Απόψεις

Για τη σχέση της ΑΡΚ με τη ΛΑΕ και τις διεργασίες στην ελληνική Αριστερά

03/10/2016

Γιάννος Γιαννόπουλος

Το παρακάτω αποτελεί ένα εκ των δύο εισηγητικών κειμένων για τη Δ' Συνδιάσκεψη της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης που θα πραγματοποιηθεί στις 15-16/10/2016.

Αποτίμηση της πορείας της ΛΑΕ με κόμβο τη συνδιάσκεψη

Σε μια συνοπτική αναδρομή,  θα πρέπει να αποτιμήσουμε θετικά την ύπαρξη της ΛΑΕ ως ανασχετική - σε πρώτο χρόνο- στο ρεύμα μαζικής αποστράτευσης που θέρισε τον κόσμο της Αριστεράς μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και το πέρασμά του στο αντίπαλο στρατόπεδο. Εκτός αυτού, η συνύπαρξη στη ΛΑΕ επέτρεψε το διάλογο και τη συνεργασία μεταξύ ρευμάτων και αγωνιστών που συναντήθηκαν για πρώτη φορά, και δημιούργησε τη δυνατότητα συνεργασιών σε κοινωνικούς χώρους και εγχειρήματα με μεγαλύτερη ταχύτητα. Παράλληλα, η ανάγκη άμεσης απάντησης σε μια σειρά ερωτημάτων, κράτησε σε υψηλό επίπεδο εγρήγορσης σημαντικά δυναμικά, πράγμα που αποτυπώθηκε και σε δημόσιες συζητήσεις, στις οποίες ήταν σαφές ότι αρκετοί σύντροφοι που δεν έκαναν την επιλογή ένταξης σε κάποιο πολιτικό μέτωπο μετά την αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, κινούνταν με βραδύτερους ρυθμούς στην εξαγωγή συμπερασμάτων.

Μετά και την τελευταία της συνδιάσκεψη, η Λαϊκή Ενότητα συγκροτείται πλέον σε δομημένο πολιτικό φορέα, υπό την έννοια ότι έχει - σε έναν βαθμό- καθορίσει λειτουργίες, έχει νομιμοποιημένα όργανα, και έχει θέσει επί τάπητος έναν οδικό χάρτη για το μέλλον. Η ίδια η διαδικασία της συνδιάσκεψης, η οποία έχει αποτιμηθεί μερικώς και όχι συνολικά και από την ίδια την ΑΡΚ είναι κόμβος και για την από εδώ και πέρα πορεία της ΛΑΕ, όσο και για το πώς εμείς τοποθετούμαστε απέναντι σε αυτήν. Η συνδιάσκεψη είχε μια σειρά αντιφατικών στοιχείων. Το κείμενο της πολιτικής απόφασης αποτελεί πιθανώς το καλύτερο ως τώρα πολιτικό κείμενο της Λαϊκής Ενότητας, όσον αφορά τις στοχεύσεις, την πολιτική γραμμή, τη φυσιογνωμία, αλλά ακόμα και τη γλώσσα του, συνθέτοντας με προωθητικό - αν και όχι επαρκώς συμμετοχικό - τρόπο τις αιχμές της "αντιλιτότητας", δηλαδή της προτεραιότητας των ταξικών αγώνων στον εσωτερικό κοινωνικό σχηματισμό,  και του "αντιευρώ", δηλαδή της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης με τους μηχανισμούς της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής ένωσης, σε βασικούς άξονες για έναν σύγχρονο δρόμο για το σοσιαλισμό μέσα από μια αντίληψη μεταβατικού προγράμματος.

