Επικαιρότητα

1 χρόνος ΛΑ.Ε.: δυνατότητες και αδυναμίες

23/08/2016

Σίμος Σιμωτάς και Στάθης Αβραμιώτης

Ένα χρόνο πριν, η κατάρρευση των προσδοκιών μας για την εφαρμογή ενός πολιτικού σχεδίου απεγκλωβισμού από τα μνημόνια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πλέον εμφανής. Η διαδικασία κατάρρευσης, ξεκίνησε με την ταπεινωτική συνθηκολόγηση της 13ης Ιουλίου 2015, η οποία σήμανε την διάψευση των προσδοκιών του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα των πιο πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων, που έβλεπαν μέσα από την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να μπει ένα φρένο στη λιτότητα, ενώ, σε ότι αφορά τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και της νεολαίας του, οριστικοποιήθηκε όταν εφαρμόστηκε το εσωκομματικό πραξικόπημα, όταν η τότε ηγετική ομάδα προκήρυξε εθνικές εκλογές, καταστρατηγώντας τις συλλογικές αποφάσεις του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικούσε τη μη εφαρμογή του εξοντωτικού μνημονίου από την τότε κυβέρνηση. Η καταπάτηση της απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής για την διεξαγωγή Έκτακτου Συνεδρίου, ώστε συλλογικά να βρεθούν οι αιτίες που οδηγήθηκε η κυβέρνηση στην υπογραφή του 3ου μνημονίου και να γίνει μια προσπάθεια απεγκλωβισμού από αυτό, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ακόμη και αν οι αμφιβολίες και οι ενστάσεις μας σε σχέση με την στρατηγική της διαπραγμάτευσης ήταν ισχυρές πολύ καιρό πριν: κυρίαρχα για το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του δεν φρόντισε να υπάρξει ένα μαζικό κίνημα τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, που θα διαμόρφωνε έναν συσχετισμό δύναμης “υπέρ των από κάτω” και θα ερχόταν αντικειμενικά σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων στην Ευρώπη.

 

Ο καυτός Αύγουστος, η προετοιμασία της εκλογικής μάχης, η συγκρότηση της ΛΑ.Ε

Επειδή ακριβώς η υπόθεση της συνέχειας της Αριστεράς δεν μπορούσε -και δεν μπορεί- να τελειώσει με την αποτυχία ενός πολιτικού σχεδίου και ιδιαίτερα όταν εκείνο δεχόταν φοβερές προστριβές από τις εσωτερικές σκοπιμότητες της ηγετικής ομάδας αλλά και από εξωτερικές παρεμβάσεις μεγάλων κύκλων συμφερόντων που αποσκοπούσαν στην ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρήσαμε αναγκαίο για υπαρξιακούς λόγους, αφενός, να απαντήσουμε ευθύς εξ αρχής ότι η αριστερά έχει χρέος απέναντι στους φτωχούς και τους κατατρεγμένους να δίνει λύσεις και μια πολιτική δύναμη που απαντάει ότι “δεν γίνεται” δεν έχει καμία σχέση με την αριστερά. Αφετέρου, έπρεπε -και πρέπει- εκείνη την περίοδο να “σπάσουμε” το διαφαινόμενο ρεύμα εξοικείωσης σε μια θλιβερή μνημονιακή κανονικότητα, έτσι όπως διαμορφωνόταν, και να δώσουμε την δυνατότητα στις ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συνεχίσουν να εκφράζονται, να μην ματαιοδοξούν και να συνεχίσουν να διεκδικούν μια “άλλη ζωή”. Επειδή πολύ συγκεκριμένα το να καταγραφεί -έστω από ένα μικρό κομμάτι της ριζοσπαστικής Αριστεράς- η άρνηση να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για την ανάσχεση των πολιτικών λιτότητας που μας επιβάλλονται και του δικαιώματος μας να αντιστεκόμαστε έχει μια σημασία, επιλέξαμε να παρέμβουμε στην εκλογική αναμέτρηση στις 20 Σεπτέμβρη μέσα από τις δυνάμεις της ΑΡΚ. Συμμετείχαμε, έτσι, από κοινού με άλλες πολιτικές κινήσεις στην συγκρότηση και την συνδιαμόρφωση του πολιτικού μέτωπου της ΛΑ.Ε. ώστε να πάρουμε μέρος ενεργά σε εκείνη την εκλογική μάχη. Το στοίχημα της δικής μας συμμετοχής ήταν να συγκροτηθεί το υπό διαμόρφωση μέτωπο όσο πιο δημοκρατικά και ανοιχτά στην κοινωνία γινόταν, αξιοποιώντας το μεγάλο αξιακό φορτίο που φέρει η Αριστερά μέσα από τους αγώνες της, ιδιαίτερα την συσσωρευμένη εμπειρία που αντλήσαμε από τη συμμετοχή μας στις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων,  αλλά και να αποτρέψουμε να καθιερωθούν τρόποι οργάνωσης και λειτουργίας που θα αφήνουν να αναδύονται εντός του μετώπου φαινόμενα γραφειοκρατίας, παραγοντισμού, μελών με πολλές διαφορετικές ταχύτητες κλπ.

