Επικαιρότητα

Ασφαλιστικό και ελεύθεροι επαγγελματίες: μύθοι και αλήθειες

05/03/2016

Μαριάννα Τσίχλη

Το προσχέδιο Κατρούγκαλου για τη «μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού» έχει διαμορφώσει συνθήκες σύγκρουσης της κυβέρνησης με πλατιά στρώματα της κοινωνίας, με τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες να βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή των κινητοποιήσεων. Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους οιονεί μισθωτούς (εργαζομένους με άτυπες σχέσεις εργασίας, μπλοκάκια κ.λπ.) το νέο ασφαλιστικό διαμορφώνει συνθήκες βίαιης συμπίεσης, μισθωτοποίησης και συγκέντρωσης του αντικειμένου τους σε λίγες μεγάλες εταιρίεες και γραφεία, αφού διαμορφώνει μια πραγματικότητα όπου το 60% και πλέον των εσόδων τους θα πηγαίνει κατευθείαν σε εισφορές και φόρους και από εκεί στη μαύρη τρύπα του χρέους.

Εάν συνυπολογιστεί και το επερχόμενο νέο φορολογικό, οι επιπτώσεις θα είναι ακόμη μεγαλύτερες. Οι περιβόητες βελτιωτικές προτάσεις δεν αλλάζουν καθόλου την ουσία του προσχεδίου, αφού πρόκειται για εκπτώσεις που θα χορηγηθούν μόνο για μία τριετία και κλιμακωτά, διαμορφώνοντας από μικρές έως ασήμαντες ελαφρύνσεις για κάποια τμήματα των ελεύθερων επαγγελματιών και των οιονεί μισθωτών, με την επιδίωξη να συγκαλυφθεί η συνολική διάλυση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστικού συστήματος.

 

Διπλός στόχος: περικοπές κρατικών δαπανών και συνολικότερη μείωση του εργατικού κόστους

 

Παρά τις συνεχείς δηλώσεις Κατρούγκαλου - Τσίπρα περί δήθεν ταξικής μονομέρειας, αναδιανομής υπέρ των ασθενέστερων στρωμάτων κ.ο.κ., το προσχέδιο Κατρούγκαλου έχει δύο στόχους. Ο πρώτος είναι η μνημονιακή δέσμευση για τη μείωση της ασφαλιστικής κρατικής δαπάνης κατά 1,8 δισ., που αποτελεί συμφωνημένη «υποχρέωση της χώρας» από το τρίτο μνημόνιο. Έτσι, οι αυξήσεις των εισφορών, αλλά και οι περικοπές των παροχών (οι συντάξεις όσων βγουν στη σύνταξη από 1-1-2016 με την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού, τον υπολογισμό επί του συνόλου του εργάσιμου βίου και τη μείωση στα ποσοστά αναπλήρωσης θα υποστούν τεράστιες μειώσεις) θα σημάνουν την απευθείας μεταφορά πόρων από τους ασφαλισμένους, δηλαδή τις εργαζόμενες τάξεις στην Ελλάδα, στους δανειστές για την αποπληρωμή του μη βιώσιμου χρέους.

Ο δεύτερος στόχος, που έχει πιο στρατηγικό χαρακτήρα και αποτελεί την ουσία της πραγματικής ταξικής μονομέρειας του προσχεδίου (από την αντίστροφη όμως πλευρά από αυτή που ισχυρίζονται Κατρούγκαλος και πρωθυπουργός), είναι η μεγάλη μείωση του ποσοστού των ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα και η σύγκλιση του ποσοστού αυτοαπασχόλησης με το ΜΟ των κρατών-μελών της Ε.Ε., η οποία αποτελεί διακηρυγμένο στόχο των δανειστών, στο πλαίσιο της ευρύτερης αναδιάρθρωσης που επιχειρείται την περίοδο των μνημονίων.

 

Όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο των κρατών-μελών της ΕΕ (χωρίς τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), ακόμα και μετά την κρίση και την είσοδο στο μηχανισμό στήριξης.

Ειδικότερα, ο μέσος όρος των κρατών-μελών της ΕΕ κυμαίνεται από το 1995 έως το 2014 σε ποσοστά της τάξης του 12-13%, ενώ στην Ελλάδα, αν και παρουσιάζει κάμψη, ιδιαίτερα από το 2009 και μετά, ακόμα και σήμερα παραμένει στο 23%.

Η μείωση του ποσοστού των αυτοαπασχολούμενων, μέσα από την οικονομική συμπίεση, τη βίαιη μισθωτοποίηση μεγάλου τμήματός τους και την εξώθηση άλλων στην ανεργία και τη μετανάστευση, είναι μια κατεύθυνση που προωθήθηκε και από προηγούμενα μνημονιακά μέτρα, αλλά το νέο ασφαλιστικό διαμορφώνει όρους ποιοτικής τομής.

Αυτή η κατεύθυνση όχι μόνο θα διαμορφώσει συνθήκες συσσώρευσης και συγκεντροποίησης σε μεγάλες εταιρείες και γραφεία, αλλά μεσοπρόθεσμα θα διαμορφώσει όρους συνολικότερης πίεσης του κόστους εργασίας προς τα κάτω. Και αυτό γιατί θα αυξήσει ακόμη περισσότερο την ανεργία, αλλά και γιατί οι αυτοαπασχολούμενοι, ιδιαίτερα οι νέοι ελεύθεροι επαγγελματίες-επιστήμονες, αποτελούν ένα υψηλά καταρτισμένο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, που θα προορίζεται να καταλαμβάνει θέσεις εξειδικευμένης μισθωτής εργασίας με μικρότερο κόστος - χαμηλότερους μισθούς - λιγότερα δικαιώματα. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο ο αγώνας των ελεύθερων επαγγελματιών ενάντια στο ασφαλιστικό πρέπει να γίνει αγώνας όλης της μισθωτής εργασίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η θέση των οιονεί μισθωτών, τυπικά αυταπασχολούμενων, που αμείβονται με ΔΠΥ και σταδιακά διευρύνονται σε κλάδους όπως οι μηχανικοί και οι δικηγόροι. Και αυτό διότι οι συγκεκριμένες κατηγορίες συγκεντρώνουν τα αρνητικά και των δύο κατηγοριών, τόσο των μισθωτών όσο και των ελευθέρων επαγγελματιών: Σε σχέση με τους μισθωτούς έχουν μειωμένα δικαιώματα, ενώ σε σχέση με τους πραγματικούς ελεύθερους επαγγελματίες υπάγονται στην εξουσία του εργοδότη και στη συνεχή επιτήρηση της εργασίας τους (ένα από τα λίγα πλεονεκτήματα της αυτοαπασχόλησης στους επιστημονικούς κλάδους είναι ότι σε ένα βαθμό οι ημερήσιοι ρυθμοί εργασίας μπορούν να καθορισθούν από τον αυτοαπασχολούμενο).

