Επικαιρότητα

Η οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα: Τα οικονομικά δεδομένα μιας ακόμη «διαπραγμάτευσης» ή η κατασκευή των χαρακτηριστικών μιας νέας σκληρής καπιταλιστικής οικονομίας των επόμενων δεκαετιών;

24/04/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Ποιά είναι τα καινούργια στοιχεία στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής μιας διαπραγμάτευσης που ξεκίνησε νωρίς, κατά το προηγούμενο έτος, και συνεχίζει κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, χωρίς να είναι ακόμα σίγουρη η στιγμή της περάτωσης της; Αρκετές εκτιμήσεις τοποθετούν  το τέλος των διαπραγματεύσεων στα τέλη του Μαρτίου 2017, άλλες κατά τον Απρίλιο, και ορισμένες μιλούν και για Ιούλιο ή ακόμη και για το τέλος του 2017.  Ας μην ξεχνάμε ότι η διαπραγμάτευση, αυτή που ξεκίνησε μαζί με την β' αξιολόγηση του 3ου μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, πήρε από νωρίς ταξικά χαρακτηριστικά, αφού υποτίθεται ότι θα αφορούσε κυρίως στα εργασιακά και στο νέο είδος κοινωνικού – φιλανθρωπικού κράτους που επιχειρείται να οικοδομηθεί ήδη από το 2012. Όμως στη πορεία, τα πεδία της διαπραγμάτευσης γενικεύτηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε και πάλι να συζητείται όχι μόνο το Grexit, αλλά και το είδος της οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ των επόμενων χρόνων, η νέα αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, η σχέση της Ελλάδας με το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, οι σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ  κλπ, σοβαρή ένδειξη ότι η ελληνική υπόθεση συνεχίζει να αφορά στρατηγικές και αποφάσεις που δεν περιορίζονται στη μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά μετεξελίσσουν πρωτόλειες σκέψεις και πιλοτικές εφαρμογές, σε στρατηγικές πρακτικές του αστισμού για όλη την ΕΕ.

Ας δούμε όμως ένα προς ένα αυτά τα δεδομένα, και ας τολμήσουμε μια πρώτη αποτίμηση του 3ου μνημονίου σε σχέση με τα άλλα δυο που προηγήθηκαν:

1) Είναι κάτι περισσότερο από εμφανές και ανεξάρτητα από το πώς θα καταλήξει η διαπραγμάτευση της β’ αξιολόγησης, ή από το αν θα οδηγηθούμε σε 4ο μνημόνιο - με παρουσία ή με απουσία του ΔΝΤ- ότι με την υπογραφή του 3ου μνημονίου, τέθηκε σε εφαρμογή η κατασκευή ενός ανελέητου μηχανισμού αναδιανομής εισοδήματος από τις λαϊκές – υποτελείς τάξεις προς τις τάξεις κατόχους των μέσων παραγωγής αλλά και των χρηματοοικονομικών τίτλων, κυρίως της Ευρώπης αλλά και της Ελλάδας. Τα προηγούμενα μνημόνια περιείχαν διάσπαρτα στοιχεία και ρυθμίσεις αυτού του μηχανισμού, όχι όμως κάτι ολοκληρωμένο. Με το 3ο μνημόνιο και με τις διαπραγματευτικές διαδικασίες που το εξειδικεύουν και το υλοποιούν, δημιουργείται ο μηχανισμός αυτός με σκοπό τη μακροημέρευση και τη μόνιμη λειτουργία του, πέρα και πάνω από κάθε πολιτικό έλεγχο ή κοινωνική διεκδίκηση. Δεν είναι μόνο ο περίφημος κόφτης που θα ενεργοποιείται μόλις εντοπιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ η απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους του 3,5%, αλλά και ο διαρκής στραγγαλισμός των συντάξεων όπως και των άλλων κοινωνικών παροχών. Ενώ τα προηγούμενα μνημόνια έθεσαν σε εφαρμογή μια γενικευμένη πολιτική λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, το 3ο μνημόνιο έρχεται να συνδέσει αυτήν την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης με τον μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος. Και αυτό διότι κάθε εμβάθυνση της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης, καθιστά απαραίτητη και τη μείωση των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Όσο η εσωτερική υποτίμηση θα διαλύει την αγορά εργασίας, τόσο η φορολογητέα ύλη θα συγκεντρώνεται στα κατώτερα – κατώτατα εισοδηματικά -αλλά πολυπληθή- πληθυσμιακά στρώματα. Όσο θα μειώνονται οι μισθοί, τόσο δεν θα μπορούν να καλύπτονται οι συντάξεις και θα απαιτείται η αντίστοιχη μείωσή τους: Ο τέλειος μηχανισμός υφαρπαγής του λαϊκού – μισθωτού εισοδήματος. Αλλά και ο τέλειος μηχανισμός δευτερογενούς εκμετάλλευσης, αφού όταν θα παρουσιαστεί μείωση της απόδοσής του, αυτή θα επανέρχεται αυτόματα από τον δημοσιονομικό «κόφτη». 

2) Ιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Με την τρίτη ανακεφαλαίωση των τραπεζών μέσω του 3ου μνημονίου, οι ιδιώτες επενδυτές των διεθνών μετοχικών σχημάτων έχουν κατακτήσει πάνω από το 70% των τραπεζών. Το μερίδιο αυτό δεν οφείλεται μόνο στην επενδυτική τους προσπάθεια, αλλά και στη μεθοδευμένη απίσχναση (dilution) των μετοχών του ΤΧΣ. Οι ξένοι επενδυτές ήρθαν για να αποκομίσουν κέρδη από την εκμετάλλευση των κόκκινων δανείων και την επίσπευση της εισπραξιμότητας. Με την λειτουργία τους αυτή, επιτείνουν την συγκεντροποίηση του ιδιωτικού τομέα στη βάση των εκκαθαριστικών μηχανισμών της αγοράς, αλλά και εισχωρούν στο εσωτερικό των οικονομικών και της επιβίωσης πολλών απλών νοικοκυριών. Η οικονομική κρίση όμως είναι τόσο μεγάλη, που η εισπραξιμότητα των «κόκκινων» δανείων δεν είναι καθόλου αυτή που θα ήθελαν οι επενδυτές. Η εξαιρετικά αδύναμη οικονομία στέκεται εμπόδιο σε αυτού του είδους την απομόχλευση και η διαδικασία δεν προχωρά με τους επιθυμητούς ρυθμούς. Η κατάσταση ίσως γίνει πολύ επικίνδυνη από το 2018 και μετά και ίσως οδηγήσει στην ενεργοποίηση του bail in. Ο τραπεζικός τομέας είναι σε μόνιμη αστάθεια. Δεν μπορεί να ολοκληρώσει την απομόχλευση μορφών ιδιωτικού χρέους και ως εκ τούτου δεν μπορεί να περάσει σε φάση πιστωτικής επέκτασης. Στο σημείο αυτό, η ΕΚΤ προτείνει την ποσοτική χαλάρωση ως εργαλείο σταθεροποίησης του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, η ποσοτική χαλάρωση  εφόσον δοθεί,  θα είναι για τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι για τη διεύρυνση των δημοσιονομικών – αναπτυξιακών δυνατοτήτων. Αν στα προηγούμενα συμπεριλάβουμε και την ολοκληρωτική μετακίνηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων στον προθάλαμο της ιδιωτικοποίησης που συνιστά το Υπερταμείο αξιοποίησης (ΥπερΤΑΙΠΕΔ), καταλαβαίνουμε ότι το 3ο μνημόνιο ολοκληρώνει τη μεταμόρφωση των σημαντικότερων αναπτυξιακών θεσμών σε μηχανισμούς αναδιανομής κεφαλαίων και ενίσχυσης της συγκέντρωσης της αγοράς.