Από την άλλη μεριά, ο κανονισμός λειτουργίας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, τόσο εξαιτίας της αδυναμίας της επιτροπής κανονισμού να συνθέσει τις παραπλήσιες τροπολογίες οδηγώντας σε μια διαδικασία με αρχή, μέση και τέλος, όσο και εξαιτίας της πραξικοπηματικής επιλογής της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος να αποχωρήσει από τη διαδικασία, τη χρονική στιγμή που εγκρίθηκε μια βασική τροπολογία - κατατεθειμένη από μεμονωμένους συντρόφους κι όχι από κάποια συνιστώσα - με την οποία διαφωνούσε. Εξαιρετικά προβληματική υπήρξε και η -μεροληπτική- παρουσίαση των μειοψηφουσών τροπολογιών από τους εισηγητές των κεντρικών κειμένων, κάτι που δεν συνηθίζεται στην Αριστερά. Η επιλογή του ΑΡ να "σπάσει" τη διαδικασία ψήφισης του κανονισμού, δημιούργησε ένταση συνολικότερα στη βάση της ΛΑΕ και όχι μόνο στις επιμέρους συνιστώσες, με αποτέλεσμα να επανέρχεται μετ΄ επιτάσεως το αίτημα για διαρκή συνδιάσκεψη για την ολοκλήρωση του κανονισμού. Οι διαδικασίες της συνδιάσκεψης καθόρισα, ως και αναδιέταξαν και τις τοποθετήσεις των συνιστωσών έναντι του ΑΡ, με την ΑΡΑΝ και την ΑΡΑΣ να μην υπερψηφίζουν τον Π. Λαφαζάνη για γραμματέα του Πολιτικού Συμβουλίου, και το Κόκκινο Δίκτυο να προβαίνει πλέον σε ανοιχτή δημόσια κριτική για την παρουσία της ΛΑΕ, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη ΔΕΘ. 

Ταυτόχρονα, η ίδια η διαδικασία ήταν βαθιά εκπαιδευτική για τον κόσμο της Λαϊκής Ενότητας που προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι μπήκε σε μια διαδικασία ψηφοφοριών επί κειμένων και τροπολογιών, η οποία δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη ούτε στα συνέδρια του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε σε αυτά του Συνασπισμού, όπου συνήθως οι ψηφοφορίες για τα πολιτικά κείμενα περιορίζονταν σε 2-3 τροπολογίες που κατέθετε η εκάστοτε μειοψηφία, με τα μέλη ή τις συγκροτημένες πολιτικές αντιλήψεις σπανίως να επιχειρούν να ζωντανέψουν περισσότερο τις διαδικασίες. Όσον αφορά τον πολιτικό συσχετισμό εντός της ΛΑΕ ο οποίος διαμορφώθηκε από τη συνδιάσκεψη, είναι πιθανώς θετικότερος από τον αναμενόμενο, και θα μπορούσε να είναι και καλύτερος από μεριάς μας αν είχαμε δώσει μεγαλύτερη σημασία, αλλά την ίδια στιγμή διασφαλίζει την πρωτοκαθεδρία, και την ουσιαστική παντοδυναμία, του ΑΡ για τη συνέχεια.

Πέραν όμως της ίδιας της διαδικασίας της συνδιάσκεψης, η οποία θα μπορούσε σε ένα βαθμό να αφήσει ανοιχτά ενδεχόμενα, η συνέχεια διαψεύδει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες μετασχηματισμού της ΛΑΕ. Οι πολιτικές θέσεις δεν αποτυπώνονται κατά κανέναν τρόπο στη δημόσια εικόνα και τις πρακτικές της ΛΑΕ, που συνεχίζει να συμπεριφέρεται ως "εν αναμονή" κοινοβουλευτικό κόμμα. Ελάχιστες πρωτοβουλίες παρέμβασης λαμβάνονται για το κοινωνικό πεδίο, αν εξαιρέσουμε τις πρωτοβουλίες συντρόφων που συσπειρώνονται σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους και κινήματα. Την ίδια στιγμή, χρειάστηκαν μήνες συζητήσεων για να καταλήξουμε ότι ο κανονισμός λειτουργίας ισχύει ως το σημείο που έχει ψηφιστεί - και παρόλα αυτά να αμφισβητείται ανοιχτά στις συνεδριάσεις των οργάνων από κεντρικές τοποθετήσεις. Ψηφισμένα άρθρα του κανονισμού, όπως ο διαμοιρασμός των αρμοδιοτήτων μεταξύ συνιστωσών, δεν τηρούνται στην πράξη, όχι μόνο λόγω της προσπάθειας της ηγετικής ομάδας του ΑΡ να ελέγξει τις καταστάσεις, αλλά και λόγω της απροθυμίας συνιστωσών να αναλάβουν ρόλους σε ένα πολιτικό σχέδιο που δεν εμπνέει.

