Απόψεις

Η Λέστερ κι άλλα παραμύθια του ποδοσφαιρικού σύμπαντος

06/05/2016

El Balador

Την περασμένη Δευτέρα η Λέστερ του Κλαούντιο Ρανιέρι ολοκλήρωσε το θαύμα κατακτώντας το πρωτάθλημα Αγγλίας, το πρώτο της ιστορίας της και προκάλεσε μια μαζική «υστερία» υπέρ της στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Οι «Αλεπούδες» κέρδισαν τη συμπάθεια του κόσμου από τις αρχές της χρονιάς όταν κι άρχισαν τις επιτυχίες εναντίον των πολύ πλουσιότερων ομάδων του πρωταθλήματος και σιγά-σιγά με την παραμονή τους στην κορυφή εκτυλίχθηκε ένα από τα ωραιότερα «παραμύθια» του ποδοσφαιρικού σύμπαντος. Ενός σύμπαντος γεμάτου με ήρωες και κακούς, με μάγους της μπάλας και καθοδηγητές του πάγκου και με αμέτρητους Γολιάθ που έπεσαν θύματα των ποδοσφαιρικών Δαβίδ.


Γιατί όμως τόσο μεγάλη... φασαρία; Είναι κάτι που αντικειμενικά δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία; Κάθε τι εξαιρετικό που συμβαίνει στις μέρες μας έχει την τάση να δημιουργεί ένα ντελίριο στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης αφού ζούμε πλέον σε έναν κόσμο που η διάχυση της πληροφορίας, η είδηση, το γεγονός αναπαράγονται σε κλάσματα του δευτερολέπτου ενώ η χρήση των πολυμέσων δεν είναι προσόν των λίγων. Για παράδειγμα φανταστείτε τι θα γινόταν στην περίπτωση της Νότινγχαμ Φόρεστ του Μπράιαν Κλαφ που το 1977 ανέβηκε από τη 2η κατηγορία, τη σεζόν 1977-78 στέφθηκε πρωταθλήτρια και τις δύο επόμενες σεζόν στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης! Επίσης θυμηθείτε ότι το «θαύμα της Πορτογαλίας» με πρωταγωνίστρια την Ελλάδα συνέβη το 2004, όταν δεν υπήρχαν ακόμα Facebook, twitter και youtube.


Συγκρίνεται ωστόσο το θαύμα της Λέστερ με άλλα ποδοσφαιρικά θαύματα; Αυτό της Νότινγχαμ είχε διάρκεια όμως, το αγγλικό ποδόσφαιρο εκείνης της εποχής δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό χρυσοπληρωμένο προϊόν που πουλάει τα τηλεοπτικά του δικαιώματα για κάποια δισεκατομμύρια λίρες. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 που ξεκίνησε η κυριαρχία της Λίβερπουλ, μικρές ομάδες της Αγγλίας όπως η Μπέρνλι, η Ίπσουιτς και η Ντέρμπι έκαναν την έκπληξη και πήραν το πρωτάθλημα από τις παραδοσιακές δυνάμεις. Σήμερα η Πρέμιερ Λιγκ είναι μια λίγκα μεγιστάνων και οι μεγιστάνες κυριαρχούν με πρώτη την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που πλαισιώθηκε από την Άρσεναλ, την Τσέλσι και την Σίτι. Η αξία του ρόστερ της μικρής Λέστερ, που επίσης ανήκει σε μεγιστάνα, αγγίζει τα 53 εκ. λίρες την ώρα που αυτό της Τσέλσι (που έμεινε εκτός ευρωπαϊκών οργανώσεων) αγγίζει τα 300 εκ. και αυτό της Μάντσεστερ Σίτι τα 400 εκ. Είναι σαφές λοιπόν ότι έχουμε να κάνουμε , σε επίπεδα μπάτζετ, με τον Δαβίδ που επικράτησε απέναντι σε μια σειρά από Γολιάθ σε ένα πρωτάθλημα 38 αγώνων.


