Απόψεις

Audiatur et altera pars

05/01/2019

Θ.Α.

Audiatur et altera pars1

Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελλίες σχετικά με το νέο σύστημα προσλήψεων και διορισμών των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης πυροδότησε ένα κύμα αντιδράσεων μεταξύ των εκπαιδευτικών, αφού με το νέο σύστημα μοριοδότησης, χιλιάδες αναπληρωτές/τριες κινδυνεύουν να απολυθούν, καθώς η προϋπηρεσία τους μοριοδοτείται πλέον σε μικρότερο βαθμό. Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικές εξαγγελλίες τροφοδότησαν ένα πλούσιο διάλογο μεταξύ των εκπαιδευτικών, με στόχο την αναζήτηση ενός αντιπαραθετικού προς το κυβερνητικό, πλαισίου αρχών προσλήψεων και διορισμών, το οποίο θα μπορούσε κατά τεκμήριο να εξυπηρετήσει καλύτερα την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και να διασφαλίσει την ενότητα του κλάδου. Δημοσιεύσαμε ήδη το σχετικό άρθρο του σφου Δ. Λαβατσή. Εδώ παραθέτουμε το κείμενο που κατέθεσε στο Υ η Θ.Α. ως προσωπική άποψη.

Yabasta

 

Με αφορμή την επίκαιρη συζήτηση για τα κριτήρια πρόσληψης εκπαιδευτικών (https://www.minedu.gov.gr/news/38969-24-12-18-systima-diorismoy...), θα άξιζε να τεθεί επί της ουσίας το ακανθώδες ζήτημα που αφορά κατ’αρχάς και καθαυτές τις επιλογές και τους συνδυασμούς μεταξύ διαγωνισμών, επετηρίδας και ‘ανοιχτών’ προσλήψεων (με την ευθύνη των ίδιων των σχολείων ή και της τοπικής αυτοδιοίκησης) (ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ, 2010). Ωστόσο, δυστυχώς, το γεγονός της μακροχρόνιας αδιοριστίας και οι ελαστικές σχέσεις εργασίας2 στρέφουν το ενδιαφέρον στις χαραμάδες ελπίδας που ανοίγονται για τους υποψήφιους και στον διαγκωνισμό μεταξύ τους. 

Προκειμένου να έχει κανείς μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την εξέλιξη του θέματος, θα επιχειρήσω μια συντομότατη αναδρομή του νομικού καθεστώτος και των θέσεων του επίσημου συνδικαλιστικού οργάνου των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης:

Το 1991 καταργήθηκε η επετηρίδα (διορισμός βάσει ημερομηνίας λήψης πτυχίου). Από τότε μέχρι το 2002 η ΟΛΜΕ υποστήριξε σθεναρά τη διατήρηση/επαναφορά της και την κατάργηση του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, προβλέποντας τα περισσότερα από τα εργασιακά δεινά που ακολούθησαν (ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ, 2010). Από το 2003 κ.εξ. υιοθέτησε αυτό που σήμερα αποκαλεί «πάγια θέση» ζητώντας τον –κατά προτεραιότητα- διορισμό των ήδη εχόντων προϋπηρεσία ως αναπληρωτών.

Όντως στη συνέχεια φτιάχτηκαν πολλοί διαφορετικοί «Πίνακες» υποψηφίων (με 18μηνη, 24μηνη, 30μηνη προϋπηρεσία)3 από τους οποίους διορίζονταν και αποκτούσαν νέα ή εμπλούτιζαν την προϋπάρχουσα απόφοιτοι των πανεπιστημιακών τμημάτων που ήδη από το 1997 (Ν.2525) μέχρι σήμερα οφείλουν να έχουν παιδαγωγική επάρκεια (Μπουζάκης, 2011, σ.289) (για την οποία έχει γίνει άλλος αγώνας και μεγάλη συζήτηση, που δεν έχει κλείσει).

Στο μεταξύ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 3255/2004 (ΦΕΚ 138 Α΄) από το 2005-2006 «η πρόσληψη προσωρινών αναπληρωτών εκπαιδευτικών γίνεται από ενιαίο πίνακα που συντάσσεται για κάθε έτος και στον οποίο κατατάσσονται, με αίτησή τους, οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί κατά σειρά που εξαρτάται από το σύνολο των μορίων ως με βάση α) την «προϋπηρεσία προσωρινού αναπληρωτή ή ωρομισθίου εκπαιδευτικού, ένα μόριο για κάθε μήνα της προϋπηρεσίας τους. β) τη βαθμολογική βάση κατά τον τελευταίο προ της συντάξεως του ως άνω πίνακα διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π., ένα μόριο για κάθε βαθμολογική μονάδα πάνω από τη βαθμολογική βάση. γ) τη βαθμολογική βάση κατά τον αντίστοιχο προτελευταίο διαγωνισμό, μισό μόριο για κάθε βαθμολογική μονάδα πάνω από τη βαθμολογική βάση.»

