Απόψεις

Το να ζεις σαν σε κοπάδι, πιστεύοντας πως είσαι ελεύθερος

11/07/2016

Dany-Robert Dufour

Η τηλεόραση διαμορφώνει προσωπικότητες ή πρόβατα;

Του Dany-Robert Dufour, Monde Diplomatique Ιανουάριος 2008

 Η ασθένεια της εποχής μας δεν είναι ο ατομικισμός αλλά ο εγωισμός, αυτό το self-love, το τόσο αγαπητό στον Άνταμ Σμιθ, το οποίο υμνείται από όλη τη φιλελεύθερη σκέψη. Η εποχή μας είναι η εποχή της προώθησης του εγωισμού, της παραγωγής «Εγώ» τόσο τυφλών ή τυφλωμένων, που δεν αντιλαμβάνονται πόσο εύκολα μπορούν να «στρατολογηθούν» σε μαζοποιημένα σύνολα. Kαι όντως για «Εγώ» πρόκειται [Σ.τ.Μ. δλδ για απομονωμένους εγωισμούς κι όχι για άτομα, με την έννοια του εξατομικευμένου υποκειμένου σε αλληλεπίδραση με τους άλλους], καθόσον οι άνθρωποι θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους, αλλά στην πραγματικότητα έχουν περάσει υπό τον έλεγχο αυτού το οποίο πρέπει να αποκαλέσουμε το « κοπάδι». Το κοπάδι των καταναλωτών στην προκειμένη περίπτωση.

Το να ζεις σε κοπάδι παριστάνοντας πως είσαι ελεύθερος δεν μαρτυρά τίποτε άλλο παρά μια σχέση με τον εαυτό μας καταστροφικά αλλοτριωμένη, καθόσον, αυτό το είδος ζωής προϋποθέτει το να έχει αναγορεύσει κανείς σε κανόνα ζωής μια σχέση ψευτιάς με τον εαυτό του. Και, κατ’ επέκταση, με τους άλλους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λέμε ψέματα με ξετσίπωτο τρόπο στους άλλους, σ’ αυτούς που ζουν έξω από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, όταν τους λέμε ότι ερχόμαστε – με τα χέρια γεμάτα μερικά «γκατζετάκια» εν είδη δώρων, ή με τα όπλα στα χέρια, στην περίπτωση άρνησης εκ μέρους τους – να τους φέρουμε την ατομική ελευθερία, ενώ στοχεύουμε, πριν από όλα, να τους ωθήσουμε στο να μπουν στο μεγάλο κοπάδι των καταναλωτών.

 Αλλά ποια είναι, άραγε, η αναγκαιότητα αυτού του ψέματος; Η απάντηση είναι απλή: το κάθε άτομο πρέπει να οδηγεί τα βήματά του ελεύθερα προς τα εμπορεύματα, που το καλό σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής κατασκεύασε για αυτό. « Ελεύθερα» διότι αν γινόταν δια της βίας , θα αντιστεκόταν. Ο συνεχής εξαναγκασμός στην κατανάλωση πρέπει να συνοδεύεται σταθερά και διαρκώς από ένα λόγο περί ελευθερίας, ελευθερία ψεύτικη βεβαίως, η οποία γίνεται αντιληπτή ως ότι: επιτρέπεται να κάνουμε « όλα όσα θέλουμε ».

Η κοινωνία μας είναι σε μια φάση, που εφευρίσκει ένα νέο τύπο κοινωνικού μείγματος [ συμπιλήματος / συσσωματώματος] όπου το διακύβευμα είναι ένας περίεργος συνδυασμός εγωισμού και αγελαίας ζωής, ένας συνδυασμός στον οποίο θα έβαζα την ετικέτα: «εγώ-αγελαίος». Αυτός ο όρος υποδηλώνει το γεγονός ότι τα άτομα ζουν χώρια τα μεν από τα δε, πράγμα που κολακεύει τον εγωισμό τους, όμως ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με ένα εικονικό τρόπο, έτσι ώστε να οδηγούνται στις πηγές της αφθονίας. Οι βιομηχανίες του πολιτισμού (1) παίζουν εδώ μεγάλο ρόλο: η τηλεόραση, το ίντερνετ, ένα μεγάλο μέρος της μαζικής κινηματογραφικής παραγωγής για το ευρύ κοινό, τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας· όλα είναι κορεσμένα από « προσωπικές », «εξατομικευμένες» προσφορές …

Η τηλεόραση είναι, πριν από όλα, ένα « οικόσιτο», ένα «κατοικίδιο » ΜΜΕ και ήρθε να εγκατασταθεί μέσα στην οικογένεια, η οποία ήταν ήδη σε κρίση. Μιλάμε για «ατομικοποίηση» , για την « ιδιωτικοποίηση » και την « πληθυντικοποίηση» της οικογένειας, δηλαδή για φαινόμενα που προήλθαν από την, ανήκουστη έως σήμερα, αποδιάρθρωση των δεσμών μεταξύ των συζύγων και μεταξύ των γενεών. Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρονται ακόμα και σε μια « κατάρρευση των θεσμών, αποθέσμιση » [désinstitutionalisation ] η οποία θα πρέπει να συνδεθεί με την κατάπτωση των ανθρώπινων σχέσεων με την έννοια της Αρχής [authorité Σ.τ.Μ υπονοεί τη σχέση με την έννοια των ορίων] και με την άνοδο των σχέσεων ισότητας. Η οικογένεια, από ομάδα δομημένη μέσω πόλων και ρόλων, γίνεται ένας απλός λειτουργικός συνεταιρισμός ή ένωση οικονομικό-συναισθηματικών συμφερόντων: ο καθένας μπορεί να ασχολείται με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του, χωρίς η συνύπαρξη στα πλαίσια της οικογένειας να συνεπάγεται προσδιορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις για κανένα. Π.χ. ο καθένας – πατέρας, μητέρα ή παιδιά – μπορεί να πάει να τσιμπολογήσει στο ψυγείο ότι του χρειάζεται για να ξεπεινάσει, ότι ώρα πεινάσει, και στη συνέχεια να επιστρέψει στο δωμάτιό του μπρος στην τηλεόραση ή το βίντεο χωρίς να περάσει από το τελετουργικό του κοινού γεύματος.

