Απόψεις

Ρουμπελστίλτσκιν

12/07/2016

Γιάννος Γιαννόπουλος

Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Ανδρέας Καρίτζης [1] επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα "τι λείπει" από τη σημερινή Αριστερά, στην εποχή μετά την ήττα. Η προβληματική που αναπτύσσεται είναι εξαιρετικά χρήσιμη ως προς τη σημασία του να λειτουργήσει η Αριστερά αλλιώς, και κυρίως να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο της λαϊκής δημιουργικότητας αλλά και των ενσωματωμένων δυνατοτήτων των «από κάτω» στην απελευθερωτική διαδικασία. Διατυπωμένο διαφορετικά, το ζήτημα αφορά την προσπάθεια εφαρμογής του μοντέλου «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» στο σήμερα, πρώτα από όλα μέσα στην ίδια την Αριστερά.

Ένα ερώτημα που δημιουργείται, όμως, από την αντίστοιχη προβληματική που αναπτύσσεται από το περσινό καλοκαίρι στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά, είναι αν όντως μπορούν σήμερα να υπάρξουν ολόκληρα κυκλώματα που θα διαμορφώνονται και θα λειτουργούν εκτός της καπιταλιστικής σφαίρας του εμπορεύματος, όπως περιγράφονται και στο συγκεκριμένο άρθρο, χωρίς αυτό να συνδυάζεται με τον συνολικό πολιτικό αγώνα και τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένου και του ενδεχομένου της κυβερνητικής εξουσίας. Από τη μία, είναι γνωστό πως υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι στους οποίους μπορούν και λειτουργούν συνεταιριστικά εγχειρήματα από σήμερα, λόγω της απαίτησης για μικρά αρχικά κεφάλαια και της συσσώρευσης βαθιά καταρτισμένου επιστημονικού δυναμικού στην Ελλάδα, όπως η πληροφορική. Υπάρχουν επίσης τομείς, όπως ο αγροτικός, όπου πρέπει να αγωνιστούμε ώστε η ιδέα του συνεταιρισμού να γίνει ξανά ηγεμονική, ιδέα που απαξιώθηκε στα μάτια του αγροτικού κόσμου από τις πρακτικές των εποχών του ΠΑΣΟΚ. Είναι όμως χωρίς όρια αυτή η διαδικασία; Μπορεί να υπάρξει, λόγου χάρη, πανελλαδικό δίκτυο διανομής και εμπορίας τροφίμων, αυτοδιαχειριζόμενο, εάν δεν είναι δημόσιο; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο "Μαρινόπουλος" να λειτουργήσει από τους εργαζόμενούς του, με το κράτος και τις κυβερνήσεις απέναντι, και τις τράπεζες να επιβάλλουν το νέο πτωχευτικό δίκαιο, ή μια τέτοια προσπάθεια θα πρέπει να συνδυαστεί και με τον πολιτικό αγώνα για τη συνολικότερη αλλαγή των συσχετισμών, ώστε να επιτευχθούν ρήγματα στο σημερινό καθεστώς - και μέσα από υποχωρήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης-, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να σταθεί; Ειδικά δε, τη στιγμή που το πιο εμφατικό παράδειγμα αυτοοργάνωσης των τελευταίων χρόνων, η ΒΙΟΜΕ, απειλείται με κλείσιμο, δια της «απλής εφαρμογής» του υφιστάμενου νομικού πλαισίου[2]; Πολύ περισσότερο, μπορεί να υπάρξει κατασκευή υποδομών, είτε μικρότερων - που θα αφορούσαν τοπικές κοινότητες-, είτε μεγαλύτερων - όπως τα οδικά δίκτυα και ο σιδηρόδρομος-, χωρίς να υπάρχει μια δημόσια κατασκευαστική εταιρία;

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε εδώ τις επεξεργασίες της δικής μας Αριστεράς για το Κράτος, το οποίο είναι «παντού». Δεν υπάρχει ουσιαστικά περιοχή ή πεδίο «εκτός του Κράτους», όπως υπήρχε ενδεχομένως επί ΕΑΜ, ή στις κοινότητες των Ζαπατίστας, όπου βέβαια το «εκτός» ήταν και είναι ταυτόχρονα και «εναντίον». Τα δυτικά κράτη έχουν αυταρχικοποιηθεί ακόμα περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, με ολοένα και περισσότερες πλευρές της ατομικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής να καθορίζονται από το νομικό καθεστώς, ακόμα και με όρους βιοπολιτικής. Δεν επιχειρώ εδώ σε καμιά περίπτωση να υποστηρίξω πως δεν έχουν τεράστια σημασία και αξία τέτοιου τύπου εγχειρήματα, αλλά και αυτή η κατεύθυνση συνολικότερα, την ώρα που η Αριστερά σε μεγάλο βαθμό παραμένει μια Αριστερά της ανάθεσης, της εκφώνησης και του διαρκούς κυνηγιού του κοινοβουλευτικού εκλογικού αποτελέσματος. Εκτιμώ όμως ότι δεν θα πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στα όρια αυτή η κατεύθυνση να υπάρξει αυτοτελώς, χωρίς τον συνολικότερο αγώνα για την πολιτική εξουσία.

