Απόψεις

Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές

12/05/2017

των Γιάννου Γιαννόπουλου, Νάγιας Νικολάου, Γιώργου Χριστοφόρου

2ε. Προοπτικές: Συντονισμός και περιεχόμενο

 

Την ίδια στιγμή που αγωνιζόμαστε για να βελτιωθεί στοιχειωδώς η κατάσταση στο δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο, αυτό που κυρίως πρέπει να αναζητήσουμε είναι εργαλεία για τον ευρύτερο δυνατό συντονισμό των εργατικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων και ένα διαφορετικό περιεχόμενο των διεκδικήσεων μας.

Συντονισμός από τα κάτω, για ένα κέντρο αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος

Έχοντας εξηγήσει ότι η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος θα προέλθει από τη βάση, υποστηρίζουμε ότι ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων και συλλογικοτήτων, όχι μόνο ανά κλάδο αλλά και γενικότερα, είναι το σημείο από το οποίο θα αρχίσει η ανατροπή των συσχετισμών αλλά και η εξυγίανση των εργατικών κέντρων και των ομοσπονδιών. Ακόμα όμως και αν παραμεριστούν οι πολιτικές διαφωνίες, ο συντονισμός δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς τα πρωτοβάθμια σωματεία έχουν δικές τους χρονικότητες, ανάγκες, διαθεσιμότητες, πράγμα που δυσχεραίνει τον κοινό βηματισμό. Για τον λόγο αυτό είναι ευκολότερο οι κοινές προσπάθειες να ξεκινάνε από χαμηλότερα και ομοειδή επίπεδα. Ο συντονισμός των πρωτοβάθμιων επιχειρησιακών σωματείων στις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική αποτελεί ένα ελπιδοφόρο παράδειγμα για το πώς μπορούν οι εργαζόμενοι ενός ευρύτερου κλάδου να διεκδικούν από κοινού απέναντι στην εργοδοσία.

Ο συντονισμός για να είναι ουσιαστικός και επομένως αποτελεσματικός θα πρέπει να εμπλέκει με πραγματικό τρόπο τις δυνάμεις των σωματείων που βρίσκονται σε κίνηση, και όχι να λειτουργεί ως πεδίο μάχης συσχετισμών μεταξύ πολιτικών δυνάμεων. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται όσο προχωράμε σε συντονισμούς που εμπλέκουν σωματεία από διαφορετικούς χώρους και με στόχους που αφορούν όλους τους εργαζόμενους. Για να τον αποφύγουμε, θα πρέπει ο συντονισμός να γίνεται κάθε φορά πάνω σε συγκεκριμένους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, όπως για παράδειγμα η  διεκδίκηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Μια τέτοια φόρμουλα ενδεχομένως να επιτρέψει την ευκολότερη συνεννόηση χωρίς να χρειάζεται συνολική πολιτική συμφωνία, διαδικασία που εξάλλου δεν αφορά άμεσα το εργατικό κίνημα.

Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται και από τη συνέχεια. Μια συνέχεια που για να επιτευχθεί προϋποθέτει και τη διαμόρφωση μιας υποτυπώδους δομής συντονισμού, όπως ένα Κέντρο Αγώνα, το οποίο δεν θα συντονίζει μόνο Σωματεία, αλλά θα επιχειρεί να συντονίσει και ομοσπονδίες του Δημόσιου ή Ιδιωτικού τομέα ή Εργατικά Κέντρα και Νομαρχιακά Τμήματα της ΑΔΕΔΥ που βρίσκονται σε αγωνιστική τροχιά, σωματειακές επιτροπές, ομάδες ή πρωτοβουλίες κόσμου που δεν καλύπτεται συνδικαλιστικά - όπως αυτές στις οποίες έχουμε προηγουμένως αναφερθεί – ή ενδεχομένως, μεμονωμένους συνδικαλιστές. Θα επιχειρεί δηλαδή να εγκολπώνει όσους θέλουν να δράσουν στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος και την αναζωπύρωση των αγώνων, ανεξαρτήτως της μορφής που έχουν επιλέξει ως προσφορότερη για το δικό τους εργασιακό χώρο, και στη βάση των συσχετισμών δύναμης που επικρατούν σε κάθε περίπτωση.