Αυτές οι όψεις του θέματος είναι γνωστές, Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό, είναι οι τροποποιήσεις στη λειτουργία της οικογένειας και των ανθρώπων, που εισάγει η χρήση της τηλεόρασης. Η τηλεόραση αλλάζει πραγματικά το περίγραμμα του οικογενειακού χώρου, αδυνατίζοντας ακόμη περισσότερο τον ήδη μειωμένο ρόλο της πραγματικής οικογένειας, δημιουργώντας μια εικονική [virtuelle] οικογένεια που έρχεται να προσκολληθεί, να «προσληφθεί » στην πραγματική. Κάποιες βορειοαμερικανικές μελέτες την αποκαλούν εδώ και χρόνια: ο «τρίτος γονιός» (2) . Θα πρέπει να πάρουμε αυτήν την έκφραση κατά γράμμα και όχι απλώς μεταφορικά· γιατί αυτός ο τρίτος γονιός καταλαμβάνει συχνά μια θέση σημαντικότερη από τους δύο « αρχικούς » γονείς.

Αυτός ο καινούργιος γονιός, η τηλεόραση, φέρνει μαζί του τη δική του οικογένεια μέσα στον χώρο της παλιάς οικογένειας, όπου πλέον η έννοια του θεσμού έχει υποχωρήσει ή και καταλυθεί, Αυτή η οικογένεια της τηλεόρασης, όσο κι αν είναι εικονική, δεν παύει να είναι άκρως αδιάκριτη, φορτική και να εισβάλλει στο χώρο της πραγματικής οικογένειας. Αυτός ό τρίτος γονιός για τα παιδιά, που είναι ταυτόχρονα και ο καλλίτερος φίλος των αληθινών γονιών, εν ολίγοις, συνιστά το όχημα, που επιτρέπει να συνδεθούν τα υπολείμματα της πραγματικής οικογένειας με τη νέα εικονική οικογένεια. Αυτή η επέκταση έχει επιβληθεί εύκολα και από το γεγονός ότι η εγκατάσταση συσκευών τηλεόρασης απλώθηκε σε όλον τον ιδιωτικό χώρο: επιπλέον της συσκευής, που είναι θρονιασμένη στο κέντρο της οικογενειακής εστίας, στο σαλόνι, όπως γινόταν πριν από μια γενιά, στις μέρες μας βρίσκουμε τηλεοράσεις μέχρι και στο δωμάτιο των παιδιών. (3)

 Αυτή η εικονική επέκταση την οποία επιτρέπει ο τρίτος γονιός δεν έγινε παρά ελάχιστα αντιληπτή από τις κοινωνικές επιστήμες. Παρόλο που η λογοτεχνία την είχε διακρίνει στην εντέλεια, από την αρχή κιόλας της βασιλείας της τηλεόρασης. Στα 1953 στο εντυπωσιακό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας « Φαρενάιτ 451», ο αμερικανός συγγραφέας Ραίυ Μπράντμπερυ [Ray Brandbury ] καταδείκνυε πολλές από τις όψεις του προβλήματος από τις οποίες συνήθως δεν συγκρατούσαμε στο μυαλό μας παρά μόνο μία: μια κοινωνία όπου η τηλεόραση έχει πάρει τη θέση του βιβλίου (4). Στα 1966 από αυτό το βιβλίο γυρίστηκε μια ταινία από τον Francois Truffaut: η δράση τοποθετείται σε ένα κοντινό μέλλον όπου η κοινωνία κρίνει τα βιβλία ως επικίνδυνα, τα θεωρεί ως εμπόδιο στην ανάπτυξη των ανθρώπων.

 Αν η σχέση τηλεόρασης/βιβλίου έγινε καλά αντιληπτή, λίγο πάρθηκε υπ’ όψη το δεύτερο αποφασιστικής σημασίας θέμα που έθετε αυτή η ιστορία: η τηλεόραση ως καινούργια οικογένεια. Κι όμως αυτή πλευρά είναι αυτά έντονα παρούσα μέσα από την αφήγηση της συζύγου του Μοντάγκ [ Γκάι Μόνταγκ, βασικός ήρωας του βιβλίου «Φαρενάιτ 451»]. Η Μίλντρεντ ( Λίντα στην ταινία ) είναι πλήρως υποδουλωμένη στο σύστημα άσηπτης και υποχρεωτικά ευτυχισμένης ζωής που έχει εγκαθιδρύσει η «Κυβέρνηση». Καταναλώνει τόσα χάπια όσα χρειάζεται ώστε να αποφύγει κάθε άγχος. Και, κυρίως, ζει με την τηλεόραση η οποία υπάρχει σε όλα τα δωμάτια της οικογενειακής εστίας και καλύπτει όλη την επιφάνεια του τοίχου ( η αφήγηση προηγείται ολίγον της δικής μας τεχνολογίας, αλλά ευτυχώς έχουμε ήδη επίπεδες οθόνες όλο και πιο μεγάλες ).

Αυτοί οι « ομιλούντες τοίχοι », όπως τους ονομάζει ο αφηγητής, αντιπροσωπεύουν αυτό που η Μίλντρεντ αποκαλεί « η οικογένειά » μου, οι εικονικοί ήρωες της οποίας ζουν καθημερινά στο σαλόνι της Μίλντρεντ. Είναι αξιοσημείωτο το ότι φιλοδοξία της ηρωίδας είναι το να προσφέρει στον εαυτό της κάποια μέρα ένα τέταρτο τοίχο-οθόνη για να βελτιώσει την … οικογενειακή ζωή.