Οι «Πίνακες» υποψηφίων δημοσιοποιούνται, αλλά ο εντοπισμός των διοριζόμενων είναι μάλλον αδύνατος στον λαβύρινθο των αποφάσεων, καθώς π.χ. η πρόσληψη ωρομίσθιων εκπαιδευτικών στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης γίνεται από ενιαίο πίνακα ωρομισθίων που συντάσσεται κάθε έτος κατά Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης (κι αυτές είναι περισσότερες από τους νομούς της χώρας)4 [Σημείωση: Οι διοριζόμενοι γνωστοποιούνται συγκεντρωτικά στη σελίδα του Υπ.Παιδείας και ο σχετικός δημόσιος έλεγχος διευκολύνεται μετά το 2015, όπως μπορεί κανείς να δει.] 

Ο πιο κρίσιμος, ωστόσο όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν ο Ν.3848/2010 (ΦΕΚ 71 Α΄) σύμφωνα με τον οποίο για τον διορισμό σε θέσεις μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού ή την πρόσληψη αναπληρωτών, οριστικοποιείται ως προϋπόθεση η επιτυχία σε διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π., ενώ προβλέπεται ότι «μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου (όπως αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του εν λόγω νόμου)... Η σειρά κατάταξης των επιτυχόντων στους τελικούς πίνακες θα προσδιορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου, (α) από τις μονάδες που συγκέντρωσαν στον γραπτό διαγωνισμό, (β) από τη σταθμισμένη μοριοδότηση των ακαδημαϊκών τους προσόντων5, καθώς επίσης (γ) από την προϋπηρεσία τους ως εκπαιδευτικών και (δ) από λεπτομερώς καθορισμένα κοινωνικά κριτήρια

Μεταξύ αυτών των κοινωνικών κριτηρίων, ήδη από το 2004 (Αρ.6, §5 του Ν. 3255/2004 (ΦΕΚ 138 Α΄) προβλέπεται και ισχύει μέχρι σήμερα (βλ. υπ’ αριθμ. 132812/Ε2/25-8-2015 (ΦΕΚ 1842 Β΄) ότι « γ) από την έναρξη του σχολικού έτους 2006 – 2007 … ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) κατά κλάδο και ειδικότητα επί των εκάστοτε προσλαμβανόμενων αναπληρωτών, προσλαμβάνεται από τους εγγεγραμμένους στον πίνακα εκπαιδευτικούς που έχουν τρία τέκνα». Πρόκειται για ρύθμιση συμπληρωματική προς την ήδη ισχύουσα στο δημόσιο για τους πολύτεκνους. 

Πολύ νερό στ’αυλάκι κύλησε. Αναγνωρίστηκε η προϋπηρεσία των υπηρετούντων στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας (τα κριτήρια για την πρόσληψη στα οποία είναι διαφορετικά και οι «πίνακες» επίσης ξεχωριστοί). Η προϋπηρεσία στα φροντιστήρια, με πολύ δυσμενέστερους όρους εργασίας, δεν θεωρήθηκε ποτέ εκπαιδευτική προϋπηρεσία, ενώ προσμετράται – ύστερα από αγώνες- η προϋπηρεσία στα ιδιωτικά σχολεία (με συγκεκριμένες προϋποθέσεις), τα κριτήρια πρόσληψης στα οποία επίσης εμπίπτουν σε διαφορετικούς κανόνες. 

Την ίδια στιγμή -και με συνέπεια, μεταξύ άλλων, το να πληγεί το κύρος του δημόσιου σχολείου και να νομιμοποιηθεί η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών- υποβαθμίζεται συνεχώς ο ρόλος των διδασκόντων στη δημόσια εκπαίδευση (Μπουζάκης, 2011), στους οποίους αποδίδονται (εν είδει αποδιοπομπαίου τράγου) όλες οι ευθύνες για την κακοδαιμονία της και τους προσάπτεται απόσταση από την κοινωνική πραγματικότητα, αδιαφορία αλλά και ανεπαρκής κατάρτιση. 