Παρ’ όλον ότι ο ρόλος μας δεν είναι να προφητεύουμε, τέτοιες πρακτικές ενδεχομένως να μας θέσουν και πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα, όπως η δημιουργία μονιμότερων δομών συντονισμού που θα συνδυάζουν άμεση και έμμεση δημοκρατία, με δικλείδες αποφυγής της γραφειοκρατικοποίησης. Εάν προχωρήσει η λειτουργία ενός μονιμότερου συντονισμού με πραγματική γείωση, θα αναμετρηθεί με τους δεδομένους συσχετισμούς στις συνομοσπονδίες και κυρίως στη ΓΣΕΕ.  Η μόνη ουσιαστική δυνατότητα που έχει η ΓΣΕΕ σήμερα είναι η κήρυξη γενικής απεργίας στον ιδιωτικό τομέα. Η γενική απεργία που προκηρύσσει  δεν βελτιώνει τον συσχετισμό δύναμης υπέρ των εργαζομένων, συνεπώς είναι αναποτελεσματική αφενός γιατί εκπροσωπεί ένα πολύ μικρό ποσοστό των εργαζομένων (πλην των παλαιών ΔΕΚΟ) και αφετέρου γιατί η συμμετοχή τα τελευταία χρόνια είναι ασθενική. Μία από τις βασικότερες αιτίες των προβλημάτων της ΓΣΕΕ, που την καθιστούν ανίκανη να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που θέτουν οι σημερινές συνθήκες και να μην έχει καμία ουσιαστική χρησιμότητα για τους εργαζόμενους, είναι η ίδια της η δομή. Η γραφειοκρατική ηγεσία της ΓΣΕΕ έχει αποσυνδεθεί από τους εργαζόμενους που εκπροσωπεί, λόγω της πυραμιδοειδούς οργάνωσης της και γενικότερα ενός μοντέλου λειτουργίας μέσω της ανάθεσης. Ο εργαζόμενος ψηφίζει τον αντιπρόσωπο που θα συμμετέχει στις εκλογές του δευτεροβάθμιου οργάνου και στη συνέχεια οι αντιπρόσωποι που εκλέγονται στο δευτεροβάθμιο όργανο εκλέγουν τους αντιπροσώπους που θα ψηφίσουν για τη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Με λίγα λόγια ελάχιστοι εργαζόμενοι γνωρίζουν ότι δια της ψήφου τους έχουν ψηφίσει τον σημερινό πρόεδρο της ΓΣΕΕ, Παναγόπουλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποσύνδεσης αποτελεί η στάση της ΓΣΕΕ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, όπου ενάντια στα συμφέροντα και τη βούληση των εργαζόμενων συντάχθηκε με το "ΝΑΙ". Συνεπώς θα πρέπει να αναζητήσουμε παράλληλα διαφορετικές δομές.

Για να συμβούν όλα τα παραπάνω, υπάρχει μια αναγκαία προϋπόθεση: Να σταματήσει η συνδικαλιστική Αριστερά να ασχολείται περισσότερο με τους εσωτερικούς συσχετισμούς δύναμης στις συνδικαλιστικές ενώσεις και να ασχοληθεί με το βασικό συσχετισμό που πρέπει να την απασχολεί, αυτόν μεταξύ των δυνάμεων κεφαλαίου και εργασίας. Να αφιερώνει λιγότερη ενέργεια για τους συσχετισμούς των εκλογών και των συνεδρίων, είτε για την "πολιτική πλατφόρμα" των συντονισμών και να αφιερωθεί περισσότερο στην πραγματική σύγκρουση. Έτσι κι αλλιώς, στις περισσότερες υπαρκτές ομοσπονδίες του ιδιωτικού τομέα και επομένως και στη ΓΣΕΕ, εκτός από τα μικρά ποσοστά συμμετοχής των εργαζομένων σε πολλές περιπτώσεις το εκλογικό σώμα είναι τόσο νοθευμένο που δεν πρόκειται να αλλάξει με την εσωτερική διαπάλη, αλλά μονάχα με την μαζική εισροή πραγματικών εργαζομένων.

