Απόψεις

Μια στρατευμένη, πλην όμως τίμια τοποθέτηση για την Documenta14

10/05/2017

Ιάσoνας Γιαννόπουλος

Documenta is the Botox of Capitalism, Thierry Geoffroy Colonel, καλλιτέχνης που ασκεί κριτική μέσω του έργου του στο ρόλο της σύγχρονης τέχνης και στους οργανισμούς όπως η Documenta και η Biennale. [1] 

———

Η ανθρωπότητα, που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς του Ολύμπου, έχει γίνει τώρα θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωση της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που την κάνει να βιώνει την ίδια της την καταστροφή σαν αισθητική απόλαυση πρώτου μεγέθους. Έτσι έχουν τα πράματα με την αισθητικοποίηση της πολιτικής που καλλιεργεί ο φασισμός. Ο κομμουνισμός του απαντά με την πολιτικοποίηση της τέχνης.

W.Benjamin, από το κείμενο ”Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής”

Τι συμβαίνει λοιπόν στην περίπτωση της Documenta14 με τίτλο «μαθαίνοντας από την Αθήνα»; Μια έκθεση χρηματοδοτούμενη από το γερμανικό δημόσιο στην χώρα που έχει δεχθεί καταστροφικές συνέπειες από τις πολιτικές της Ε.Ε. με βασικό εκφραστή το γερμανικό κράτος-κεφάλαιο, που παράλληλα ενσωματώνει στα πλαίσιά της, πολιτικά, προοδευτικά και αντιστασιακά μηνύματα,  σίγουρα δίνει πολλές αφορμές για καχυποψία και κριτική εξ' αριστερών. Παράλληλα η έκθεση δέχεται κριτική από τα δεξιά καθώς η αισθητική της εγχώριας δεξιάς, που αποτελεί ένα κράμα φιλελευθερισμού και ακροδεξιού εθνολαϊκισμού, προσβάλλεται από τα, έστω και μετριοπαθή, αριστερά-αντιστασιακά-προοδευτικά μηνύματα που περνά η έκθεση (επειδή είναι καθηλωμένη στο αφήγημα του «τέλους της ιστορίας», και  επειδή -τα χρόνια της κρίσης ειδικά- έχει μετατοπιστεί σε  προπολεμικές μακαρθικές θέσεις, έτσι που να θεωρεί «Βόρεια Κορέα» οτιδήποτε δεν εξυμνεί ανεπιφύλακτα την ΤΙΝΑ). Αυτό βέβαια δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση καθώς η εγχώρια παρασιτική «ελίτ» πάντα ήταν λίγο «καθυστερημένη» συγκριτικά με τους ευρωπαίους εταίρους της ή πιο κοντά σε μια πιο συντηρητική γραμμή που λοξοκοιτάζει προς τους αναδυόμενους παγκοσμίως εθνικισμούς.

Μια απαραίτητη διευκρίνιση περί του ρόλου της τέχνης

Η τέχνη ανέκαθεν υφίσταται και λειτουργεί μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια εξουσίας που υπερβαίνουν τις δυνατότητες του εκάστοτε καλλιτέχνη ακόμη και αυτών με τις ριζοσπαστικότερες ιδέες και προθέσεις. Τα μεγαλύτερα έργα τέχνης δημιουργήθηκαν για να υμνήσουν πάπες, βασιλείς, θεούς, μεγαλοαστούς και για να κοσμούν εκκλησίες, παλάτια, επαύλεις και μουσεία πολυεθνικές. Προφανώς υπήρχαν πάντα και υπάρχουν οι στρατευμένοι καλλιτέχνες που με το έργο τους παίρνουν ξεκάθαρη θέση υπέρ της μίας ή της άλλης ιδεολογίας. Άλλωστε, αν πάρουμε ως βάση τον διαλεκτικό υλισμό όντας στρατευμένοι κι εμείς οι ίδιοι, κανείς δεν είναι ουδέτερος και αντικειμενικός, αλλά εκφράζει τα συμφέροντά του ακόμη και υποσυνείδητα.

Μπορούμε εδώ να κάνουμε μια παρέκβαση και να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο η CIA, σε μια θεαματική (αλλά αναγκαστική, λόγω  ανυπαρξίας  σημαντικών διανοητών και καλλιτεχνών πρόθυμων να υπερασπιστούν ευθέως το  status quo) αλλαγή στάσης, βρέθηκε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου να προωθεί τον αμερικάνικο αφηρημένο εξπρεσιονισμό -συνήθως χωρίς να το γνωρίζουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες (Rothko, Pollock κ.α.)- για να προσεταιριστεί κυρίως τους παραδοσιακά αριστερούς -αλλά ήδη στεκόμενους κριτικά απέναντι στην ΕΣΣΔ- διανοούμενους της Ευρώπης. Η βασική ιδέα ήταν να αναδειχθεί  ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ευνοεί εγγενώς την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, σε αντίθεση με το σοβιετικό μοντέλο που επέβαλε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και έθετε ευθέως την τέχνη στην υπηρεσία της προπαγάνδας. Είδαμε λοιπόν ολόκληρες εκθέσεις ζωγραφικής να διοργανώνονται στην Ευρώπη, περιοδικές εκδόσεις υψηλού κύρους για θέματα τεχνών (Encounter, Der Monat), συναυλίες σύγχρονης μουσικής  και υποτροφίες σε διακεκριμένους καλλιτέχνες  μέσω ιδρυμάτων (Ford) και οργανισμών (Congress for Cultural Freedom ), που συντονίζονταν και χρηματοδοτούνταν από την  CIA. [2]