 

Η ανάγκη αυτή καθορίστηκε από πολλούς παράγοντες, κάποιοι εκ των οποίων ήταν ότι:

  • Έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο να εκτιναχθεί η αποχή, πράγμα το οποίο δεν επετεύχθη, αν και δεν γνωρίζουμε σε τι βαθμό η συμβολή μας απέτρεψε στο να είναι μεγαλύτερη, ωστόσο τα ποιοτικά εκλογικά στοιχεία απέδειξαν ότι το ποσοστό της αποχής στις εκλογές του Σεπτέμβρη έφτασε το 44,1% δηλαδή ψήφισαν περίπου 650.000 ψηφοφόροι λιγότεροι από τις εκλογής του Γενάρη του 15' [1]. Αν φτάσουμε στο σημείο δε να συγκρίνουμε αυτές τις εκλογές με την διαδικασία τρομακτικής συμπύκνωσης του πολιτικού χρόνου που σημειώθηκε την περίοδο του δημοψηφίσματος, θα διαπιστώσουμε αφενός την ιστορική αντίφαση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, άρα την λογική απογοήτευση της κοινωνίας προς αυτόν, αφετέρου την ταξικότητα των εκλογικών αναμετρήσεων -το δημοψήφισμα ήταν το αποκορύφωμα της ταξικής ψήφου.
  • Σε καιρούς που η φτωχοποίηση του ελληνικού λαού είχε ήδη εγκαθιδρυθεί, ο κίνδυνος να στραφούν οι ψηφοφόροι/ες στους ναζί ήταν ορατός. Σε αυτή τη χρονική στιγμή η Χρυσή Αυγή είχε την δυνατότητα να επιστρέψει δυναμικά ως η μόνη αντιμνημονιακή δύναμη, μετά και την φθορά που είχε υποστεί κυρίως με την δολοφονία του Φύσσα.
  • Θεωρήσαμε αναγκαίο να παλέψουμε ώστε να υπάρχει αντιμνημονιακή αντιπολιτευτική αριστερή δύναμη στην επόμενη βουλή. Η ακτινοβολία της θα μπορούσε δυνητικά να αναδεικνύει διαρκώς και να μεταφέρει στα μάτια της “κοινής γνώμης” ότι υπάρχει εναλλακτική, προφανώς όχι μέσα από μεγαλοστομίες και λαϊκισμούς, όπως έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ κυρίως μέσω του Τσίπρα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ενθαρρύνοντας τον ίδιο τον κόσμο της εργασίας να πάρει μέρος σε μια διαδικασία ψηλάφησης ενός εναλλακτικού σχεδίου, ενώ ακριβώς επειδή ένα αριστερό κόμμα έχει σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης, η φωνή του στη βουλή θα έδινε τη δυνατότητα να μεταφέρεται η φωνή της αντίστασης του λαού, να μεταφέρεται η εικόνα των κινημάτων που αναπτύσσονται, να ξεσηκώνει και να κινητοποιεί τον κόσμο προς μια ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η αποτυχία μας να κατορθώσουμε κάτι τέτοιο αποτελεί και το λόγο που η λογική της ΤΙΝΑ πέρασε μέσα από τις εκλογές και γι' αυτό το λόγο χρειαζόταν να εστιάσουμε και να αναδείξουμε το διακύβευμα των εκλογών, που ήταν αν το δόγμα της ΤΙΝΑ θα καταφέρει να κυριαρχήσει ή όχι[2].

 

Εκείνη την περίοδο, πάρα τις μεγάλες προσπάθειες που έγιναν για να δημιουργηθεί ένα μεταβατικό όχημα, δεν κατέστη δυνατό να μπορέσει να υπάρξει ένας κεντρικός συντονισμός των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που να απολήγει σε μια κοινή εκλογική κάθοδο. Αυτό συνέβη για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος εκ των οποίων ήταν ότι η αποτίμηση της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλές αποχρώσεις. Κάποιες δυνάμεις χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να βγάλουν τα συμπεράσματα τους και να εμπεδώσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ “διέβη τον Ρουβίκωνα”, κάποιες άλλες προσπάθησαν να πείσουν ότι η διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο ήταν αναμενόμενη, αρά θα έπρεπε να τις ακολουθήσουμε στην γραμμή της επιβεβαίωσης τους. Αυτές οι αποχρώσεις δεν είναι βλαπτικές, εκκινούν από τις διαφορετικές πολιτικές αναφορές και σε καμία των περιπτώσεων δεν γίνεται να μην μπορούν να καταλήξουν σε κοινές προκείμενες. Άλλωστε, στόχος εκείνης της περιόδου ήταν να δημιουργήσουμε έναν πολιτικό χώρο συνάντησης και υποδοχής: από τη μια ο κόσμος ο οποίος απογοητεύεται μέρα με τη μέρα από την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να μπορεί να μας αναζητήσει, από την άλλη να συντονίζονται όλες οι ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές αριστερές δυνάμεις. Εκείνη την περίοδο, με βάση και τα παραπάνω γραφόμενα, ο μαζικότερος πόλος που είχε δημιουργηθεί και διεκδικούσε να μπει στη Βουλή, πράγμα πολύ σημαντικό για εμάς, ήταν η Λαϊκή Ενότητα. Επομένως, σωστά η Λαϊκή Ενότητα επιχείρησε να συγκροτηθεί ως μέτωπο, δηλαδή ως ο συμπυκνωτής μιας προσπάθειας που θα ανοίξει το ζήτημα της σύγκρουσης και της ρήξης με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας διαδικασίας οιονεί επαναστατικής που δεν διεκδικείς απλά την κυβερνητική εξουσία αλλά την πολιτική, που σημαίνει υπέρβαση της πολιτικής μας παρέμβασης και συνευθύνη ότι καμία δύναμη που μοιράζεται παρόμοιους προβληματισμούς δεν μπορεί να περισσεύει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρούμε ότι η ύπαρξη ενός οργανωτή του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση. Στο πρόσωπο αυτού του οργανωτή καθίσταται αναγκαίο να υπάρχει το πολιτικό υποκείμενο, που είναι πρωτίστως ο φορέας των κοινωνικών εκπροσωπήσεων που έχει κερδίσει, εκπροσωπήσεις που προκύπτουν για ιστορικούς λόγους μέσα από την ίδια την ταξική πάλη που αποτυπώνει διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις. Χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρχει πολιτικό υποκείμενο και χωρίς το υποκείμενο δεν μπορούν να μεταφερθούν τα κοινωνικά αιτήματα της ιστορικής συγκυρίας, ενώ ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, που αποδεικνύει το ότι η χρονικότητα συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου έχει μεγάλη αξία, είναι ότι, για να υπάρξει, θα πρέπει να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα το συγκροτήσουν. Αν, για παράδειγμα, οι νέοι/ες, που είναι το κοινωνικό υποκείμενο του μέλλοντος, μεταναστεύουν γιατί δεν αντέχουν άλλο να είναι άνεργοι/ες ή να εργάζονται επισφαλώς, τότε δε θα υπάρχει το ανθρώπινο δυναμικό για να χτίσει το πολιτικό υποκείμενο.

