Επικαιρότητα

Η μνημονιακή περίοδος έληξε, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και το μνημονιακό πλαίσιο μονιμοποιούνται

27/09/2018

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Στην αυγή της «μεταμνημονιακής περιόδου», ο πρωθυπουργός εξήγγειλε από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης την αποκατάσταση των αδικιών και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων προς επίτευξη μιας "δίκαιης ανάπτυξης". Εξαγγέλλει λοιπόν την ταξική μεροληψία του, ωστόσο με τους όρους και τις προϋποθέσεις που επιτάσσει η ανάπτυξη.

Ειδικότερα για τα ζητήματα της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης, εξήγγειλε:

- την αύξηση του κατώτατου μισθού από 1.1.2019. Να επισημάνουμε ότι αυτή η αύξηση αρχικά αφορά τους «χρήσιμους εργαζόμενους» του κράτους δηλ. τους ένστολους των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων, τους δικαστικούς, αλλά και τους πανεπιστημιακούς, στους οποίους θα καταβληθούν, μέχρι το τέλος του 2018, αναδρομικά 1 δισ. ευρώ.
- την επιδότηση του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών για νέους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα έως 25 ετών και σε βάθος διετίας 50% από 1.1.2019 και 100% από 1.1.2020.
- την κατάργηση του υπο-κατώτατου μισθού
- την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού αλλά το 2019, "μετά από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς".

Λίγες μέρες πριν τις εξαγγελίες και με αφορμή τις «πανηγυρικές» υπογραφές για την επεκτασιμότητα 4 ΣΣΕ, οι «εμπλεκόμενοι φορείς» είχαν διαμηνύσεις τις προθέσεις τους. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) δήλωσε σχετικά με την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας: «Οι όποιες αποφάσεις στα εργασιακά θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τη σημερινή κατάσταση και στην αγορά εργασίας, με τη συνολική ανεργία στο 20% και αυτή των νέων σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, αλλά και της οικονομίας γενικότερα, με πολλές επιχειρήσεις στο όριο της πιστωτικής ασφυξίας. Ναι λοιπόν στην επέκταση των ΣΣΕ, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου, η επέκταση αυτή όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαλαμβάνει ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις και όσες προκύπτουν από διαιτητικές αποφάσεις που προκλήθηκαν από μονομερή προσφυγή. Ειδικά όσον αφορά τον τουρισμό, ο οποίος αποτελείται από πολλών ειδών επιχειρήσεις, διαφόρων μεγεθών και σε περιοχές που αντικειμενικά είναι διαφόρων ταχυτήτων, πρέπει να υπάρχει και σαφής πρόβλεψη απόκλισης επιχείρησης από την εφαρμογή της ΣΣΕ, με κριτήρια που πιστεύω δεν είναι δύσκολο να προβλεφθούν».

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει ρητή προϋπόθεση για την επεκτασιμότητα των ΣΣΕ, να καλύπτει ο εργοδοτικός φορέας πάνω από το 50% των εργαζομένων στον κλάδο, πράγμα που διαπιστώνεται μόνο εάν το θελήσουν οι ίδιοι οι εργοδότες με την προσκόμιση των μητρώων μελών τους. Η επεκτασιμότητα εναπόκειται ουσιαστικά στην καλή θέληση των εργοδοτών, και κατά κανέναν τρόπο δεν επανέρχεται στην κατάσταση που ίσχυε πριν τα μνημόνια.

Σε κάθε άλλη περίπτωση η επέκταση της συλλογικής σύμβασης δεν είναι δυνατή. Οι εργοδότες είναι δυνατόν να υπογράφουν µια κλαδική ΣΣΕ, και ταυτόχρονα, στο σύνολο του κλάδου να κρατούν ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζομένων τους έξω από αυτήν. Όπως άλλωστε καλά γνωρίζει ο συνομιλητής του ΣΕΤΕ, του εκπρόσωπου των ξενοδοχείων, η πλειονότητα του προσωπικού σε αυτόν τον κλάδο εργάζεται µε ελαστικές μορφές απασχόλησης ή µε καθεστώς μαθητείας.

