Απόψεις

Βερολίνο, 1918-1919 (Α΄ μέρος)

28/03/2019

Νίκος Σκοπλάκης

Εργαζόμενοι από τις βιομηχανικές μονάδες Daimler, Siemens & Halske, Kraussler & Co., Mix & Genest, από τη βιομηχανία Argus και εκατοντάδες χώρους εργασίας στο ευρύτερο Βερολίνο συνέρρεαν το Σάββατο της 9ης Νοεμβρίου 1918 στο κέντρο της πόλης. Οι συγκοινωνίες είχαν παραλύσει και όπου οι κλυδωνιζόμενες αρχές εξασφάλιζαν την κυκλοφορία του τραμ, το εξεγερμένο πλήθος το σταματούσε. 

Κορυφωνόταν ο μαζικός επαναστατικός ξεσηκωμός, ο οποίος από τις 4 Νοεμβρίου εκείνου του έτους απαιτούσε την πλήρη κατάργηση της μοναρχίας και της δικτατορικής Ανώτατης Στρατιωτικής Διοικήσεως (Oberste Heeresleitung), οι οποίες συνιστούσαν τον ασφυκτικό μηχανισμό πολιτικού ελέγχου σε όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μία εβδομάδα νωρίτερα, το Σάββατο 2 Νοεμβρίου, εργάτες και ναύτες είχαν απαιτήσει σε κοινή διαδήλωση στο Κίελο την απελευθέρωση εγκάθειρκτων για πολιτικούς λόγους ναυτών.

Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης (8 νεκροί και 29 τραυματίες) προκάλεσε γενική εξέγερση στο Κίελο, ενώ την Τρίτη, 5 Νοεμβρίου 1918, ο στόλος και η πόλη ύψωναν τις κόκκινες σημαίες. Από το Κίελο ως το Βίλχελμσχάφεν, οι εξεγερμένοι ναύτες ενώνονταν με τις συμπαγείς μάζες των στρατιωτών. Είχε συμφωνηθεί στις 26/27 Οκτωβρίου 1918 επί υποσχέσεων για ειρήνη και για αόριστες δημοκρατικές ελευθερίες. Οι εξελίξεις είχαν ήδη οδηγήσει στην κατάρρευση της βαυαρικής δυναστείας των Βίτελσμπαχ στο Μόναχο, όπου ο ριζοσπάστης σοσιαλιστής της USPD, Kurt Eisner, ανακήρυσσε την βαυαρική δημοκρατία (7.11.1918).

Επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, όμως, ήταν ήδη από το 1915 το κόκκινο Βερολίνο, ο «Μολώχ», όπως με αποστροφή το περιέγραφαν οι φορείς της συναίνεσης που κυριαρχούσε από το 1871 και εξής. Πολυπληθείς εργατικές μάζες διακρίνονταν για το επίπεδο της οργάνωσης, της κινητοποίησης, αλλά και της εμπειρίας τους, αφού ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου είχαν συγκροτηθεί σε πρωτοβουλίες καταυγασμένες από την ταξική συνείδηση και διασαφηνισμένες από τη επίγνωση των διακυβευμάτων.

Αυθορμητισμός και μαζική συμμετοχή, ετοιμότητα και αλληλεγγύη καθόρισαν, παρά τις πολλές αντιθέσεις, την εξωτερίκευση των προθέσεων σε πολιτική πράξη. 55.000 εργαζόμενοι στις πολεμικές βιομηχανίες πραγματοποίησαν πολιτική απεργία τον Ιούνιο του 1916 ενάντια στη σύλληψη και παραπομπή σε δίκη του Καρλ Λίμπκνεχτ και διαμόρφωσαν ένα διαρκώς διευρυνόμενο αντιπολεμικό δημοκρατικό κίνημα, στο οποίο εκτός από τις αριστερές σοσιαλιστικές δυνάμεις επιτυγχανόταν και η σύμπλευση ριζοσπαστικοποιημένων φιλελεύθερων (λ.χ. της ομάδας «Bund Neues Vaterland», με μαχητική υποστήριξη των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων). Οι θέσεις της MSPD γίνονται μειοψηφικές στο Βερολίνο από το 1917, ακόμα και μεταξύ εργατικών στρωμάτων που τυπικά αναφέρονται σε αυτό το κόμμα.