 

Ο μύθος των ελεύθερων επαγγελματιών-κακοπληρωτών των ασφαλιστικών ταμείων

 

Ένα από τα επιχειρήματα που αναπαράγει το υπουργείο για να ενεργοποιήσει τον «κοινωνικό αυτοματισμό» είναι ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες επιβάρυναν τα ταμεία τους και το ασφαλιστικό σύστημα, γιατί έπαιρναν μεγάλες συντάξεις, δυσανάλογες με τις -χαμηλές- εισφορές που κατέβαλαν. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου νέο και αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης επιχειρηματολογίας που υποστήριζε εδώ και χρόνια την αλλαγή του χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.

Στην πραγματικότητα όμως, αν ληφθούν υπόψη τα ποσά που έχει καταβάλει ή θα καταβάλει ένας ασφαλισμένος ελεύθερος επαγγελματίας ή οιονεί μισθωτός (πριν την 1-1-1993), με 40 έτη ασφάλισης, η παρούσα αξία των εισφορών του θα είναι ίση ή και μεγαλύτερη από την παρούσα αξία της σύνταξης που θα λάβει με βάση το σημερινό προσδόκιμο ζωής. Αυτό προκύπτει με κάθε διαφορετική μέθοδο υπολογισμού, είτε με τον απλό πληθωρισμό των εισφορών που είχε καταβάλλει κατ’ έτος είτε με τον υπολογισμό της παρούσας αξίας βάσει των επιτοκίων των ομολόγων του Δημοσίου το εκάστοτε έτος καταβολής των εισφορών είτε με τον υπολογισμό βάσει των επιτοκίων καταθέσεων που έδιναν οι εμπορικές τράπεζες κατ’ έτος καταβολής των εισφορών. Έτσι, σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, η παρούσα αξία των εισφορών, μετά την αφαίρεση ενός τμήματος της τάξης του 20% που αφορά στις δαπάνες υγείας, είναι ίση ή και μεγαλύτερη από αυτή που αντιστοιχεί στις αποδιδόμενες σήμερα συντάξεις. Αν δε υπολογιστεί η σχέση εισφορών - συντάξεων σε σχέση με διάφορα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, τότε η διαφορά διευρύνεται ακόμα περισσότερο.

Αυτή η διαφορά διευρύνεται -σε βάρος των ασφαλισμένων- για όσους έχουν ασφαλιστεί μετά την 1-1-1993, αφού καταβάλλουν υψηλότερες εισφορές, αλλά και με την σήμερα ισχύουσα υποχρεωτική αλλαγή ασφαλιστικής κατηγορίας, που αυξάνει ακόμα περισσότερο τα ποσά των εισφορών. Ακόμα, διευρύνεται από τις διαδοχικές μειώσεις στις συντάξεις που επέφεραν τα μνημονιακά μέτρα. Όπως βλέπουμε, με τα σημερινά δεδομένα η «ανταποδοτικότητα» των ασφαλιστικών εισφορών, που ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για εισόδημα του εργαζόμενου, είτε καταβάλλεται από τον ίδιο είτε από την εργοδοσία, είναι ακόμα και σήμερα χαμηλότερη από τη σύνταξη την οποία πρόκειται να λάβει. Αυτό χωρίς να υπολογιστούν οι τεράστιες αυξήσεις των εισφορών, που προβλέπει το σχέδιο Κατρούγκαλου, και οι τεράστιες περικοπές των συντάξεων. Στην πραγματικότητα, μετά από αυτό το σχέδιο παύει κάθε συσχέτιση μεταξύ αμοιβής, ασφάλισης και σύνταξης και πρόκειται απλά για αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των αυταποσχολουμένων.

Ο στόχος, πέρα από την εύρεση επιπλέον πόρων για την κάλυψη του δημόσιου χρέους, είναι και να καλυφθούν οι «τρύπες» του ασφαλιστικού συστήματος που η ίδια η πολιτική του κεφαλαίου δημιούργησε, με την εισφοροδιαφυγή, την εισφοροαποφυγή, την αξιοποίηση των εισφορών με αρνητικά επιτόκια και το κούρεμα των αποθεματικών με τα PSI. Εξάλλου, αποτελεί πρόκληση να φορτώνεται το κόστος της τρέχουσας κατάστασης των ταμείων στους ασφαλισμένους, όταν η… «πρώτη φορά Αριστερά» όχι μόνο δεν αποκατέστησε σε κανένα βαθμό τη ληστεία των αποθεματικών των Ταμείων στο βωμό της αναδιάρθρωσης και αποπληρωμής του χρέους, αλλά προχώρησε και σε μία ακόμα ληστεία με την πρόσφατη ανακεφαλαίωση των τραπεζών.

Αυτή η πολιτική καμία σχέση δεν έχει με την αλληλεγγύη των γενεών, η οποία αποτελούσε το θεμέλιο λίθο του ασφαλιστικού συστήματος όσο αυτό διατηρούσε τον αναδιανεμητικό του χαρακτήρα.

 

Ασφαλιστικές εισφορές ως ποσοστό του εισοδήματος: από κοινωνικό δικαίωμα, έμμεση φορολογία

 