 

Τι άφησαν οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη

Η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβρη του ‘15 είχε στόχο να δημιουργήσει κάποια δίπολα, όπως το ποιος είναι καταλληλότερος για να γίνει πρωθυπουργός ή το πασοκικό ερώτημα “τι θέλετε; να έρθει η δεξιά;”. Και τα δύο δίπολα προσπαθούσαν να τροφοδοτήσουν τα “αντιδεξιά αντανακλαστικά” της  ελληνικής κοινωνίας πατώντας στη λογική του “μη χείρον, βέλτιστον”. Ταυτόχρονα το επιτελείο του Μαξίμου εκμεταλλεύτηκε το “σοκ” που είχε υποστεί η ελληνική κοινωνία απ’ τις πολλές εκλογικές μάχες και κυρίως το ότι δεν φάνηκε έτοιμη να αποδεχτεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να κάνει μια στροφή προς τον “ρεαλισμό” τόσο γρήγορα. Ο συμπυκνωμένος χρόνος δεν βοήθησε ούτε τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς να συγκροτηθούν στον βαθμό και με τον τρόπο που θα ήθελαν. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ φάνηκε να έχει έναν αποκλειστικό σκοπό: την νομιμοποίηση του μνημονίου μέσα από τις εκλογές, ώστε να μπορέσει να το υλοποιήσει στο όνομα της δημοκρατίας και μάλιστα με μεγαλύτερη ελευθερία, εξαιτίας του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απομάκρυνε κάποιες φωνές που αμφισβητούσαν ανοιχτά το κοινό νόμισμα και διαφωνούσαν με την πολιτική του μετάλλαξη, άρα και να αποσπάσει μια εύθραυστη κοινωνική συναίνεση που θα της χαρίσει, όμως, την παραμονή στην κυβερνητική εξουσία που αποζητούσε.

Είναι γεγονός από την άλλη ότι προεκλογικά η ΛΑ.Ε. δέχθηκε σφοδρότατη επίθεση από το σύνολο των καθεστωτικών δυνάμεων (συστημικά media, πολιτικές δυνάμεις, κλπ), ακριβώς γιατί μιλούσε για έξοδο από το ευρώ, ενώ το σύντομο χρονικό διάστημα της προεκλογικής περιόδου την οδήγησε στο να είναι απροετοίμαστη να εκπονήσει με αξιοπιστία και να υπερασπιστεί τις θέσεις της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εκλογές στις 20 Σεπτέμβρη δεν αποκρυστάλλωσαν κάποιες εγγενείς αδυναμίες που είχε ή δεν φανέρωσαν λάθη που θα μπορούσε να έχει αποφύγει.

Κάποια από αυτά ήταν:

