Απόψεις

Εργατικό κίνημα: Κατάσταση και προοπτικές

01/03/2016

των Γιάννου Γιαννόπουλου, Νάγιας Νικολάου, Γιώργου Χριστοφόρου

1α: quo vadis

Η περίοδος μετά το τρίτο μνημόνιο χαρακτηρίζεται από μια γενικότερη συζήτηση που επερωτά προηγούμενες αναλύσεις για μια σειρά από θέματα, από τη θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως τα πολλαπλά ζητήματα της εξουσίας και την κρίση αντιπροσώπευσης. Στην ευρύτερη αυτή συζήτηση, το εργατικό κίνημα δεν τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής, παρά την κεντρική θέση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας στις διάφορες εκδοχές των αριστερών αναλύσεων.

 

Οι (αρνητικές) παρακαταθήκες της προηγούμενης περιόδου

Η στρεβλή και γραφειοκρατική αντίληψη για το εργατικό κίνημα αλλά και η συνολική υποτίμηση της σημασίας του στην ελληνική Αριστερά δεν είναι τωρινό σύμπτωμα. Από τη μια, σε αυτό συνέβαλε η απωθητική εικόνα των επίσημων συνδικαλιστικών εκφράσεων και ο αρνητικός συσχετισμός που διαμορφώθηκε στις συνομοσπονδίες. Από την άλλη, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την σταδιακή κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, αυξήθηκε η δυσκολία δράσης των εργαζομένων, στον ιδιωτικό τομέα κυρίως, καθώς δέχτηκαν πλήγμα τα συλλογικά ιδεώδη σε όλο το φάσμα της Αριστεράς και επικράτησε η ιδιώτευση. Άλλο ένα εμπόδιο στην οργάνωση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα συνδέεται ιστορικά, αλλά ακόμα περισσότερο σήμερα, με την διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας σε μικρότερες παραγωγικές μονάδες όπου ο μικρότερος αριθμός εργαζομένων ανά επιχείρηση είναι αντικειμενικά ανασχετικός, εμπόδιο όμως που συνδέεται και με την πιο πρόσφατη επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών όπως οι ελαστικές μορφές εργασίας που εμπεδώθηκαν σταδιακά, τόσο από τις ευρωπαϊκές πολιτικές (stage, voucher, συνολική λογική της "flexicurity") όσο και από την προλεταριοποίηση προηγουμένως ελευθέρων επαγγελματιών, που μετέβησαν με ένα σχετικά γκρίζο τρόπο στη νέα συνθήκη (βασικό τέκνο αυτής της διαδικασίας είναι το "μπλοκάκι").

Η ανάδυση νέων κοινωνικών κινημάτων, οδήγησε πολλούς και πολλές στην εκτίμηση ότι οι νέες κοινωνικές δυναμικές θα εκφραστούν μέσω άλλων αιτημάτων και τρόπων οργάνωσης της κοινωνίας και όχι από τις παραδοσιακές μορφές της εργατικής τάξης. Αυτή η αντίληψη καθόρισε σε πολύ σημαντικό βαθμό και τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά και νωρίτερα, αφού και το "συμβάν" των "πλατειών" έδειξε πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι, αποτελεσματικότεροι ίσως, να βγουν τα πληττόμενα κοινωνικά κομμάτια στο προσκήνιο. Το πρόβλημα δεν ήταν οι "πλατείες" ή το Κοινωνικό Φόρουμ προφανώς, το αντίθετο. Προβληματική ήταν μια αντίληψη που προέκρινε την αντικατάσταση του "πεθαμένου" εργατικού κινήματος από τις νέες εκφάνσεις της κοινωνικής δυναμικής, και όχι την αναγέννησή του μέσα από την ώσμωσή τους. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, στην διαδικασία υποβάθμισης της παρέμβασης στους χώρους που εργάζεται η κοινωνική πλειοψηφία, συνέβαλλε η οργανωτική διάρθρωση των αριστερών υποκειμένων. Η οργάνωση ακολούθησε στις περισσότερες περιπτώσεις την διοικητική διαίρεση του κράτους ανά δήμους και νομούς, και σχεδόν ποτέ την παραγωγική διάρθρωση, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται ο συντονισμός στους εργασιακούς χώρους, και ειδικά σε όσους δεν υπήρχαν έτοιμες συνδικαλιστικές δομές και έπρεπε να φτιαχτούν νέες από το μηδέν.