Για την διαφοροποίηση του περιεχομένου και  των διεκδικήσεων

Πέρα από τη ριζική μας διαφωνία με τις συντεχνιακές αντιλήψεις για τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, είναι  προφανές ότι το εργατικό κίνημα πρέπει να διαφοροποιήσει το περιεχόμενο και τους στόχους του. Η ταξική συνείδηση χτίζεται με βήματα, με σχέδιο και προοπτική και όχι απευθείας με τσιτάτα, βερμπαλισμούς και αριστερόμετρα.

Είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο της εργασίας και ιδιαίτερα τις πιο αδύναμες ομάδες του. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες αναπτύχθηκε ένα διόλου ευκαταφρόνητο κίνημα απέναντι στους πλειστηριασμούς. Τα Εργατικά Κέντρα, ως συνδικάτα πόλης θα έπρεπε να ασχολούνται με το ζήτημα επισταμένως, να συντονίζουν τις δράσεις, αλλά και να έχουν πρόταση για το ζήτημα της στέγης, απέναντι στον καπιταλιστικό παραλογισμό του να υπάρχει τόσος κόσμος άστεγος και τόσα σπίτια άδεια. Να αξιοποιήσουν τις γνώσεις των μελών τους για να διερευνήσουν πώς θα μπορούσαν να βρουν και τους τεχνικούς τρόπους να αντιμετωπίσουν και τη νέα φάση αυτής της κατάστασης, όπου οι πλειστηριασμοί θα γίνονται ηλεκτρονικά και δεν θα μπορούν επομένως να αντιμετωπιστούν με τη φυσική παρουσία αγωνιστών στα ειρηνοδικεία.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι τα δικαιώματα για την ίση αμοιβή για ίση εργασία όσον αφορά τις γυναίκες και τους μετανάστες. Η γυναικεία εργασία είναι σήμερα υποαμειβόμενη κατά 15% σε σχέση με την αντρική[i] χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο φόρτος εργασίας στα νοικοκυριά, ο οποίος έχει αυξηθεί αλματωδώς μέσα στην κρίση, αφού η οικογένεια καλείται να αναπληρώσει τις συρρικνούμενες κοινωνικές παροχές του "κράτους πρόνοιας".  Η μέριμνα για τις εργασιακές σχέσεις και την ένταξη προσφύγων και μεταναστών στα συνδικάτα είναι ένα επίσης μεγάλο στοίχημα, για λόγους που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε πλήρως, αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητοι. Σημειακά αναφέρουμε τις συνθήκες ακραίας εκμετάλλευσης που φτάνουν σε περιστατικά μέχρι και ένοπλης βίας όπως στη Μανωλάδα, ή ξυλοδαρμών όπως του Ουαλίντ Ταλέμπ, και την ανάγκη σφυρηλάτησης σχέσεων ενότητας μεταξύ Ελλήνων και ξένων εργατών και διεκδίκησης κοινών κατώτατων αμοιβών, που δεν θα επιτρέπουν το ακροδεξιό παιχνίδι στις πλάτες των προσφύγων και των μεταναστών ότι "ρίχνουν τα μεροκάματα". Ο κοινός αγώνας Ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων αποτελεί και ένα από τα βασικά συστατικά του αντιφασιστικού αγώνα, εμπεδώνοντας την αντίληψη σε ευρύτερα κοινωνικά τμήματα ότι τα συμφέροντα που συγκρούονται δεν είναι εθνικά ή φυλετικά, αλλά ταξικά. Μια τέτοια οπτική έχει ως επακόλουθο την παρέμβαση και σε περιπτώσεις εργοδοτών που προβαίνουν σε ρατσιστικές διακρίσεις εις βάρος εργαζομένων λόγω καταγωγής (βλέπε απόλυση στα σούπερ-μάρκετ Γαλαξίας το 2013[ii]), φύλου (απολύσεις εγκύων), ή προβλημάτων υγείας (χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη απόλυση λόγω σκλήρυνσης κατά πλάκας στον Παπαστράτο[iii]).