Το προσχέδιο Κατρούγκαλου εισάγει για πρώτη φορά για τους ελεύθερους επαγγελματίες τη σύνδεση εισοδήματος - ασφαλιστικών εισφορών, υπολογίζοντας τις τελευταίες ως ποσοστό επί του συνολικού εισοδήματος και μάλιστα με ενιαία κλίμακα, ανεξαρτήτως του ύψους του εισοδήματος και, στην πραγματικότητα, με πλήρη αποσύνδεση της σχέσης συνολικών εισφορών - παροχών. Μάλιστα, αυτή η λογική αντιμετωπίζεται ως η πεμπτουσία της αναδιανομής, αφού τα μεγαλύτερα εισοδήματα θα καταβάλλουν μεγαλύτερες εισφορές. Πέρα από το γεγονός ότι η ελάφρυνση των χαμηλότερων στρωμάτων με το προσχέδιο αποτελεί καθαρό μύθευμα, αποκρύπτεται ότι η αναδιανεμητική λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος δεν έχει την έννοια της αναδιανομής εισοδήματος μεταξύ των εργαζόμενων ασφαλισμένων, αλλά αυτή της αλληλεγγύης των γενεών. Δηλαδή οι σημερινοί εργαζόμενοι συνεισφέρουν με τις εισφορές τους στην καταβολή των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, με την εγγύηση ότι η επόμενη γενιά εργαζομένων θα συνεισφέρει στην καταβολή των δικών τους συντάξεων και μάλιστα με μια σχετική ισότητα μεταξύ των εισοδημάτων κατά τον εργασιακό βίο και της σύνταξης. Η δυνατότητα αυτή προκύπτει από τη διεύρυνση του αριθμού των εργαζομένων με την αύξηση του πληθυσμού, από την εισροή νέων κατηγοριών ασφαλισμένων (μεταπολεμικά αυτό αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τη μεγάλη διεύρυνση της απασχόλησης των γυναικών), κυρίως όμως από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας είναι αυτή που δίνει τη δυνατότητα στην ύπαρξη του αναδιανεμητικού συστήματος ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν διευρύνεται ο αριθμός των εργαζομένων έναντι του αριθμού των συνταξιούχων. Με αυτό τον τρόπο οι εισφορές των ασφαλισμένων έχουν μεγαλύτερη αξία στο μέλλον από τη στιγμή την οποία καταβλήθηκαν.

Η ύπαρξη του αναδιανεμητικού συστήματος δεν σημαίνει αποσύνδεση του ύψους των εισφορών από το ύψος των συντάξεων, όπως πράττει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αλλά το αντίθετο. Οι ασφαλιστικές εισφορές, με όποια μορφή και αν καταβάλλονται (απευθείας από το κράτος όπως για τους δημοσίους υπαλλήλους, κατά ένα μέρος από τους εργοδότες και κατά ένα μέρος από τους εργαζόμενους όπως για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, απευθείας από τους αυτοαπασχολούμενους ή τους οιονεί μισθωτούς), αποτελούν εισόδημα των εργαζομένων. Το εισόδημα αυτό ο εργαζόμενος το προκαταβάλλει στο κράτος, που διαθέτει το μηχανισμό να το αποδώσει πίσω στον εργαζόμενο στο μέλλον. Πρόκειται για εισόδημα για το οποίο ο εργαζόμενος έχει φορολογηθεί (και θα ξαναφορολογηθεί στο μέλλον, εφόσον οι συντάξεις φορολογούνται) και δεν μπορεί να μπαίνει στο τραπέζι δήθεν για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος.

Στην πραγματικότητα, η λογική του προσχεδίου μετατρέπει τις ασφαλιστικές εισφορές σε επιπλέον φορολογία. Έτσι, αντί οι εισφορές να αποτελούν μέρος της χρηματοδότησης των καταβαλλόμενων σήμερα συντάξεων και να συνδέονται με μία εγγυημένη (από τις εισφορές της επόμενης γενιάς ασφαλισμένων και πρωτίστως από το κράτος) παροχή αντίστοιχη με το εισόδημα κατά τα έτη εργασίας, καταλήγουν να χρηματοδοτούν την απόσυρση του κράτους από το ασφαλιστικό σύστημα και την εξοικονόμηση πόρων για την αποπληρωμή του χρέους.

Την ίδια στιγμή, οι συντάξεις που θεωρητικά θα χρηματοδοτούνται από τις υπέρογκα αυξανόμενες εισφορές όχι μόνο δεν αυξάνονται, αλλά αντίθετα συνεχίζουν να μειώνονται σε δραματικό βαθμό. Και όλα αυτά, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει καμία εγγύηση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και με το κράτος να εγγυάται μόνο μία σύνταξη - επίδομα, ύψους 384 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή μετά από 40 χρόνια ασφάλισης. Έτσι, καμία αναδιανομή δεν υφίσταται, οι εισφορές παύουν να αποτελούν μέρος του συνολικότερου εισοδήματος του ασφαλισμένου και καταλήγουν να χρηματοδοτούν έμμεσα τη συνολικότερη κρατική δαπάνη. Εάν η κυβέρνηση ήθελε να προωθήσει μία λογική αναδιανομής του εισοδήματος, όπως ισχυρίζεται ψευδώς ότι κάνει μέσω του ασφαλιστικού προσχεδίου, θα μπορούσε να το κάνει αυξάνοντας τη φορολογία των υψηλότερων εισοδημάτων, αλλά και τη φορολογία των νομικών προσώπων που τα τελευταία χρόνια μειώνονται. Όμως, κάτι τέτοιο συγκρούεται με τις διακηρυγμένες κατευθύνσεις των δανειστών και με τα ταξικά συμφέροντα που τελικά εξυπηρετεί η κυβερνητική πολιτική, που σίγουρα δεν είναι αυτά των φτωχότερων στρωμάτων.

Κανένα ασφαλιστικό σύστημα, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ουσιαστική αλληλεγγύη των γενεών, αλλά και ένα βαθμό ουσιώδους ανταπόδοσης διαμέσου της σύνταξης σε κάθε εργαζόμενο των ασφαλιστικών εισφορών που έχει καταβάλει. Για τους μεν μισθωτούς αυτό σημαίνει ότι η σύνταξη θα καλύπτει ένα σημαντικό ποσοστό αναπλήρωσης του μέσου μισθού των τελευταίων ετών απασχόλησης. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ότι οι συντάξεις θα σχετίζονται με τις ασφαλιστικές εισφορές και κλάσεις που θα επιλέγουν, και σε κάθε περίπτωση, η σύνταξη δεν μπορεί να είναι ριζικά μικρότερη από αυτή που προκύπτει από την παρούσα αξία των ασφαλιστικών εισφορών που έχουν καταβάλει, προσαρμοσμένη με το ποσοστό αναπλήρωσης αντίστοιχο με των μισθωτών.

Σε διαφορετική περίπτωση, σταδιακά θα ενισχυθεί η φοροδιαφυγή, που θα γίνει καταναγκαστική για όσους μπορούν, στο βαθμό που με το προτεινόμενο νομοσχέδιο αθροιστικά ασφαλιστικές εισφορές και φορολογία υπερβαίνουν το 60% του εισοδήματος, αλλά και η προσφυγή στην ιδιωτική ασφάλιση, για τα μικρομεσαία, μεσαία και σχετικά υψηλότερα εισοδήματα.