Την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού των νέων εργαζομένων έως 25 ετών εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Ωστόσο οι κοινωνικοί συνομιλητές τους του διαμηνύουν ότι «εάν αυτός καταργηθεί, θα πρέπει να υπάρξει σαφής πρόβλεψη για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, ανεξαρτήτως ηλικίας και με ακριβή ορισμό του ποιος χαρακτηρίζεται νεοεισερχόμενος». Άλλωστε οι εκπρόσωποι των δανειστών αλλά και ο ΟΟΣΑ μιλούν για την κατάργηση των ηλιακών διακρίσεων όχι όμως και με την κατάργηση της (υπο)κατώτατης αμοιβής, αφού αυτή θα συνδέεται πλέον με την εμπειρία. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε και η αναφορά στο πόρισμα των «Σοφών» που κάνουν λόγο για έναν μισθό στο 90% του κατώτατου μισθού για τον πρώτο χρόνο εργασιακής εμπειρίας και στο 95% για τον δεύτερο.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η πολύ χαμηλή συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας, καθώς οι νέοι ως 19 ετών αποτελούν μόνο το 0,28% των εργαζομένων, ενώ οι ηλικίες 19 έως 24 ετών και 25 έως 29 ετών αποτελούν μόνο το 7,66% και το 12,72% αντίστοιχα. Πρόκειται για εργαζόμενους που εργάζονται ως επί το πλείστον με ευέλικτες μορφές εργασίας και πολύ χαμηλές αμοιβές. Η τυχόν πενιχρή αύξηση του μισθούς των ερεγαζόμενων αυτών από την κατάργηση του υπο-κατώτατου μισθού θα επιφέρει μηδαμινή επίπτωση στο εισόδημά τους, η οποία γρήγορα θα εξανεμισθεί από την μείωση του αφορολόγητου.

Από την φαρέτρα των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού δεν έλειψε και η υπόσχεση για την αύξηση του κατώτατου μισού. Ωστόσο ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων , στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την οικονομία, απαντά στις κυβερνητικές εξαγγελίες όσον αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού: «Χρειάζεται περίσκεψη και περισυλλογή τώρα που η οικονομία ανακάμπτει, και όχι υποσχέσεις και κούφια λόγια». Πιο κοντά στη κυβερνητική γραμμή για τον κατώτατο μισθό, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, θύμισε στην κυβέρνηση ότι «σε όλη την διάρκεια της μνημονιακής "περιπέτειας" έχουμε ταχθεί υπέρ της επαναφοράς του κατώτατου μισθού - με προϋπόθεση ότι δεν θα είναι τόσο μεγάλο το φορολογικό βάρος στην επιχείρηση, για να μπορεί ακριβώς να είναι βιώσιμη». Πρότεινε δε κατά «το παράδειγμα της Πορτογαλίας, μέσα σε τέσσερις εξαμηνιαίες περιόδους να υπάρξει η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Πρέπει όμως να δούμε το μη μισθολογικό κόστος, τις ασφαλιστικές εισφορές. Υπάρχει μία αδικία εκεί, πιστεύουμε ότι στο άμεσο μέλλον μπορούν να δρομολογηθούν και να γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές».

 

Ωστόσο, στη μεταμνημονιακή περίοδο, η μνημονιακή διάταξη ρητά αναφέρει (άρθρο 103 «Διατάξεις για τον κατώτατο μισθό», ν. 4172/2013, σελ. 2510):

1.α.Έπειτα από διαβούλευση, που διεξάγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα, ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας.

β. Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης, υπολειπόμενες από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο ή της αντίστοιχης προκύπτουσας αναλογίας για τις συμβάσεις μερικής απασχόλησης(….)

3.Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών.

4.α. Για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της Κυβέρνησης (…)».

Στην «μεταμνημονιακή» πραγματικότητα ο κατώτατος μισθός δεν θα προκύπτει από συλλογική διαπραγμάτευση εργοδοτών – εργαζομένων, αλλά θα καθορίζεται με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου «…λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών…».

Οι μνημονιακές διατάξεις επιπλέον ορίζουν ότι έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για προϋπηρεσία. Η κατάργηση των τριετιών (από το 2012 έχουν παγώσει) και των επιδομάτων σημαίνει αμετάβλητο μισθό για τους νεοπροσλαμβανόμενους. Έτσι ο κατώτατος μισθός παραμένει επίσης καθηλωμένος από το 2012, μια ρύθμιση που θεσπίστηκε προς χάριν της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Κυβέρνηση και συνομιλητές ουσιαστικά προτείνουν την σταδιακή και προσεκτική αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του υπάρχοντος μνημονιακού πλαισίου.

Στην «μεταμνημονιακή περίοδο» που πολύ διαφημίζει το κυβερνητικό επιτελείο, με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές /ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, ενώ ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία της κερδοφορίας του κεφαλαίου επί της αμοιβής των εργαζομένων. Την ίδια στιγμή οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού αποτελούν μόλις το 45% των προσλήψεων, ενώ οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας για το 2017 αφορούν πλέον, στο 54,9%.