Το θαύμα του 2004 η Ελλάδα το πέτυχε δίνοντας 6 αγώνες και το αντίστοιχο στο Euro1992 η Δανία με 5 αγώνες. Λιγότεροι αγώνες, μεγαλύτερες οι πιθανότητες για αποτελέσματα-εκπλήξεις. Ένα άλλο ποδοσφαιρικό θαύμα που ανταγωνίζεται αυτό της Λέστερ ήταν το πρωτάθλημα της Ελλάς Βερόνα το 1985. Στη πιο «παράξενη τελική κατάταξη όλων των εποχών» η Βερόνα κατέκτησε την πρώτη θέση αφήνοντας δεύτερη την Τορίνο με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, Γιουβέντους και Ρόμα, να μένουν πολύ πίσω Και πάλι όμως εκείνα τα χρόνια δεν ήταν όπως σήμερα καθώς υπήρχαν περιορισμοί για τους ξένους παίχτες και η Βερόνα είχε πετύχει διάνα με τις επιλογές των Μπρίγκελ και Έλκιερ.


Όσο κι αν το αναλύσουμε δεν χωράει αμφιβολία για το μέγεθος του θαύματος της Λέστερ το όποιο όμως δεν οφείλεται στην τύχη αλλά στην σκληρή δουλειά και στην εκμετάλλευση των αδυναμιών των αντιπάλων. Οι πετυχημένες μεταγραφές, η έλευση του «αποτυχημένου» μετά το πέρασμα του από την Εθνική Ελλάδος, Κλαούντιο Ρανιέρι και η διαχείριση που αυτός ακολούθησε έφεραν τα αποτελέσματα. Οι ίδιοι οι παίχτες έχουν αποκαλύψει ότι στην αρχή της σεζόν παρενέβησαν και ζήτησαν από τον προπονητή να αλλάξει τον τρόπο παιχνιδιού και το σχήμα της ομάδας προκειμένου να γίνει πιο αποδοτική, έτσι και έγινε. Τα πολλά αμυντικά κενά καλύφθηκαν στα μέσα της χρονιάς από τη δουλειά που έκανε στον τομέα ο Ιταλός τεχνικός, οι αντεπιθέσεις εκτελούνταν με πρωτοφανή ταχύτητα όπως σημείωναν οι ειδικοί και οι ήρωες αναδείχθηκαν κάνοντας τη δουλειά. Ο σκόρερ Βάρντι, που μέχρι προσφάτως έπαιζε σε ερασιτεχνικές κατηγορίες, ο μάγος Μαρέζ, ο κόφτης Καντέ, ο φιλότιμος Ντρινκγουώτερ, ο τερματοφύλακας Σμάιχελ.


Η Λέστερ δεν έπαιξε όμορφο ποδόσφαιρό, έπαιξε αυτό που της αντιστοιχούσε, στο ρόστερ και το ταλέντο που είχε στη διάθεση του. Εκμεταλλεύτηκε την πτώση του επιπέδου και την γενικευμένη κρίση που περνούν οι γίγαντες τους αγγλικού ποδοσφαίρου που ξοδεύουν λεφτά χωρίς να τους βγάζει πουθενά. Είναι η αποθέωση του «ένας για όλους και όλοι για έναν», της ομαδικότητας, του έξυπνου παιχνιδιού που δίνει χώρο στον μεγαλύτερο αντίπαλο και τον χτυπάει ξαφνικά και αποτελεσματικά στις αδυναμίες του. Είναι πολύ κοντά σε αυτό που κάνει ο Σιμεόνε στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Ταυτόχρονα δίνει ένα μεγαλοπρεπές πλήγμα στο μοντέλο των υπερεκτιμημένων μεταγραφών και των νεόπλουτων συλλόγων. Σε αυτό φέτος βοήθησε και η 2η στη κατάταξη (επίσης έκπληξη) Τότεναμ, με το πιο νεαρό ρόστερ στην κατηγορία, η οποία έπαιξε άλλου στυλ ποδόσφαιρο, αυτό της κατοχής και της κυριαρχίας δίνωντας τη δυνατότητα στον νεαρό προπονητή της να χει να καυχιέται για το τι ομάδα έφτιαξε σε αντίθεση με συναδέλφους του που έχουν χρόνια εμπειρίας και περιορίστηκαν στα ίδια.


Η φετινή Πρέμιερ εκτός από ένα νέο παραμύθι για το ποδοσφαιρικό σύμπαν ανέδειξε τις νέες τάσιες στο σύγχρονο ποδόσφαιρο που σε κάποια χρόνια θα μιλάμε γι αυτές αναφερόμενοι στην εξέλιξη του παιχνιδιού και στους φορείς που έφεραν αυτή την εξέλιξη. Ταυτόχρονα η Λέστερ και η Τότεναμ μας δίνουν και το υλικό και για μια μεγάλη συζήτηση περί αισθητικής και ποδοσφαίρου.