Στον αντίποδα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ποιοτικής και συνειδητά στρατευμένης τέχνης μπορούμε να πούμε πως αποτέλεσαν οι Ρώσοι φουτουριστές-κονστρουκτιβιστές, που έδρασαν παράλληλα με την Οκτωβριανή Επανάσταση και προσπάθησαν να την προωθήσουν και να την εμπλουτίσουν ενώ κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες για να συνδέσουν την τέχνη με την καθημερινή ζωή. Μάλλον οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες ήταν αυτοί που εκτός από τεχνική αρτιότητα και πνευματική οξύτητα είχαν και την ικανότητα να περάσουν μέσα από τα έργα τους, υποδόρια μηνύματα αντιπαραθετικά προς τις ιδέες των «μαικήνων» τους, ξεγελώντας τον εκάστοτε θεσμό εξουσίας.

Στη σημερινή συγκυρία η τέχνη είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις αγορές. Τα έργα τέχνης πωλούνται σε υπέρογκα ποσά, πλέον γίνεται λόγος για χρηματιστήριο της τέχνης, ενώ πολλά μουσεία λειτουργούν περισσότερο σαν επιχειρήσεις που προσπαθούν να αυτοπροβληθούν παρά να προβάλλουν  την τέχνη που εκθέτουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μουσείων Guggenheim που στεγάζουν τις εκθέσεις τους σε κτίρια ορόσημα σε μέρη σε όλο τον πλανήτη, ή το παράδειγμα του MoMΑ, όπου η ίδια η μουσειακή εμπειρία σαν σύνολο, παρά τα έργα που εκτίθενται σε αυτά, γίνεται το πρωτεύον.

Προφανώς αυτές οι συνθήκες δεν επαρκούν για να υπονομευτεί ένα καλό έργο τέχνης ή ο ρόλος της τέχνης γενικότερα. Τα πάντα επηρεάζονται και εντάσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργούνται το οποίο είναι πολύ ισχυρό, ιδιαίτερα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που παρουσιάζεται ως το μόνο βιώσιμο κοινωνικοοικονομικό πολιτικό σύστημα. Αφοριστικές, υπερβολικές κριτικές με γενικεύσεις και τσουβάλιασμα πρέπει να απορρίπτονται, αλλιώς μπορεί να οδηγηθούμε σε ακραία μηδενιστικά συμπεράσματα περί ματαιότητας που οδηγούν στην αδράνεια και ευνοούν εν τέλει την κυρίαρχη αφήγηση. Από την άλλη όμως είναι αναγκαίο να ασκείται κριτική, πόσο μάλλον από την πλευρά της οργανωμένης αριστεράς, για τον ρόλο της τέχνης, για τις σκοπιμότητες που μπορεί να υπάρχουν πίσω από μια τέτοια διοργάνωση, αλλά και για το κατά πόσο είναι ειλικρινές -και κυρίως αν επιτελεί τον παρεμβατικό ρόλο που διεκδικεί στην ίδια την πολιτική συζήτηση-  αυτό το ενδιαφέρον για την πολιτική, ή αποτελεί απλά άλλο ένα εξωτικό θέμα-θέαμα που προορίζεται να διασκεδάσει τις ελίτ και να ανοίξει νέες αγορές, με το επιπλέον «κερασάκι» της ενσωμάτωσης της ίδιας της αντίστασης. Πόσο μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση  υπήρξε και κρούσμα εργοδοτικής αυθαιρεσίας από τους διοργανωτές της έκθεσης απέναντι στους εργαζομένους, μερίδα των οποίων αντέδρασε με δημόσια ανακοίνωση. [3]

 

Η εικαστικός Μαίρη Ζυγούρη, με την βοήθεια ομάδας μαθητών, παρουσίασε την περφόρμανς «Κοκκινιά 1979--Κοκκινιά 2017» στη Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς, στα πλαίσια της Documenta14.