Για όσους δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν, δηλαδή για τους οιονεί μισθωτούς που απασχολούνται σε εταιρείες, το αποτέλεσμα θα είναι ο άμεσος περιορισμός των εισοδημάτων τους από 20-30%.

 

Τα «ρετιρέ»

 

Σε μια προσπάθεια να διαμορφωθούν συνθήκες «κοινωνικού αυτοματισμού», οι κινητοποιήσεις των επιστημονικών κλάδων χαρακτηρίζονται από το κυβερνητικό επιτελείο «κίνημα της γραβάτας», ή «αντιδράσεις των προνομιούχων» που αρνούνται να συμβάλουν στα συνολικά βάρη όπως τους αναλογεί. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική και αποδεικνύεται από τις ίδιες τις διαδηλώσεις, εκτός αν κανείς πιστεύει ότι οι δεκάδες χιλιάδες που διαδήλωσαν στις πανεπιστημονικές πορείες μόνο της Αθήνας είναι μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοεργολάβοι ή ιδιοκτήτες/μέτοχοι κατασκευαστικών εταιρειών.

Ήδη στους κλάδους των ελεύθερων επαγγελματιών έχουν επιβληθεί σειρά μνημονιακών μέτρων που έχουν φέρει αποτελέσματα μεγάλης συμπίεσης (κατάργηση αφορολόγητου, φορολογική κλίμακα 26% από το πρώτο ευρώ, τέλος επιτηδεύματος, υποχρεωτική μετάβαση σε υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία, άνοιγμα επαγγελμάτων, ειδικά στους δικηγόρους κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών και επιβολή ΦΠΑ). Ιδιαίτερα όσον αφορά στους νέους, όπως προαναφέρθηκε, ο κανόνας είναι οι σχέσεις άτυπης μισθωτής εργασίας (μπλοκάκι κ.λπ.) που συνεπάγονται πολύ χαμηλές αμοιβές και ανυπαρξία οποιουδήποτε καθεστώτος νομικής προστασίας, με αποτέλεσμα τη μόνιμη καταστρατήγηση δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την εργατική νομοθεσία για τους μισθωτούς. Έτσι, ένας νέος μηχανικός, δικηγόρος κ.λπ. δουλεύει χωρίς ωράριο, χωρίς πληρωμή υπερωριών, χωρίς 13ο - 14ο μισθό, χωρίς τήρηση των νόμιμων αδειών και χωρίς καμία συνεισφορά του εργοδότη στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών του.

Η επέκταση της άτυπης μισθωτής απασχόλησης με το ΔΠΥ επιβλήθηκε από την εργοδοσία, ως ένας τρόπος αποφυγής των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών (οι εισφορές των μισθωτών στην Ελλάδα είναι από τις υψηλές στην Ε.Ε.), της αποφυγής δέσμευσης από συλλογικές συμβάσεις, σε όποιους κλάδους και για την περίοδο που υπήρχαν (π.χ. για τους μηχανικούς τις διάφορες συλλογικές συμβάσεις που σύναπταν σωματεία ή και επιστημονικοί σύλλογοι με ενώσεις εργοδοτών στον τομέα των μελετών, των κατασκευών και της βιομηχανίας). Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η επιβολή σε ορισμένες περιπτώσεις διαμόρφωνε ένα πρόσκαιρο οικονομικό όφελος και για τους απασχολούμενους με ΔΠΥ, ιδιαίτερα στο χώρο των μηχανικών. Η φορολόγηση με συντελεστές και όχι με βάση έσοδα - έξοδα, αλλά και οι χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές επί του συνολικού κόστους της εργασίας ωφελούσαν κυρίως τους εργοδότες, ωστόσο κατά ένα μέρος αύξαναν το καθαρό εισόδημα των μέσων και των υψηλών εισοδημάτων.

Ωστόσο, όλες αυτές οι συνθήκες έχουν αρθεί με τις μνημονιακές πολιτικές. Οι συλλογικές συμβάσεις σε πολλούς κλάδους έχουν καταργηθεί, οι ελευθεροεπαγγελματίες φορολογούνται από το πρώτο ευρώ, οι αμοιβές των οιονεί μισθωτών έχουν μειωθεί δυσανάλογα σε σχέση με των μισθωτών, όπου η δυνατότητα του μισθωτού να μην αποδεχθεί μείωση μισθού, όσο και αν είναι περιορισμένη, δημιουργεί κάποιους φραγμούς.

Αντίστοιχα, ένας αριθμός νέων κυρίως εργαζομένων, εργάζεται με καθεστώς μαύρης εργασίας, ή με εντελώς άτυπες μορφές εργασίας (χωρίς να εκδίδει ΔΠΥ στον εργοδότη, αλλά τιμολογώντας απευθείας πελάτες του εργοδότη κ.ο.κ.), θεωρώντας κίνητρο ότι μπορεί έτσι να αποκρύψει κάποιο μέρος των εισοδημάτων του, εκχωρώντας όμως ταυτόχρονα κάθε δικαίωμα – συμπεριλαμβανομένης και της καταβολής εργοδοτικών εισφορών.

Στο πλαίσιο αυτό, οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης για επιβάρυνση των εργοδοτών με τα 2/3 των εισφορών για τους οιονεί μισθωτούς συνιστούν χάντρες για τους ιθαγενείς, αφού δεν υπάρχει τρόπος επιβολής ενός τέτοιου μέτρου. Ούτως ή άλλως, η άτυπη μισθωτή απασχόληση είναι παράνομη, και εφόσον η κυβέρνηση θα ήθελε, θα έπρεπε να επιδιώξει την κατάργησή της με μηχανισμούς που στην πραγματικότητα υπάρχουν, αλλά είναι δύσκολο να εφαρμοστούν (διασταύρωση εσόδων από την εφορία που προκύπτουν από ένα μόνο εργοδότη) και κυρίως με την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών. Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες της οξυμένης ανεργίας και των χαμηλών αμοιβών, η εργοδοσία έχει την δυνατότητα, μέχρι ενός σημείου, να υπερβεί τους μηχανισμούς ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση στις σημερινές συνθήκες, οι εργοδότες έχουν την δυνατότητα να μετακυλήσουν το πρόσθετο κόστος εργασίας, με μείωση του καθαρού μισθού. Ήδη αυτή η κατεύθυνση συζητιέται στις μεγάλες εταιρίες.