Η δύναμη αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται στο ότι μπόρεσε, πολύ νωρίς, να αποκαλύψει το εξής χαρακτηριστικό στοιχείο: ενόσω η πραγματική οικογένεια – με τους κώδικές της, τους χώρους και τις ιεραρχήσεις της – εξαφανιζόταν σιγά-σιγά, αντικαθίστατο από μια νέα απέραντη και «πτητική» Κοινότητα που έφερνε η τηλεόραση. Από το 1953 ο Μπράντμπερυ είχε συλλάβει το γεγονός, ό,τι οι τηλεθεατές, εγκαταλείποντας τις παλιές πραγματικές κοινωνικές σχέσεις, θα άρχιζαν να ανήκουν στην ίδια « οικογένεια» έχοντας ξαφνικά τους ίδιους « θείους » που διηγούνται αστείες ιστορίες, τις ίδιες « θείες »-πειραχτήρια, τους ίδιους «ξαδέλφους » να αποκαλύπτουν, να ξεγυμνώνουν τις ζωές τους.

Έτσι πολυάριθμα τωκ-σώου και άλλες εκπομπές διασκέδασης που προβάλλονται από τα κανάλια ευρέως κοινού, προσφέρουν μια ολόκληρη σειρά με «οικογενειακά πορτραίτα: από τον αμετανόητο ντροπαλό ως τον αδιόρθωτό πολυλογά, από τον γκρινιάρη με πατέντα, τον πρώην στρατευμένο ακτιβιστή που ανακυκλώθηκε σε επαναστάτη του καναπέ, τον ηλίθιο καθηγητή, τον οικολόγο της καλής διατροφής, τον κυνικό ολίγον ελληνάρα [ gaulois στο γαλλικό ], την χυμώδη ξανθιά με την ενισχυμένη ανατομία, τον ηλικιωμένο αλλά αιώνιο είδωλο των νέων, τον τραγουδιστή της τρίτης ηλικίας, την πορνοστάρ, που εμφανίζεται ως υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον ομοφυλόφιλο σε όλες τις πτώσεις και αριθμούς, τον αστείο ανάπηρο, την ντραγκ-κουήν παντός πεδίου, τον κατ’ επάγγελμα διανοούμενο, τον ευφράδη μετανάστη [άραβα], τους ηθοποιούς με τις παραξενιές, τους μεγαλόκαρδους αθλητές, τον υπερασπιστή των δίκαιων αγώνων που είναι χαμένοι εκ προοιμίου, ακόμη και τον ψυχαναλυτή πλήρη φροϋδο-λακανικών υπονοουμένων… Εν ολίγοις μια εκατοσταριά ήρωες που κυκλοφορούν ακατάπαυστα από κανάλι σε κανάλι και που αξίζουν χρυσάφι, εν συντομία, αυτούς που σήμερα αποκαλούμε people, πίσω από τους οποίους τρέχουν οι πολιτικοί που ψάχνουν για τηλεθέαση.

Βρίσκουμε πλέον τα [εικονικά ] ξαδέλφια, τους θείους και τις θείες μας κάνοντας ζάπινγκ και, επιπλέον, αυτοί οι «συγγενείς» έχουν και πλάκα ή τουλάχιστον έτσι παρουσιάζονται. Αυτό που δεν προσφέρουν πια οι οικογενειακές ιστορίες ( μικρές ή μεγάλες, τραγικές ή κωμικές ), καλείται να το προσφέρει, πλέον, η « οικογένεια » της τηλεόρασης. Αυτή είναι που παρηγορεί τους παρατημένους και αναζωογονεί ομάδες ανθρώπων που τους λείπει η έμπνευση. Η TV όχι μόνο μας προσφέρει μια « οικογένεια » αλλά μετατρέπει [ θεσμίζει ] και αυτούς που την κοιτούν σε μια μεγάλη οικογένεια. Ο καθένας [ της εικονικής οικογένειας ] μοιράζεται τα μύχιά του με όλους, μέσα σε μια ιδεώδη κατάσταση πλήρους διαφάνειας όπου πλέον τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί. Από εκπομπή σε εκπομπή τα «οικογενειακά μυστικά », ακόμα και το πιο καλά φυλαγμένα εξανεμίζονται, ξεθυμαίνουν. Πόσοι ανθίστανται στην ηδονή του να τα βγάζεις όλα στη φόρα; Υπό τον ήλιο του Μεγάλου Αδελφού, ο καθένας οφείλει να λέει τα πάντα σε όλους. Ακόμα και έφηβοι και νεαροί άνθρωποι περνούν από το εξομολογητήριο του Λοφτ Στόρυ ή του Σταρ Ακάντεμυ (5). Η καινοτομία αυτών των εκπομπών είναι το ότι αυτή την «οικογένεια» ο τηλεθεατής μπορεί να τη συνθέτει κατά βούληση – π.χ. πατώντας 1 αν θέλει να υποστηρίξει τον Συρίλ ή 2 αν θέλει να φύγει η Ελοντί…

Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: σε τελευταία ανάλυση, και γιατί όχι; Γιατί όχι στην εικονικοποίηση/εικονικότητα [virtualisation] των οικογενειακών σχέσεων; Αυτό δεν είναι ο ρους της ιστορίας; Αν ακολουθούσαμε αυτό το «γιατί όχι;», δεν θα υπήρχε και κανείς λόγος να κρίνουμε απαξιωτικά τη σημερινή εποχή, ειδικά αν είναι να δώσουμε αξία σε μια εποχή που έχει πλέον παρέλθει. Εξάλλου, η εποχή που ασφυκτιούσαμε μέσα στις πραγματικές οικογένειες δεν είναι και τόσο μακρυνή. Το περίφημο « Οικογένειες σας μισώ » του Αντρέ Ζιντ που το επανέλαβαν οι φοιτητές το 1968 δεν ειπώθηκε παρά πριν από μια ή δύο γενιές. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι καλλίτερη μια πλασματική, εικονική « οικογένεια » γνωρίζοντας ότι όταν είμαστε κουρασμένοι αρκεί να γυρίσουμε το κουμπί χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι, όπως άλλοτε, να «σκοτώσουμε τον πατέρα».

