Επικαιρότητα

Κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη η πραγματική ανεργία

23/03/2018

ΙΝΕ ΓΣΕΕ

Αναδημοσιεύουμε εδώ μικρό απόσπασμα της Ετήσιας έκθεσης του Ιστιντούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την Οικονομία και την Απασχόληση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, και η οποία ανασκεύάζει σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες της παρούσας όπως και των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, σχετικά με την επερχόμενη "δίκαιη ανάπτυξη", και δίνουν μια διαφορετική εικόνα, κάθε άλλο παρά αισιόδοξη, όσον αφορά την πραγματική απασχόληση, το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζόμενων, και τις προοπτικές βελτίωσής τους. Η όποια μελλοντική "ανάπτυξη" αφορά ένα πολύ μικρό μέρος των σημερινών ανέργων, ενώ ελάχιστες είναι και οι προοπτικές μεσο- και μακροπρόθεσμης βελτίωσης της μέσης αμοιβής της εργασίας. Για τους υπόλοιπους υπάρχει μόνο η επιλογή ανάμεσα στο κοινωνικό περιθώριο από την παρατεταμένη ανεργία και τη μετανάστευση. 

3.2 Η εξέλιξη της ανεργίας

Παρά το γεγονός ότι κατά το 2017 συνεχίστηκε η αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει ιδιαίτερα αβέβαιη, τόσο ως προς το απόλυτο ύψος της ανεργίας όσο και ως προς το μέγεθος του προβλήματος σε ιδιαίτερες ομάδες του πληθυσμού. Το δεύτερο αυτό ζήτημα κατά τη γνώμη μας αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο για την εξέλιξη της αγοράς εργασίας, καθώς τυχόν παγίωση και εμπέδωση της υπάρχουσας κατάστασης των διευρυμένων ανισομετριών στον τρόπο που βιώνουν τον κίνδυνο της ανεργίας ιδιαίτερες ομάδες του πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει την αγορά εργασίας σε μόνιμη τμηματοποίηση. Ιδιαίτερη σημασία για την αποφυγή μιας τέτοιας εξέλιξης έχει η προσοχή που πρέπει να δοθεί σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι νέοι και οι γυναίκες, καθώς και σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιφέρειες.

Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθαν σε 970 χιλιάδες άτομα (20,2% του εργατικού δυναμικού) έναντι 1.092.589 ανέργων (22,6% του εργατικού δυναμικού) το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Εξετάζοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούμε σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά φύλο, ηλικία, γεωγραφική περιφέρεια και επίπεδο εκπαίδευσης. Ειδικότερα, το ποσοστό ανεργίας στους άνδρες ανήλθε στο 16,5% έναντι 24,9% στις γυναίκες. Αντίστοιχα, υψηλότερη εμφανίζεται η ανεργία στις νεότερες ηλικίες, με τους νέους 15 έως 19 ετών να παρουσιάζουν ποσοστό ανεργίας 52,2% και τους νέους 20 έως 24 ετών ποσοστό ανεργίας 38,5%. Σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου είναι και η ανεργία στις ηλικίες 25 έως 29 ετών με ποσοστό 29%, ενώ αντίστοιχα χαμηλότερη του μέσου όρου εμφανίζεται στις ηλικίες πέραν των 30 ετών. Επίσης, σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου εμφανίζεται η ανεργία στις Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας, ενώ σημαντικά χαμηλότερη στις Περιφέρειες Ιονίων Νήσων, Πελοποννήσου, Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης. Κρίσιμη παράμετρο για την κατανόηση της επίπτωσης του φαινομένου της ανεργίας στον πληθυσμό αποτελεί το γεγονός ότι οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή άτομα με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης, εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας 16,1%, φανερώνοντας έτσι ότι κύριο στοιχείο που επηρεάζει την κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι η έλλειψη επαρκούς ζήτησης, καθώς και πιθανές στρεβλώσεις στην παραγωγική δομή της χώρας, και όχι οι δεξιότητες των εργαζομένων.

Σημειώνουμε ότι το ποσοστό των μακροχρόνια (άνω του ενός έτους) ανέργων στο σύνολο των ανέργων ανέρχεται σταθερά από το 2013 και μετά σε ποσοστό άνω του 70%, υποδηλώνοντας έτσι την ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι άνεργοι να επανέλθουν στην εργασία και, συνεπώς, την ανάγκη για δομικές παρεμβάσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ανεργίας. Σε αντίθετη περίπτωση, τόσο οι δεξιότητες των νυν μακροχρόνια ανέργων θα απαξιωθούν πλήρως, και επομένως για την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας θα απαιτηθεί σημαντική δαπάνη για την επανακατάρτισή τους, όσο και οι συνθήκες διαβίωσης γενικά και ο κίνδυνος φτώχειας ειδικά θα ανέρχονται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα των κοινωνικά ανεκτών.

[...] Επιπλέον, ειδικά στις σημερινές συνθήκες βαθιάς κρίσης στην αγορά εργασίας, σημειώνουμε τη σημασία χρήσης, εκτός των συμβατικών, και μιας σειράς εναλλακτικών δεικτών για τον υπολογισμό της ανεργίας, οι οποίοι θα λαμβάνουν υπόψη την αποθάρρυνση των ανέργων, την ύπαρξη λοιπού εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού και τη μη ηθελημένη υποαπασχόληση των εργαζομένων. Τα φαινόμενα αυτά, παρ’ ότι καταγράφονται από τις επίσημες στατιστικές, δεν προσμετρούνται κατά τον υπολογισμό του επίσημου δείκτη της ανεργίας, με αποτέλεσμα να υποτιμάται ο τρόπος με τον οποίο τμήματα του πληθυσμού βιώνουν την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Οι δείκτες αυτοί αναδεικνύουν τις σημαντικότερες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας τόσο από την πλευρά της συντήρησης και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων όσο και από την πλευρά σημαντικών ομάδων του εργατικού δυναμικού που διογκώθηκαν και εξακολουθούν να διογκώνονται στη διάρκεια της κρίσης και βρίσκονται στην ασαφή ζώνη μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας. Τονίζουμε ότι αντίστοιχα μέτρα καταγράφονται και αξιοποιούνται για να αναδείξουν πλευρές του φαινομένου της ανεργίας τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ.