Η αδιανόητη κατάσταση στην περιφέρεια Αττικής συνεχίζεται, με άτομα που αναφέρονται στη ΛΑΕ να υπερψηφίζουν την ανάπλαση του φαληρικού όρμου στη βάση των σχεδίων του ιδρύματος Λάτση με χρηματοδότηση από τα αποθεματικά της περιφέρειας, και την κοπή εκατοντάδων δέντρων στο ρέμα της Πικροδάφνης, με τον γραμματέα του ΠΣ να αποφεύγει να απαντήσει δημόσια στην συνέντευξη τύπου της ΔΕΘ για το ζήτημα. Πέραν αυτών, στο μέτωπο του συνδικαλιστικού κινήματος, όπου τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, όχι μόνο δεν λαμβάνονται πρωτοβουλίες από τη ΛΑΕ προς την αποφασισμένη κατεύθυνση, αλλά και όταν αυτές λαμβάνονται από συντρόφους στους κοινωνικούς χώρους, είτε δεν στηρίζονται (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όσα έγιναν στο ΕΚΑ), είτε, αφού επέλθει η ρήξη, δεν τίθενται εκτός της ΛΑΕ όσοι δεν εφαρμόζουν την ελάχιστη συναποφασισμένη πολιτική του διαχωρισμού με τον ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό κίνημα (όπως συμβαίνει τελευταία στις τράπεζες). Αποκορύφωμα των συμπτωμάτων της μετασυνδιασκεψιακής κατάστασης αποτελεί το άνοιγμα προς το ΕΠΑΜ, το οποίο δεν είχε συζητηθεί ουσιαστικά ποτέ προσυνδιασκεψιακά, πλην της ελάχιστων αναφορών στο Πολιτικό Συμβούλιο του απολογισμού το φθινόπωρο του '15 και οι οποίες δεν επανήλθαν. Άνοιγμα, το οποίο δεν φαίνεται να έχει κλείσει οριστικά, ούτε καν σήμερα, μετά τις ακροδεξιάς κοπής δηλώσεις Καζάκη για το προσφυγικό ζήτημα στην Κρήτη. 

Προοπτικές στην παρούσα φάση

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, η Λαϊκή Ενότητα φαίνεται οριακά αδύνατο να μετασχηματιστεί. Δεν είναι τόσο ο πολιτικός συσχετισμός της συνδιάσκεψης που οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς η πιθανή απώλεια της αυτοδυναμίας του ΑΡ δεν θα φάνταζε απίθανη, την ώρα που το ρεύμα κριτικής προς την ηγεσία διογκώνεται. Είναι η αδυναμία η ΛΑΕ να εμπνεύσει την ένταξη νέου κόσμου που θα την άλλαζε, και το γεγονός πως οι περισσότεροι σύντροφοι που ασκούν κριτική αποστασιοποιούνται, και δεν οργανώνουν τη διαφωνία τους με συγκροτημένο τρόπο, διαδικασία η οποία είναι αναμενόμενη, αν αναλογιστούμε το βαλτώδες έδαφος της ήττας.