Σύμφωνα δε με στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, «…οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας λαμβάνουν μισθό 487 ευρώ.  (…) [Σύμφωνα] µε τα τελευταία επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, από την επεξεργασία των Αναλυτικών Περιοδικών ∆ηλώσεων (ΑΠ∆) που υποβλήθηκαν το Νοέμβριο του 2017, από το σύνολο των 2.004.206 ασφαλισμένων μισθωτών οι 629.687 εργάζονται µε ευέλικτες μορφές εργασίας και καλούνται να ζήσουν µε μισθό μόλις 385,53 ευρώ μεικτά, που σημαίνει καθαρά περίπου 327 ευρώ, ποσό χαμηλότερο και από το επίδομα ανεργίας που φτάνει τα 360 ευρώ».

Ο Πρωθυπουργός δεν παρέλειψε να επικοινωνήσει το επίτευγμα της τριετούς διακυβέρνησής του, την μείωση της ανεργίας. Ξέχασε όμως να πει ότι το εργατικό δυναμικό μειώθηκε στην Ελλάδα της κρίσης διότι μειώθηκε ο πληθυσμός της αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό ανέργων φεύγει. Όταν μεταναστεύουν οι άνεργοι, η ανεργία μειώνεται και με την κυριαρχία των ευέλικτων μορφών εργασίας μειώνεται με επισφάλεια και φτώχεια.

Στις εξαγγελίες του ο Πρωθυπουργός δεν άφησε ανικανοποίητους τους συνομιλητές τους σε ότι αφορά την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών , υποσχόμενος «την επιδότηση του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών για νέους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα έως 25 ετών και σε βάθος διετίας 50% από 1.1.2019 και 100% από 1.1.2020.», μέσω των γνωστών φυσικά προγραμμάτων του ΟΑΕΔ , προγραμμάτων ΕΣΠΑ, που ανακυκλώνουν την ανεργία και προσφέρουν φθηνούς νέους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις.

Συνολικά όμως η προσέγγιση της κυβέρνησης στο ζήτημα του ασφαλιστικού εμβαθύνει τη λογική του ατομικού κουμπαρά, την οποία άνοιξε ο νόμος Κατρούγκαλου, όπου το σύστημα προσμετρά τις εισφορές σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου (σε αντίθεση με τα παλαιότερα ασφαλιστικά), και το εκάστοτε εισόδημα (από το οποίο απορρέουν οι εισφορές), εμπεδώνοντας στην πράξη τη λογική της ανταποδοτικότητας.

Να σημειώσουμε εδώ ότι για τους αυταπασχολούμενους και για τους εμφανιζόμενους ως τέτοιους (δηλαδή όσους εργαζόμενους δουλεύουν με "μπλοκάκι" χωρίς τυπικά αναγνωρισμένη σχέση εξαρτημένης εργασίας), από το 2019 αλλάζει η βάση υπολογισμού των εισφορών, και πλέον ο υπολογισμός θα γίνεται στο σύνολο του ποσού (καθαρό εισόδημα + εισφορές) και όχι μόνο στο καθαρό εισόδημα όπως προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου αρχικά. Ταυτόχρονα, δεν έχουν ακόμα γίνει απαιτητές οι εισφορές για τους κλάδους επικουρικού και εφάπαξ για όσα ταμεία προβλέπονται (κυρίως αυτά του πρώην ΕΤΑΑ, νομικών, γιατρών, μηχανικών αλλά και γενικότερα των επιστημόνων). Ο Τσίπρας στη ΔΕΘ εξήγγειλε 2 πράγματα σχετικά με αυτό:

1. Τη μείωση των εισφορών για την Κύρια Σύνταξη από το 20% στο 13% για τους αυταπασχολούμενους, εφόσον αυτές βρίσκονται πάνω από το όριο των ελάχιστων εισφορών (δηλαδή δηλώνουν εισόδημα μεγαλύτερο από το βασικό μισθό x 12).
2. Tη μείωση των εισφορών για το επικουρικό και το εφάπαξ στην ελάχιστη εισφορά, εκτός εάν κανείς επιθυμεί να πληρώνει περισσότερες εισφορές.

