Επικαιρότητα

Μακεδονικό: Προοπτικές και κίνδυνοι (Μια κριτική ανάγνωση της συμφωνίας από διεθνιστική αριστερή σκοπιά)

07/07/2018

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Σε προηγούμενη ανακοίνωσή της η ΑΡΚ (28/01/18) είχε έγκαιρα εκτιμήσει πως: «Μια λύση-συμφωνία αναγνώρισης της γειτονικής χώρας, κόντρα στους εκατέρωθεν εθνικισμούς, ακόμα κι αν δεν θα γίνει με τους όρους που θα έπρεπε, θα είναι σημαντικό βήμα».

Η νωπή ακόμα συμφωνία των Πρεσπών για την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας αποτελεί μία εν πολλοίς μη αναμενόμενη επιτυχία της διπλωματικής πολιτικής του ελληνικού καπιταλισμού, αν κριθεί βέβαια με μέτρο τα αδιέξοδα που είχαν επισωρευτεί για τρεις σχεδόν δεκαετίες σε όλα τα μεγάλα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής (ελληνοτουρκικά, κυπριακό, Αιγαίο κ.α.), σε πλήρη συνάφεια με τις επιδιώξεις και υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Και τη χαρακτηρίζουμε ανέλπιστη, γιατί είναι η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία που ένα κράτος υποχρεώνεται από ένα άλλο να αλλάξει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ονομασία του (μετά από 75 χρόνια συνεχούς χρήσης), και να αναθεωρήσει το Σύνταγμά του (Προοίμιο, Άρθρα 3 και 49). Το μόνο ιστορικό προηγούμενο που έχει καταγραφεί είναι αυτό της Αυστρίας μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και αυτό αφορούσε μόνο στην αλλαγή του ονόματος (από Ανατολικό Γερμανικό Κράτος σε Γερμανικό Κράτος). Υπό αυτή την έννοια η συμφωνία είναι ετεροβαρής κα εξαιρετικά άνιση μεταξύ των δύο Κρατών. Αυτή η απουσία θετικού αθροίσματος της συμφωνίας ενδέχεται να τροφοδοτήσει τους εθνικιστικούς και ακροδεξιούς κύκλους στη γειτονική χώρα, αλλά ταυτόχρονα να εμφανίζεται και ως «αποικιακή» ακόμα και σε μετριοπαθείς δημοκράτες πολίτες της. Ταυτόχρονα αφήνει στο απυρόβλητο (εν μέρει) τον εγχώριο εθνικισμό (Άρθρο 7, παρ.2), αφού κατοχυρώνει κατ’ αποκλειστικότητα τον πολιτισμό της Μακεδονίας στη διαχρονία του μόνο στην ελληνική πλευρά.

Ωστόσο, από τη σκοπιά μιας ρεαλιστικής πολιτικής συνιστά μία καταρχάς θετική εξέλιξη, έστω και με αρκετές επιφυλάξεις, αφού αφενός μεν διευθετεί ένα ζήτημα που εκκρεμούσε εδώ και 26 χρόνια, αφετέρου δε η συμφωνία ρητά αναγνωρίζει την ύπαρξη της μακεδονικής εθνότητας / ιθαγένειας και της μακεδονικής γλώσσας (Άρθρο 3, παρ. β και γ) και τη δυνατότητα της χρήσης του Όρου «Μακεδόνας» και «Μακεδονία» για το χαρακτηρισμό της επικράτειας, του πληθυσμού και του πολιτισμού του (Άρθρο 7, παρ. 3), τα οποία σημειωτέον αποτελούσαν και πάγια διεκδικητικά αιτήματα του εγχώριου αριστερού διεθνιστικού κινήματος από το, μακρινό πλέον, 1992.