Η παρουσίαση αυτής της εικόνας δεν είναι όμως - δυστυχώς- επαρκής για να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για τις από εδώ και πέρα κινήσεις μας. Η εικόνα στο ευρύτερο τοπίο της Αριστεράς είναι τέτοια που δεν δημιουργεί αισιοδοξία για τη γέννηση νέων εγχειρημάτων στην παρούσα φάση, ή για προωθητικές συνθέσεις σε κάποια νέα κατεύθυνση. Από τη μια πλευρά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετατοπίζεται σε πιο σεχταριστικές θέσεις και πρακτικές, ακόμα και σε κοινωνικούς χώρους, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το διαχωρισμό από της δυνάμεις των αποχωρησάντων από τον ΣΥΡΙΖΑ στα ψηφοδέλτια για τους αιρετούς στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ είχε διαμορφώσει κοινά ψηφοδέλτια με τον όλο ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές, αλλά τις παλινωδίες και τον ηγεμονισμό στους φοιτητικούς συλλόγους. Από την άλλη πλευρά, τα εγχειρήματα των συντρόφων που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά επέλεξαν να μην ενταχθούν στη ΛΑΕ δεν φαίνεται να καταφέρνουν να λειτουργήσουν, επαναφέροντας στην πράξη το μεγάλο ερωτηματικό για τις κρίσιμες μάζες στην πολιτική, αφού το να λες απλώς τα σωστά πράγματα δεν επαρκεί αν δεν έχεις ικανό αριθμό αγωνιστών να παλεύουν σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, ώστε να πείθουν στοιχειωδώς ευρύτερα ακροατήρια για τη δυνατότητα να επιφέρουν αλλαγές. Βέβαια αυτό δεν αποτελεί τη μοναδική εξήγηση, καθώς η Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς είχε και ζητήματα πολιτικής κατεύθυνσης, αν και διακηρυκτικά έκανε σημαντικά βήματα με την έκδοση του φυλλαδίου των επεξεργασιών της, ζητήματα που δεν είχε φάνηκε να έχει η ΟΝΡΑ Ανασύνθεση, η οποία όμως ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τους περιορισμούς μιας μόνο νεολαιίστικης οργάνωσης μικρού αριθμού μελών - περιορισμούς που έχουν αντιμετωπίσει πολύ μαζικότερες αριστερές νεολαίες στο παρελθόν-, αλλά και το γεγονός πως ήταν έτοιμη να ανασυνθέσει, πλην όμως σε ένα τοπίο χωρίς πρόθυμους συνομιλητές.

Την ίδια στιγμή δεν διαφαίνεται, προς το παρόν,  ούτε κάποιο ρεύμα στη νέα γενιά - και απουσία έντονων διεργασιών στο κοινωνικό επίπεδο - το οποίο θα επέτρεπε ένα βολονταριστικό άλμα στο κενό για τη δημιουργία νέου υποκειμένου από το μηδέν, διαδικασία που θα προϋπέθετε την είσοδο της νεότερης γενιάς αγωνιστών στο προσκήνιο, μαζικές ρήξεις με συλλογικές ταυτότητες και ιστορικές ηγεσίες στην αριστερά, και κυρίως υψηλότερου βαθμού στράτευση σε ένα συλλογικό σκοπό. Η ιστορία δείχνει ότι οι ιστορικές ηγεσίες σπανίως κάνουν στην άκρη εάν δεν ηττηθούν στον ενδοαριστερό συσχετισμό, και οι οργανωμένοι αριστεροί σπανίως αφήνουν την πολιτική τους στέγη πριν χτίσουν μια καινούρια, ειδικά δε σε περιόδους κρίσης, όπου συχνά οι ταυτότητες ένταξης παραμένουν και μια άγκυρα μέσα στις διαρκείς πολιτικές ανακατατάξεις. Πέραν των υποκειμενικών συνθηκών υπάρχει και ο αντικειμενικός παράγοντας ότι η νέα γενιά μαστίζεται από την ανεργία, δεν έχει προοπτικές αλλά ούτε καν τη σιγουριά να σχεδιάσει  βραχυμεσοπρόθεσμα τη ζωή της, με τη μετανάστευση να αποτελεί την ύστατη λύση ανάγκης για ολοένα και περισσότερους, αποδεκατίζοντας σταδιακά και τις τάξεις της Αριστεράς στην Ελλάδα.