Αυτό που φυσικά δεν εξήγησε, είναι ότι αυτό θα σημάνει ακόμα μικρότερες συντάξεις, αφού οι συντάξεις είναι πλέον ευθεία απόρροια των εισφορών σε όλη τη διάρκεια του εργάσιμου βίου. Ταυτόχρονα, αυτές οι εξαγγελίες βασίζονται στο γεγονός ότι έχει διαλυθεί η ασφαλιστική συνείδηση στα μνημονιακά χρόνια με όλες τις περικοπές, με αποτέλεσμα κανένας εργαζόμενος να μην πιστεύει ότι θα πάρει έστω και τη σημερινή προβλεπόμενη σύνταξη. Έτσι, με την ιδεολογική κατίσχυση του νεοφιλελελευθερισμού και στο συγκεκριμένο τομέα, όλοι κοιτάνε πώς θα γλυτώσουν εισφορές στο σήμερα, χωρίς να σκέφτονται τι θα σημάνει αυτό για τη σύνταξή τους.

Στην όλη αφήγηση για τις συντάξεις δεν μπορούσε να μην παρέμβει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έσπευσε να υπενθυμίσει το ρόλο της ως επιτηρητή των μεταρρυθμίσεων, δηλώνοντας, αναφορικά με την αναβολή της μείωσης των συντάξεων , ότι «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται».

Με διαλυμένη την ασφαλιστική συνείδηση των εργαζομένων, τα υψηλά ποσοστά της αδήλωτης και ημι-δηλωμένης εργασίας, τη δραματική μείωση του ποσοστού απασχόλησης  και την κυριαρχία των ευέλικτων και επισφαλών σχέσεων εργασίας, το μοντέλο κοινωνικής ασφάλισης της κυβέρνησης, υπόσχεται μόνο την ατομική επιβίωση ενός μικρού πληθυσμού των εργαζομένων ενώ η πλειονότητα θα συνεχίσει να ζει με όρους ανασφάλειας και απαλλοτριωμένα κοινωνικά δικαιώματα.

Όμως παρά τις μεταμνημονιακές αφηγήσεις της κυβέρνησης, ο «πόλεμος»  της τάξης εναντίον τάξης, συνεχίζεται. Συνεχώς δημιουργούνται «περιττοί» άνθρωποι και εργασιακές εφεδρείες σε αναμονή προς εκμετάλλευση. Οι εργαζόμενοι και ειδικότερα οι νέοι, εκπαιδεύονται να ζουν στο «ελάχιστο» και να αποδέχονται το κάτι παραπάνω ως «δωρεά» των εργοδοτών. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι οι ανωτέρω πολιτικές που επικοινώνησε το κυβερνητικό επιτελείο στη ΔΕΘ, θα συνεχίσουν να δημιουργούν «πλεονάζοντες πληθυσμούς», συμπιέζοντας τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής τους αλλά και της απλής επιβίωσης τους.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές ότι είναι ανάγκη το εργατικό κίνημα πρέπει να αναζητήσει στρατηγική και νέο περιεχόμενο στις διεκδικήσεις του.

  • Πρέπει καταρχάς να υποστηρίξει το αίτημα των εργαζομένων για αυξήσεις, αίτημα που έχει αρχίσει να γεννιέται από την πραγματικότητα της ανάκαμψης της κερδοφορίας για τα τμήματα του κεφαλαίου που επιβίωσαν από την εκκαθάριση της κρίσης, και έχουν σήμερα πολύ μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς.
  • Να αγωνιστεί για σταθερές σχέσεις εργασίας για όλους, μέσα και από την ένταξη όλων των επισφαλώς εργαζομένων στα σωματεία.
  • Να αγωνιστεί για το σύνολο των δημόσιων αγαθών - την υγεία, την εκπαίδευση, της συγκοινωνίες, τον πολιτισμό - που η απαξίωση ή και ιδιωτικοποίησή τους συρρικνώνει ακόμα περισσότερο τους πραγματικούς μισθούς, αφού οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι αναγκάζονται να πληρώνουν από την τσέπη τους για μια σειρά πραγμάτων.
  • Να αγωνιστεί για το δικαίωμα στη στέγη, που πλήττεται διπλά, από τη μια μεριά από τους πλειστηριασμούς, και από την άλλη από την υπερεκμετάλλευση που διαπιστώνεται δια των βραχυχρόνιων μισθώσεων στις πιο τουριστικές περιοχές, και εκτινάσσει τις τιμές της στέγης, δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα, ειδικά στη σπουδάζουσα νεολαία και τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, αλλά όχι μόνο.

Και για να τα καταφέρει όλα αυτά, χρειάζεται να κατορθώσει να υπερβεί τη σημερινή κατάσταση των γραφειοκρατικοποιημένων ως και εργοδοτικών ηγεσιών του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος, ώστε οι αγώνες των εργαζομένων για καλύτερη ζωή στο σήμερα, να γίνουν πραγματικά δική τους υπόθεση.