Αλλά και οι μικρομεσαίοι αυτοαπασχολούμενοι, πολύ απέχουν από το να αποτελούν «ρετιρέ» και για ένα σημαντικό ποσοστό τους, τα μνημονιακά μέτρα έχουν ήδη οδηγήσει στο όριο της εξόδου από το επάγγελμα. Ειδικά για τους δικηγόρους, είναι ενδεικτικό ότι από τους 21.739 εγγεγραμμένους στο ΔΣΑ, περίπου οι μισοί (9.599), το πρώτο τρίμηνο του 2015 δεν είχαν καμία παράσταση σε δικαστήριο, ότι οι παραιτήσεις έχουν τριπλασιαστεί από το 2010 και μετά, ότι τείνουν να γίνουν πλειοψηφία οι συνάδελφοι που αδυνατούν να πληρώσουν τις ήδη υφιστάμενες ασφαλιστικές εισφορές ή ακόμα και τις ρυθμίσεις. Για αυτές τις κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών και οιονεί μισθωτών, η εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού θα σημάνει δύο επιλογές: είτε τη μισθωτοποίηση με πολύ χαμηλούς μισθούς εφόρου ζωής, είτε την ανεργία και τη μετανάστευση.

 

Το παράδειγμα του νέου δικηγόρου των 15.000 ευρώ

 

Αν και τα ετήσια εισοδήματα της τάξης των 15.000 ευρώ για ένα νέο δικηγόρο δεν είναι ο κανόνας, είναι διαφωτιστικό να εξεταστεί το παράδειγμα ενός δικηγόρου, νέου ασφαλισμένου, άνω πενταετίας, με ένα τέτοιο ετήσιο εισόδημα. Με τις σημερινές συνθήκες, έχει συνολικές ασφαλιστικές και φορολογικές επιβαρύνσεις της τάξης των 7.220 ευρώ και καθαρά έσοδα 7.780 ευρώ το χρόνο, δηλαδή το αντίστοιχο για έναν εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα με 14 μισθούς των 555,71 ευρώ μηνιαίως, ποσό κατώτερο από τον κατώτατο μισθό. Με το ασφαλιστικό προσχέδιο, οι συνολικές επιβαρύνσεις θα ανέρχονται σε 9.011 ευρώ, καθαρά έσοδα 5.589 ευρώ, ήτοι μηνιαίως στο ποσό των 427 ευρώ, δηλαδή άμεση μείωση εισοδήματος κατά 23%. Επιπλέον, με τις εκπτώσεις της «βελτιωτικής πρότασης» Κατρούγκαλου, οι επιβαρύνσεις διαμορφώνονται συνολικά στα 7.017 ευρώ, καθαρά έσοδα 7.982 ευρώ, ήτοι μηνιαίως 570 ευρώ. Τα συμπεράσματα είναι τα εξής: α) τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών, που σήμερα έχουν αποδοχές κατώτερες από τον κατώτατο μισθό, δεν ευνοούνται από το προσχέδιο Κατρούγκαλου, αντίθετα εντείνεται η συμπίεσή τους, μέχρι εξαφάνισης, β) οι περιβόητες εκπτώσεις οδηγούν σε μία ελάφρυνση της τάξης των 200 ευρώ ετησίως, σε μια προσπάθεια να «χρυσωθεί το χάπι» για τη σφαγή που θα ακολουθήσει μετά την πρώτη τριετία εφαρμογής του νέου ασφαλιστικού, γ) τα στρώματα με εισοδήματα όπως αυτά του παραδείγματος, ή ακόμα χαμηλότερα, ούτως ή άλλως δεν μπορούν ήδη σήμερα να ανταπεξέλθουν στην καταβολή των ασφαλιστικών και φορολογικών τους υποχρεώσεων και δε θα μπορέσουν να το κάνουν ούτε με τις «ελαφρύνσεις» του νέου ασφαλιστικού. Έτσι, το προσχέδιο Κατρούγκαλου καμία κοινωνική δικαιοσύνη δεν προωθεί. Διατηρεί τα χαμηλά στρώματα σε κατάσταση φτώχειας και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, συμπιέζει όσους μέχρι σήμερα κατόρθωσαν να παραμείνουν στα «μεσαία στρώματα», ώστε να περιέλθουν και αυτοί σε κατάσταση φτώχειας.

 

Το παράδειγμα του «μεγαλοδικηγόρου» των 50.000 ευρώ

 

Ακόμα όμως και για την κατηγορία εκείνων των ελεύθερων επαγγελματιών που καταφέρνουν ακόμα να παραμένουν στο επάγγελμα χωρίς να οδηγούνται σε άμεση έξοδο, δηλαδή για τα τμήματα εκείνα -πολύ μειοψηφικά, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο Κατρούγκαλος- τα οποία δηλώνουν εισοδήματα έως και 50.000 ευρώ το χρόνο και τα οποία λίγο - πολύ χαρακτηρίζονται «πλούσια, με τα μαντιλάκια και τις γραβάτες» από τον Κατρούγκαλο και το κυβερνητικό επιτελείο, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα που παρουσιάζεται. Συγκεκριμένα, με τις σημερινές συνθήκες, ένας δικηγόρος, ασφαλισμένος πριν την 1-1-1993, που έχει δηλαδή 23 τουλάχιστον χρόνια στο επάγγελμα, με εισόδημα 50.000 ευρώ το χρόνο, έχει συνολικές ασφαλιστικές και φορολογικές επιβαρύνσεις της τάξης των 17.506 ευρώ και καθαρά έσοδα 32.494 ευρώ το χρόνο, δηλαδή το αντίστοιχο των 2.321 ευρώ μηνιαίως για έναν εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα με 14 μισθούς. Είναι προφανές ότι αυτό το ύψος εισοδήματος δεν είναι υπερβολικά υψηλό ούτε αναντίστοιχο με ένα μέσο μηνιαίο εισόδημα ενός ιδιωτικού υπαλλήλου, ο οποίος έχει αντίστοιχα τυπικά προσόντα και καταλαμβάνει μέση θέση της επαγγελματικής ιεραρχίας μετά από 23 χρόνια εργασίας. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα το 2014 ανερχόταν στα 1.500 ευρώ και ο διάμεσος στα 1.350 ευρώ. Ενώ αντίστοιχα ο μέσος μισθός σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, με την εξαίρεση της Πορτογαλίας, ήταν μεγαλύτερος από την Ελλάδα σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. των 15 σε ποσοστά που κυμαίνονταν από 35% στην Ισπανία έως 86% στη Δανία.