Θα πρέπει βέβαια να μην λησμονείται το γεγονός πως η ασφυκτική πίεση από ΗΠΑ (κυρίως) και ΝΑΤΟ υπήρξε καθοριστικός παράγοντας ώστε να υπάρξει αυτή η συμφωνία. Κι αυτή η πίεση σχετίζεται βέβαια με τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για ανάσχεση και οριοθέτηση της επιρροής της Ρωσίας και της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Όπως επίσης είναι προφανής (Άρθρα 9 και 14) η επιδίωξη του ελληνικού Κεφαλαίου και της εγχώριας αστικής τάξης για περαιτέρω εμβάθυνση της επιρροής της στη γειτονική χώρα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Μία ισοδύναμη διατύπωση σε ελαφρώς διαφορετική γλώσσα θα ήταν πως η Ελλάδα επιχειρεί μέσω και αυτής της συμφωνίας αυτής να επανατοποθετηθεί σε ευνοϊκότερη θέση ως κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στα Δυτικά και Νότια Βαλκάνια.

Ένα επιπλέον στοιχείο που έως τώρα δεν φαίνεται να έχει αναδειχθεί αρκετά από τις περισσότερες πρώτες αναγνώσεις της συμφωνίας, και το οποίο αποδεικνύει τη δομική ανισότητα της μεταξύ των δύο μερών, είναι η δυνατότητα που παρέχουν στην Ελλάδα να ελέγχει τις εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες και ταυτόχρονα να βάζει εμπόδια (ίσως ακόμα και με χρήση του βέτο) στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι προβλέψεις των λεγόμενων μεταβατικών περιόδων («πολιτικής» και «τεχνικής») στο άρθρο 1, παράγραφος 10. Οι εγχώριοι εθνικιστικοί κύκλοι βέβαια διαβάζουν αυτό και άλλα σημεία με εντελώς αντίστροφο τρόπο και μιλάνε για παράταση της χρήσης της σημερινής ονομασίας κ.λπ.

Από την οπτική γωνία της ριζοσπαστικής και διεθνιστικής Αριστεράς, και παρ’ όλους τους ενδεχόμενους κινδύνους που σχετίζονται είτε με τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή είτε με την πιθανή (αλλά όχι σίγουρη) ανατροφοδότηση των εθνικιστικών και ακροδεξιών κύκλων στις δύο χώρες ως αποτέλεσμα της συμφωνίας, η ίδια η ύπαρξή της θα λέγαμε πως ανοίγει κάποιες θετικές δυνατότητες για την προσέγγιση και τη συνεργασία των δύο λαών και των κοινωνικών κινημάτων με έμφαση βέβαια στην αποτροπή των όποιων πολεμικών σχεδιασμών. Αυτές τις εν δυνάμει θετικές προοπτικές η Αριστερά οφείλει να τις αξιοποιήσει.

Τέλος, να σημειώσουμε πως η συμφωνία κλείνει οριστικά και με αρνητικό τρόπο το ζήτημα της αναγνώρισης της εγχώριας σλαβόφωνης μακεδονικής μειονότητας. Πρόκειται  για ένα πολύ σημαντικό και απωθημένο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Αφενός μεν αναφερόμαστε σε μία ενιαία πληθυσμιακή εθνοτική ομάδα που κατοικεί σε αρκετούς νομούς της Βόρειας Ελλάδος (Φλώρινα, Πέλλα, Κοζάνη, Σέρρες κ.α.) και έχει αντιμετωπίσει διαχρονικά την κρατική καταστολή και επιτήρηση στη χρήση της γλώσσας του και στην εκδήλωση και έκφραση του λαϊκού καθημερινού του πολιτισμού (τραγούδια, χοροί, πανηγύρια, πολιτιστικοί σύλλογοι κ.ά.), αφετέρου δε στο ζήτημα της αφαίρεσης της ιθαγένειας και στην πασοκικής εμπνεύσεως (Κ.Υ.Α. 29/12/1982) απαγόρευση επαναπατρισμού των περίπου 13000 σλαβόφωνων «Μη Ελλήνων το γένος» προσφύγων του Εμφυλίου, η οποία υποτίθεται ότι θα «έθετε σε κίνδυνο την «εθνική ασφάλεια» και την πληθυσμιακή ομοιογένεια του «εθνικού κορμού».

7/7/2018