Η απάντηση είναι απλή: ο τηλεθεατής που αγαπάει τους ήρωες αυτής της « οικογένειας » δεν μπορεί, προφανώς, να πάρει κάτι από αυτούς, διότι οι ήρωες, όντας πλασματικοί, δεν μπορούν παρά να είναι τελείως αδιάφοροι για την μοίρα του. Εκτός, βέβαια, κι αν η μοίρα του γίνει αντικείμενο των ΜΜΕ. Σε αυτήν την περίπτωση, ο κακόμοιρος ο θεατής θα κληθεί « μέσα » στην συσκευή και θα βρεθεί μπροστά σε υπερβολικά εκδηλωτικές συμπεριφορές αγάπης, σα να θέλουν με αυτήν την υπερβολή, να τον κάνουν να ξεχάσει τη μη-αμοιβαιότητα που βρίσκεται στα θεμέλια του τηλεοπτικού μέσου.

Εδώ προκύπτει μια νέα ερώτηση και μια νέα απάντηση. Για ποιο λόγο να γίνεται όλη αυτή η σπατάλη τεχνολογίας ( κάμερες, τεχνικοί, πίνακες προγραμμάτων, δορυφόροι, δίκτυα κλπ ) και επενδύσεων πάσης φύσεως (οικονομικής, λιβιδινικής, ψυχοσυναισθηματικής κλπ ) αν πρόκειται να κάνουμε τα άτομα που περνάνε τόσες ώρες μπροστά στην τηλεόραση, να μην « υπάρχουν », να μη ζουν πραγματικά; Η « οικογένεια » αυτή άραγε να είναι το βασίλειο της καθαρής διασκέδασης του Πασκάλ; (6). Σε άλλες εποχές, όπως ξέρουμε, η διασκέδαση ήταν συγκεντρωμένη στο βασιλιά και γύρω από αυτόν στο μέτρο που αυτός αποτελούσε το υποστήριγμα όλο του κόσμου ενώ αυτόν δεν τον στήριζε κανείς. Έτσι, για να αποφευχθεί ο ύψιστος κίνδυνος δηλαδή να πέσει ο βασιλιάς σε μελαγχολία, δεν υπήρχε άλλο μέσο παρά από το να τον διασκεδάζουν σε μόνιμη βάση. Σα να βρισκόμαστε σε μια αντίστοιχη κατάσταση σήμερα, με τη διαφορά ότι , στις δημοκρατίες της αγοράς, όλος ο κόσμος θα πρέπει να διασκεδάσει, να περισπαστεί [ στα γαλλικά το ρήμα divertir σημαίνει: διασκεδάζω , αποσπώ την προσοχή , πράγμα που αποδίδει το διττό αποτέλεσμα του ρόλου της τηλεόρασης ] .

Αλλά το να διασκεδάσει, να περισπατεί το άτομο δεν αρκεί. Ίσα-ίσα. Μπορεί να γίνει κάτι ακόμα «καλλίτερο». Το ότι το πρώτο μέλημα αυτής της « οικογένειας » δεν είναι η προσωπική ύπαρξη του θεατή, έχει να κάνει με το γεγονός ότι τίποτα δεν την απασχολεί, καθόσον και η ίδια δεν είναι παρά μια απάτη. Αυτό που κρύβεται πίσω της, αυτή είναι η μόνη απτή πραγματικότητα, δηλαδή η τηλεθέαση ( μια τηλεθέαση που μετατρέπεται σε πιστή πελατεία με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας ), η οποία μετράται, κόβεται σε μερίδια ώστε να μπορεί να πουληθεί και να αγοραστεί στην αγορά της βιομηχανίας του πολιτισμού.

Αν υπάρχουν ακόμα κάποιοι αφελείς, που πιστεύουν ότι η ποιότητα των εκπομπών λαμβάνεται υπόψη στον προγραμματισμό, θα απογοητευτεί με την πρώτη απλή έρευνα που θα κάνει Το μόνο που μετράει είναι η τηλεθέαση γιατί μόνο αυτή επιδρά στην πορεία των «σοβαρών πραγμάτων»: η τιμή των χώρων διαφήμισης. Ένας διευθυντής προγράμματος της TF1, διδάσκων στα πανεπιστήμια της Σορβόννης και της Ντωφίν, διατύπωσε τον εξής κανόνα σε μαθητευόμενους διευθυντές προγράμματος: « Είναι άχρηστο να αυξήσετε το κόστος για να βελτιώσετε ένα υπάρχον πρόγραμμα στην τηλεόραση, εφόσον έχετε ήδη την καλλίτερη τηλεθέαση (7) ».

Είναι πλέον γνωστά τα όσα είπε κατ’ αρχάς σε στενό κύκλο, ο κ. Πατρίκ λε Λαι [ Patrick Le Lay ] πρόεδρος της TF1 : « Οι εκπομπές μας έχουν ως ρόλο το να καταστήσουν διαθέσιμο [ τον εγκέφαλο του τηλεθεατή ]: δηλαδή να τον διασκεδάσουν, να τραβήξουν την προσοχή, να τον χαλαρώσουν για να τον προετοιμάσουν ανάμεσα σε δύο μηνύματα. Αυτό το οποίο πουλάμε στην Κόκα-Κόλα είναι διαθέσιμος χρόνος ανθρώπινου εγκεφάλου. Δεν υπάρχει τίποτα το πιο δύσκολο από το να πετύχουμε αυτή τη διαθεσιμότητα (8) ».

 Αυτό λοιπόν είναι που πρέπει να φωτίσουμε: τον τρόπο με το οποίο δημιουργείται αυτή η διαθεσιμότητα. Το ότι η κατανάλωση τηλεοπτικού χρόνου είναι η κοινωνική δραστηριότητα που μετριέται περισσότερο από όλες τις άλλες, δεν μας λέει τίποτα, σχεδόν, σχετικά με την υποκειμενικότητα του κοινού. Γι’ αυτό έχει σημασία να καταγράψουμε αυτήν την απέραντη ζώνη σκιάς όπου δεσμεύεται ψυχική ενέργεια για να μετατραπεί σε τηλεθέαση. Διατυπώνω την υπόθεση ότι αυτό που επιτρέπει στο να συσταθεί η τηλεθέαση ως πιστός πελάτης εξηγείται από την λειτουργία της τηλεόρασης ως εικονικής υποκατάστατης [ ανάδοχης ] οικογένειας.