Ο επαναστατικός αναβρασμός στη Ρωσία, από τον Φεβρουάριο του 1917 και έπειτα, συμπίπτει με το κύμα μαζικών απεργιών, όπως η απεργία του Απριλίου 1917, στο Βερολίνο. Η ίδρυση των εργατικών συμβουλίων δημιουργεί μια καινούργια δυναμική, πέρα από την παραδοσιακή κομματική και συνδικαλιστική οργάνωση, αποτελώντας πρότυπο για άλλες περιοχές της Γερμανίας και αναγκάζοντας στελέχη της MSPD να τα αποδέχονται και να συμμετέχουν σε αυτά.

Οι εργαζόμενες μάζες εισέρχονταν δυναμικά στο προσκήνιο. [1] «Ξύπνα, σήμερα είναι η επανάσταση», έλεγε μια εργάτρια τους αγουροξυπνημένους συναδέλφους της από τη βραδινή βάρδια, εκείνο το Σάββατο 9 Νοεμβρίου. [2] Η προοπτική αυτή ανησυχούσε βαθιά όχι μόνο τους κερδοσκόπους και τους κερδισμένους από την περίοδο του πολέμου (ο αρπακτικός τύπος των «Raffken», σύμφωνα με το βερολινέζικο ιδίωμα), αλλά συνολικά τις κυρίαρχες τάξεις οι οποίες είχαν συνηθίσει τις λαϊκές μάζες στην αφάνεια: «Ο εργάτης στο κέντρο και στα βόρεια της πόλης δεν ήταν για μένα πραγματικός. Ζούσαμε μισή ώρα με το τραμ από την Αλεξάντερπλατς και από το εργοστάσιο του πατέρα μου-και αυτό σήμαινε μερικά εκατομμύρια λεύγες. Δεν γνώριζα παρά μόνο αστούς, γκουβερνάντες και νταντάδες. Αυτοί ήταν πραγματικοί», γράφει χαρακτηριστικά ο προοδευτικός και αντιναζιστής συγγραφέας Ludwig Marcuse, για να αποδώσει την κατάσταση των πραγμάτων στη βιλχελμινική τάξη της αστικής τάξης. [3] Αλλά πώς αυτή η τάξη κρατούσε «κρυμμένες», «μη-πραγματικές», τις εργατικές λαϊκές μάζες στην εξουσιαστική συναίνεση που είχε επιβάλει;

* * * * *

Είναι γνωστή η διερώτηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, «πού θα βρισκόμασταν σήμερα χωρίς αυτές τις ήττες;». Μια σειρά από κοινωνικές εξεγέρσεις στη γερμανική αυτοκρατορία διατύπωσαν χειραφετητικά αιτήματα και οδηγήθηκαν στη συντριβή, τη ματαίωση ή την παραχάραξη. Δημιουργούσαν, όμως, πάντα μια κληρονομιά, ένα καινούργιο πλέγμα αντιθέσεων, το οποίο στις εκάστοτε σύγχρονες συνθήκες άρθρωνε μια νέα συγκυρία εξέγερσης με αιτήματα οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού εκδημοκρατισμού. Οι εξεγέρσεις του 1523, με επικεφαλής τους Franz von Sickingen και Ulrich von Hutten, ο λεγόμενος «πόλεμος των χωρικών» του 1524-1526, αλλά, κυρίως, η επανάσταση του 1848 είχαν θέσει ως στόχο τη δημιουργία δημοκρατικών και οικονομικά δικαιότερων δομών, την πλήρη εξάλειψη της φεουδαρχίας, τη δημιουργία ενός διαφορετικού πολιτικού κέντρου βάρους. Μετά το καλοκαίρι του 1849, ο άρχων συνασπισμός άρχισε να ανασυγκροτείται σε ένα πολιτικό κέντρο βάρους που χρησιμοποιούσε στοιχεία από την κληρονομιά του 1848, ώστε να περιθωριοποιήσει το κοινωνικό ζήτημα και να καταπνίξει την ταξική πάλη σε μια αντεπανάσταση μακράς διαρκείας. 