———

Στην εποχή της παγκόσμιας δικτύωσης είναι ευκολότερο από ποτέ να δημιουργηθεί τέχνη που να μην εξαρτάται από μαικήνες, πολυεθνικούς οργανισμούς, κράτη κλπ., ειδικά όταν αυτή αποσκοπεί στο να αμφισβητήσει τους συγκεκριμένους θεσμούς και να αντιπαρατεθεί  με αυτούς. Γι' αυτό δεν μπορούμε  να μην  αναφερθούμε και στο πόσο προβληματικό -και οξύμωρο,  αφού πρόκειται για “πολιτικά” έργα- είναι να μην υπάρχει σύνδεση των έργων, των καλλιτεχνών και κυρίως του κοινού  των εκθέσεων, με τοπικά κινήματα και αυτό-οργανωμένα εγχειρήματα που επιδιώκουν να αμφισβητήσουν στην πράξη τις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές δομές και να δώσουν απαντήσεις. [4]

Αποικιοκρατικός, πολιτιστικός, πολιτισμικός ιμπεριαλισμός

Κριτική μπορεί να γίνει στην έκθεση και ως διαδικασία με αποικιοκρατικό χαρακτήρα και  υπόνοιες πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, εφόσον μιλάμε για μια έκθεση που χρηματοδοτείται εξ’ ολοκλήρου από το γερμανικό δημόσιο δίνοντας μια εξ’ ορισμού θέση ισχύος σε αυτό έναντι της εγχώριας πλευράς. Αυτό συνδυασμένο με τις ιδιωτικοποιήσεις που λαμβάνουν χώρα το τελευταίο διάστημα και την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, είναι αρκετά για να προκληθούν εύλογες ενστάσεις -και αντιδράσεις- ως προς  την δημιουργία νέων δεσμών μεταξύ φορέων του γερμανικού και του ελληνικού δημοσίου και κυρίως ως προς  τους όρους και τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες αυτοί δημιουργούνται.

Η κατάσταση της χώρας η οποία βρίσκεται σε κρίση και λόγω αυτού παρουσιάζει μια εικόνα που απέχει από τις εξευγενισμένες πόλεις από τις οποίες κατάγονται οι διεθνείς επισκέπτες, δίνει αφορμή να μιλάμε πάλι για εξωτικότητα.  Ήδη έχει γίνει λόγος για αναλογίες με ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς στην Αφρική, την Ασία κλπ. όπου προνομιούχοι δυτικοί  θέλουν να βιώσουν, πάντα από απόσταση  ασφαλείας, έναν διαφορετικό τρόπο ζωής ίσως πιο απλό αλλά και πιο υποβαθμισμένο συγκριτικά με τον τρόπο ζωής των κοινωνιών από τις οποίες προέρχονται.[5] Το σκηνικό αυτό συμπληρώνεται κάπως ειρωνικά θα μπορούσε να πει κάποιος, από εκθέματα με θεματολογία σχετική με την αποικιοκρατία και τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό.

Μπορούμε τέλος να πούμε με σιγουριά ότι ένας από τους λόγους για την διεξαγωγή της έκθεσης στην Ελλάδα -και μάλιστα για πρώτη φορά εκτός του πλαισίου του Κάσελ-  είναι η επικοινωνιακή προσπάθεια βελτίωσης της εικόνας της Γερμανίας στην Ελλάδα -εικόνας που έχει τρωθεί λόγω του ρόλου που έπαιξε το γερμανικό κράτος στην επιβολή των μνημονίων- αναπαράγοντας όμως και εμπεδώνοντας  την σχέση client/server. Η "αποικία"  λαμβάνει  από την μητρόπολη ένα μέρος από τα οφέλη της επώδυνης προσαρμογής στην “ευρωπαϊκή κανονικότητα”,  ενώ ειδικά η εγχώρια φιλοευρωπαϊκή ελίτ λαμβάνει και μια χείρα βοηθείας στην αντιπαράθεσή της με την κοινωνία , αφού το κυρίαρχο αφήγημα από την αρχή αισθητικοποιεί τη  σύγκρουση για τα μνημόνια, αποδίδοντας στις υποτελείς τάξεις “έλλειμμα διαφωτισμού”, ροπή στον “λαϊκισμό”, άγνοια και “ακαλαισθησία”.

Το ίδιο όμως το γεγονός της έκθεσης έχει προκαλέσει και αντιπαραθετικά, ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά δρώμενα. Κάποιοι πέρα από την κριτική στα λόγια, προσπάθησαν να δείξουν έμπρακτα την αντίθεσή τους χρησιμοποιώντας επίσης την τέχνη ως μέσο έκφρασης. Φυσικά δεν λείπουν και περιπτώσεις κακοπροαίρετης κριτικής που μάλλον αποσκοπεί στην εκμετάλλευση της δημοσιότητας που θεωρητικά μπορεί να αποκομίσει κάποιος  μέσα από μια τέτοια διοργάνωση έστω και καταγγέλλοντάς την. [6], [7].

Διαμαρτυρία με σύνθημα σε τοίχο απέναντι από το σημείο που ξεκινούσε η περφόρμανς “The Transit of Hermes” του Ross Birrell.

———

[1] At the beginning of April, the state officials of the Hellenic Republic and Germany have opened Documenta 14 exhibition in Athens.

[2] Revealed: how the spy agency used unwitting artists such as Pollock and de Kooning in a cultural Cold War

[3] Documenta 14: “Learning from Athens” όνομα και πράγμα!

[4] Open Letter to the Viewers, Participants and Cultural Workers of Documenta 14

[5] Απέναντι στη documenta14, έργα ψυχικά ασθενών και ανώνυμων καλλιτεχνών: Το «Ελλαδικό Αντιπαράδειγμα»!

[6] mockumenta14

[7] documena

*Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από τον αρθρογράφο.