  • H υπερεκτίμηση του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Θεωρήθηκε ότι μεγάλο κομμάτι του 62% είναι το εκλογικό σώμα που θα τη στήριζε και επέμεινε σε μια καμπάνια ότι «το ΟΧΙ θα φτάσει μέχρι τέλους». Κατά την άποψη μας, η συνθετότητα εκείνου του εκλογικού αποτελέσματος ενέχει ετερόκλητα στοιχεία που η ΛΑ.Ε. αγνόησε, όπως ήταν η επιλογή του ελληνικού λαού να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως, δεν εκτίμησε σωστά το τι σήμαινε το δημοψήφισμα για την ελληνική κοινωνία: αν σήμαινε μια στιγμή όπου κορυφώθηκε η ταξική σύγκρουση, αν το ποσοστό του ΟΧΙ είναι το ριζοσπαστικό δυναμικό της ελληνικής κοινωνίας που είναι πρόθυμο να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
  • Η προσπάθεια να δώσει εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα. Αντί να παραδεχτεί στην ελληνική κοινωνία τις δυσκολίες που θα συναντήσουμε αν εφαρμόσουμε κομμάτια του εναλλακτικού μας σχεδίου, άρα να καλεί και την ίδια σε μια από κοινού προετοιμασία, επέλεξε να απαντάει με ευκολίες του τύπου ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα μας λύσει όλα τα προβλήματα. Η γκρίζα, δε, και πολλές φορές αφηρημένη ρητορεία της γύρω από τη θέση της για το “αντιμνημόνιο” δεν μπορούσε να βρει ευήκοα ώτα, στο βαθμό ιδιαίτερα που αυτή η θέση είχε υιοθετηθεί πλήρως μέχρι πρότινος από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, όταν προσπαθούσε να πείσει για την έξοδο από την ευρωζώνη, δεν μπορούσε να μιλήσει για το ποιες είναι οι πιθανές συνθήκες οικονομικής ασφυξίας που μπορεί να συναντήσει ο ελληνικός λαός, τι σημαίνει μια στρατηγική για την νομισματική κυριαρχία, τον έλεγχο της οικονομίας και των βασικών χρηματοροών της και πώς η ίδια η κοινωνία μπορεί να προετοιμάζεται συνεχώς στην προοπτική της ρήξης με το Ευρώ και την ΕΕ, που αναγκαστικά θα σημάνει για όλους/ες μας διεργασίες παραγωγικού μετασχηματισμού.
  • Η βεβαιότητα της εισόδου της στη βουλή, υποτιμώντας τον αντίπαλό. Αντί, λοιπόν, να προσπαθεί να βρει και να συνομιλήσει με τις δυνάμεις που απελευθερώνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούσε πως με έναν μαγικό τρόπο όσοι/ες απογοητεύονται από εκείνον θα καταλήξουν σε αυτή. Το πιο σημαντικό πάνω σε αυτήν την αστοχία ήταν ότι η ΛΑ.Ε., υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της, έκανε πολιτική σε άλλο πεδίο. Αντί να απευθύνεται στον ελληνικό λαό και να του εξηγεί ότι πρέπει να υπάρχει μια πολιτική δύναμη στην επόμενη βουλή που θα αντιστέκεται και θα αντιδρά στην υλοποίηση του μνημονίου, αρκέστηκε στο να λέει ότι «εμείς δεν είμαστε ΣΥΡΙΖΑ», εμείς είμαστε συνεπείς και θα υλοποιήσουμε το πρόγραμμα μας μέχρι τέλους.
  • Η μη ελκυστικότητα του στίγματος της, το οποίο ήταν ένα αρκετά απωθητικό συγκεντρωτικό μοντέλο λειτουργίας που θύμιζε πολύ τον τρόπο συγκρότησης των κομμάτων του παρελθόντος, ενώ φάνηκε να προωθεί τα αρκετά προβεβλημένα μιντιακά στελέχη της που είχε κληρονομία από τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί να επενδύσει στην προβολή νέων (όχι ηλικιακά απαραίτητα) αγωνιστών/ριων. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά την συσσωρευμένη οργή της νεολαίας απέναντι στην πολιτική σκηνή, εκείνοι/ες που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε είναι απαραίτητο να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από την σύνθεση των εκπροσώπων τους. Αν δηλαδή, για παράδειγμα, η απελπισία της νεολαίας την οδήγησε στην αποχή, έπρεπε η ΛΑ.Ε. να έχει έναν πιο νεολαιίστικο προσανατολισμό με καινούρια πρόσωπα και άλλη γλώσσα για να την αποτρέψει.
  • Η υπεκφυγή να μιλήσει για την μεγάλη αναμέτρηση με το κράτος, που παρά το ότι συμπυκνώνει ταξικούς συσχετισμούς μέσα του, λειτουργεί ενίοτε και ως κόμμα του κεφαλαίου. Η Λαϊκή Ενότητα δε μίλησε για τους αναγκαίους δομικούς μετασχηματισμός στη λειτουργία του κράτους, βάζοντας ως πρώτη προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των όλο και αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.

 

Αστοχίες της πρώτης περιόδου συγκρότησης της ΛΑ.Ε.

Η συγκρότηση της ΛΑ.Ε μετά τις εκλογές θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήρθε με έναν μηχανικό τρόπο. Συγκροτήθηκαν κάποια άτυπα όργανα συντονισμού της πολιτικής της παρέμβασης, καθώς και επεξεργασίας του προγράμματος της. Η καταστατική της ωστόσο αδυναμία ήταν ότι, στο όνομα της μετωπικής συμπόρευσης των πολιτικών δυνάμεων που την συγκρότησαν, δεν κατάφερε να έχει όσο το δυνατόν μια πιο ενιαία στάση απέναντι σε πάρα πολύ καυτά ζητήματα σύγκρουσης με την σκληρή κυβερνητική πολιτική γραμμή.

Το μετέωρο αυτό βήμα της όσον αφορά τη δημόσια εικόνα της σημαδεύτηκε κυρίως από την αμφίσημη παρέμβασή της στην Περιφέρεια Αττικής, όπου 4 μέλη του μετώπου υπερψήφισαν το μνημονιακό προϋπολογισμό Δούρου. Η αντίδραση σε αυτή την εσφαλμένη επιλογή δεν άργησε να έρθει, τόσο μέσω της δημόσιας δήλωσης μελών της ΛΑ.Ε. που τον καταψήφισαν όσο και μέσω του άρθρου που δημοσίευσαν οι Κώστας Μαρματάκης, Νίκος Γαλάνης και Παναγιώτης Σωτήρης (προερχόμενοι από Α.Ρ.Κ., Παρέμβαση και Αρ.Αν. αντίστοιχα, οργανώσεις-κινήσεις που μαζί με ανένταχτους/ες αγωνιστές/ριες θα συναποτελέσουν στη Συνδιάσκεψη την πλατφόρμα της «Ριζοσπαστικής Επανίδρυσης») [3]. Η απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΛΑ.Ε. θα έρθει αργότερα να επιστεγάσει τη διευρυμένη ανησυχία και συζήτηση σε επίπεδο μελών πάνω στο ζήτημα, αποφασίζοντας το διαχωρισμό των μελών μας από την παράταξη Δούρου.