Με το ασφαλιστικό προσχέδιο, οι συνολικές επιβαρύνσεις θα ανέρχονται σε 28.596 ευρώ και τα καθαρά έσοδα σε 21.404 ευρώ, ήτοι μηνιαίως στο ποσό των 1.528 ευρώ, δηλαδή άμεση μείωση του εισοδήματος κατά 34,13%. Αν συνυπολογίσει κανείς τις περιβόητες εκπτώσεις Κατρούγκαλου για την πρώτη τριετία εφαρμογής του νέου ασφαλιστικού, τα καθαρά εισοδήματα ανέρχονται σε 27.226 ευρώ, ήτοι μηνιαίως 1.626 ευρώ, δηλαδή άμεση μείωση 30%.

Από τα παραπάνω μπορούν εύκολα να εξαχθούν τρία συμπεράσματα: α) οι -λίγοι- ελεύθεροι επαγγελματίες που θρασύτατα χαρακτηρίζονται υπερβολικά πλούσιοι από την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της, στην πραγματικότητα έχουν αποδοχές αντίστοιχες των μέσων μισθών του ιδιωτικού τομέα για αντίστοιχα έτη εργασίας σε μέσες ιεραρχικά θέσεις, β) η εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού θα οδηγήσει σε άμεσες μειώσεις του εισοδήματος, σε ποσοστά που (σωστά και εύλογα) δεν έχουν εφαρμοστεί σε κανέναν άλλο εργασιακό κλάδο, ούτε καν σωρευτικά, πόσο μάλλον εφάπαξ, γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε συνθήκες έκρηξης, γ) η εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού καθηλώνει τους ελεύθερους επαγγελματίες σε χαμηλά εισοδήματα εφ’ όρου ζωής, αφού δε θα έχουν τη δυνατότητα να διευρύνουν το επαγγελματικό τους αντικείμενο σε τέτοιο βαθμό που να διαμορφώνει όρους έστω και για ένα μέτριο εισόδημα. Αντίθετα, το επαγγελματικό αντικείμενο θα συρρικνώνεται, στο βαθμό που θα συγκεντρώνεται σε πολύ λίγα χέρια που θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στα κόστη.

 

Η «κοινωνική δικαιοσύνη» της εξίσωσης μισθωτών - ελεύθερων επαγγελματιών

 

Άλλος ένας μύθος που συνοδεύει την κυβερνητική προπαγάνδα για το νέο Ασφαλιστικό είναι ότι είναι δίκαιο να εξισώνεται το ύψος των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών με αυτό των μισθωτών. Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να νομιμοποιηθεί και η κατεύθυνση για τον υπολογισμό των εισφορών ως ποσοστό του εισοδήματος. Πέρα από το γεγονός ότι αποκρύπτεται ότι το συνολικό ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται με το προσχέδιο στο 38,45% του φορολογητέου εισοδήματος (Κύρια σύνταξη: 20%, Εφάπαξ: 4%, Επικουρική: 7,5%, Υγεία: 6,95%) και όχι στο 20% που διαρκώς επαναλαμβάνεται από τα κυβερνητικά στελέχη και είναι έτσι υψηλότερο από το αθροιστικό ποσοστό ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών (εργοδότη και εργαζόμενου), υπάρχουν σημαντικότεροι παράγοντες που φέρνουν τους ελεύθερους επαγγελματίες σε χειρότερη μοίρα με την προβλεπόμενη μεταβολή.

Ο χαρακτήρας της απασχόλησης του ελεύθερου επαγγελματία είναι διαφορετικός από αυτόν του μισθωτού: δεν έχει σταθερή ροή μηνιαίου εισοδήματος και η ροή των αμοιβών του εξαρτάται από τη δουλειά που θα έχει σε κάθε επιμέρους χρονικό διάστημα, πολλές φορές υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές των πελατών (ειδικά για τους δικηγόρους που ασκούν μάχιμη δικηγορία με δικαστηριακή κυρίως πρακτική, αυτό επιτείνεται από την τεράστια καθυστέρηση στον προσδιορισμό των υποθέσεων, τη συζήτηση και την έκδοση των αποφάσεων που μπορεί να εκτείνεται σε πολλά χρόνια), ή και κατά ένα μέρος δεν λαμβάνει τις αμοιβές ειδικά την περίοδο της κρίσης. Αναλαμβάνει αυξημένα κόστη, αλλά και ρίσκα για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του, ενώ την ίδια στιγμή οι πάγιες δαπάνες συντήρησης του γραφείου, του αναγκαίου εξοπλισμού, αλλά και οι φορολογικές και άλλες επιβαρύνσεις παραμένουν σταθερές, ανεξάρτητα με το ύψος των εισοδημάτων του. Ταυτόχρονα οι ελεύθεροι επαγγελματίες ή οιονεί μισθωτοί είναι υποχρεωμένοι στην καταβολή ασφαλιστικών εισφορών ακόμα και όταν δεν έχουν εισόδημα, σε αντίθεση με τους μισθωτούς που η καταβολή εισφορών εξαρτάται από την σταθερή ροή εισοδήματος που προβλέπει η μισθωτή εργασιακή σχέση. Ειδικά το μέτρο της προκαταβολής ασφαλιστικών εισφορών, με βάση τα εισοδήματα του προηγούμενου έτους, που προβλέπει το προσχέδιο, χαρακτηρίζει τον εισπρακτικό και φορολογικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων και πραγματικά διακυβεύει στις συνθήκες ρευστότητας και κρίσης όχι μόνο την έξοδο από το επάγγελμα, και την κοινωνική εξόντωση αλλά και απώλεια περιουσιακών στοιχείων διαμέσου κατασχέσεων λόγω αδυναμίας κάλυψης των ασφαλιστικών υποχρεώσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών είναι εργοδοτικές εισφορές, δηλαδή έμμεσος μισθός του εργαζομένου, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες επωμίζονται οι ίδιοι το σύνολο των επιβαρύνσεων. Όμως η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει ορισμένα περιθώρια μετακύλισης της αύξησης του κόστους ασφαλιστικών εισφορών στους καταναλωτές, εκτός των άλλων διότι το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών αντιστοιχεί σε ένα σχετικά μικρό τμήμα του συνολικού κόστους παραγωγής μιας επιχείρησης. Για παράδειγμα στη βιομηχανία το συνολικό μισθολογικό κόστος εκτιμάται στο 25% του κόστους πωληθέντων και στις υπηρεσίες στο 50% του συνολικού κόστους πωληθέντων.