Ο προηγούμενος προβληματισμός συνδέεται ενδεχομένως και με ένα άλλο στοιχείο, με δύο σκέλη -σχηματικά- που φαίνεται να ταλανίζει τη συζήτηση στην ανήσυχη Ριζοσπαστική Αριστερά μετά τον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο σκέλος αφορά μια διαδικασία που φαίνεται να επιχειρεί να «ανακαλύψει ξανά την Αμερική». Να επανεπινοήσει ή να εφεύρει τρόπους λειτουργίας, προτεραιότητες, πρακτικές. Κι όμως, η Αριστερά έχει υπάρξει και σε περιόδους όπου οργάνωνε μαζί με τους «από κάτω» τις ζωές τους, πριν καν της επιτραπεί να είναι νόμιμη, πριν καν να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει σε επίσημες εκλογικές διαδικασίες. Πολύ περισσότερο, υπήρξε και πριν το «κοινωνικό συμβόλαιο» των δυτικού τύπου κοινωνιών όπου τα κράτη έπαιζαν τον «διαιτητή» μεταξύ των τάξεων, πάντα ταξικά μονομερώς υπέρ του αστικού συνασπισμού εξουσίας μεν, ενσωματώνοντας δε και τα λαϊκά αιτήματα σε έναν βαθμό, ακριβώς για να διασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη, σε μια περίοδο άλλου διεθνούς συσχετισμού δύναμης και άλλης δυναμικής στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Δεν χρειάζεται επομένως να επανεπινοήσουμε τα πάντα από το μηδέν, ίσως αρκεί σε πρώτη φάση να προσαρμόσουμε τα μοντέλα εκείνα στο σήμερα.

Να κατανοήσουμε βεβαίως πως το κοινωνικό συμβόλαιο δεν ραγίζει απλώς, αλλά έχει ήδη σπάσει με πρωτοβουλία των κυρίαρχων, και ότι δεν μπορούμε να πολιτευόμαστε όπως τις προηγούμενες δεκαετίες, πράγμα που δεν φαίνεται να θέλουν να κατανοήσουν οι υπαρκτές ηγεσίες της Αριστεράς. Άρνηση που αποτελεί πολυπαραγοντικό φαινόμενο και που, ενδεχομένως, δεν συνδέεται απλώς με τον τρόπο που έχουν εκπαιδευτεί να ασκούν πολιτική από τη μεταπολίτευση και μετά συγκεκριμένα πολιτικά προσωπικά της Αριστεράς, αλλά πηγάζει ακόμα και από την ίδια τη σύνθεσή τους, που σπανίως περιλάμβανε στα ηγετικά κλιμάκια εργαζόμενους ανθρώπους. Ανθρώπους δηλαδή που να διευρύνουν τις δυνατότητές τους μέσα από την ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία ή τις δραστηριότητές τους στο περιθώριο αυτής (πχ νοικοκυριό), να μαθαίνουν από τον καπιταλισμό και τις εξελίξεις του, και ταυτόχρονα να μαθαίνουν να τον μισούν, βιώνοντας την εκμετάλλευση και διαπιστώνοντας μέσα από την ίδια τους την εμπειρία τη σπατάλη πόρων - ανθρώπινων αλλά όχι μόνο- που επιφέρουν οι λειτουργίες του, ακόμα και αν δεν μπορούσαν να τα συλλάβουν σε θεωρητικό επίπεδο. Η κακή σχέση της Αριστεράς με τη λαϊκή δημιουργικότητα, που όντως φτάνει ως την εχθρότητα απέναντι στη λαϊκή δημιουργικότητα όπως αναφέρει ο Α. Καρίτζης στο προαναφερθέν άρθρο, αλλά και με τα νέα οργανωτικά μοντέλα ή τα μοντέλα που θα προσιδίαζαν περισσότερο στην προσπάθεια να εδραιώσουμε τον κομμουνισμό ως τάση στο σήμερα, είναι πολύ μεγάλο ζήτημα και χρειάζεται ξεχωριστή ανάλυση - ανάλυση με την οποία ασχολήθηκε προσφάτως ο Πάνος Χριστοδούλου[3].

