Απόψεις

Πολιτική Απόφαση της 6ης Πανελλαδικής Ολομέλειας της ΑΡΚ - Ειδικό Παράρτημα για την κατάσταση της ελληνικής Οικονομίας

30/11/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

 

Παράρτημα της Πολιτικής Απόφασης της 6ης Ολομέλειας της ΑΡΚ

 

Για τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας

Η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έχουν εισέλθει εδώ και μια 7ετία, η πρώτη σε μια μακροχρόνια φάση υποβιβασμού της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και ο δεύτερος -με λενινιστικούς όρους-  σε μια διαδικασία υποβάθμισης του εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας των χωρών της ΕΕ.

Ένα τόσο σημαντικό αλλά και βεβιασμένο συμπέρασμα θα άξιζε μεγαλύτερης διερεύνησης για να αποφύγει οριστικά κάθε ενδεχόμενο χαρακτηρισμού του ως επιπόλαιου. Πολύ φοβούμαστε όμως, ότι δεν υπάρχουν οι αναλυτικοί πολιτικοί και διανοητικοί όροι για να διενεργηθεί στη παρούσα φάση κάτι τέτοιο. Άρα, πρέπει να προχωρήσουμε έστω και ατεκμηρίωτα σε μια τέτοια διαπίστωση και παρά το ρίσκο να διατυπωθούν αστοχίες. Εδώ πάντω,ς θα επιχειρήσουμε απλά να στηριχθούμε σε κάποια αδιαμφισβήτητα δεδομένα και με αυτά να τολμήσουμε τη διατύπωση κάποιων, ελπίζουμε  χρήσιμων πολιτικών συμπερασμάτων.



Η οικονομική κατάσταση

Η οικονομία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δείχνει σαφή σημάδια ανάκαμψης, ίσως τα ισχυρότερα της τελευταίας δεκαετίας, ενώ η επίσημη ανεργία μειώνεται με παράλληλη μικρή αύξηση της απασχόλησης. Η ανάκαμψη αυτή όμως, είναι σημαντικά υποστηριζόμενη, κυρίως από την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και όχι αυτοδύναμη. Η ανεργία, από την άλλη, μπορεί να μειώνεται,  αυξάνονται όμως οι μορφές της «κρυφής» ανεργίας ή της ημιαπασχόλησης, μέσα σε ένα πλαίσιο σαφούς ενίσχυσης των επισφαλών μορφών εργασίας. Η σύγκλιση των οικονομιών της ευρωζώνης, αυξάνεται τα τελευταία χρόνια με την μορφή του συγχρονισμού των επιχειρηματικών κύκλων, αλλά και με την εξής ιδιαιτερότητα σε σχέση με το παρελθόν: Η σύγκλιση ή αλλιώς η συνοχή των οικονομιών γίνεται, «από την μέση και κάτω», δηλαδή οι άλλοτε πιο φτωχές οικονομίες συγκλίνουν με τις μεσαίες οικονομίες ενώ οι πιο πλούσιες οικονομίες έχουν «ξεφύγει» πολύ μπροστά.


Η ελληνική οικονομία τώρα, βρίσκεται σε σημείο καμπής όπως και το 2014. Τόσο με την προσπάθεια της κυβέρνησης όσο και με αυτή των δανειστών επιχειρείται να δοθεί μια μονιμότητα στη σταθεροποιημένη κατάσταση, ίσως και με κάποιους αναιμικούς βαθμούς ανάπτυξης. Η προσπάθεια αυτή, έχει σαν άξονα την μεταφορά πόρων από τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις προς τις κεφαλαιοκρατικές ελίτ του εξωτερικού και του εσωτερικού. Επιχειρείται δηλαδή, να προσελκυστεί μια ροή επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα, σε συνθήκες παγιωμένων και μονιμοποιημένων εκροών, παρουσιάζοντας κάποιες πολιτικές νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού ως θέλγητρα και ως «ευκαιρίες» σε τοποθετήσεις.