Έτσι, η αύξηση του ριζοσπαστισμού της ελληνικής κοινωνίας που εκφράστηκε κυρίως μέσω της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ από το 2008 και μετά στα χαμηλά και μεσαία στρώματα και ιδιαίτερα στην εργατική τάξη, αύξηση που αποτυπώθηκε σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις ως και το δημοψήφισμα, αλλά και η μαζική συμμετοχή του κόσμου σε μια σειρά διαδηλώσεων και απεργιών ως στο 2012, δεν είχε αντίστοιχη οργανωτική αποκρυστάλλωση. Η προσπάθεια που έγινε στο πρόσφατο παρελθόν, να συνδεθούν τα πιο αγωνιζόμενα ρεύματα του εργατικού κινήματος με τις "πλατείες" βοήθησε στο να σπάσει σε έναν βαθμό η μαζική αντιπολιτική απόρριψη για κάθε συλλογικότητα που είχε αρχίσει να διαπερνά την ελληνική κοινωνία, η οποία, ηγεμονευόμενη από νεοφιλελεύθερα ερμηνευτικά σχήματα, τσουβάλιαζε γενικώς "πολιτικούς", "συνδικαλιστές" και οποιονδήποτε εκλάμβανε ως εκφραστή μιας παλιάς πολιτικής τάξης πραγμάτων που φάνταζε ως συλλογικά συνυπεύθυνη για όσα συμβαίνουν. Η προσπάθεια αυτή δεν ήταν όμως αρκετή, όπως φάνηκε σε πολλές περιστάσεις, με κύρια το δημοψήφισμα.

 

Η ιδιαίτερη σημασία του δημοψηφίσματος

Το δημοψήφισμα είχε μια διπλά "αποκαλυπτική" λειτουργία. Από τη μία, το ρήγμα που δημιουργήθηκε, δεν έφερε απέναντι μόνο τους πλούσιους από τους φτωχούς, με τον σαφή τρόπο που αποτυπώθηκε και στη δημόσιο σφαίρα από την τρομοκρατία των ΜΜΕ. Έφερε απέναντι εργοδότες και εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, σε μια διαβολοβδομάδα για πάρα πολλούς εργασιακούς χώρους, με απολύσεις, απειλές, υποχρεωτικές άδειες, εκβιασμούς για συμμετοχή σε διαδηλώσεις υπέρ του "ΝΑΙ", και μια διάχυτη εργοδοτική τρομοκρατία. Ανέδειξε ότι δεν υπάρχει σύγκρουση που να μπορεί να μείνει έξω από την παραγωγική διαδικασία, ότι είναι αναπόφευκτο οι κοινωνικές συγκρούσεις να αποκτούν ορισμένες από τις πιο ακραίες τους μορφές εκεί ακριβώς που παράγεται ο πλούτος. Το στοιχείο αυτό δεν δικαιούμαστε να το ξεχάσουμε, γιατί πολύ απλά θα το ξαναβρούμε μπροστά μας.

Από την άλλη, έδειξε όλη τη γύμνια των επίσημων εκφράσεων του συνδικαλισμού. Είδαμε τη ΓΣΕΕ να επιχειρηματολογεί γιατί δεν πρέπει να γίνει δημοψήφισμα, και να μην βοηθάει με κανέναν τρόπο τους εργαζόμενους απέναντι σε όσα βίωναν, ούτε καν με το να δημοσιοποιήσει τα τηλέφωνα της επιθεώρησης εργασίας, πόσο μάλλον να δημιουργήσει κλιμάκια άμεσης παρέμβασης σε χώρους που τα αντεργατικά περιστατικά βοούσαν. Φάνηκε όμως και η εκκωφαντική αδυναμία της Αριστεράς, που έμοιαζε να θέλει αλλά να μην μπορεί να προστατεύσει τους εργαζόμενους από την επίθεση, ακόμα και σε κλάδους που συσσωρεύει τους όρους για μια κάπως καλύτερη παρέμβαση.

 

Η ανανεωμένη σημασία της εργατικής παρέμβασης

Είναι δεδομένο ότι μετά την συνθηκολόγηση του καλοκαιριού και την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ η ελπίδα της αλλαγής και της κοινωνικής δικαιοσύνης διαψεύστηκε από την σημερινή κυβέρνηση, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχει συνολική απαξίωση όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των υπολοίπων κομμάτων της κοινοβουλευτικής ή εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το δόγμα TINA (There Is No Alternative) μετατρέπει την Αριστερά σε "μια από τα ίδια" στα μάτια της κοινωνίας, ενώ έχει επικρατήσει και σε σημαντικά τμήματα των υποτελών, με αποτέλεσμα να υπάρχει εκ νέου φόβος και συντηρητική αναδίπλωση των εργαζομένων, ακυρώνοντας την φανερή ανάταση που υπήρξε το Γενάρη του '15 και μέσα στους εργασιακούς χώρους.

Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει μόνο με μεγάλες αφηγήσεις, ούτε με μεγαλόστομες υποσχέσεις. Η "Αριστερά της εκφώνησης", η Αριστερά που έχει μόνο
"παρουσία" και "χαιρετίζει" αλλά δεν συμβάλλει στην οργάνωση των αγώνων, πέθανε το περασμένο καλοκαίρι. Η νέα Αριστερά, για να υπάρξει, θα κριθεί από τη δυνατότητά της να βελτιώνει τις ζωές των ανθρώπων στο σήμερα δίνοντας παράλληλα ένα όραμα με πολιτικό σχέδιο για το άμεσο μέλλον.