Το άλλο σκέλος του ίδιου στοιχείου, μοιάζει να αφορά το ίδιο το «τι λείπει» από αντίστοιχες επεξεργασίες, επεξεργασίες που ορθώς εντοπίζουν την κομβική σημασία της παραγωγής κοινωνικής ισχύος, είναι ότι η παραγωγή της κοινωνικής ισχύος δεν αρκεί. Για να το διατυπώσουμε και με όρους μηχανικής, χρειάζονται και πυκνωτές, τουλάχιστον, ή -ακόμα καλύτερα- πολλαπλασιαστές, ώστε η παραγόμενη ισχύς να συσσωρεύεται, να μεταφέρεται ως εμπειρία σε άλλους κοινωνικούς χώρους και επίπεδα, να μην χάνεται και να μην διαρρέει, να παράγει σπίθες που θα ανάβουν κοινωνικές φωτιές, να συνολικοποιείται. Οι συνελεύσεις γειτονιών, οι κάθε λογής πρωτοβουλίες, τα συνδικάτα, είναι τέτοια εργαλεία, αλλά δεν αρκούν. Η ανάγκη κάλυψης των παραπάνω λειτουργιών είναι που γέννησε τα κόμματα της Αριστεράς. Αναφέρθηκε ήδη πως τα κόμματα της Αριστεράς υπήρξαν πολύ πριν γίνουν νόμιμα, και άρα δεν υπήρξαν για να «εκπροσωπούν» ή για να έχουν κυρίαρχα κοινοβουλευτικό χαρακτήρα. Δημιουργήθηκαν για να συντονίζουν, να οργανώνουν και να συμπυκνώνουν τις επιμέρους μάχες στον αγώνα για την πολιτική εξουσία. Τέτοιους οργανισμούς χρειαζόμαστε και σήμερα λοιπόν, ίσως και περισσότερο, εφόσον χρειάζεται να διαμορφωθεί και ένα σχέδιο ρήξης με τη διεθνή χρηματοπιστωτική ασφυξία όπως αυτή υλοποιείται στην μέγγενη της Ευρωζώνης, ένα σχέδιο "κοινωνικής και οικονομικής αυτονομίας" που χρειάζεται και κεντρικό σχεδιασμό σε μια σειρά τομέων. Σχεδιασμό που μόνο ένας αντίστοιχος οργανισμός μπορεί να φέρει σε πέρας, εάν φυσικά έχει την πολιτική βούληση να διαθέσει πόρους και να τροποποιήσει τις οργανωτικές του δομές με τρόπο που να δύνανται να συναρθρώσουν γνώσεις και δυνατότητες των «από κάτω» σε αυτήν την προσπάθεια. Δεν έχει σημασία αν ένας τέτοιος οργανισμός θα ονομαστεί πάλι Κόμμα, Οργάνωση ή ... Ρουμπελστίλτσκιν[4]. Είναι αναγκαίος όμως για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τους οργανωμένους αντιπάλους μας, που «διαθέτουν» όχι μόνο τα Κράτη αλλά και υπερκρατικές δομές πλέον για να οργανώνουν την κυριαρχία του - άναρχα λειτουργούντος σε επίπεδο οικονομίας - συστήματός τους. Και για να δημιουργηθεί ξανά ένας τέτοιος οργανισμός, πέραν των ιδεών και της στράτευσης, ειδικά σε εποχές που ο ατομικός δρόμος φαντάζει ξανά θελκτικός - έστω και για όσους και όσες διασώζονται μερικώς στα ερείπια της κρίσης-, χρειάζονται και κρίσιμες μάζες. Κρίσιμες μάζες που έχουν πιθανώς μειωθεί ως αριθμός στο βαλτώδες έδαφος της ήττας, αποτελούν όμως ακόμα στοιχειώδη προϋπόθεση για να εκκινήσουν διαδικασίες με σοβαρά υλικά αποτυπώματα. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι πιθανότερο ένας τέτοιος οργανισμός να γεννηθεί από μετασχηματισμούς υπαρκτών μετώπων ή πολιτικών οργανισμών, ή δια των συναντήσεων που συμβαίνουν εντός αυτών, μετασχηματίζοντας τις ποσότητες σε νέες ποιότητες.