Κρατώντας ως κόρη οφθαλμού το συγκροτητικό στοιχείο της ΑΡΚ για την επιμονή στην προσπάθεια ενότητας της Αριστεράς και την μετωπική πολιτική και στο κεντρικοπολιτικό επίπεδο, μακριά από λογικές ιδεολογικής καθαρότητας ή σκεπτικά αυτόκεντρης οικοδόμησης μέσα στην κρίση, αλλά και με δεδομένη την παραδοχή της "μηχανικής" ανάγνωσης που προϋποθέτει τη συσπείρωση μιας κρίσιμης μάζας αγωνιστών γύρω από ένα στοιχειωδώς συγκροτημένο σχέδιο,  καλούμαστε να σχεδιάσουμε την από δω και πέρα πορεία μας. Οι προηγούμενες προκείμενες μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι -παρά το γεγονός ότι η ΛΑΕ δεν φαίνεται να μετασχηματίζεται- θα πρέπει μάλλον να βρεθεί ο κόμβος εκείνος στον οποίο θα διαμορφωθούν οι όροι για μια πιθανή διάσπαση ή μαζική φυγή που θα επιτρέψει - πιθανώς και χωρίς βεβαιότητα- τη διαμόρφωση ενός άλλου πολιτικού υποκειμένου μεταβατικής αντίληψης στην Αριστερά. Μια πιθανή τωρινή αποχώρησή μας από τη ΛΑΕ, χωρίς την ύπαρξη "κόμβου" δυσαρέσκειας, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα συμπαρασύρει άλλες δυνάμεις, αν και είναι αρκετά πιθανό να καταλύσει εξελίξεις. Ακόμα και έτσι, δεν θα πρέπει να θεωρούμε καθόλου δεδομένο, για να το πούμε μεταφορικά, πως "οι κλωστές που ξηλώνονται από το πουλόβερ της ΛΑΕ θα δημιουργήσουν ένα καινούριο ρούχο".  Εξάλλου, οι εσωτερικές κριτικές προς τη ΛΑΕ κινούνται σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις όσον αφορά το ιδεολογικό της στίγμα, και έτσι δεν θα ήταν εύκολο να εκτιμήσουμε πως το σύνολο των διαφωνούντων θα μπορούσε να συνθέσει ένα κοινό πολιτικό σχέδιο. Βέβαια, ένας δημοκρατικά συγκροτημένος φορέας που θα εφάρμοζε, έστω, τις αποφάσεις του, θα μπορούσε να μετατρέπει σε πλούτο- και όχι σε πρόβλημα- τις διαφορετικές απόψεις,

Σε κάθε περίπτωση, η "ιταλοποίηση" φαίνεται να βαθαίνει, φαινόμενο για το οποίο είχαμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά δεν εισακουστήκαμε, αφού επικράτησε η λογική μιας αριστερής εκδοχής της ΤΙΝΑ, που θεωρούσε πως ο κόσμος της Αριστεράς θα παραμείνει στη ΛΑΕ ελλείψει εναλλακτικής, και δεν μπορούσε να διαγνώσει πως ο κόσμος της Αριστεράς - και ορθώς πιθανώς-  θα είναι έτοιμος να ανεχθεί πολύ λιγότερες προβληματικές καταστάσεις από ό,τι στο παρελθόν, μετά το στραπάτσο του ΣΥΡΙΖΑ. Προς συμπλήρωση των ανωτέρω, μια πιθανή αποχώρηση από τη ΛΑΕ, σε οποιονδήποτε χρόνο, θα πρέπει να ερμηνευτεί και ως κίνηση απέναντι στη ΛΑΕ, και όχι απλώς παράλληλων πορειών, όσον αφορά το κεντρικοπολιτικό επίπεδο, όχι όμως και τους κοινωνικούς χώρους. Μια πιθανή εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ σε μέλλοντα χρόνο, θα μπορούσε να γίνει μόνο εφόσον θα είχαμε πρώτα δομήσει έναν αντίστοιχα μαζικό φορέα, διαφορετικά η στήριξή της θα δικαίωνε τη λογική της αριστερής ΤΙΝΑ της ηγεσίας του ΑΡ, ενώ θα μας είχε αποκόψει από τη δυνατότητα να συνομιλούμε με άλλους αγωνιστές στη βάση και τις διαδικασίες της ΛΑΕ και να επηρεάζουμε την πολιτική της κατεύθυνση. 