Αντίθετα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούν να μετακυλίσουν το επιπλέον κόστος στους πελάτες τους μέσω της αύξησης των αμοιβών τους -γιατί σε αυτή την περίπτωση δε θα έχουν πελάτες- ενώ οι αυξήσεις στις εισφορές μεταφράζονται σε άμεση μείωση του εισοδήματός τους στο σύνολό τους, καθώς, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που ενδεχομένως θα περιόριζαν το κόστος παραγωγής ή τα λειτουργικά κόστη με άλλους τρόπους για να εξισορροπήσουν τουλάχιστον ένα μέρος της όποιας αύξησης του κόστους εργασίας, στους ελεύθερους επαγγελματίες και ιδιαίτερα στους δικηγόρους, η αμοιβή τους είναι κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της, αμοιβή εργασίας και όχι απόσβεση παγίων εξόδων, κάλυψη κόστους παραγωγής ή λειτουργικών εξόδων.

 

Για τον «κοινωνικό αυτοματισμό» και πώς δεν έχει καμία σχέση με την αριστερή πρακτική

 

Στην Ελλάδα της κρίσης και του κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού, είναι βολικό για τις μνημονιακές κυβερνήσεις να στρέφουν τη μία κατηγορία εργαζομένων έναντι της άλλης, να προβάλλουν την ισοπέδωση για «ισότητα». Όμως, ποτέ η Αριστερά δεν υποστήριξε ότι πρέπει να μειωθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων για να αποπληρωθούν τα βάρη του κεφαλαίου, πόσο μάλλον όταν αυτό δεν οδηγεί στην αύξηση των εισοδημάτων των κοινωνικά πιο αδύναμων. Αυτό άλλωστε επ’ ουδενί δεν μπορεί να βασίζεται στην άμεση περικοπή χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Ποτέ η Αριστερά δεν υποστήριξε ότι οι πολιτικές αναδιανομής θα έπρεπε να βασίζονται στην περικοπή των αμοιβών των «ρετιρέ», όπως κάθε φορά βαφτίζονταν κατηγορίες εργαζομένων από την εκάστοτε εξουσία, είτε αφορούσε τους εργαζόμενους των ΔΕΚΟ είτε τους εργαζόμενους στο Δημόσιο (οι μέσες αμοιβές των οποίων, προσαρμοσμένες με το ασφαλιστικό κόστος το οποίο επωμιζόταν απευθείας το Δημόσιο για το επιστημονικό προσωπικό, δεν ήταν πολύ μακριά από αυτό που σήμερα ο Κατρούγκαλος βαφτίζει «ρετιρέ»). Αντίθετα, οι πολιτικές της αναδιανομής θα έπρεπε να βασίζονται στην αναδιανομή μεταξύ του κεφαλαίου και εργασίας, στη φορολόγηση των κερδών, στη φορολόγηση των κινήσεων κεφαλαίου και του συσσωρευμένου πλούτου, ειδικά στη χρηματοπιστωτική σφαίρα.

Αντίστοιχα, ποτέ μια αριστερή πολιτική δεν θα υποστήριζε τη μείωση των μισθών που κατοχυρώνονται από μια συλλογική σύμβαση σε ένα ισχυρό διαπραγματευτικά κλάδο, ή με περισσότερο εξειδικευμένη εργασία, ή με υψηλότερη κερδοφορία του κεφαλαίου και άρα περισσότερα περιθώρια διεκδικήσεων, ώστε να υπάρχει η ισοπέδωση προς τα κάτω. Όπως αντίστοιχα δεν θα προωθούσε την «κινεζοποίηση» των μισθών και των αμοιβών όπως σήμερα με τις εντολές και τις ευλογίες Ε.Ε. και ΔΝΤ κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

 

Οι ηγεσίες των επιστημονικών φορέων…

 

Το βάθος και το εύρος της επίθεσης που συμπυκνώνεται στο νέο ασφαλιστικό είναι τέτοιο, που κατανάγκασε τις ηγεσίες των επιστημονικών φορέων να προβούν σε κινητοποιήσεις άμεσα μετά τη δημοσίευση του προσχεδίου. Είναι προφανές ότι αυτή η επιλογή των ηγεσιών δεν αναιρεί ότι όλη την προηγούμενη περίοδο επέδειξαν στάση καθαρής υποστήριξης των μνημονιακών πολιτικών, με αποκορύφωμα την ανοιχτή στήριξη του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Από την άλλη όμως πλευρά, δεν ευσταθεί και η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης -αλλά δυστυχώς και τμημάτων της Αριστεράς- ότι οι ηγεσίες κινητοποιούνται πρωτίστως γιατί θίγονται τα συμφέροντα των υψηλότερων στρωμάτων που εκπροσωπούν. Στην πραγματικότητα, οι ηγεσίες κινητοποιούνται γιατί πιέζονται από τη μεγάλη μάζα των ελεύθερων επαγγελματιών που πλήττονται, και η απουσία τους από κάθε διαδικασία κινητοποίησης θα είχε αποτελέσματα διάρρηξης των σχέσεων εκπροσώπησης που συνεχίζουν να συγκροτούν με σημαντικά τμήματα των εργαζόμενων ελεύθερων επαγγελματιών.

Από την άλλη πλευρά, την ίδια στιγμή που διατυπώνουν αγωνιστικές κορόνες, διαπραγματεύονται κάτω από το τραπέζι με το υπουργείο, αλλά και αποφεύγουν κάθε πρακτική που θα μπορούσε να φέρει εν δυνάμει ριζοσπαστικό στίγμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την επιτυχία των δύο πανεπιστημονικών διαδηλώσεων, οι ηγεσίες δεν δέχτηκαν μέχρι στιγμής να καλέσουν σε νέα διαδήλωση, καταφεύγοντας στην… εκτόνωση μετά μουσικής (συναυλία επιστημονικών φορέων), αλλά και απέφυγαν με κάθε τρόπο το συντονισμό και την κοινή παρουσία στο δρόμο με τους αγρότες. Ακόμα περισσότερο, χαρακτηριστική είναι η απόφαση των επιστημονικών φορέων να δρομολογηθεί συνάντηση με εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώπιον των οποίων θα παρουσιασθούν οι θέσεις των φορέων για το ασφαλιστικό! Ταυτόχρονα, είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα επιδιώξουν να αναστείλουν τις κινητοποιήσεις, το αργότερο μετά την ενδεχόμενη ψήφιση του νέου ασφαλιστικού. Για αυτούς -και για άλλους- λόγους, οι ηγεσίες αποφεύγουν κάθε διαδικασία που θα μπορούσε να εμπλέξει με μαζικούς όρους τη βάση των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς κάτι τέτοιο θα δυσχέραινε τη δυνατότητα ελέγχου των κινητοποιήσεων και θα έδινε τη δυνατότητα αυτές να λάβουν πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.