 

Η Πανελλαδική Σύσκεψη

Στη συγκροτητική πορεία, όμως, της Λαϊκής Ενότητας προηγείται η Πανελλαδική Σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 21-22 Νοέμβρη του προηγούμενου έτους, μια διαδικασία που, παρ’ ότι δεν μπήκε βαθιά στην ουσία της εσωτερικής συζήτησης, έδωσε ένα στίγμα για τις παθογένειες που θα αντιμετώπιζε το μέτωπο στη συνέχεια. Το προσωρινό Πολιτικό Συμβούλιο επιχείρησε να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα στη διαδικασία, τόσο λειαίνοντας τις γωνίες του εισηγητικού κειμένου στον προσυσκεψιακό διάλογο όσο και θέτοντας σε ψηφοφορία μόνο το κείμενο στο σύνολο του και τη επικύρωση της σύνθεσης του Πολιτικού Συμβουλίου, μια σύνθεση η οποία δε κοινοποιήθηκε ποτέ στα μέλη του μετώπου. Οι εκτενείς ομιλίες του τότε άτυπου «επικεφαλή» της ΛΑ.Ε., Παναγιώτη Λαφαζάνη, καθώς και πολλών αναγνωρίσιμων στελεχών του Αριστερού Ρεύματος, φρόντισαν να επισφραγίσουν την προβολή αυτού του κλίματος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι στρεβλώσεις και οι αντιπαραθέσεις εντός του μετώπου έπαψαν ή ατόνησαν.

 

Τα κοινωνικά μέτωπα της περιόδου

Βεβαίως το σημαντικότερο “τεστ” για του πού και πως βάδιζε η ΛΑ.Ε. φαινόταν από την συμμετοχή και παρέμβαση της στα κοινωνικά μέτωπα της περιόδου: στο πώς ανταποκρίθηκε στα νέα προσφυγικά ρεύματα που έφθασαν στη χώρα μας και προσπάθησε να δώσει έμπρακτες λύσεις, στο πώς πάλεψε απέναντι στη νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση, γιατί συγκροτήθηκε η πρωτοβουλία ανασυγκρότησης του ΜΕΤΑ, τι έκαναν οι δυνάμεις στις οποίες αναφέρεται στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές στο μεταίχμιο της πολιτικής ήττας που άφησε κληρονομιά ο ΣΥΡΙΖΑ κλπ.

 

  • Προσφυγικό ζήτημα

Η ΛΑ.Ε προσπάθησε να παρέμβει στη συγκυρία σε σχέση με το προσφυγικό, αλλά το έκανε τελείως σπασμωδικά και με έναν αρκετά “τηλεοπτικό” και όχι ουσιαστικό τρόπο. Αντί, δηλαδή, να οργανώνει και  να σπρώχνει τον κόσμο της να συμμετέχει ενεργά στο κίνημα αλληλεγγύης, αρκέστηκε στο να στέλνει απλά τα προβεβλημένα στελέχη της στον Πειραιά και αλλού, ώστε να φαίνεται ότι είναι κοντά στους πρόσφυγες. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε σημαντικό κομμάτι μελών που συμμετείχε καθημερινά στις παρεμβάσεις αλληλεγγύης που γινόντουσαν, ωστόσο έλειπε ένας συνολικός σχεδιασμός ικανός να συγκρουστεί με την ΕΕ και την Ελληνική κυβέρνηση που έφερε την κατάπτυστη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Όταν, ιδιαίτερα, δυνάμεις της ΛΑ.Ε πήραν την απόφαση να προχωρήσουν στην δημιουργία του “Χώρου Στέγασης Προσφύγων City Plaza”, η ΛΑ.Ε. φάνηκε ανέτοιμη να απαντήσει αν στηρίζει ή δεν στηρίζει την πρωτοβουλία, ακόμη και αν μεγάλο κομμάτι μελών της από την αρχή βοηθούσε σε αυτήν την προσπάθεια.

Η ΛΑ.Ε. δεν τόλμησε να πεί ότι από τη στιγμή που υπάρχουν τεράστιες στεγαστικές ανάγκες για τους πρόσφυγες που ζουν στην Ελλάδα, αυτός ο κόσμος χρειάζεται να ζει αξιοπρεπώς και με ασφάλεια μέσα στις πόλεις και όχι σε απομονωμένους χώρους κράτησης. Η θολούρα στη στάση της ανάμεσα στο αν πρέπει να στηρίξει την ιδιοκτήτρια ενός 7όροφου εγκαταλελειμμένου -εδώ και χρόνια- ξενοδοχείου ή την πρωτοβουλία στέγασης ανθρώπων που ζούσαν στον δρόμο την οδήγησε στο να μην καλέσει τον κόσμο της συνολικά να στηρίξει την προσπάθεια.