Την ίδια ώρα, όπως προαναφέρθηκε, η ΛΑΕ παραμένει ένας χώρος συνάντησης πολιτικών ρευμάτων και αγωνιστών διαφόρων κοινωνικών χώρων που λειτουργεί και ως πλαίσιο μιας στοιχειώδους έγκλησης με αποτέλεσμα να καταλύει διεργασίες και στο κοινωνικό επίπεδο, στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς συλλόγους, στις αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες, τις καταλήψεις στέγης προσφύγων κοκ, αν και είναι σαφές ότι ο κύκλος των διασπάσεων και της συγκρότησης των νέων μετωπικών κοινωνικοπολιτικών συλλογικοτήτων στους πιο συγκροτημένους κοινωνικούς χώρους, θα αρχίσει να κλείνει σε ορίζοντα ενός με δύο ετών, ή και νωρίτερα. Εκτός αυτού, έχει επιτρέψει τη συζήτηση μεταξύ ρευμάτων που κυρίως λόγω της ένταξης σε διαφορετικά πολιτικά μέτωπα τα προηγούμενα χρόνια, δεν συζητούσαν, παρότι μοιράζονταν σημαντικά κοινά στοιχεία, στοιχείο που θα πρέπει να αξιολογήσουμε και για τη συνέχεια, και που ίσως δώσει και κάποιες δυνατότητες διεξόδων.

Κρατώντας αυτό το στοιχείο, παραμένουμε εξαιρετικά κριτικά, αλλά εντός της ΛΑΕ, λειτουργούμε και εκτός του πλαισίου της, ερχόμαστε σε ρήξη με τις αρνητικές πρακτικές στο πλαίσιό της, δημοσιοποιώντας τη διαφωνία μας, και ειδικά όσες δυσφημούν την Αριστερά στο σύνολό της - όπως όσα παρέλκουν στην περιφέρεια Αττικής- γιατί επηρεάζουν όλες τις εκφάνσεις της Αριστεράς, είτε έχουν είτε δεν έχουν σχέση με τη ΛΑΕ, κολλώντας τη ρετσινιά του "όλοι ίδιοι είναι". Ανιχνεύουμε τον κόμβο της ρήξης, που είναι πιθανό να είναι η σύμπραξη με το ΕΠΑΜ στη βάση μιας εκλογικίστικης λογικής, ή η μη τήρηση των αποφάσεων της συνδιάσκεψης για το διαχωρισμό με το ΣΥΡΙΖΑ και διαμορφώνουμε τις συμμαχίες εντός και εκτός της ΛΑΕ σε αυτήν την κατεύθυνση, και πιέζουμε προς την κατεύθυνση της ευρύτερης ενότητας της Αριστεράς. Εάν αυτός ο κόμβος δεν υπάρξει, σημαίνει ότι ή έχουμε εκτιμήσει λάθος την πορεία της ΛΑΕ, ή ότι αυτή θα μεταστραφεί, ή ότι η πολιτική συγκυρία θα αλλάξει τόσο που δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα επιδράσει στα υπαρκτά σήμερα αριστερά πολιτικά μέτωπα. Στη βάση των παραπάνω εκτιμήσεων, όμως, είναι δυστυχώς παραπάνω από αναμενόμενος.