Στην πλήρη μορφή της διαμορφώθηκε στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων του Μπίσμαρκ, ο οποίος δεν είχε δηλώσει τυχαία ότι δεν επρόκειτο να φεισθεί καταναγκασμών και αίματος για να επιβάλει το επιθυμητό πλαίσιο κυριαρχίας. Η πρωσική ενοποίηση της Γερμανίας το 1871 συνεπαγόταν αφενός ευρύτερο πεδίο δράσης και οργάνωσης για το εργατικό κίνημα και αποσπασματική κατοχύρωση κάποιων δημοκρατικών μέτρων στο σύνταγμα του Ράϊχ, αλλά αφετέρου εκβίαζε την κοινωνική πειθαρχία με μηχανισμούς που αποσκοπούσαν στον συνεχή κατατεμαχισμό και τη συστηματική αποθάρρυνση του ραγδαία ανερχόμενου εργατικού κινήματος. Μέσα σε μια βαριά ατμόσφαιρα αντιδιαφωτιστικών επιρροών, η γερμανική αστική τάξη συγχωνευόταν με τις παλιές ελίτ σε έναν πεσιμιστικό και άκαμπτο συντηρητισμό, ο οποίος κατέτεινε στην παρεμπόδιση περισσότερων δημοκρατικών και κοινωνικών αλλαγών, όπως και στην αποδόμηση των ελάχιστων που είχαν συντελεστεί στο πρόσφατο παρελθόν.

Η συναίνεση απέναντι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής περιόριζε την πολιτική αντιπαράθεση μέσα στα στενά όρια αυτού που είχε αποκληθεί η «σχολή του έθνους», στην οποία ο κοινωνικός ανταγωνισμός μετασχηματιζόταν σε εθνικό και ελάχιστα ανεχόταν τη δημιουργία θέσεων αντιθετικών προς την «Weltpolitik» σε όλες τις διαστάσεις της, κυρίως από το 1897 κι έπειτα. Το ηγεμονεύον κράμα από διαστρωματώσεις της αριστοκρατίας, μεγαλοαστικά και ανερχόμενα μεσαία στρώματα δεν ήταν κατ’ αρχήν μια γερμανική αποκλειστικότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη εκείνης της περιόδου, αλλά στις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της Γερμανίας εκφράστηκε με μεγάλη οξύτητα. [4]

Οι φορείς της κοινωνικής αλλαγής, το εργατικό κίνημα, οι ριζοσπάστες διανοούμενοι περιγράφονταν σαν κατώτεροι ψυχοπαθείς, σαν Εβραίοι και ξένοι εγκληματίες, στιγματίζονταν σαν περιθωριακοί και αλλότριοι προς την γερμανική κοινωνία. Κατασκευάζονταν ταυτοχρόνως ο «εσωτερικός εχθρός» και όλες οι προϋποθέσεις διάδοσης του πρωτοφασιστικού λόγου, τα στερεότυπα του οποίου θα επέστρεφαν πιεστικότερα το 1918. [5] Στην αυγή του 20ου αιώνα, οι ταξικοί και πολιτικοί αντίπαλοι της κυρίαρχης συναίνεσης προβάλλονταν ως «μη-πραγματικά» σκιάχτρα, με διπλή στόχευση: Αφενός, να διοχετευτεί η βάναυση και φανατική αντιμετώπιση του κατασκευασμένου «εσωτερικού εχθρού» ως πολιτικό πρόγραμμα συσπείρωσης στα συντηρητικά ακροατήρια και αφετέρου να στραφεί ενάντια στις διαρκώς προκαλούμενες και τρομοκρατούμενες δυνάμεις της δημοκρατικής και κοινωνικής αλλαγής μια επιθετική επένδυση των εθνικιστικών ενεργειών, της στρατιωτικής οργάνωσης της νομιμότητας, για να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις απέναντι στην ιδεολογική προετοιμασία ενός νέου πολέμου: ήδη η έννοια του πολέμου γινόταν, σε όλες τις εκφάνσεις της, μυστικιστικό αντικείμενο λατρείας των ελίτ εναντίον των κυριαρχούμενων τάξεων.

Αυτό ακριβώς διέβλεπε ως στρατηγική της κρίσης ο Jakob Burckhardt, όταν επεσήμαινε το 1872 πως η απώλεια της πολιτικο-κοινωνικής εξουσίας θα αποτρεπόταν δια του πολέμου. Και είναι ανατριχιαστικά διατυπωμένο από έναν κορυφαίο εκπρόσωπο του συνασπισμού εξουσίας, τον στρατάρχη Gottlieb von Haeseler, ενώπιον στρατιωτικών δυνάμεων το 1893: «Είναι αναγκαίο να οικοδομήσει ο πολιτισμός μας τον ναό του πάνω σε βουνά από πτώματα, πάνω σε έναν ωκεανό δακρύων και στους ρόγχους αμέτρητων ετοιμοθανάτων». [6]