 

…και η δική μας παρέμβαση

 

Είναι προφανές ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς στους χώρους των ελεύθερων επαγγελματιών έχουν πλήρη επίγνωση των στοχεύσεων των ηγεσιών και των ορίων που αυτές θέτουν στις κινητοποιήσεις. Ταυτόχρονα, η οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία στο εσωτερικό των κινητοποιούμενων ελεύθερων επαγγελματιών πολύ απέχει από το να έχει κριθεί προς όφελος των δυνάμεων της Αριστεράς. Αντίθετα, είναι απολύτως ανοιχτό ζήτημα το εάν οι κινητοποιήσεις θα κατορθώσουν να επάγουν μια διαδικασία ευρύτερης ριζοσπαστικοποίησης για μαζικά τμήματα των κινητοποιούμενων στρωμάτων ή αν θα ελεγχθούν συνολικά από τις ηγεσίες, υπό την ηγεμονία «λύσεων» απολύτως ενταγμένων στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών (από τις εξαιρέσεις, εκπτώσεις και ελαφρύνσεις έως και την κατάργηση επικουρικών συντάξεων και εφάπαξ, ή ακόμα και την ιδιωτική ασφάλιση).

Όμως, τόσο το ζήτημα της συνέχειας των κινητοποιήσεων και της ριζοσπαστικοποίησής τους όσο και του ηγεμονικού πλαισίου στο εσωτερικό τους, θα κριθεί από τις δυνατότητες παρέμβασης των αριστερών δυνάμεων μέσα στο εσωτερικό των κινητοποιήσεων που σήμερα ελέγχονται από τις ηγεσίες, και όχι από το διαχωρισμό με αυτές και τον αναχωρητισμό από τα πεδία κινητοποίησης των πραγματικών μαζών των ελεύθερων επαγγελματιών. Με αυτή την έννοια, οι δυνάμεις της Αριστεράς θα πρέπει να επιδιώκουν την άσκηση συντονισμένης πίεσης σε διακλαδικό επίπεδο για να πάρουν οι κινητοποιήσεις χαρακτηριστικά συνέχειας, αλλά και ριζοσπαστικοποίησης (με νέες διαδηλώσεις, αλλά και καταλήψεις δημόσιων κτηρίων), να αναλαμβάνουν και αυτοτελείς πρωτοβουλίες, αλλά και να επιχειρούν την ενεργοποίηση διαδικασιών βάσης -όπως οι γενικές συνελεύσεις- στις οποίες θα αναγκαστούν να εμπλακούν και οι ηγεσίες των επιστημονικών φορέων.

Ταυτόχρονα, είναι εκ των ων ουκ άνευ μια κατεύθυνση ενότητας στις κινητοποιήσεις και παρουσίας των δυνάμεων της Αριστεράς στο δρόμο μαζί με τις κινητοποιούμενες μάζες και όχι σε διαχωρισμό από αυτές. Αυτό σημαίνει την παρουσία και παρέμβαση αυτών των δυνάμεων στις ίδιες τις συγκεντρώσεις που καλούνται από τις ηγεσίες, στον ίδιο χώρο και όχι με την επανάληψη πρακτικών διακριτών, «ταξικών» και «καθαρών» συγκεντρώσεων που δεν έχουν καμία ανάδραση με τα κινητοποιούμενα υποκείμενα και απευθύνονται μόνο στο ήδη πολιτικοποιημένο δυναμικό. Κάθε άλλη λογική όχι μόνο υπονομεύει τη δυνατότητα συνέχειας των κινητοποιήσεων, αλλά και διευκολύνει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία νεοφιλελεύθερων, μνημονιακών κατευθύνσεων στο εσωτερικό των κινητοποιούμενων ελεύθερων επαγγελματιών.

Είναι σαφές ότι στην προμετωπίδα του αγώνα των ελεύθερων επαγγελματιών, αλλά και όλων των εργαζόμενων, ενάντια στο νέο ασφαλιστικό θα πρέπει να μπαίνει το αίτημα της συνολικής απόσυρσης του προσχεδίου και η πλήρης αποδοκιμασία κάθε λογικής διαλόγου ή διαπραγμάτευσης με το υπουργείο και την κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου σαφές ότι το ασφαλιστικό δεν μπορεί να επιλυθεί συνολικά στο έδαφος της κοινωνικής καταστροφής που έχει προκαλέσει η κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές. Χωρίς τη διαγραφή του χρέους, δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος και των προνοιακών δομών, στο βαθμό που τεράστιοι πόροι θα εξακολουθούν να διαρρέουν στο εξωτερικό για την αποπληρωμή του. Ταυτόχρονα, χωρίς την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και την άμεση αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων, χωρίς την αντιμετώπιση της ανεργίας, μέσω της κρατικοποίησης των στρατηγικών επιχειρήσεων και της έναρξης μεγάλων προγραμμάτων δημόσιων επενδύσεων, θα υπονομεύεται διαρκώς η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Σε τελική ανάλυση, αν και η συμφωνία πάνω σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου από την κρίση δεν μπορεί φυσικά να αποτελεί προαπαιτούμενο συμμαχιών στο μαζικό κίνημα, η εφαρμογή μιας στρατηγικής εξόδου από την ΟΝΕ, σύγκρουσης και ρήξης με τις καταστατικές συνθήκες και πολιτικές της ΕΕ, αποτελεί στην πραγματικότητα προαπαιτούμενο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης, αλλά και για τη δυνατότητα ενός μακροπρόθεσμα βιώσιμου και δίκαιου ασφαλιστικού συστήματος και την επαναφορά της κοινωνικής ασφάλισης ως δικαιώματος και όχι ως προνοιακής παροχής.

* Η Μαριάννα Τσίχλη είναι μέλος του Προσωρινού Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ και της Π.Γ. της ΑΡΑΣ

Aναδημοσίευση από rproject