 

  • Η πρωτοβουλία νέων ενάντια στο ασφαλιστικό Block it

Η μετωπική πρωτοβουλία των νέων ενάντια στο ασφαλιστικό ήταν μια πολύ μεγάλη προσπάθεια που αντικειμενικά, ωστόσο, θα είχε και ημερομηνία λήξης με την κατάθεση του νομοσχεδίου. Οι δυνάμεις που συμμετείχαν ήταν από τη ΛΑ.Ε, κομμάτι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την Ανασύνθεση – ΟΝΡΑ. Οι λόγοι για τους οποίους συγκροτήθηκε ήταν γιατί έπρεπε οι νέοι και νέες να βγουν μπροστά στη μάχη ενάντια στο ασφαλιστικό που δεν αφορούσε μόνο τους συνταξιούχους αλλά και τη νέα γένια, γιατί άλλαζε/ει πλήρως το εργασιακό πλαίσιο. Ιδιαίτερα τη γενιά εκείνη που βιώνει με τον πιο βίαιο τρόπο την ανεργία, την επισφάλεια και τη μαύρη εργασία και είναι εκείνη που πρόκειται να βιώσει την αντιδραστική αυτή αλλαγή για το σύνολο του εργασιακού και του -όποιου- συντάξιμου βίου.  Επίσης, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, αν και αρκετά περιορισμένη σε ακτινοβολία, κατάφερε να υποδείξει έναν σημαντικό τρόπο συνάντησης και ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς γύρω από ένα μεγάλο κοινό επίδικο. Δεν αρκεστήκαμε απλά στο να έχουμε έναν κοινό συντονισμό αγώνα, άλλα βγάζαμε κοινά κείμενα, συζητούσαμε και αναπροβληματιζόμασταν από κοινού και σίγουρα αυτή η προσπάθεια άφησε κάτι στις μνήμες όσων συμμετείχαν, αλλά και έναν προπομπό για τη συνέχεια και το άνοιγμα του διαλόγου γύρω από την προοπτική της ρήξης.

 

  • Η πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση του ΜΕΤΑ

Μέχρι να φτάσει η ΛΑ.Ε. στη συνδιάσκεψη της, όπου θα αποκτούσε και επίσημες θέσεις, έκανε κάποιες θολές κινήσεις που μπέρδευαν τον κόσμο της εργασίας και, έτσι, πολλές φορές χανόταν η αξιοπιστία της στα μάτια του. Μια τέτοια συμπεριφορά επέδειξε στις εκλογές του ΕΚΑ, όπου για εμάς ήταν αυτονόητη ρήξη με τις δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, ενώ για άλλους/ες συντρόφους/σσες της ΛΑ.Ε. σήμαινε σεχταρισμό και απομόνωση. Το “Ρεσάλτο στη Γαλέρα” [4], συγκεκριμένα, ήταν μια πρωτοβουλία εργαζομένων που διατέθηκε να δώσει όλες τις δυνάμεις της στον πλήρη διαχωρισμό με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό, όχι γιατί είχε κάποιο ψυχολογικό μένος απέναντι του, αλλά γιατί θεωρούσε τουλάχιστον αντιφατικό ο τρόπος συνδικαλισμού μας να πηγαίνει παρέα με την υποστήριξη μιας κυβέρνησης που τσαλαπατάει τα συμφέροντα των εργαζομένων. Αντίθετα, το να αποτινάξουν κάθε ίχνος συνεργασίας με τις δυνάμεις του μνημονίου από πάνω τους, απελευθέρωνε τη δυνατότητα τους να ανοιχτούν με ειλικρίνεια σε άλλες συνδικαλιστικές δυνάμεις που παραμένουν ζωντανές και πιστεύουν ότι πρέπει να ξεκινήσει μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του απαξιωμένου συνδικαλιστικού κινήματος. Σε αυτήν την κατεύθυνση, πιστεύουμε κι εμείς, ότι πρέπει να βαδίσουν οι προσπάθειες που κάνει η ΛΑ.Ε.: στην δημοκρατική επανάκαμψη του συνδικαλισμού καθώς και της απο-κομματοποίησης του. Θα πρέπει να επιδιωχθεί το επόμενο διάστημα να σταματήσει να αναπαράγεται μια κατάσταση στην οποία στους συνδικαλιστικούς χώρους θα αναπαράγονται οι κομματικές γραμμές και οι επιμέρους σχεδιασμοί, αλλά θα πρέπει να δοθεί χώρος στα πραγματικά αιτήματα των ίδιων των εργαζόμενων που θα καθορίσουν οι ίδιοι/ες πιο είναι το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν.

 

  • Η μάχη των φοιτητικών εκλογών

Στις 18 Μαΐου πραγματοποιήθηκαν οι ετήσιες φοιτητικές εκλογές σε όλα τα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας, αποτυπώνοντας την αμηχανία της Αριστεράς να απαντήσει αποφασιστικά και πειστικά στη συντηρητική αναδίπλωση της κυβέρνησης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και να δείξει ένα σημάδι ανάκαμψης της συλλογικής καθημερινότητας στις σχολές. Η εκλογική συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ που πετύχαμε, παρά τις παθογένειες των ανασυνθετικών διαδικασιών, δεν κατάφερε να αποτελέσει γεγονός για τη μεγαλύτερη μερίδα του φοιτητικού σώματος, αλλά μονάχα να συγκρατήσει δυνάμεις από την πλήρη αποστράτευση και να ανοίξει τη δυνατότητα για περαιτέρω συμπόρευση. Για να καταστεί, όμως, δυνατή η αναβάθμιση αυτής της συνεργασίας, νομίζουμε πως είναι αναγκαίο να καμφθούν οι ηγεμονισμοί που ορθώνονται σε διάφορους κοινωνικούς χώρους, αλλά και ορισμένες φορές συνολικότερα, και να υιοθετηθεί η επιλογή της δημιουργίας νέας δικτύωσης φοιτητικών σχημάτων της Αριστεράς. Η πρόταση αυτή εδράζεται στην εκτίμηση πως οι παρούσες αριστερές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού έχουν φτάσει τα όρια της απεύθυνσης τους [5] στον έναν ή τον άλλο βαθμό και οι δυνάμεις τη ΛΑ.Ε. οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην υλοποίηση της, αν πράγματι στοχεύουν στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος και όχι στην «αριστερή συντήρηση».

