμανία, με στόχο  να εμφανιστεί ως ο πειθήνιος και αξιόπιστος εντολοδόχος των δανειστών. Αυτή η ακροβασία δεν πείθει, αφού τα ποσοστά της δεν έχουν αυξηθεί πέραν αυτών που είχε επιτύχει στις τελευταίες εκλογές, γεγονός που δείχνει και σε αυτήν την περίπτωση, την κρίση των δεσμών εκπροσώπησης με τα παραδοσιακά της στρώματα.

Η "Κεντροαριστερά" (ΠΑΣΟΚ - Δημοκρατική Συμπαράταξη, μετά και την συμπόρευση με το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών), προσπαθεί να συσπειρώσει τις σκόρπιες δυνάμεις της, με στόχο να επανακάμψει πολιτικά & εκλογικά και να ξεπεράσει την τεράστια φθορά που έχει υποστεί ο χώρος αυτός. Η απόπειρα αυτή έρχεται σε αντίθεση - μόνο στο πεδίο της νομής της πολιτικής εξουσίας - με την επιχειρούμενη συγκρότηση του "νέου" δικομματισμού (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ), που δεν επιθυμεί να επιτρέψει την ύπαρξη κάποιου «ενδιάμεσου» ζωτικού πολιτικού χώρου. Όλες αυτές οι δυνάμεις βέβαια, εντάσσονται με θρησκευτική ευλάβεια στην πορεία του  απόλυτου Μνημονιακού μονόδρομου.

Η Χρυσή Αυγή, έχοντας τη ρετσινιά της εγκληματικής οργάνωσης, προς το παρόν εμφανίζεται περίπου στα γνωστά της ποσοστά, όμως εξαιτίας της διόγκωσης του προσφυγικού προβλήματος, λόγω και των άθλιων χειρισμών του καθ’ ύλην αρμόδιου υπουργείου, ενδέχεται  να καρπωθεί εκλογικά την δυσαρέσκεια τοπικών κοινωνιών που πιέζονται από την προσφυγική κρίση. Αρνητικό ρόλο εδώ, παίζει κυρίαρχα η κυβέρνηση, ο λόγος της οποίας εξομοιώνει  τους αλληλέγγυους με τους φασίστες, υπερασπίζεται σθεναρά τον φράχτη του Έβρου και αντιμετωπίζει τους προσφυγές ως κατώτερη κοινωνική ομάδα (hotspots, συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας), και γενικότερα συγκροτεί μια εθνοκεντρική αφήγηση. Έτσι η ΧΑ και ο λόγος της, φαντάζουν λιγότερο ακραίοι και βρίσκουν θέση στο δημόσιο διάλογο. Όπως έχει δείξει η εμπειρία σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ο χώρος της Ακροδεξιάς, ακόμα και της ναζιστικής της παραλλαγής, προσφέρεται εξαιρετικά για την κοινωνικο-πολιτική έκφραση των συμπιεζόμενων ή και κατεστραμμένων από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία λαϊκών στρωμάτων, από τα οποία η  μεταδημοκρατία αφαιρεί την δυνατότητα πολιτικής εκπροσώπησης.

Από την άλλη πλευρά, η αριστερά και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις αδυνατούν να εκπροσωπήσουν τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα και να εκφράσουν μια πειστική απάντηση στις ασκούμενες πολιτικές. Το ΚΚΕ εξαντλεί την πολιτική του στην καταγγελία του συστήματος ενώ καμία αξιόλογη διαφοροποίηση δεν έχει συμβεί στη στάση και την πρακτική του.  

Η ΛΑΕ, μετωπικό σχήμα δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, έχει χάσει την όποια δυναμική. Η έξοδος πολιτικών οργανώσεων από το μέτωπο της ΛΑΕ καταδεικνύει έντονα σημάδια αποσυσπείρωσης και αδυναμίας της να καλύψει το πολιτικό κενό εκπροσώπησης που κυριαρχεί στην σημερινή πολιτική συγκυρία. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη ιδρυτική συγκρότηση του Αριστερού Ρεύματος ως πολιτικής οργάνωσης  ενταγμένης στη ΛΑΕ, στο βασικό συνεδριακό κείμενο του οποίου, διαπιστώνει κανείς την συρρίκνωση των αναφορών στη ΛΑΕ ως μετωπικού σχηματισμού, έως και την εγκατάλειψή της. Από την άλλη μεριά, η ίδια η ΛΑΕ, έχοντας αντιληφθεί την ανάγκη συσπείρωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενδιαφέρεται να συγκροτήσει με άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις, ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο διεξόδου από την ΤΙΝΑ της ΕΕ.

Σε δημιουργία μετώπου καλεί τις δυνάμεις της αριστεράς και  η  ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο, παρά  τις προσκλήσεις για διάλογο με άλλες αριστερές δυνάμεις, όπως η ΑΡΚ, παραμένει καθηλωμένη σε βαθιά σεχταριστικές πρακτικές στα κινήματα, όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια σοβαρή συμπαράταξη, στη βάση της  αναζωογόνησης του συνδικαλιστικού και άλλων επιμέρους κινημάτων, επιδιώκοντας τη μονοπώληση του ριζοσπαστικού χώρου.

Η Δικτύωση, με ασαφές πολιτικό πλαίσιο, έχει και αυτή   απευθύνει πρόσκληση διαλόγου σε συλλογικότητες και οργανώσεις της Αριστεράς, προκειμένου να συγκροτηθεί στο μέλλον ένας συντονισμός κινημάτων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς με το άνοιγμα δημόσιο διαλόγου πάνω σε επίμαχα πολιτικά θέματα.

Τέλος, η Πλεύση Ελευθερίας επιβεβαιώνει την άποψη ότι πρόκειται για ένα φορέα με προσωποπαγή κυρίως συγκρότηση, χωρίς αναφορές στην Αριστερά και ελλειπή ταξική ανάλυση. Όμως επίσης καταγράφεται η σταθερή και μαχητική της ένταξη στον αντιμνημονιακό μέτωπο, που για την Πλεύση Ελευθερίας βασίζεται στης αρχές της δημοκρατίας, της διαφάνειας, της ανυπακοής και των δικαιωμάτων όπως αυτές προσδιορίζονται στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους δικαίου και με απήχηση σε εκλογικούς πληθυσμούς στους οποίους δεν φαίνεται να απευθύνεται η αριστερά σήμερα.

Εν ολίγοις, το συνολικό τοπίο της ελληνικής Αριστεράς εμφανίζει σοβαρά συμπτώματα ιταλοποίησης, για τα οποία αν δεν πάρουμε σύντομα σοβαρές πρωτοβουλίες διαλόγου και συγκλίσεων, πάνω σε μία μίνιμουμ βάση και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, θα συνηγορήσουμε εν τοις πράγμασι  στο ΤΙΝΑ σε όλα τα επίπεδα.