Επικαιρότητα

Ένα χρόνο και κάτι μετά το «ΟΧΙ»: απολογισμός, συμπεράσματα, προοπτικές

08/07/2016

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Στις 5 Ιουλίου 2015 το 62,5% των πολιτών της χώρας μας προσέρχεται στις κάλπες για να ψηφίσει αν αποδέχεται το μνημόνιο-«πρόταση Γιούνκερ». Το ποσοστό συμμετοχής αποτελεί ιστορικό υψηλό σε σχέση με αυτά των εκλογών των τελευταίων χρόνο. Το 61,3% του «ΟΧΙ» έρχεται να συμπυκνώσει το «φτάνει πια» των 5 μνημονιακών χρόνων που προηγήθηκαν, να τυπώσει στους τοίχους και στις καρδιές μας το «όχι στο φόβο» και να χαράξει στους δρόμους και τις πλατείες το πιο περιεκτικό σύνθημα αυτής της περιόδου: «ή εμείς ή αυτοί». Έρχεται να πέσει πάνω στα κεφάλια ολόκληρου του αστικού μπλοκ υπεράσπισης του «ΝΑΙ», το οποίο, από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος μέχρι και τη διεξαγωγή του, εξαπέλυσε μια επίθεση χωρίς προηγούμενο. Τα μεγάλα κανάλια και εφημερίδες πασχίζουν σχεδόν σε κατάσταση πανικού να μας «ενημερώσουν» ότι το «ΝΑΙ» προηγείται, αλλά μέρα με τη μέρα η παρέμβασή μας στις πλατείες δείχνει πως το «ΟΧΙ» έχει ριζώσει τόσο βαθιά, που το αυθόρμητο ποτάμι πολύμορφης υποστήριξης του «ΟΧΙ» δεν γυρίζει πίσω.  Μια σειρά εργοδοτών απειλεί τους εργαζόμενους των επιχειρήσεών τους με απόλυση σε περίπτωση που δεν παρευρεθούν στις συγκεντρώσεις τους «ΝΑΙ», κόσμος απολύεται, υποχρεώνεται σε άδειες, βιώνει μια πρωτοφανή τρομοκρατία, μα ο φόβος φαίνεται πως έχει αλλάξει πλευρά.

Ο Α. Τσίπρας ανακοινώνει πως το «ΟΧΙ» είναι όπλο για μια καλύτερη διαπραγμάτευση και αμέσως συγκαλεί συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Η τακτική του «έντιμου συμβιβασμού» και η επίκληση στις "δημοκρατικές αρχές" της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνουν τα όρια τους. Είναι σαφές πως ακριβώς επειδή οι συσχετισμοί δεν αλλάζουν ταυτόχρονα σε πολλές χώρες, αλλά και λόγω της αντιδημοκρατικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μεταρρυθμίζεται. Η κυβέρνηση υποτάσσεται αρχικά στο ευρωπαϊκό πραξικόπημα ενάντια στο οποίο διαμαρτυρήθηκε όλος ο πλανήτης με το #thisIsACoup και ταυτόχρονα πουλάει πολύ φτηνά το "ΟΧΙ" στους δανειστές, μετατρέποντας το "πραξικόπημα" σε "επιλογή ευθύνης", αποδεχόμενη τελικά ως πρόγραμμά της ένα μνημόνιο χειρότερο κι από την «πρόταση Γιούνκερ», καταδικάζοντας τα εργαζόμενα στρώματα στα σκληρότερα μέτρα της μνημονιακής εξαετίας, ως μέτρα που έρχονται να προστεθούν σε όλα τα προηγούμενα.