Όμως η πραγματικότητα, διαφέρει κατά πολύ από την “ευχάριστη” εικόνα των πρωθυπουργικών αυτοαναφορικοτήτων: Οι επενδύσεις βρίσκονται κατά 63% κάτω από το επίπεδο του 2008. Για να το πούμε αλλιώς, υπό τις παρούσες σταθεροποιημένες συνθήκες, οι επενδύσεις θα φτάσουν το επίπεδο του 2008, το 2033. Επενδυτικά η ελληνική οικονομία βρίσκεται 2,5 δεκαετίες πίσω.



Οι άδικοι έμμεσοι φόροι αυξάνονται αντί να μειώνονται, ως πηγή δημοσίων εσόδων, ενώ οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται. Δεν πρόκειται δηλαδή απλά περί μιας άδικης υπερφορολόγησης, αλλά για ένα μοναδικό -ιστορικά πρωτοεμφανιζόμενο- μείγμα επιθετικής πολιτικής λιτότητας, που συνδυάζει την υπερφορολόγηση των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων με τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών και κυρίως των δαπανών κοινωνικού κράτους.


Στη πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περιγράφονται το ιστορικό υψηλό των φόρων και το ιστορικό χαμηλό των επιδομάτων και άλλων μεταβιβαστικών πληρωμών του κοινωνικού κράτους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι παρά τα περίφημα κοινωνικά αντίμετρα του 2019, οι φόροι θα κυμανθούν στο επίπεδο των 72 δις, όταν το 2014 ήταν στα 64 δις.

Από την άλλη, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις θα είναι το 2019 στο ύψος των 14 δις, όταν το 2015 ήταν 16,2 δις. Και αυτά τα δύο ιστορικά χαμηλά, συμβαίνουν και καταγράφονται στη περίοδο της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και σε αυτούς θα πρέπει να πιστωθούν εξ ολοκλήρου, παρόλες τις ευθύνες και τις καταστροφικές πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Οι καταθέσεις βρίσκονται στα χαμηλότερα των τελευταίων 12 ετών. Το 2010 ήταν 100 δις ευρώ παραπάνω. Η απομόχλευση συνεχίζεται, διότι οι τράπεζες δεν δανείζουν πλέον την οικονομία. Μια 10ετία πριν, οι τράπεζες συμμετείχαν έως και με 70% στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Σήμερα, όχι μόνο βρισκόμαστε σε τραπεζική συρρίκνωση, αλλά μέσω του μηχανισμού της είσπραξης των κόκκινων δανείων, στήνεται ένας παράπλευρος μηχανισμός λιτότητας. Οι τράπεζες όχι μόνο δεν δανείζουν, αλλά ετοιμάζονται να απορροφήσουν ρεύστότητα από τις αγορές  σε πρωτόγνωρο βαθμό, ακόμα και εντός μνημονιακής περιόδου.


Η ανεργία έχει μειωθεί κατά 260χιλ άτομα περίπου από το 2013, αλλά η διάρκεια της μακροχρόνιας ανεργίας αυξάνεται, η υποαπασχόληση και άλλες μορφές ημιανεργίας  έχουν τριπλασιαστεί, οι προσλήψεις σε θέσεις μερικής απασχόλησης είναι περισσότερες από τις προσλήψεις σε κανονικές θέσεις απασχόλησης και λόγω αυτών των συνθηκών, οι μισθοί πέφτουν κάτω από τον βασικό μισθό. Έτσι αυξάνεται το ποσοστό των εργαζόμενων φτωχών.


Εντελώς συνοπτικά να πούμε πως στην ελληνική οικονομία λειτουργούν όχι ένας, αλλά τρεις μηχανισμοί λιτότητας. Ένας δημοσιονομικός μηχανισμός λιτότητας, ένας χρηματοπιστωτικός και ένας μηχανισμός λιτότητας της ίδιας της αγοράς εργασίας και εντός.

Οι εξελίξεις στις μνημονιακές  πολιτικές και «διαπραγματεύσεις»
Και εδώ ισχύουν τα εξής δεδομένα:

- Διαψεύστηκαν όσοι μίλαγαν για τη φυγή του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα. Το ΔΝΤ παραμένει και πιέζει πλέον σε δύο σημεία: Στο πρωταρχικό σημείο πίεσης του, για τη δήθεν αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, όπου αποδέχεται όμως πλήρως το παιχνίδι άρνησης του Βερολίνου να συνηγορήσει σε κάτι τέτοιο,  ως αφορμή, για να αντιπροτείνει ότι πιο ακραίο στο δημοσιονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Στο νέο πεδίο των τραπεζών όπου πιέζει για ανακεφαλαιοποιήσεις, εδώ και τώρα, αλλά στο τέλος αποδέχεται μια χαρά τις μεσομακροπρόθεσμες ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια.