Πρόκειται για εργαζόμενους, από τους οποίους, σύμφωνα με τα στοιχεία των ΑΔΕΔΥ, ΚΕΜΕΤΕ/ΟΛΜΕ & ΙΠΕΜ/ΔΟΕ (Μπουζάκης, 2011, σσ.290,320) το 2010 το 9,7% των διδασκόντων στην ΠΕ και το 16,2% της ΔΕ ήταν κάτοχοι Master ή/& PhD, ενώ η ικανοποίησή τους από την αρχική κατάρτιση ή/& την επιμόρφωσή τους ήταν μέτρια6.
Και σήμερα, με βάση τα Πορίσματα του τελευταίου (12ου) Εκπαιδευτικού Συνεδρίου του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Τεκμηρίωσης της (ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ /Ο.Λ.Μ.Ε., 2018, σ.10) μεταξύ άλλων: «Κρίνεται αναγκαία η επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών, με ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνική εκπαίδευση και στην ειδική αγωγή», αρκεί η επιμόρφωση «…να είναι ποιοτική και σύμφωνη με τις πραγματικές ανάγκες των εκπαιδευτικών και της εκπαίδευσης. Στο περιεχόμενο της επιμόρφωσης πρέπει να έχουν τον λόγο οι εκπαιδευτικοί.» και «πρέπει να παρέχεται εντελώς δωρεάν, χωρίς δίδακτρα και χωρίς καμία άλλη οικονομική επιβάρυνση.» 

Μάλιστα, η ΟΙΕΛΕ σήμερα πια (στις 31/12/18) εκτιμά: «Σημαντική και η αναγνώριση ακαδημαϊκών προσόντων» (σ.σ. για τον μόνιμο διορισμό), «επιφυλασσόμενη για την πιστοποίηση συγκεκριμένων, όπως σε πληροφορική και ξένες γλώσσες». Ταυτόχρονα, αξιολογώντας, προφανώς, τις προαναφερθείσες διαφορές, ζητάει πια οι προσλήψεις στα ιδιωτικά σχολεία να γίνονται «με τους ίδιους όρους επιλογής που ισχύουν και για τη δημόσια εκπαίδευση, μέσω δηλαδή της διαδικασίας ΑΣΕΠ.»

Σύντομα συμπεράσματα και προβληματισμοί: 

1. Κάθε επαγγελματική εμπειρία/ προϋπηρεσία διασφαλίζει ποιότητα υπηρεσιών; (Είναι αυτό το ‘βασικό’, έστω, κριτήριο με το οποίο θα διάλεγε κανείς τον δάσκαλο του παιδιού του;) 

2. Κάθε διδακτική προϋπηρεσία, ανεξαρτήτως του τρόπου που αποκτήθηκε η πρόσβαση σ’ αυτήν (αφού η δυνατότητα αυτή δεν υπήρχε για όλους), είναι προσόν μόνιμου διορισμού στη δημόσια εκπαίδευση;
Αν ναι, γιατί να μην προσμετρηθεί και η εκπαιδευτική προϋπηρεσία στα φροντιστήρια Μ.Ε. και σε άλλους εκπαιδευτικούς οργανισμούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης;

3. Κάθε πτυχίο είναι λιγότερο αξιόπιστο από την επαγγελματική εμπειρία/ προϋπηρεσία;  Τότε, γιατί τα βασικά πτυχία μας θεωρούνται «ιερά»;
Είχαν διασφαλισμένη ποιότητα μόνο όλες οι προπτυχιακές σπουδές; Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να υπολογίζεται ο βαθμός απόκτησής του; 

4. Ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ ήταν το πρώτο βήμα υποβάθμισης των πτυχίων μας μέσω της αμφισβήτησής τους. Γιατί έχει μετατραπεί σε ‘αντικειμενικό’ κριτήριο;
(Χρησιμοποιείται, μάλιστα, η ‘επιτυχία’ σε προηγούμενους γραπτούς διαγωνισμούς για ένα νέο είδος ‘επετηρίδας’ δίνοντας επιπλέον μόρια!)
Η κατάργηση του γραπτού διαγωνισμού και η αντικατάστασή του από την εποπτεία του ΑΣΕΠ δεν αποκαθιστά την αναγνώριση της αξίας του πτυχίου ως τεκμηρίου γνωστικής επάρκειας; 