 

Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΛΑ.Ε.

Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη διεξήχθη σε ένα πολιτικό τοπίο στο οποίο είχαν αναπτυχθεί  κοινωνικές αντιστάσεις μέσα σε ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Γιατί στο βαθμό που και αυτές δεν σχετίζονταν με την οικοδόμηση ενός συλλογικού υποκειμένου με μαζικά χαρακτηριστικά, δεν δύναται να αρθρωθεί φερέγγυα μια ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση. Το ερώτημα λοιπόν στο αν η ΛΑ.Ε κατάφερε να είναι αυτό το υποκείμενο, το οποίο θα είναι φορέας αυτής της πρότασης, πέρασε σε ένα πρώτο βαθμό και κρίθηκε από την συνδιάσκεψη της, από την οποία είμαστε ικανοί να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα.

  • Αν και αυτή σημειώθηκε αρκετά καθυστερημένα, έφερε και αποτύπωσε κάποιες δυνατότητες, αλλά άφησε να αποκρυσταλλωθούν και κάποιες αδυναμίες. Εκκινώντας από την ολιγωρία της οργανωτικής επιτροπής να προετοιμάσει έναν προσυνδιασκεψιακό διάλογο 2 μηνών, όπως διατράνωνε ότι θα κάνει, μέχρι τα ελλείμματα που παρουσιάστηκαν στα βασικά ντοκουμέντα, κυρίως στο σχέδιο κανονισμού λειτουργίας.
  • Δεν αγνοούμε τα προχωρήματα τα οποία αποτυπώθηκαν, όπως είναι η απόφαση για αποδέσμευση από την ΕΕ, το βάθεμα στο περιεχόμενο και την προετοιμασία της ρήξης ως μια δυναμική διαδικασία, η απόφαση για πλήρη ρήξη με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση, παρ' όλο που θεωρούμε ότι αυτές οι θέσεις αποκρυσταλλώθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση. Θεωρούμε, επίσης σημαντικές τις θέσεις που πάρθηκαν σε ότι αφορά τον τομέα των δικαιωμάτων, όπως είναι η θέση για την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών και ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους.
  • Πιστεύαμε από την αρχή ότι το πρόβλημα της ΛΑ.Ε. δεν είναι τόσο το προγραμματικό της βάθος -άλλωστε υπερασπιζόμαστε την άποψη ότι η διαδικασία της ρήξης δεν είναι σημεία τα οποία γράφονται στα χαρτιά, αλλά αιτήματα τα οποία τίθενται σε χρόνο ενεστώτα και κρίνονται μέσα από τις μάχες που δίνουμε- αλλά ο ρόλος της δημοκρατίας εντός του μετώπου και η φυσιογνωμία του, ιδιαίτερα όταν τα δείγματα γραφής από την μέχρι τότε λειτουργία της ΛΑ.Ε. ήταν αποθαρρυντικά. Δυστυχώς, οι διαδικασίες της Συνδιάσκεψης δε μας διέψευσαν.

Δεν προσπαθούμε να αναιρέσουμε το αντικειμενικό γεγονός, ότι δηλαδή στην πρώτη φάση της η ΛΑ.Ε. συγκροτήθηκε αρκετά εσπευσμένα, άρα αναμενόμενο ήταν να υπάρχουν ελλείμματα δημοκρατίας, όπως η μη ολοκληρωμένη και νομιμοποιημένη διαμόρφωση των συλλογικών οργάνων. Ωστόσο, αυτό το διάστημα πέρασε και η ΛΑ.Ε. διένυσε μια μεγάλη περίοδο ζωής, που αντί προοδευτικά να ολοκληρώνει δημοκρατικά το στίγμα της, ανέδειξε σοβαρά ζητήματα προσωποκεντρισμού και αρχηγισμού, ενώ, σε ότι αφορά τα ζητήματα της συλλογικής εκπροσώπησης, σε καμία των περιπτώσεων δεν αποτυπωνόταν ο πλουραλισμός και ο πλούτος των δυνάμεων που συμμετέχουν στο μέτωπο. Όταν μάλιστα εμείς οι ίδιοι κουβαλάμε την εμπειρία από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία μας απέδειξε ότι, ακριβώς επειδή υπήρχε ζήτημα λειτουργίας του κόμματος, δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε την υλοποίηση της μνημονιακής μετάλλαξης του. Αποτελεί για εμάς ζήτημα ζωτικής σημασίας να παλέψουμε ώστε να περάσουν προτάσεις για ανακλητότητα των οργάνων, περιορισμένες χρονικά θητείες σε επιτελικές κομματικές και δημόσιες θέσεις, αλλά και η πρόταση για Συλλογική Εκπροσώπηση και Ηγεσία [6]. Πέραν της αντίληψής μας ότι οι συλλογικότητες που δομούμε πρέπει να έχουν στοιχεία από την κοινωνία που ονειρευόμαστε για την πολιτικοποίηση μας μέσα από αντίστοιχες δομές, η αναγκαιότητα υιοθέτησής τους πηγάζει ακριβώς από τη συγκυρία: το έδαφος της ήττας. Μετά τη μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., η έκδηλη αίσθηση του «καινούργιου» και του «διαφορετικού» είναι προϋποθέσεις για μια αριστερή συλλογικότητα που θέλει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και τέτοιες πρωτότυπες δομές νομίζουμε πως αποτελούν ένα καλό σύμβολο.