Για τις ευρύτερες διεργασίες και τη μετωπική πολιτική

Στην παρούσα φάση υπάρχει κοινή παραδοχή ότι δεν μπορεί σήμερα να σταθεί οργάνωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς χωρίς μετωπικές διεργασίες και ανασυνθέσεις, σημαντικό προχώρημα αν θυμηθεί κανείς την αντίληψη πολλών οργανώσεων της άκρας αριστεράς ένα προηγούμενο διάστημα που ενδεχομένως απέβλεπε και στη μαζικοποίησή τους με τον ερχομό της "επαναστατικής περιόδου", πρόβλεψη που διαψεύστηκε στην κρίση. Το συμπέρασμα αυτό, σε συνδυασμό με τις φυγόκεντρες δυνάμεις  που περισσεύουν στη ΛΑΕ, την μετατόπιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε πιο σεχταριστικές λογικές και την ύπαρξη οργανώσεων ή κινήσεων που δεν συμμετέχουν σε κάποιο πολιτικό μέτωπο, έχουν δημιουργήσει μια σειρά πρωτοβουλιών σε μετωπική κατεύθυνση, διαλόγου, ή ανασυνθέσεων. Η πρωτοβουλία της ΕΠΠΔ για να πιέσει και στην κατεύθυνση ευρύτερης συνεργασίας της Αριστεράς (μάλλον στοχεύοντας στο να μετατοπίσει τη ΛΑΕ και να πιέσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ), η συζήτηση του Ξεκινήματος για τον "επαναστατικό πόλο", και η διάθεση της Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά για τη δημιουργία ενός φόρουμ οργανώσεων, εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι καθένας να προτείνει το μέτωπο ή την ανασύνθεση με τις δυνάμεις που ο ίδιος θέλει και με το πλαίσιο που επιθυμεί, με αποτέλεσμα να μην οδηγούμαστε πουθενά, οπότε θα πρέπει να παρακολουθούμε με προωθητική διάθεση αυτές τις διεργασίες, επισημαίνοντας διαρκώς τον κίνδυνο του να μην ευοδωθούν, και άρα να κάνουμε και θαρρετά βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση, σε συνδυασμό με την εντός ΛΑΕ διαδικασία που περιγράφηκε πριν.

Όσον αφορά την Πλεύση Ελευθερίας, σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει σε ένα βαθμό και στη ΛΑΕ, ουσιαστικά δεν αναφέρεται στην Αριστερά. Η έλλειψη αντίληψης της σημασίας του οικονομικού επιπέδου και των παραγωγικών σχέσεων και κοινωνικών εξουσιών, ο λεγκαλισμός που παραπέμπει την επίλυση των περισσοτέρων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας στην κρίση σε εθνικές ή διεθνείς νομικές οδούς , ένας ιδιότυπος λαϊκισμός που χρησιμοποιεί μόνο την προδοσία ως αναλυτικό εργαλείο για το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ, και άρα αναζητά απαντήσεις στην ηθική ακεραιότητα και όχι σε βαθύτερες προγραμματικές επεξεργασίες, ο αρχηγισμός και η συγκρότηση μόνο γύρω από την περσόνα της Ζωής Κωνσταντοπούλου άνευ οργανωτικού ιστού, είναι μερικά μόνο από τα προβληματικά στοιχεία της κίνησης. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε συζήτηση με τέτοιους πολιτικούς σχηματισμούς μπορεί να γίνει μόνο από θέση ηγεμονίας για τους αριστερούς σχηματισμούς, που θα βάζει πλαίσιο στο διάλογο για να αξιοποιήσει κάποιες πλευρές στις οποίες μπορούν να συμβάλλουν τέτοιες προσωπικότητες, και όχι επί ίσοις όροις ή σε εκλογική βάση. Υπό αυτήν την έννοια, ακόμα και η ΛΑΕ θα πρέπει να είναι προσεκτική στα προαπαιτούμενα μιας προσέγγισης στο πολιτικό επίπεδο, ενώ μικροί σχηματισμοί δεν έχουν καμιά τύχη, εξάλλου η πρακτική έχει ήδη δείξει ότι η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας τείνει να  συνομιλεί με άτομα και όχι με συλλογικότητες, προφανώς στη βάση της ίδιας αντίληψης που έχει για την πολιτική.

Γιάννος Γιαννόπουλος