Το να λάβουμε υπ’ όψη μας αυτήν την « οικογένεια » είναι απαραίτητο για όποιον θέλει να περιγράψει και να σκεφτεί τον κόσμο που ζούμε και τα άτομα που ζουν σ’ αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να εξιχνιάσουμε την αληθινή του φύση. Ο Μπερνάρ Στηγκλέρ[ Bernard Stiegler ] σε ένα αιχμηρό βιβλιαράκι σχετικά με την τηλεόραση και τη συμβολική μιζέρια, υποδεικνύει ότι « [ τα οπτικοακουστικά μέσα ] γονιμοποιούν αγελαίες και όχι ατομικές συμπεριφορές, αντίθετα με το τι λένε οι « μύθοι ». Το να λέμε ότι ζούμε σε μια ατομικιστική κοινωνία είναι ένα ψέμα με περικεφαλαία, ένα απίθανα απατηλό ψέμα … Ζούμε σε μια κοινωνία-κοπάδι, όπως το είχε κατανοήσει και προείπε ο Νίτσε (9)».

 Η εν λόγω οικογένεια είναι στην πραγματικότητα ένα «κοπάδι » το οποίο δεν θα χρειάζεται πλέον παρά να οδηγηθεί εκεί που θέλουν κάποιοι για να βρει τροφή και νερό, δηλαδή στις πηγές και στα αποθέματα τροφής ξεκάθαρα προσδιαορισμένα. Δεν θα αναφερθώ στο Φρίντριχ Νίτσε ο οποίος δεν διακρινόταν για τις δημοκρατικές του αντιλήψεις αλλά στους Εμμάνουελ Καντ και Αλέχιξ ντε Τοκβίλλ.

Ο Καντ ανάπτυξε το θέμα της μετατροπής των ανθρώπων σε κοπάδι, στο βιβλίο του « Τι είναι ο Διαφωτισμός; » (1794 ). Αυτή η μετατροπή εμφανίζεται, κατά τη γνώμη του, από τη στιγμή που οι άνθρωποί παραιτούνται από το να σκέφτονται από μόνοι τους και θέτουν τους εαυτούς τους κάτω από την προστασία «φυλάκων οι οποίοι από καλοσύνη», αυτοπροτείνονται για να τους φροντίζουν και να τους προσέχουν. Αφού, κατ’ αρχάς, αποβλάκωσαν το κοπάδι τους [Hausvieh επί λέξει: τα κατοικίδια ζωντανά ] και αφού έλαβαν επιμελώς τα μέτρα τους ώστε αυτά τα ειρηνικά πλάσματα να μην μπορούν να τολμήσουν να κάνουν ένα βήμα έξω από το μαντρί όπου είναι κλεισμένα, τους δείχνουν στην συνέχεια τους κινδύνους που υπάρχουν στο να βαδίζει κανείς μόνος του ». Στον κατάλογο των φυλάκων που αναφέρει ο Καντ περιλαμβάνονται: ο κακός Πρίγκηπας, ο αξιωματικός, ο κρατικός λειτουργός, ο φοροεισπράκτορας, ο παπάς, οι οποίοι λένε : « Μη σκέπτεστε! Υπακούετε! Πληρώνετε! Πιστεύετε! ». Στις μέρες μας ταιριάζει, προφανώς, να προσθέσουμε και τον έμπορο ο οποίος υποβοηθουμένος από το διαφημιστή, διατάζει το κοπάδι των καταναλωτών: « Μην σκέφτεστε! Καταναλώνετε! » [λογοπαίγνιο στα γαλλικά με το ne pensez pas = μην σκέφτεστε, dépensez = καταναλώνετε, που θα μπορούσαμε να το διαβάσουμε και ως dé-pensez = από-σκεφτείτε !].

Σε ότι αφορά τον Τοκβίλλ είναι αξιοσημείωτο το ότι αυτός ο εξέχων διανοητής της δημοκρατίας είχε φανταστεί την δυνατότητα μετατροπής του πληθυσμού σε κοπάδι, όταν αναρωτιόταν σχετικά με τον τύπο δεσποτισμού που θα έπρεπε να φοβούνται τα δημοκρατικά έθνη. Η έννοια του «κοπαδιού » εμφανίζεται ακριβώς στα 1840, όταν ο Τοκβίλλ υποδεικνύει ότι το δημοκρατικό πάθος για ισότητα μπορεί « να συρρικνώσει κάθε έθνος στο να μην είναι πλέον παρά ένα κοπάδι ντροπαλών και επιδέξιων ζώων » απελευθερωμένων από « την ταραχή του σκέπτεσθαι » (10). Και στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει: στα πλαίσια του κοπαδιού, είμαστε όλοι ίσοι.

Μετά την προλεταριοποίηση των εργατών, ο καπιταλισμός προχωρά στην « προλεταριοποίηση των καταναλωτών ». Για να απορροφηθεί η υπερπαραγωγή, οι βιομήχανοι ανέπτυξαν τις τεχνικές του μάρκετινγκ στοχεύοντας στο να αιχμαλωτίσουν την επιθυμία των ατόμων ώστε να τους προτρέψουν στο να αγοράζουν όλο και περισσότερα ( 11 ). Οι θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόϋντ χρησιμοποιήθηκαν, μέσω της προσαρμογής τους στον κόσμο της βιομηχανίας. Μια προσαρμογή που υλοποιήθηκε από τον … Αμερικανό ανιψιό του Φρόϋντ ,τον Έντουαρντ Μπερναίυς [ Edward Bernays ], Ο Μπερναίυς εκμεταλλεύτηκε ( αρχικά για λογαριασμό του καπνοβιομηχάνου Φίλιπ Μόρρις ) τις τεράστιες δυνατότητες προτροπής σε κατανάλωση αυτού που ο θείος του αποκαλούσε « λιβιδινική οικονομία (12)».