5. Η αποδοχή της αξίας των ακαδημαϊκών γνώσεων ως αναγκαίου συστατικού της επαρκούς διδασκαλίας γίνεται ήδη στην Ειδική Αγωγή. Η Γενική Αγωγή δεν εμπίπτει στους ίδιους όρους; Δεν υπάρχουν σοβαρές ανάγκες επιστημονικής και διδακτικής επάρκειας για να ανταποκριθεί κάθε διδάσκων στις αυξημένες απαιτήσεις του γενικού μαθητικού πληθυσμού; 

6. Είναι αντιφατικό οι εκπαιδευτικοί από de facto υποστηρικτές της μόρφωσης ως εφαλτηρίου κοινωνικής κινητικότητας, να απαξιώνουν τα ακαδημαϊκά προσόντα ως κριτήριο ανάληψης εργασίας με το επιχείρημα ότι πρόκειται περί αντικειμένου αγοραπωλησίας.

7. Η θεσμοθέτηση και η επέκταση των μεταπτυχιακών με δίδακτρα δεν έγινε χτες. Εξελίσσεται ραγδαία τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία και αφορά κατ’εξοχήν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα που παρέχουν και τις προπτυχιακές σπουδές μας.

8. Η αμοιβή κάνει γενικώς τα μεταπτυχιακά αναξιόπιστα; Σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους (και όχι μόνο για τους εκπαιδευτικούς) ;

9. Είναι φανερό ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η εφαρμογή του ν. 3848/2010, υποχρεωτική με βάση τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. (πρβλ. 3593/2008 ολομ., ΣΕ 3578/2010 ολομ., ΣΕ 527/2015 ολομ.7 και 4303/2015, Αρ.130262/E1/18-2-2015, ΦΕΚ 1765 Β΄, ΑΔΑ: Ω892465ΦΘ3-1ΘΓ) (χωρίς την υποχρέωση διεξαγωγής γραπτού διαγωνισμού, όπως προαναφέρθηκε). Τα συμπεράσματα είναι προφανή και για το τότε και για το τώρα, όσον αφορά τις πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας.

10. Ο θρυλούμενος ‘κανιβαλισμός’ μεταξύ ‘συναδέλφων’ φαίνεται να αφορά μόνο τον φόβο των ήδη εχόντων προϋπηρεσία από την ‘επικίνδυνη’ προσέγγιση των μέχρι τώρα ‘εκτός των τειχών’. Ποιος θ’ασχοληθεί με όλους εκείνους που μέχρι τώρα δεν είχαν πρόσβαση στο ‘κάστρο’; Προφανώς η έλλειψη οργανωμένης, συνδικαλιστικής εκπροσώπησής τους τούς καθιστά εκ των πραγμάτων ‘χωρίς φωνή’. 

11. Τέλος, επειδή πολλοί έχουμε συγκινηθεί ή κι έχουμε θυμώσει από/ για τις δυσκολίες των αναπληρωτών στην ελληνική επαρχία (και μόνο!) (σαν να μην υπήρχαν αναπληρωτές σε μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα) (και, πάντως, αντιφατικά προς τον διακηρυσσόμενο ιδεαλιστικό στόχο αυτής της "Οδύσσειας"), χρειάζεται να ξέρουμε και τα ξενύχτια, τους κόπους, αλλά και τις χαρές όσων επέλεξαν να υποστηρίξουν με νέα επιστημονικά δεδομένα τη διδασκαλία τους, δουλεύοντας (ή και υποαπασχολούμενοι ή ετεροαπασχολούμενοι) παράλληλα στον τόπο διαμονής τους ή επενδύοντας τον χρόνο της ανεργίας στην ελπίδα που ανέκαθεν δίνει η εκπαίδευση για καλύτερο μέλλον. Γνώρισα μερικές και μερικούς απ’ αυτές κι απ’ αυτούς τα τελευταία χρόνια …

Κλείνοντας, κατά τη γνώμη μου, το κεντρικό και αναπάντητο ακόμα επί της ουσίας ερώτημα είναι: «Τι εκπαίδευση θέλουμε; Με ποιους στόχους;» Και μετά, «Τι ρόλο μπορούν/πρέπει να παίζουν οι διδάσκοντες σ’ αυτήν την εκπαίδευση;» Άρα, «τι δασκάλους θέλουμε; Με τι τυπικά και τι ουσιαστικά προσόντα;» 

Μ’ αυτή τη σειρά χρειάζεται να απαντήσει στα ερωτήματα το σύστημα διορισμών των εκπαιδευτικών εν τέλει. Για να μην επιστρέψουμε, λοιπόν, στη συντεχνιακή λογική και αξιοποιώντας τόσο την επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας όσο και της διεθνούς πρακτικής (ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ,2010), η αναγνώριση της αξίας της θεωρητικής κατάρτισης σε συνδυασμό με την επαγγελματική προϋπηρεσία είναι νομίζω η μόνη διέξοδος, προς όφελος πρώτ’ απ’ όλα των ίδιων των μαθητών.