Ο εκβιασμός για τη σταθεροποίηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης μέσω του πολέμου και τη διεύρυνση της ταξικής αποδοχής δια της συνθηκολόγησης με τον ιμπεριαλισμό ήταν μια στρατηγική εγκληματική, αιματοβαμμένη, αλλά και σαθρή. Σε μεγάλο βαθμό, με την εξέλιξη που είχε περιγράψει ο Ένγκελς το 1887: «Και εν τέλει, δεν είναι κανένας άλλος πόλεμος πιθανότερος για την Πρωσο-Γερμανία όσο ένας παγκόσμιος πόλεμος, και μάλιστα παγκόσμιος πόλεμος μιας μέχρι τώρα αδιανόητης έκτασης και σφοδρότητας. Οχτώ με δέκα εκατομμύρια στρατιώτες θα στραγγαλίσουν ο ένας τον άλλον και θα καταφάνε μέχρι τέτοιας απογύμνωσης την Ευρώπη όσο ποτέ μέχρι τώρα κανένα σμήνος από ακρίδες». Ο Ένγκελς θεωρούσε ότι κατάληξη αυτής της τραγωδίας θα ήταν «η κατάρρευση των παλαιών κρατών και της κρατικής τους ορθοφροσύνης σε τέτοιο βαθμό, ώστε ντουζίνες στέμματα θα κυλήσουν στο οδόστρωμα και δεν θα βρεθεί κανείς για να τα σηκώσει».

*****

Μετά από τέσσερα χρόνια ανθρωποσφαγής, με εκατομμύρια νεκρούς, τραυματίες, ακρωτηριασμένους, πρωτόγνωρη ένδεια, πείνα, αποδιάρθρωση βασικών κοινωνικών λειτουργιών και ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών υγιεινής, οι εργατικές λαϊκές μάζες εμφανίζονταν ορμητικές στο προσκήνιο για να γκρεμίσουν οριστικά τον αποτρόπαιο ναό που είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας στον «πολιτισμό» του. Πραγματικά, το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 1918, τα στέμματα κύλησαν και κανένας δεν βρέθηκε να τα σηκώσει: Ο πρίγκιπας Μαξ της Βάδης παρέδωσε το αξίωμα του καγκελαρίου στον επικεφαλής της MSPD, Friedrich Ebert, ο οποίος μέχρι πρότινος σύστηνε στον λαό «τάξη» και «ηρεμία», πρόθυμος να αποδεχτεί την αναιμική συμμετοχή του κόμματός του σε μια μοναρχική κυβέρνηση. Ο «κάϊζερ»-άθυρμα παραιτήθηκε από τον θρόνο και από όλα τα αξιώματά του στην Πρωσία και τη Γερμανία. Δεν ήταν όμως καθόλου σίγουρο ότι δεν θα βρίσκονταν κάποιοι για να ανορθώσουν την κρατική ορθοφροσύνη που είχε στηριχτεί σε αυτά τα στέμματα επί 47 χρόνια.

Σημειώσεις

1. Βλ. επίσης, Ulla Plener (επιμ.), Die Novemberrevolution 1918-1919 in Deutschland, Rosa-Luxemburg-Stiftung, Manuskripte 85, εκδ. Dietz, Βερολίνο, 2009, σελ. 93-94.

2. Για αυτήν και άλλες μαρτυρίες, βλ. τον πολύτιμο τόμο σε επιμέλεια των Dieter και Ruth Glatzer, Berliner Leben 1914-1918. Eine historische Reportage aus Erinnerungen und Berichten, εκδ. Rütten und Loening, Βερολίνο, 1983.

3. Βλ. Ludwig Marcuse, Mein zwanzigstes Jahrhundert. Auf dem Weg zu einer Autobiographie, εκδ. Paul List, Μόναχο, 1960, σελ. 32 κ.ε.

4. Βλ. Αrno Mayer, The Persistence of the Old Regime. Europe to the Great War, εκδ. Verso, Λονδίνο, 1981, 284, 290, 306-307.

5. Βλ. για την καταγωγή, χρήση και διάδοση αυτών των ιδεολογημάτων, στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Egon Günther, Bayerische Enziane-Ein Heimatbuch, εκδ. Nautilus, Αμβούργο, 2005, σελ. 152 κ.ε.

6. Βλ. Anne Rieger-Ulrich Sander, Schwarz-Braun Buch: ein alternativer Verfassungsschutzbericht, εκδ. Bund der Antifaschisten, Βόννη, 1995, σελ. 192.

 

Η αρχική δημοσίευση του άρθρου έγινε το 2014 στο RedNotebook.gr