Η ιδιοφυία του Μπερναίυς συνίστατο στο ότι προείδε, από πολύ νωρίς, το όφελος που μπορούσε να έχει από τις ιδέες του Φρόϋντ. Πράγματι, ήδη από το 1923, στο « Αποκρυσταλλώνοντας την κοινή γνώμη », εξηγούσε πως οι κυβερνήσεις και οι διαφημιστές μπορούν « να υποβάλλουν σε πειθαρχία τα μυαλά όπως οι στρατιωτικοί το κάνουν με το σώμα ». Αυτή η πειθάρχηση μπορεί να επιβληθεί λόγω « της ενδογενούς πλαστικότητας της ανθρώπινης φύσης του ατόμου ». Ο Μπερναίυς υποδεικνύει ότι « η «φυσική/σωματική» μοναξιά αποτελεί ένα αληθινό τρόμο για το αγελαίο ζώον [ gregarious animal ], και η ένταξη του σε κοπάδι του προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας. Στον άνθρωπο αυτός ό φόβος της μοναξιάς προκαλεί μια επιθυμία ταύτισης με το κοπάδι και τις απόψεις του ».

‘Όμως, από τη στιγμή που το «αγελαίο ζώον θα βρεθεί μέσα στο κοπάδι » συνεχίζει να επιθυμεί να εκφράζει τη γνώμη του. Επομένως οι επικοινωνιολόγοι θα πρέπει να « απευθυνθούν στον ατομικισμό του ο οποίος πάει παρέα με τα υπόλοιπα ένστικτα, όπως ο εγωτισμός του ». Γι’ αυτό το λόγο ο Μπερναίυς συνιστά να μιλάνε στο άτομα πάντα για την επιθυμία « του ». Η κοπαδοποίηση έχει ως αντικείμενό της την ομογενοποίηση των συμπεριφορών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κατακτηθούν οι αγορές και, επίσης, μέσω αυτής της ομογενοποίησης, να οδηγήσει στο μέγιστο την αποδοτικότητα, στηριζόμενη στα μαζικά οπτικοακουστικά ( το ραδιόφωνο και το σινεμά, και στη συνέχεια η τηλεόραση που ανακαλύφθηκε λίγο μετά ). Τα μέσα αυτά χρησιμοποιούνται στο να καταστήσουν «λειτουργική» την αισθητική διάσταση του ατόμου [ λειτουργική με την έννοια της χρηστικής, της στεγνής λειτουργικότητας που υπακούει σε αντανακλαστικά, χωρίς κριτική σκέψη και ώριμο συναίσθημα ].

 Αυτό που είναι αξιοθαύμαστο, είναι το ότι να μιλά κανείς για μια κοινωνία-κοπάδι προλεταριοποιημένων καταναλωτών δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο με την ανάπτυξη μιας κουλτούρας του εγωισμού ο οποίος υψώνεται σε κανόνα ζωής – το αντίθετο μάλιστα: αυτές οι έννοιες συνομιλούν μεταξύ τους/ επικοινωνούν μεταξύ τους και αλληλοϋποστηρίζονται. Η ζωή μέσα σε ένα εικονικό κοπάδι που αδιάκοπα οδηγείται προς τις πηγές της αφθονίας οι οποίες είναι γεμάτες με σειρήνες και ναϊάδες, προϋποθέτει στην πραγματικότητα ένα υπερτροφικό εγωισμό, ο οποίος παρουσιάζεται ως η πλήρης εκπλήρωση της δημοκρατίας. « Να είσαι πάντα, όλο και περισσότερο ο εαυτός σου συμμετέχοντας όλο και περισσότερο στην οικογένεια », « Μαζί μας, θα είσαι (σ)το κέντρο του συστήματος » ή « (σ)το κέντρο της τράπεζας, του δικτύου και όπου άλλου θέλεις » - θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε χίλιες διαφημίσεις που λειτουργούν στο ίδιο μοτίβο, διότι οι διαφημιστές έχουν ειδικευθεί στη χρήση αυτού του τρυκ ( χοντροκομμένου αλλά ανίκητου ) που συνιστάται στο να κολακεύει με κάθε δυνατό τρόπο, τον εγωισμό των ατόμων.

Με αυτό τον «αγελαίο εγωισμό » είμαστε αναμφίβολα μπροστά σε ένα αρκετά νέο τύπο κοινωνικού μείγματος [ συμπιλήματος / συσσωματώματος] που θα ταίριαζε να τον διερευνήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται δεδομένου αυτή ότι η εγωιστική του πλευρά εμποδίζει, μια για πάντα, να δει τον εαυτό του ως ένα συλλογικό ον. Με αυτούς τους εγώ-αγελαίους σχηματισμούς βρισκόμαστε μπροστά στα τέρατα που εκκρίνει από τους πόρους της η δημοκρατία. Πρόκειται για τέρατα, διότι αυτοί οι εγώ-αγελαίοι σχηματισμοί είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικοί: λειτουργούν με βάση την κατ’ επανάληψη εκούσια παράλειψη [εθελοτυφλία ] και τις, επίσης, κατ’ επανάληψη πυροτεχνικές μεθόδους, με την εξαγορά συνειδήσεων, με καπάτσα κόλπα που πάντα κερδίζουν, με το μέγιστο και γρήγορο κέρδος και , επί πλέον, μολύνουν όλο και πιο πολύ τη λειτουργία της πραγματικής δημοκρατίας συμβάλλοντας στην people-ποίηση της πολιτικής.

Η ζωή στο κοπάδι της εικονικότητας είναι λειτουργική από τη στιγμή που έχει επιτευχθεί μια «τακτοποίηση των ατόμων σε σειρές » [ γαλλ: sérialisation / αγγλ: serialization ]. Πρόκειται για άτομα που εκτίθενται σε πολυάριθμες δυνατότητες ικανοποίησης σφοδρών εγωιστικών επιθυμιών. Επιθυμίες, οι οποίες ασταμάτητα διεγείρονται, αναθερμαίνονται, ρελανσάρονται. Ως «τακτοποίηση των ατόμων σε σειρές », εννοώ μια μορφή απώλειας του συναισθήματος του ανήκειν στην ( ή σε κάποια ) ανθρώπινη κοινότητα, την ανάδυση μια ανομίας που οδηγεί τα μέλη μιας ομάδας στο να ζουν το καθένα για « πάρτη » του και με μια εχθρικότητα απέναντι στους άλλους. Αυτή η «τακτοποίηση των ατόμων σε σειρές » συμβάλλει με τέτοιο τρόπο ώστε το κάθε μέλος του κοπαδιού να τίθεται ελεύθερα κάτω από τη δέσμη των προσφορών ικανοποίησης.