 

Σημειώσεις

[1] Ας ακουστεί και η άλλη πλευρά. 

[2] Έχουν να πραγματοποιηθούν μόνιμοι διορισμοί από το 2010-2011, ενώ από το 2008 οι εκπαιδευτικοί μειώθηκαν κατά 35,8% (είναι 43.220 λιγότεροι).
Τη σχολική χρονιά 2017-2018 22.732, το 15% των εκπαιδευτικών ήταν ελαστικά εργαζόμενοι, αναπληρωτές και ωρομίσθιοι. Εδικότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι αναπληρωτές (σε όλες τις ειδικότητες) ήταν περίπου 7.500 κι απ’ αυτούς το 40% (περίπου 3.000) ήταν αναπληρωτές στην Ειδική Αγωγή κι Εκπαίδευση (ΕΑΕ) (ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ, 2018)

[3] π.χ. http://e-aitisi.sch.gr/index2009.html

[4] Πιθανόν να έχουν κι άλλοι υπόψη συναδέλφους μου που αν και μόλις είχαν πάρει το πτυχίο τους, αναλάμβαναν –νομότυπα- το μάξιμουμ των ωρών στην ενισχυτική διδασκαλία, τη στιγμή που παλιότεροι πτυχιούχοι, κάλυπταν 2 ώρες την εβδομάδα.

[5] Μεταξύ των μοριοδοτούμενων ακαδημαϊκών κριτήριων, που προβλέπονται στη νομοθετική διάταξη είναι: «Η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στο γνωστικό αντικείμενο του κλάδου ή της ειδικότητας ή στη διδακτική του γνωστικού αντικειμένου του κλάδου ή της ειδικότητας για την οποία διαγωνίσθηκε ο υποψήφιος ή στις επιστήμες της αγωγής: τρεις (3) μονάδες. Η κατοχή διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο ή στη διδακτική του του κλάδου ή της ειδικότητας για την οποία διαγωνίσθηκε ο υποψήφιος ή στις επιστήμες της αγωγής: πέντε (5) μονάδες. ….». (Θυμίζω πως 1 μονάδα αντιστοιχεί σε 1 μήνα προϋπηρεσίας)

[6] Παρεμπιπτόντως, έχουν πια καταργηθεί οι εκπαιδευτικές άδειες των εκπαιδευτικών! (Ενώ ισχύουν στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα, απ’ όσο ξέρω.)

[7] Με την αρ. 527/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε., κρίθηκε η συνταγματικότητα των διατάξεων των παρ. 1, 8 και 9 του άρθρου 9 του ν. 3848/2010 (ΦΕΚ 71 Α΄), ήτοι ο διορισμός ως μονίμων, εκπαιδευτικών μέσω του ενιαίου πίνακα αναπληρωτών με πραγματική προϋπηρεσία και των πινάκων των ρυθμίσεων του 24μήνου και 30μήνου.

 

Πηγές

ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. (2010). Σύστημα διορισμού στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση - Διαγωνισμός ΑΣΕΠ. Αθήνα. Ανακτήθηκε από http://kemete.sch.gr/wp-content/uploads/2012/01/asep2010.pdf?fbclid=IwAR0Eyc_y7UGgpRLUDFRnfMJv-ocvb3qcjkFUD28pUjevv2E9PCXU900tA30

ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. (2018). Πορίσματα 12ου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ /Ο.Λ.Μ.Ε. (Καβάλα, 18–20 Μαΐου 2018) Ανακτήθηκε από http://kemete.sch.gr/wp-content/uploads/2018/06/ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ-12ου-ΕΚΠ.-ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ-ΟΛΜΕ-ΚΕΜΕΤΕ.pdf 

Μπουζάκης, Σ. (Επιστ. Υ. ) (2011). Όροι και συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου στη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. ΑΔΕΔΥ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ. Ανακτήθηκε από http://kemete.sch.gr/wp-content/uploads/2012/01/ekdosiekp.pdf 

 

Η Θ. Α. είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Φιλόλογος, Master in Education, PhDc)