-  Από την άλλη πλευρά, κανένα εθνικό κοινοβούλιο ευρωπαϊκού κράτους δεν φαίνεται να αποδέχεται να δοθεί ξανά νέο δάνειο αναχρηματοδότησης στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο και εφόσον δεν αλλάξει κάτι δραστικά, αναγκαστικά οδηγεί σε “βεβιασμένη” έξοδο στις αγορές, με το πέρας του προγράμματος του 3ου μνημονίου το καλοκαίρι του 2018. Μια βεβιασμένη έξοδος στις αγορές χρήματος, εκτός του ότι δεν είναι “καθαρή” έξοδος από τα μνημόνια, όπως θα ήθελε η κυβέρνηση να αποδεχθούμε, είναι και ιδιαίτερα επικίνδυνη, αφού γίνεται χωρίς εχέγγυα και με τον χαρακτηρισμό του χρέους από το ΔΝΤ ως εξαιρετικά μη βιώσιμου.

Ο οδικός χάρτης του τρίτου μνημονίου είναι πολύ συγκεκριμένος και οι στάσεις του είναι καθορισμένες. Η 3η αξιολόγηση με όλα τα προαπαιτούμενα της, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2018, για να μπορέσει να ξεκινήσει η 4η αξιολόγηση που θα οδηγήσει στην “έξοδο” από το πρόγραμμα στήριξης. Τι μπορεί να περιέχει αυτή η έξοδος; Ρύθμιση των δανείων του ΔΝΤ με αποπληρωμή τους από τον ESM, με χαρακτηριστικά δήθεν αναδιάρθρωσης του συνολικού χρέους, κάποιες αναγκαστικές και προσυμφωνημένες «εξόδους» στις αγορές για δανεισμό μικροποσών, επιστροφή κάποιων κερδών των κεντρικών τραπεζών και τη δημιουργία ενός κεφαλαιακού αποθέματος ως εγγύησης για την κανονική έξοδο της χώρας στις χρηματαγορές μετά το πέρας του προγράμματος.


Ό,τι και να συμβεί, σημασία έχει να αποδομήσουμε την περίφημη «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια της κυβέρνησης. Από ότι φαίνεται λοιπόν η «καθαρή» έξοδος θα γίνει:

α) Σε ένα περιβάλλον νέας αρχιτεκτονικής της ΕΕ με τον ESM να μετεξελίσσεται σε ευρωπαϊκό  ΔΝΤ και να έχει τον έλεγχο των δημοσιονομικών των οικονομιών που είτε έχουν μεγάλο δημόσιο χρέος, είτε εξαιρετικά εύθραυστο τραπεζικό τομέα είτε και τα δύο μαζί.

β) Δεν θα δοθεί νέα δάνειο  να ανακυκλώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.

γ) Θα υπάρξουν κάποιες στοιχειώδεις ρυθμίσεις του χρέους που θα ονομαστούν «αναδιάρθρωση» και θα αφορούν κυρίως στην εξαγορά των ποσών του ΔΝΤ από τον ESM. 

δ) Οι τράπεζες και ότι σχετίζεται με αυτές, θα συνεχίσουν να είναι ο μοχλός εκβιασμού των δανειστών.

ε) Τα πλεονάσματα, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι συμπληρωματικές έξοδοι στις αγορές χρήματος θα καλύπτουν τη χρηματοδότηση των δανειακών αποπληρωμών. 

στ) Οι μηχανισμοί επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας θα είναι δύο: Ο ESM και οι αγορές χρήματος.

 

Άρα, βαδίζουμε ολοταχώς και με διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, σε μια οικονομία με τρεις μηχανισμούς λιτότητας και δυο μηχανισμούς επιτήρησης.

Αυτή είναι η μορφή της «καθαρής» εξόδου από τα μνημόνια.