3) PSI και Senior Creditors. Είναι γνωστό ότι τα πρώτα μνημόνια και ειδικά το 2ο με το PSI, έβαλαν στη θέση του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα, τους επίσημους φορείς δανεισμού EFSF και ESM, καθώς και τα κράτη μέλη. Ενώ ο πυρήνας της ευρωζώνης αρνείται πεισματικά τα Eurobonds και την αμοιβαιοποίηση του χρέους, δεν είχε κανένα πρόβλημα με το να φορτωθούν οι ισολογισμοί των κρατών μελών, άμεσα (με διακρατικά δάνεια) ή έμμεσα (με εγγυήσεις προς τον EFSF και τον ESM), το ελληνικό δημόσιο χρέος. Γιατί συνέβη αυτό; Η παράκαμψη των απαιτήσεων των συνθηκών της ΕΕ που αποκλείουν τη δημοσιονομική διευκόλυνση κράτους μέλους από άλλα κράτη μέλη, είναι μια αιτία αλλά όχι η μόνη. Λόγω της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης αλλά και της κρίσης του ευρύτερου ευρωπαϊκού νότου, τα εργαλεία αντιμετώπισης των χρηματοπιστωτικών κρίσεων της ευρωζώνης πολλαπλασιάστηκαν. Κάποιοι από τους νέους θεσμούς, όπως ο ESM, καλούνται να παίξουν τον ρόλο του ευρωπαϊκού νομισματικού ταμείου. Η αλλαγή του Credit Seniority – του κυρίαρχου πιστωτή του ελληνικού δημοσίου, αποκτά ενεργητικό ρόλο στο είδος της πολιτικής ολοκλήρωσης της ευρωζώνης, στα θεμέλια μιας νέας ανισορροπίας μεταξύ κρατών δανειστών και δανειοληπτριών χωρών. Πριν τις ανακοινώσεις Μέρκελ και Σόιμπλε ήδη η ευρωζώνη, με δικές της διαδικασίες, προχωρά την καθιέρωση πολλαπλών ταχυτήτων ολοκλήρωσης. Οι ταχύτητες είναι διαφορετικές ακόμα και στη περιφέρεια και όχι μόνο μεταξύ κέντρου και περιφέρειας της ΕΕ. Ενώ οι άλλες χώρες του νότου έχουν να αντιμετωπίσουν ένα δημόσιο χρέος συνδεδεμένο με τις τράπεζες και την ιδιωτική αγορά και άρα με τις ρυθμίσεις της ΕΚΤ για την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, στην Ελλάδα το χρέος συνδέεται με τον επίσημο φορέα και τα άλλα κράτη μέλη, άρα βρίσκεται εντός της πολιτικής ομηρίας του διάχυτου φορολογικού και δημοσιονομικού σωβινισμού που επικρατεί στην ΕΕ.  Γι’ αυτό και το χρέος στα άλλα κράτη μέλη του νότου συνδέεται με την πτώχευση, ενώ στην Ελλάδα η πτώχευση συνδέεται επιπρόσθετα και με το GREXIT,  δηλαδή  με τη διάθεση ή όχι των άλλων κυβερνήσεων να συνυπάρξουν με την ελληνική οικονομία, εντός μιας οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Το 3ο μνημόνιο λοιπόν, έχει σαν σκοπό τη διατήρηση της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης, με βασικό εργαλείο την παραγωγή πλεονασμάτων του ύψους 3,5%, εξασφαλίζοντας κανονικές αποπληρωμές του χρέους, ώστε να μην προκαλείται «δυσφορία» στα άλλα κράτη μέλη. Αυτή η πολιτική ομηρία της ελληνικής οικονομίας καθιστά τις προτάσεις του ΔΝΤ (σε σχέση με ένα ελαστικότερο ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων) ανεφάρμοστες στη παρούσα συγκυρία, εκμεταλλεύσιμες όμως σε ένα δεύτερο στάδιο, για τα σκληρά μέτρα που περιέχουν, έτσι ώστε η αποπληρωμή του χρέους να εξελίσσεται ομαλά. Η μακροπρόθεσμη επιτυχία αυτής της πολιτικής ομηρίας, θα αξιοποιηθεί για να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της ΕΕ στη βάση των σκληρών δημοσιονομικών ιδεολογιών, μιας συνταγματικά επιβεβλημένης λιτότητας,   ενώ η αποτυχία της θα σημάνει την επανεξέταση των σχέσεων μεταξύ κρατών και οικονομιών εντός της ευρωζώνης.

4) Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε η θέση της ελληνικής οικονομίας εντός της ευρωζώνης δεν εξαρτάται μόνο από την ειδική λειτουργία του κοινού νομίσματος σε σχέση με το χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των οικονομιών. Εξίσου σοβαρός παράγοντας υποβάθμισης είναι και το χρέος, όπως επίσης και το ποιος κατέχει τους τίτλους του χρέους. Η ανισότητα μεταξύ δανειστών – δανειζόμενων είναι πολιτικής φύσης και λειτουργεί παράλληλα με τις οικονομικές τάσεις και τους οικονομικούς νόμους. Είναι σαφές πως εντός της ευρωζώνης, δεν μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης στην ελληνική οικονομία, μέσω της ομαλής λειτουργίας μιας τυπικής καπιταλιστικής οικονομίας. Όσο οι εισπρακτικοί μηχανισμοί «υπεραποδίδουν», κατά τα λεγόμενα του υπουργού οικονομικών, τόσο ο στόχος του 3,5% θα παραμένει και θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις των ευρωπαίων δανειστών για είσπραξη μέχρι και του τελευταίου ευρώ που έχουν δανείσει. Μόλις η οικονομία αγγίξει τα όρια απόδοσης αυτού του μηχανισμού και αυτής της στοχοθεσίας, τότε θα συζητηθεί σοβαρά από τους ευρωπαίους εταίρους, η πολιτική μεθόδευση των χαμηλότερων στόχων και της αναδιάρθρωσης που προτείνει το ΔΝΤ. Οι προτάσεις του ΔΝΤ και οι διαφορετικοί στόχοι που θέτει, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά το 2018 και εφόσον αποδειχθεί στη πράξη ότι τα πλεονάσματα του 3,5% δεν επιτυγχάνονται.

5) Το ΔΝΤ, διαφοροποιείται από τους ευρωπαίους δανειστές, παραμένοντας στρατηγικά στο πλευρό τους, ισχυριζόμενο ότι η πορεία απόδοσης του προγράμματος ριζικής αναδιανομής, δεν είναι εξασφαλισμένη από το 2018 και μετά και χρειάζεται να διασφαλιστεί. Ο μόνος τρόπος διασφάλισής του είναι μέσω της αποκατάστασης  κάποιου ρυθμού ανάπτυξης και της εκκίνησης ενός νέου κύκλου συσσώρευσης.  Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια μεγάλη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και  αναδιάρθρωση του χρέους και μόνο με μια σοβαρή μεταβίβαση πόρων από τις μισθωτές και μεσαίες τάξεις, προς στις τάξεις που θεωρητικά επενδύουν. Οι φτωχοί «αντέχουν στις μειώσεις μισθών και συντάξεων», διότι αυτές είναι σχετικά μικρές σε απόλυτα μεγέθη, αφού εφαρμόζονται σε ισοπεδωμένα εισοδήματα. Αντίθετα, αυτά που χάνει η μάζα των φτωχών, μπορούν να μεταβιβαστούν στους πλούσιους που ακόμα και αν αποθεματοποιούν τώρα, «κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον θα τα επενδύσουν». Τόσο  απλά, τόσο εκμεταλλευτικά.