Απόψεις

Για την εργασιακή μεταρρύθμιση του Β. Όρμπαν – και όχι μόνο

18/12/2018

Χρήστος Βαλλιάνος


Για μια οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ, οι εργάσιμες μέρες του χρόνου είναι περί τις 210. Η αύξηση του ορίου των υπερωριών από τις 250 ώρες στις 400 ετησίως, σημαίνει ότι στο 8ωρο μπορούν να προστεθούν κάπου 2 ώρες για όλη τη διάρκεια του έτους. Στην πραγματικότητα, η αύξηση αυτή σημαίνει κάτι ακόμα χειρότερο, αφού η κατανομή των 400 ωρών δεν είναι υποχρεωτικά ομοιόμορφη, με ότι αυτό συνεπάγεται, για όσους γνωρίζουν τι σημαίνει να δουλεύεις 12ωρα επί βδομάδες ή και μήνες συνεχώς… Το σίγουρο πάντως είναι ότι, είτε έτσι, είτε αλλιώς, με δεδομένο ότι η δυνατότητα συλλογικής άρνησης της ουσιαστικά ανεμπόδιστης (ή με όλο και πιο χαλαρούς νομικούς περιορισμούς) εργοδοτικής διευθέτησης του χρόνου εργασίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους φαίνεται να είναι στις σημερινές συνθήκες πρακτικά ανύπαρκτη, η μεταρρύθμιση που εισάγει η Κυβέρνηση του ακροδεξιού εθνικιστή Όρμπαν (ή «νόμος των σκλάβων», όπως πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τους Ούγγρους εργαζόμενους) συνιστά την ταφόπλακα στην κατάργηση της πιο εμβληματικής εργατικής κατάκτησης του 20ου αιώνα, της 8ωρης εργασίας. 

Και βέβαια, η αναφορά στην ταφόπλακα δεν αποτελεί σχήμα λόγου: Οι τρεις και πλέον δεκαετίες νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας σε ολόκληρο το δυτικό καπιταλισμό, όπως και η (συνειδητή ή όχι απόσυρση) του κράτους από την εποπτεία της τήρησης της εργατικής νομοθεσίας που εκτόξευσαν την εργοδοτική αυθαιρεσία και περιφρόνηση ακόμα και αυτής της ελαστικοποιημένης νομοθεσίας, (και που, διόλου τυχαία, εντάθηκαν στην περίοδο της κρίσης) ουσιαστικά υπέσκαψαν το 8ωρο ως ακρογωνιαίο λίθο του ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς εργασίας, σε σημείο που να αποτελεί περισσότερο επιβίωση μιας παρελθούσας εποχής και λιγότερο λειτουργική ρύθμιση του σημερινού πλήρως απορυθμισμένου πλαισίου. 

Η υπονόμευση και αχρήστευση σε μεγάλο βαθμό της ρυθμιστικής αξίας του 8ώρου είχε την αναμενόμενη συνέχειά της στην ψήφιση ενός πολύ χαλαρού νομικού πλαισίου σχετικά με την εργάσιμη ημέρα από την αυστριακή κυβέρνηση το καλοκαίρι του 2018, και λίγο αργότερα, μιας παρόμοιας πρότασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η περαιτέρω νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση των διατάξεων γύρω από την εργάσιμη ημέρα σε μια κατεύθυνση που θα καθιστά το 8ωρο νεκρό γράμμα, αν δεν το καταργεί τελείως, φαίνεται να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, και όχι μόνο στην Ουγγαρία που ποινικοποιεί την ανέχεια (πρόστιμα στους άστεγους…) και υιοθετεί τις πιο ακραίες ρατσιστικές πολιτικές κατά των προσφύγων.

Τέλος, αν επικεντρωθούμε στην εν εξελίξει μεταρρύθμιση Όρμπαν, εξ ίσου εξοργιστική με τη διευθέτηση του χρόνου της εργάσιμης ημέρας είναι και η πρόβλεψη ότι οι αμοιβές της υπερωριακής απασχόλησης θα μπορούν να αποδίδονται σε διάστημα που θα φτάνει ακόμα και τα τρία χρόνια. Εξοργιστική, αλλά σίγουρα στην ίδια κατεύθυνση με τη γενική τάση των ρυθμίσεων (σε ολόκληρη την Ευρώπη) που οδηγούν στη μείωση του εργατικού κόστους μέσω της κατάργησης της επαύξησης του ωρομισθίου της κυριακάτικης εργασίας, των νυκτερινών, ή και της ίδιας της εργασίας πέραν του 8ώρου.

Αξίζει ωστόσο να κρατήσουμε δυο παρατηρήσεις σε σχέση με όλο αυτό το εγχείρημα:

Το πρώτο αφορά την έκταση των εργατικών και λαϊκών αντιδράσεων απέναντι στη μεταρρύθμιση αυτή, τόσο στην Αυστρία το καλοκαίρι, όσο και στην Ουγγαρία σήμερα (αλλά και στη Γαλλία πριν από δυο χρόνια, γύρω από ζητήματα που εφάπτονταν του 8ώρου), που δείχνουν ότι η υπεράσπιση του 8ώρου, με την ευρεία έννοια της συμπύκνωσης των κατακτήσεων του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, διατηρεί την αξία της και μπορεί να γίνει εφαλτήριο για την επαναδιεκδίκηση των ρυθμίσεων που ακύρωσε ο νεοφιλελευθερισμός.

Το δεύτερο σχετίζεται (και) με τα καθ’ ημάς. Θυμόμαστε καλά ότι η είσοδος της Ελλάδας στη μνημονιακή εποχή συνοδεύτηκε από αναλύσεις που εξηγούσαν ότι το εργατικό κόστος για την ελληνική οικονομία ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με αυτό των «πλησιέστερων σ’ αυτήν» βαλκανικών και άλλων πρώην «ανατολικών» οικονομιών, γεγονός που υπονόμευε την «ανταγωνιστικότητά» της και επομένως όφειλε να συμπιεστεί ανάλογα. Αυτό που διαπιστώνουμε όλο και πιο καθαρά, από τότε, είναι ότι η λογική αυτή οδήγησε και συνεχίζει να οδηγεί σ’ ένα ατέρμον κοινωνικό ντάμπινγκ, κατά το οποίο η συμπίεση των εργατικών αμοιβών και η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στην κάθε μια χώρα επιχειρηματολογείται με βάση τις αντίστοιχες εξελίξεις στις γειτονικές της χώρες. Ο νεοφιλελευθερισμός, στις διάφορες εκδοχές του, δεν έχει να μας προτείνει τίποτα καλύτερο από αυτή τη μάταιη και χωρίς τέλος κίνηση στο καθοδικό σπιράλ της συνεχώς εντεινόμενης εκμετάλλευσης.