Για να προτρέψουν το άτομο στα παραπάνω, αρκεί μια προσφορά για να κοιτάξει κάτι. Προσφορά η οποία μπορεί , κατ’ αρχήν να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί ( λέμε « κατ’ αρχήν » διότι τα παιδιά στήνονται συχνά δια της βίας μπροστά στην τηλεόραση, ούτως ώστε οι γονείς να έχουν την ησυχία τους). Αν το άτομο αποδεχτεί την προσφορά, η οποία είναι σχεδόν υποχρεωτική, το μέλος του κοπαδιού «θα πιαστεί, θα τσιμπήσει », διότι θα κοιτάζει πιστεύοντας ότι βλέπει την τηλεόραση ελεύθερα. Σ’ αυτό το σημείο είναι που κινητοποιείται μια από τις ιδιαιτερότητες της σκοπικής ενόρμησης: δηλαδή η αναστροφή της φοράς του βλέμματος, η οποία οδηγεί εντέλει στο να μην είναι ο θεατής που κοιτάει την τηλεόραση αλλά, στην ουσία, η τηλεόραση που κοιτάει το θεατή. Αυτή η αναστροφή πρέπει να συμβεί, εννοείται, με όσο πιο ανώδυνο τρόπο γίνεται.

Όλα αυτά έχουν ως αφετηρία ένα συμβόλαιο ψευτιάς σύμφωνα με το οποίο ο θεατής πιστεύει ότι μπορεί να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν. Και από εδώ γεννιέται το συναίσθημα εγωιστικής παντοδυναμίας που κυριεύει αυτόν που πιστεύει πως « κάνει ότι θέλει », κοιτάζοντας αυτό που θέλει ο ίδιος να κοιτάζει [ κι ότι το επιλέγει ελεύθερα ]. Η ύστατη απόδειξη αυτού του [ παντοδυναμικού ] συναισθήματος είναι το ότι μπορεί να κάνει ζάπινγκ κατά βούληση. Στην πραγματικότητα αυτός ο θεατής δεν είναι παντοδύναμος, το αντίθετο μάλιστα: τον κοιτάζουν και μάλιστα τον παρατηρούν εξεταστικά, πράγμα πολύ πιο σίγουρο από τη βεβαιότητα ότι αυτός κοιτάζει. Ας μην ξεχνάμε ότι καμία άλλη κοινωνική δραστηριότητα δεν μετριέται περισσότερο απ’ όσο αυτές που έχουν σχέση με τις τηλεοπτικές συνήθειες.

Το ίδιο φαινόμενο ισχύει και για όλα τα καινούργια εγώ-αγελαία σύνολα. Στην πραγματικότητα, πολλαπλά μαύρα κουτιά καταγράφουν την παραμικρή αντίδραση του τηλεθεατή, όπως συμβαίνει και με το Ίντερνετ όπου πολλαπλά προγράμματα-κατάσκοποι είτε μέσα στους υπολογιστές είτε από απόσταση, καταγράφουν «το βλέμμα» του χρήστη του διαδικτύου [ Ιντερ-ναύτη , internaute ] μέσω των κλικ του ποντικιού, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίσουν ένα πορτραίτο –ρομπότ. Αυτό το πορτραίτο-ρομπότ δίνει στη συνέχεια τη δυνατότητα να εξετάζονται οι όψεις και οι συνήθειες του ατόμου. Έτσι, το άτομο είναι ένας «κοιτάζων » που τον κοιτάζουν.

Η τηλεόραση είναι ένα μάτι με κεντρί, που το κεντρί του σημαδεύει κάθε μέλος ή ομάδα μελών του κοπαδιού. Το συνηθισμένο κλισέ : « Θα χαλαρώσω λιγάκι κοιτάζοντας τηλεόραση » είναι στην πράξη εντελώς απατηλός. Διότι αυτός που σας κοιτάει είναι ο Άλλος. Βλέπει εσάς, αλλά όχι μόνον εσάς καθόσον την ίδια στιγμή κοιτά και κάθε μέλος του κοπαδιού. Και, βεβαίως, όλα αυτά τα τυφλά μάτια της τηλεόρασης, που στρέφουν το κεντρί τους προς τα μέλη του κοπαδιού της εικονικότητας, είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αυτή η κατάσταση συνθέτει ένα τεράστιο δίκτυο όπου ο καθένας είναι ανά πάσα στιγμή εκτεθειμένος και τον βλέπουν μέσω αυτού το οποίο κοιτάει [ την τηλεόραση ]. Και το άτομο οδηγείται κατ’ ευθείαν στις πηγές όπου αυτός ο Άλλος θέλει να το κατευθύνει για να τραφεί και να ξεδιψάσει με τους ομογάλακτους του κοπαδιού ( και ξέρουμε ότι για τον Διευθύνοντα σύμβουλο του κύριου γαλλικού καναλιού της τηλεόρασης, του οποίου η προσφορά αναδείχθηκε ως « το καλλίτερα … πολιτιστικό » , οι πηγές αυτές
είναι κατά προτίμηση οι πηγές της Κόκα-Κόλα Η τηλεόραση λειτουργεί σαν ένα είδους πανοπτικού του Μπένθαμ από την ανάποδη. Στο πανοπτικόν του Μπένθαμ όπως απέδειξε ο Φουκώ « καθένας είναι ορατός αλλά δεν βλέπει » κατά τρόπον ώστε «να εισάγει στον κρατούμενο μια μόνιμη και συνειδητή κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας (12 ) ». Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα επιπρόσθετο ραφινάρισμα ( αυτό δεν είναι η πρόοδος ;! ): κανείς δεν είναι ορατός αλλά όλους τους βλέπει αυτός ο τυφλός μεγάλος Άλλος ο οποίος κοιτάζει. Δεν του χρειάζεται στην πραγματικότητα να βλέπει το καθένα από τα μέλη του κοπαδιού από ένα μοναδικό κεντρικό σημείο αλλά να κάνει έτσι ώστε ο καθένας να κοιτάει σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αυτές που υπόσχονται την ευτυχία μέσω της γενικευμένης και αυτόματης ικανοποίησης αναγκών οι οποίες , εννοείται, είναι κατάλληλα καταγραμμένες και .. προ-βλέψιμες.