Ορισμένα πρώτα πολιτικά συμπεράσματα με ερωτηματική φύση
Εφόσον η μνημονιακή πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από την παραπάνω εικόνα, τότε αυτή, και η «ομαλή» φάση που διανύει, πρόκειται, μάλλον να διαταραχθούν από τρεις συστημικές «ανωμαλίες». Και λέμε συστημικές διότι δεν αφορούν τις αυτόφωτες κινηματικές αντιδράσεις όσων πλήττονται από τις πρωτόγνωρες αυτές πολιτικές, αλλά προέρχονται από όσους κερδίζουν από αυτές τις πολιτικές ή από όσους αποφασίζουν αυτού του είδους τις πολιτικές.


1η «ανωμαλία» εσωτερικής προέλευσης μακροπρόθεσμης διάρκειας:  Ο ρυθμός ανάπτυξης υπολείπεται μόνιμα του 2%, οπότε σε συνδυασμό με τα επιτόκια της αγοράς και τις ήδη υπάρχουσες δεσμεύσεις, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ξεφεύγει εντελώς του οποιουδήποτε ελέγχου μέσα στην επόμενη δεκαετία. Το ερώτημα εδώ είναι διπλό: Θα οδηγηθεί η χώρα σε νέα χρεοκοπία ή όχι;  Και αν ναι, ο χειρισμός αυτής της χρεοκοπίας  θα γίνει εντός ή εκτός της ευρωζώνης;

2η «ανωμαλία» εσωτερικής προέλευσης μεσοπρόθεσμης διάρκειας: Από ότι φαίνεται από το momentum των μνημονιακών πολιτικών, οι στόχοι πλεονασμάτων θα υπερκαλυφθούν για τα επόμενα 2 χρόνια, αλλά με εξαντλούμενη τη φοροδοτική ικανότητα των μεσαίων στρωμάτων. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί στο πολιτικό σύστημα, όταν οι κληρονόμοι των μνημονιακών πολιτικών της περιόδου 2010 – 2017 αναγκαστούν να θίξουν φορολογικά και σε μεγαλύτερο βαθμό τα ανώτερα στρώματα;  Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι αυτά τα κοινωνικά στρώματα δεν αποκτούν αντιμνημονιακή διάθεση και δεν συμπλέουν σε μέτωπα με τις υποτελείς τάξεις. Αντίθετα, ενισχύουν πολιτικές που μετακυλούν τα βάρη τους σε άλλους ασθενέστερους κρίκους.


3η «ανωμαλία» εξωτερικής προέλευσης μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας: Τι θα επιφέρει το ξέσπασμα μιας μεγάλης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης ή ακόμα και μιας μεσαίων διαστάσεων οικονομικής αναταραχής; Από ότι φαίνεται και δείχνουν κάποιες διορατικές μελέτες, οι συνέπειες αυτής της κρίσης θα συγκεντρωθούν στις χώρες που: α) δεν έχουν νομισματική κυριαρχία, β) δεν έχουν δημοσιονομική κυριαρχία και γ) δεν ασκούν καν οποιουδήποτε είδους αυτόνομη οικονομική πολιτική. Η συγκέντρωση των επιπτώσεων θα γίνει πρώτα στο πιο ανίσχυρο σημείο και έπειτα στο αμέσως επόμενο. Έτσι οι πιο ισχυρές οικονομίες θα "μονωθούν" από τις συνέπειες της κρίσης, ανεξάρτητα αν αυτή ξεσπάσει στο εσωτερικό τους. Ο ευρωπαϊκός νότος προστατεύει τον ευρωπαϊκό "πυρήνα" από την κρίση που προκαλείται από τις πολιτικές του ευρωπαϊκού πυρήνα. Να μια νέα τρομακτική διάσταση της ΕΕ  και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η "έξοδος" από το σύστημα αυτό, με όρους αυτοδύναμης οικονομικής πολιτικής και ρήξης επιβάλλεται, παρότι δεν επιφέρει κάποιου είδους αυτόματη ανάπτυξη ή αντιλιτότητα,   προσφέρει όμως προστασία μέσω της αναδιανομής.

 

 

                                                                       Αθήνα Νοέμβριος 2017