Με ένα ακόμα πραξικόπημα, το αστικό δίκαιο χρησιμοποιείται απέναντι στους διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ και ο πρωθυπουργός προκηρύσσει εκλογές, ακυρώνοντας την απόφαση για συνέδριο και οδηγώντας στην έξοδο όσους επιμένουν να μην υποτάσσονται στο δόγμα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επανεκλέγεται το Σεπτέμβρη, έχοντας απομακρύνει από κοντά τους τις φωνές αμφισβήτησης στις παραπάνω επιλογές, έχοντας μάλιστα καταφέρει να εγκλωβίσουν το δυναμικό της Αριστεράς στη ανυποληψία και στην πλήρη πολιτική αμηχανία. Το λεγόμενο «παράλληλο πρόγραμμα» έχει γίνει πλέον ένα ανέκδοτο με το οποίο δε γελάει κανείς, ενώ η καταστολή των όποιων αντιστάσεων έχουμε καταφέρει να αρθρώσουμε το τελευταίο διάστημα, αποδεικνύει ότι δεν γίνεται να υπάρχει εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων χωρίς να καμφθούν οι λαϊκές αντιστάσεις και χωρίς να υπάρχει περιστολή των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Κι' αυτό διότι το μνημόνιο είναι ένα συνολικό πολιτικό και οικονομικό “καθεστώς” που άπαξ και επιλέξεις να το εφαρμόσεις, συνθηκολογείς με την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που καθορίζει όλο το εύρος της κοινωνικοπολιτικής ζωής των κρατών μελών της, όπως είναι για παράδειγμα η Συμφωνία της Ε.Ε με τη Τουρκία για τους πρόσφυγες που καταπατά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Παράλληλα, η όποια αντιμνημονιακή πρόταση εξοβελίζεται στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης ως ανεφάρμοστη ή ψευδεπίγραφη, στην λογική ότι «τη δοκιμάσαμε με τον ΣΥΡΙΖΑ». Η "διαπίστωση" αυτή αγνοεί φυσικά εντέχνως πως η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να εφαρμόσει το πρόγραμμά της -παρότι πιθανότατα πάλι θα προσέκρουε στον τοίχο της Ευρωζώνης-, ακυρώνοντας στην πράξη τα ψηφισμένα μνημόνια και προετοιμαζόμενη να μην υπογράψει νέα. Μιλάμε για μια κυβέρνηση που πλέον εξυπηρετεί αδιαμφισβήτητα τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ και μάλιστα το κάνει πολύ καλύτερα από τις προηγούμενες, γιατί το κάνει στο όνομα της… «Αριστεράς».

Η απόδειξη ότι υπήρχε τάση για την δημιουργία προγράμματος και πολιτικής διεργασίας για την έσχατη στιγμή της ρήξης, προκαλεί πανικό στο αστικό μπλοκ και γι’ αυτό προσπαθεί μέχρι σήμερα να σπείρει τον πανικό και την καταστροφή γύρω από τέτοιες συζητήσεις. Σε αυτή τη συγκυρία, ο κόσμος της εργασίας, γυρνάει σε εποχές απογοήτευσης και εσωστρέφειας, που το σιχτίρισμα του μέσου πολίτη στους πολιτικούς ήτανε κανόνας, μαζί με την μαζική απουσία από οποιαδήποτε συλλογική, κινηματική δράση. Η εβδομάδα του ΟΧΙ, ένα χρόνο μετά τις παραπάνω εξελίξεις, έχει αφήσει μόνο άδειες πλατείες από κινηματικά δρώμενα, παρά τα σκιρτήματα ενάντια στο νέο ασφαλιστικό, τα οποία φρόντισε να θάψει η ΓΣΕΕ,  και αποσυμπίεσε οποιοδήποτε συλλογική απαίτηση για «αντι-λιτότητα». Η εβδομάδα του ΟΧΙ όμως μας δίδαξε πως τίποτα δεν είναι ουτοπία και πως μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση.

Ως Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση δεν αντιλαμβανόμαστε το περσινό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος  ως παράσημο ή ως άλλοθι μπροστά σε ένα τοπίο κατακερματισμού των δυνάμεων της αριστεράς, που αποτυπώνεται από την απογοήτευση της ελληνικής κοινωνίας και την παρατεταμένη κινηματική νηνεμία. Στόχος μας είναι να γίνουμε κομμάτι μιας προσπάθειας κινηματικής ανάτασης των "από κάτω" ενάντια στο εγχώριο σύστημα εξουσίας και την ευρωπαϊκή απολυταρχία που άσκησε εκβιασμούς με τόσο στυγνό τρόπο πριν από ένα χρόνο. Μέσα από μια προσπάθεια δημιουργίας νέων δομών συλλογικής εκπροσώπησης, μακριά από σεχταριστικές λογικές, ανοίγοντας έναν διευρυμένο διάλογο με όλες τις οργανώσεις, φορείς και κόμματα που αντιλαμβάνονται την εναλλακτική της ρήξης με τον μηχανισμό του Ευρώ και της ΕΕ ως οδοδείκτη μια νέας προσπάθειας για τον τερματισμό της λιτότητας και την ουσιαστική αναδιανομή πολιτικής και κοινωνικής ισχύος προς όφελος των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Για έναν ουσιαστικό διάλογο αλλά και συμμαχία στην πράξη, που θα δημιουργεί  νέους όρους πολιτικής απεύθυνσης της Αριστεράς για, αλλά κυρίως με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, τη νεολαία, και συνολικότερα όσους ζουν ή θέλουν να ζήσουν από τη δουλειά τους.