Dany-Robert Dufour

* Φιλόσοφος, καθηγητής παιδαγωγικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο VIII – Παρίσι, διευθυντής προγράμματος σπουδών στο Διεθνές Κολλέγιο Φιλοσοφίας, συγγραφέας των βιβλίων: «Η Αγία Αγορά. Η φιλελεύθερη πολιτισμική επανάσταση » εκδόσεις Denoël, Παρίσι, 2007 και « Αποτελειώνοντας για τα καλά τους ανθρώπους », Denoël, Παρίσι, 2005.

(1) Χρωστάμε την έννοια «βιομηχανία του πολιτισμού» [ Kulturindustrie ] στον Τεοντόρ Αντόρνο, του οποίου η κριτική ανάλυση της Kulturindustrie παραμένει πολύ επίκαιρη. Βλ. παραδείγματος χάριν « Φιλοσοφία της νέας μουσικής » Τ. Αντόρνο ( σελ 15-17 στη γαλλική έκδοση )
(2) Η έκφραση υπάρχει στην αναφορά της εξεταστικής επιτροπής της γαλλικής γερουσίας « Η παραβατικότητα των ανηλίκων » ( 26/6/2002 ): « Η τηλεόραση διείσδυσε στη ζωή των οικογενειών σε τέτοιο σημείο και παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των παιδιών , που μπορούμε να μιλάμε, χωρίς υπερβολή, για «τρίτο γονιό » για να τη χαρακτηρίσουμε ».

(3) Στην Ευρώπη, ένα με δύο τρίτα των παιδιών έχουν πλέον τηλεόραση στο δωμάτιό τους. Βλ. Sonia Livingstone et Moira Bovill, Children and Young People in a Changing Media Environment, Lawrence Erlbaum, Londres, 2001.

(4) Ray Bradbury, Fahrenheit 451, Denoël, Παρίσι, 1966.

(5) Το γεγονός ότι οι πρωτεργάτες της πρώτης εκπομπής τέτοιου τύπου την ονόμασαν « Big Brother » ( στην Ολλανδία το 2000) δείχνει πόσο η … πολιτική κριτική που κάνει το μυθιστόρημα « 1984 » του Τζωρτζ Όργουελ είναι πλέον … indique combien la virulent critique politique présente dans le roman de George Orwell, 1984, est désormais déniée.

(6) Σ.τ.Μ. «Σύμφωνα με το Μπλαιζ Πασκάλ, όλοι βασανιζόμαστε από το κυνήγι της διασκέδασης, η οποία αποτελεί μια απελπισμένη αναζήτηση παρηγοριάς απέναντι στη δυσκολία του να είμαστε ο εαυτός μας. Η διασκέδαση παραπέμπει στις ασήμαντες ανθρώπινες δραστηριότητες ( αναζήτηση της δόξας ή των υλικών αγαθών ), που κάνουμε για να ξεφύγουμε από την ανθρώπινη υπόσταση. Η διασκέδαση αναδεικνύει το γεγονός ότι είναι δύσκολο για το ανθρώπινο ον να ζει με τον εαυτό του, να είναι εν ειρήνη με αυτό το οποίο είναι. Αυτή η ανθρώπινη υπόσταση την οποία προσπαθεί να αποφεύγει το άτομο, είναι η θνητότητα και η ενδεχομενικότητα της ύπαρξης. Απέναντι σε αυτό το φόβο ( ο Πασκάλ δεν χρησιμοποιεί ακόμα τον όρο : άγχος ) , το εγώ προσπαθεί να κάνει αντιπερισπασμό». (Από το λήμμα της γαλλικής Βικιπαίδεια ).


(7) Βλ. Laurent Fonnet, Ο προγραμματισμός ενός τηλεοπτικού καναλιού/La Programmation d'une chaîne de télévision, Dixit - DESS, communication audiovisuelle université Paris-I, Paris, 2003.

(8) Συλλογικό έργο: Les Dirigeants face au changement, Editions du huitième jour, Paris, 2004.

(9) Bernard Stiegler, Να αγαπάς, να αγαπάς τον εαυτό σου, να μας αγαπάς. Από την 21 /11 στην 21/4 / Aimer, s'aimer, nous aimer. Du 11 septembre au 21 avril, Galilée, Paris, 2003, p. 30.

(10) Alexis de Tocqueville, Η δημοκρατία στην Αμερική, ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ.


(11) Βλ. Bernard Stiegler, Δυσπιστία και δυσφήμιση / Mécréance et discrédit 1, 2 et 3, Galilée, Paris, 2004-2006.

(12) Bernays, ανιψιός του Φρόϋντ, έστελνε στο θείο του τα συγγράμματά του. Ήταν σε τακτική επαφή με το Φρόϋντ για τη μετάφραση και τη δημοσίευση των έργων του στις ΗΠΑ.

(13) Michel Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία, ΚΕΔΡΟΣ. ( σελ. 234 της γαλλικής έκδοσης ) : Μια πανοπτική σωφρονιστική κατασκευή είναι εκεί όπου ο φύλακας βρίσκεται σε ένα φυλάκια που παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο βρίσκεται στο κεντρικό σημείο μια μεγάλης υψωμένης κυκλικής κατασκευής στην οποία βρίσκονται κατανεμημένα σε πολλούς ορόφους κελιά με κάγκελα και πολύ έντονο φωτισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας μόνο φύλακας μπορεί να επιτηρεί μεγάλο αριθμό κρατουμένων, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν αν τους βλέπουν.

Μετάφραση: Δημήτρης Οικονομίδης