Ειδικότερα, ως «αποθαρρημένοι άνεργοι» λογίζονται οι άνεργοι που δεν αναζητούν απασχόληση, αλλά θα ήθελαν να έχουν εργασία και είναι διατεθειμένοι να την αναλάβουν μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες. Ως «λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό» καταγράφονται τα άτομα που αναζητούσαν εργασία κατά τον τελευταίο μήνα, αλλά δεν ήταν διαθέσιμα να αναλάβουν εργασία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες. Τέλος, ως «ακούσια υποαπασχολούμενοι» καταγράφονται τα άτομα τα οποία την εβδομάδα αναφοράς εργάστηκαν με μερική απασχόληση, επιθυμούσαν να εργαστούν περισσότερες ώρες και ήταν διαθέσιμοι να εργαστούν περισσότερο αν τους δινόταν η ευκαιρία. Με άλλα λόγια, οι τρεις αυτές κατηγορίες, οι αποθαρρημένοι άνεργοι, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και οι ακούσια υποαπασχολούμενοι, αποτελούν τμήμα εργαζομένων οι οποίοι επιθυμούν να εργαστούν με πλήρη απασχόληση για τον υπάρχοντα μισθό, αλλά δεν μπορούν, και συνεπώς βιώνουν την κατάστασή τους ως καθεστώς (μερικής ή ολικής) ανεργίας, ανεξάρτητα από το εάν καταγράφονται ως άνεργοι από τις επίσημες στατιστικές.

Έχει σημασία επιπλέον να τονίσουμε ότι οι εναλλακτικοί δείκτες ανεργίας που παρουσιάζουμε αναδεικνύουν την απόσταση της παρούσας κατάστασης στην αγορά εργασίας από το αίτημα των συνδικάτων για σταθερή και πλήρη εργασίαγια όλους με ίσα δικαιώματα.

Στο Διάγραμμα 3.2 που ακολουθεί παρατηρούμε την εξέλιξη των εναλλακτικών δεικτών για την ανεργία στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, αφενός διακρίνουμε τη βελτίωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας κατά το β΄ και το γ΄ τρίμηνο του 2017, την οποία περιγράψαμε παραπάνω. Σημειώνουμε ότι ο αριθμός των ακούσια υποαπασχολούμενων το γ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 247 χιλιάδες (266 χιλιάδες το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016), των αποθαρρημένων ανέργων σε 114 χιλιάδες (112 χιλιάδες το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016) και του λοιπού πρόσθετου εργατικού δυναμικού σε 23 χιλιάδες (25 χιλιάδες το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016). Με άλλα λόγια, παρατηρούμε ότι το σύνολο των ατόμων τα οποία βιώνουν την κατάστασή τους σαν να βρίσκονταν σε καθεστώς ανεργίας παρ’ ότι δεν καταγράφονται ως τέτοια ανήλθε κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 σε 385 χιλιάδες, ποσό κατά 3,5% χαμηλότερο από αυτό στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016. Κατά συνέπεια, το γ΄ τρίμηνο του 2017 το «πραγματικό» σύνολο των ανέργων ανήλθε σε 1.355.620 άτομα, ποσό που αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό ανεργίας 27,52% ή κατά 7% αυξημένο σε σχέση με το επίσημο ποσοστό ανεργίας. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι το συνολικό ποσοστό ανεργίας υποχώρησε κατά το 2017 για πρώτη φορά μετά το 2012 κάτω από το όριο του 30%, γεγονός που επιβεβαιώνει τη βελτιωμένη αφενός εικόνα στην αγορά εργασίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και αφετέρου τη συνεχιζόμενη ιδιαίτερα δραματική κατάσταση.

Προτρέχοντας μιας πιο ολοκληρωμένης ανάλυσης του ζητήματος των μισθών και του κόστους εργασίας που θα ακολουθήσει στη συνέχεια, έχει σημασία να σημειώσουμε ότι με βάση τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης που επικρατεί στην ιδιωτική οικονομία (775 ευρώ, ΕΛΣΤΑΤ) το εισόδημα το οποίο με άμεσο τρόπο χάνεται από την ανεργία ανέρχεται σε 12 δισ. ευρώ ή 7% του ΑΕΠ.

Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει η εξέταση της σχέσης ανάμεσα στους επιδοτούμενους και στους εγγεγραμμένους ανέργους. Παρατηρούμε ότι το ποσοστό κάλυψης των ανέργων με επίδομα ανεργίας υποχωρεί από 31% το 2010 σε 13% το 2017. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων βρίσκεται εκτός κάλυψης από τις υπάρχουσες μορφές εξασφάλισης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα αυξημένα προβλήματα ανεργίας που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες περιοχές της χώρας οδηγεί στο να διαμορφώνονται εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα, τα οποία μόνο εν μέρει λύνονται με μέτρα όπως το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης».

Πηγήhttps://www.inegsee.gr/wp-content/uploads/2018/03/ETHSIA-EKTHESI-2018-INE-GSEE-H-ELLINIKH-OIKONOMIA-KAI-H-APASXOLISH.pdf