 

Η επόμενη μέρα για τη ΛΑ.Ε.

Οι αναγκαιότητες που προκύπτουν για ‘μας μέσα από την αποτίμηση της Συνδιάσκεψης δεν είναι απλά συμβολές που “μπορεί να βοηθήσουν στην εδραίωση της ΛΑ.Ε. σαν αντίπαλο δέος στο μνημονιακό τόξο, μπορεί και όχι”. Θεωρούμε πως είναι βασικές προϋποθέσεις για να μην επαναλάβει η ΛΑ.Ε. τα λάθη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και να αποφύγει την πολύχρονη ανυποληψία της Αριστεράς από ‘δω και μπρος. Η επιμονή σε αρχηγικά και γραφειοκρατικά σχήματα ίσως σημάνει και την τελεσίδικη τοποθέτηση της ΛΑ.Ε. στο πολιτικό περιθώριο.

Από την άλλη, βασικό κομμάτι μιας αριστερής συλλογικότητας αποτελεί η αντίληψη της για τα κινήματα. Εκ πρώτης όψης, μια τέτοια διατύπωση ίσως φαντάζει αφηρημένη, αλλά δεν είναι καθόλου. Για παράδειγμα: όταν μια μεγάλη αλυσίδα super market απειλεί να αφήσει χιλιάδες εργαζόμενους στο δρόμο και «φέσια» σε μεγάλο αριθμό παραγωγικών επιχειρήσεων (ως εκ τούτου κι άλλοι εργαζόμενοι στη γκρίζα ζώνη ανεργίας/επισφάλειας), προτιμάς να οργανώσεις μια –ίσως καλά προετοιμασμένη- τηλεοπτική δήλωση του γραμματέα ή να «κινήσεις» το σωματείο εμποροϋπαλλήλων, στο οποίο τυχαίνει να διατηρείς σημαντικές δυνάμεις; Όταν κόβουν το ρεύμα σε μια σειρά συμπολιτών μας, προτιμάς να παρέμβεις ως ΛΑ.Ε. στα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ ή να συγκροτήσεις ανοιχτές πρωτοβουλίες πολιτών που να επιχειρούν επανασυνδέσεις παράλληλα με ακτιβίστικες μορφές διαμαρτυρίας; Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την τοποθέτηση σου μπροστά, πίσω ή μέσα στα κινήματα που ξεσπούν και ίσως απαιτούν κάτι παραπάνω από συνεδριακές αποφάσεις προς την εκάστοτε κατεύθυνση.

Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις σε σχέση με την εμπλοκή των δυνάμεων μας στο κομμάτι της κοινωνικής κίνησης, σηματοδοτούν και την αντίληψη μας για το τι σημαίνει ανασύνθεση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Σημαίνει ότι για να υπάρχει δυνατότητα ενοποίησης υπαρκτών σχηματισμών και για να υπάρχουν προϋποθέσεις να ανοίξει ένας διάλογος με όλες τις δυνάμεις της αριστεράς για το τι σημαίνει ρήξη με τον μηχανισμό του Ευρώ και της ΟΝΕ, σημαίνει ότι πρέπει να αναμετρηθούμε με το ερώτημα ποιες είναι οι δυνάμεις με τις οποίες έχουμε βρεθεί στο κοινωνικό και έχουμε δώσει από κοινού κάποιες μάχες.

Θεωρούμε ότι πρέπει λοιπόν, να αποτελεί στόχο μας να κρατήσουμε όσο ποιο ανοιχτό γίνεται το μέτωπο της ΛΑ.Ε. και  να επιμείνουμε σταθερά στο διπλό μας καθήκον: από την μία να συμβάλουμε στο εγχείρημα, ώστε να ξεπεράσει τις παθογένειες της και να εξελιχθεί σε ένα ανοιχτό δημοκρατικό μέτωπο αριστερών δυνάμεων, χωρίς όμως να έχουμε τις αυταπάτες ότι  είναι το μέτωπο  των σύγχρονων αναγκών μας και ο καθοριστικός πυροκροτητής των πολιτικών εξελίξεων, αλλά έχοντας την πεποίθηση ότι είναι κομμάτι του μετώπου που επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε και από την άλλη θεωρούμε, πιο επιτακτικά από ότι στο παρελθόν, ότι πρέπει να οικοδομήσουμε βαθύτερους και πιο σταθερούς δεσμούς -κινηματικούς και πολιτικούς- με δυνάμεις με τις οποίες έχουμε μεγαλύτερη ιδεολογική εγγύτητα, είτε συμμετέχουν είτε όχι στην ΛΑ.Ε. Χρειάζεται δηλαδή να συνεχίσουμε να καλούμε για συμπόρευση το σύνολο των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, (π.χ. ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δικτύωση, άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) και των αντίστοιχων κοινωνικών φορέων, ώστε να υλοποιηθεί η ιστορική αναγκαιότητα μιας ελάχιστης κοινής πολιτικής σύγκλισης που θα μας επιτρέπει, αν όχι να πορευόμαστε μαζί, τουλάχιστον να μην πορευόμαστε αντιπαραθετικά.

Έχει ειπωθεί και άλλες φορές με παρόμοιους τρόπους, αλλά νομίζουμε πως είναι αληθινό και αξίζει να συνεχίσει να γράφεται: η Λαϊκή Ενότητα ή θα λειτουργήσει δημοκρατικά και μέσα στην κοινωνία ή θα καταντήσει ένας χώρος αποστειρωμένος, κοινωνικά και πολιτικά