Ταυτόχρονα, είναι σαφές και από το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ότι η αναδιαρθρωτική μεταρρύθμιση σε βάρος της εργασίας δεν έχει σταματήσει, το αστικό σχέδιο συνεχίζει να βασίζεται κυρίως στην λιτότητα και στην υποτίμηση της εργασίας, επομένως μας περιμένουν μεγάλες μάχες. Έχοντας αυτά υπόψη, θα πρέπει να δούμε πολύ σοβαρά την παρέμβασή μας, όσοι θέλουμε να δώσουμε ένα νέο όραμα για την οικοδόμηση μίας ριζοσπαστικής αριστερής προοπτικής, στους χώρους εργασίας και στην παραγωγική διαδικασία το επόμενο διάστημα, παρέμβαση που αντικειμενικά στην παρούσα περίοδο θα συνδυάζεται με έναν συνολικό πολιτικό αγώνα και την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας αξιόπιστης εναλλακτικής. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται το εργατικό κίνημα ως ξεχωριστό κίνημα απόσπασης κατακτήσεων, αφού σε κάθε κρίσιμη στιγμή αμφισβήτησης της μνημονιακής πραγματικότητας, οι απέναντι θα μας θέτουν ξανά και ξανά το ερώτημα της εξόδου από την ευρωζώνη και της "καταστροφής" της χώρας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχνάμε τη σημασία των μαχών για τα μικρά και μεγάλα ζητήματα της καθημερινότητάς μας ως εργαζόμενοι, για να συζητάμε μόνο για τα μεγάλα μελλοντικά σχέδια.

Η εργατική δουλειά είναι όμως -ειδικά σήμερα- κρίσιμη και για έναν ακόμα λόγο: Η αξιοπιστία των πολιτικών προγραμμάτων, ειδικά όταν αυτά δεν ευαγγελίζονται εύκολες ανώδυνες μεταβάσεις αλλά προετοιμάζουν για συγκρούσεις, δεν μπορεί να βασίζεται σε κλειστές ομάδες εργασίας συνεδρίων αποτελούμενες από τους "γνωστούς γνώστες" της αριστεράς. Ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα βασίζεται στο κοινωνικό σχέδιο υλοποίησής του, θα πρέπει να συνδυάζει την επιστημονική γνώση και την πολιτική αντίληψη με τις κοινωνικές πρακτικές και τις εμπειρίες των εργαζομένων και των ανθρώπων που θέτουν σε κίνηση την οικονομία συνολικότερα. Δεν είναι δυνατόν η Νέα Δημοκρατία να "στρατολογεί" εμπειρογνώμονες για το πρόγραμμά της - κάτι που δεν της χρειάζεται κιόλας, αφού ως αστικό κόμμα μπορεί να χρησιμοποιεί επεξεργασίες που ετοιμάζουν οι καπιταλιστές για αυτήν - και εμείς να μην εντάσσουμε στην οπτική μας την ανάγκη να συμβάλλουν με τις γνώσεις τους αυτοί που ζουν από τη δουλειά τους. Και οι εργαζόμενοι που θα επιλέξουν να συμβάλλουν στη συγκρότηση αυτού του προγράμματος, να το κάνουν όχι απλώς υπερψηφίζοντας συνεδριακά κείμενα, αλλά με μια νέα, μόνιμη οργανωτική δομή που θα επιτρέπει να συμβάλλουν διαρκώς, θα συνθέτει τις εμπειρίες τους σε ομάδες εργασίας με σαφές, προσδιορισμένο αντικείμενο σχετικό με τις γνώσεις και τη δουλειά τους, και θα εντάσσει τις προβληματικές τους σε ένα συνολικότερο πολιτικό σχέδιο. Για να αφιερώσουν όμως οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, όλοι όσοι δηλαδή θέλουμε να εμπλακούν στην προσπάθεια της ανατροπής, εθελοντικά ενέργεια και ώρες από τη ζωή τους για να συμβάλλουν σε αυτή τη διαδικασία, θα πρέπει να εμπιστευτούν ξανά την Αριστερά. Και αυτό δεν θα συμβεί, αν δεν συμβάλλουμε στην οργάνωση των αγώνων για τη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής, αν δεν μας δουν δίπλα τους να αγωνιζόμαστε και για τις δικές μας ζωές, σήμερα, και όχι "όταν γίνουμε κυβέρνηση", με άμεση πολιτική πρόταση, γιατί ο σοσιαλιστικός παράδεισος δεν θα μας πέσει από τον ουρανό 

Γιάννος Γιαννόπουλος
Νάγια Νικολάου
Γιώργος Χριστοφόρου