Ένα ακόμα πιο δύσκολο αλλά αναγκαίο στοίχημα είναι η διαμόρφωση αντίληψης των εργαζομένων για το παραγόμενο προϊόν. Η κριτική τόσο στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στα παραγόμενα από αυτήν αγαθά, δίνει τη δυνατότητα στο εργατικό κίνημα να διαμορφώνει διαφορετική πρόταση για το παραγωγικό μοντέλο, αναδεικνύοντας τη σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων που συντελείται στον καπιταλισμό στο βωμό του προγραμματισμού των πάντων με άξονα το κέρδος, αλλά διαμορφώνει και τους όρους για το σπάσιμο της ΤΙΝΑ. Πτυχή μιας τέτοιας πρακτικής οφείλει να είναι και η παρέμβαση των εργαζομένων για την προστασία της κοινωνίας απέναντι σε φαινόμενα αισχροκέρδειας επιχειρήσεων που δεν διστάζουν να πουλάνε ακατάλληλα προϊόντα ή υπηρεσίες στους πολίτες για να μεγεθύνουν τα κέρδη τους με κάθε τρόπο. Στην κατεύθυνση αυτή η ΟΤΟΕ θα μπορούσε να εκθέτει ευρέως τις απόψεις της για τους κινδύνους των επισφαλών επενδυτικών προϊόντων και να υπερασπιστεί την κατοικία των υπερδανεισμένων νοικοκυριών απέναντι στον κίνδυνο κατάσχεσης ή αντίστοιχα οι εργαζόμενοι στη φαρμακοβιομηχανία θα μπορούσαν να υπερασπιστούν το φάρμακο ως κοινωνικό αγαθό, υποσύνολο του αγαθού της υγείας και να αναδείξουν  πώς το ανεξέλεγκτο εμπόριο μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό πληθυσμιακών ομάδων από την αναγκαία αγωγή, μέχρι και σε φαινόμενα τύπου Novartis. Το συνδικαλιστικό κίνημα διαμορφώνει έτσι ισχυρότερους δεσμούς με την κοινωνία και στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να συνεργαστεί αλλά και να πυροδοτήσει καταναλωτικά κινήματα.

Χρειάζεται, ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι να μπορέσουν να αναβιώσουν στο σημερινό πλαίσιο πρακτικές αλληλεγγύης σαν αυτές που υιοθετήθηκαν από τις πρώτες οργανώσεις του εργατικού κινήματος[iv], πριν αυτές θεσμοθετηθούν ως κατακτήσεις. Οι δομές αλληλεγγύης, τα ταμεία αλληλοβοήθειας, τα απεργιακά ταμεία, οι λέσχες για να περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους οι εργαζόμενοι φθηνά και δημιουργικά αποτελούν συμπληρωματικά μέσα για την επιβίωση, την κοινωνικοποίηση και την ευημερία τους, προωθώντας ταυτόχρονα και αυτοδιαχειριστικά μοντέλα παραγωγής για τους ανέργους, υλοποιώντας στην πράξη το σύνθημα "μπορούμε χωρίς αφεντικά" και θεμελιώνοντας σε νέες βάσεις την αξιοπιστία ενός συνδικαλιστικού κινήματος που θα αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να πράξει όσα διακηρύσσει.

Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η αλλαγή της αντίληψης ότι τα συμφέροντα του εργαζόμενου συμπλέουν με αυτά της επιχείρησης, σε μια περίοδο που η ατομικότητα αντί της συλλογικότητας ανακάμπτει ως αντίληψη στην ηττημένη εργατική τάξη.

 

———

[i] Στοιχεία Eurostat για τη μισθολογική διαφορά των φύλων στην Ελλάδα

[ii] Ανοιχτός ρατσισμός στα σούπερ μάρκετ "Γαλαξίας"

[iii] Ρεσάλτο στη Γαλέρα: Για την υπόθεση της απόλυσης στην Παπαστράτος

[iv] Βλ. αναλυτικά: "Βασικοί σταθμοί του  εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001", Δημήτρης Κατσορίδας, Αρχείο Ιστορίας Συνδικάτων.