Απόψεις

Ο Δεκέμβρης στην Πάτρα

06/12/2016

Πάνος Χριστοδούλου
Αναδημοσίευση από το Red NoteBook
 
Στόχος του άρθρου δεν είναι να αναδείξει κάποιο βαθυστόχαστο νόημα της εξέγερσης του Δεκέμβρη, αλλά να προβάλει κάτι που έχει λείψει από την αναδρομή στα γεγονότα του 2008, τι έγινε δηλαδή πέρα από την Αθήνα.
 
Η ιστορία μας ξεκινά πάντως κι εδώ με τον ίδιο τρόπο.  Βράδυ, κόσμος αρχίζει να μαζεύεται στον χώρο του Παραρτήματος (ιστορικός χώρος όπου έγινε η εξέγερση του Νοέμβρη ‘73 στην Πάτρα, εγκαταλελειμμένος πλέον). Ακολουθεί μια αυθόρμητη πορεία που καταλήγει στην κεντρική αστυνομική διεύθηνση της Πάτρας. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν και εδώ πορείες ανάλογες με αυτές που προγραμματίζονται με έναν πιο οργανωμένο τρόπο και κεντρικά (ΟΛΜΕ, φοιτητικοί σύλλογοι, απεργία ΓΣΕΕ). Σίγουρα και εδώ παρατηρείται το φαινόμενο των δύο πορειών σε μια μέρα. Αυτό που δεν παρατηρείται είναι ο πανικός, το μέγεθος της βίας και οι εικόνες που έχουμε δει στην Αθήνα. Η βία στρέφεται αποκλειστικά προς τραπεζικά καταστήματα και αστυνομία, δεν υπάρχει το λούμπεν πλιάτσικο και η... φάτνη στο κέντρο της Πάτρας μένει άθικτη, σε αντίθεση με το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα.
 
Η μαζικότητα των πορειών πάντως είναι αξιοπρόσεκτη, αν και εδώ δεν μπορεί να ξεφύγει από το μοτίβο του μαθητή/φοιτητή/άνεργου. Ένα από τα προβλήματα που συντελούν σε αυτό, είναι η επιλογή και η λειτουργία ενός ιδιότυπου κέντρου αγώνα, της κατάληψης Παραρτήματος.  Σε αντίθεση με τις καταλήψεις των σχολών στην Αθήνα (ΑΣΟΕΕ, Νομική και Πολυτεχνείο), η κατάληψη αυτή δεν έχει αναφορά σε κάποιον ή κάποιους κοινωνικούς χώρους, αλλά απευθύνεται σε όσους έχουν αποφασίσει ήδη να εξεγερθούν. Αυτό από μόνο του δε θα’ ταν κακό, αν συνοδευόταν και από εξωστρέφεια, που όμως ποτέ δεν υπήρξε. Έτσι, ο συγκεκριμένος χώρος θα καλλιεργήσει μια λογική «ξεκούραστης» συμμετοχής, αφού στην περίπτωσή του δε χρειάζεται να πείσει κανείς τον συμμαθητή, τον συνάδελφο και το συμφοιτητή του, αλλά αρκεί να προχωρά σε δράσεις με αυτούς που συμφωνεί. Αυτό είναι μια από τις ανεπάρκειες του Δεκέμβρη και στην Πάτρα: η παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους ήταν είτε αργοπορημένη (στις σχολές) είτε σχεδόν ανύπαρκτη (στους μαθητές και τους εργαζόμενους). 
 
Τα παραπάνω δείχνουν και μια αδυναμία της ριζοσπαστικής αριστεράς να οργανώσει νέες μορφές παρέμβασης και συντονισμού. Η προσκόλλησή της στον χώρο του Παραρτήματος, μολονότι δεν αφορά όλες τις οργανώσεις, μαρτυρά αδυναμία να κατανοηθεί ότι η ίδια προηγούμενη μορφή και λειτουργία του χώρου τον καθιστούσε πρόσφορο έδαφος για άλλες λογικές (αναφέρθηκαν παραπάνω), οι οποίες μάλιστα δεν είχαν καμία διάθεση να τεθούν σε κάποια διαδικασία σύνθεσης. Έτσι η κατάληψη του Εργατικού Κέντρου, προς τις τελευταίες μέρες της εξέγερσης, ήταν  προφανώς αργοπορημένη, αποσπασματική και ολιγόωρη, και δεν έδωσε κανένα συμβολισμό για επέκταση της αντίστασης ή την απαρχή ενός πιο οργανωομένου και μαζικά προσανατολισμένου συντονισμού.
 
Αντίθετα, ένα θετικό δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι η επιλογή του συνόλου σχεδόν των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς όσον αφορά την πορεία τη μέρα της κηδείας του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Ενώ ένα κομμάτι αγωνιστών (κυρίως προερχόμενο από τον αντιεξουσιαστικό και αναρχικό χώρο και συσπειρωμένο γύρω από την κατάληψη Παραρτήματος) επιλέγουν (ή επιβάλλουν;) μια πορεία στο κέντρο, με μόνη έμφαση τη συμβολική και την «οργανωτική» αντιπαράθεση με την αστυνομία, η ριζοσπαστική αριστερά διαχωρίζεται και πορεύεται προς την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας: αφ’ ενός για να απεγκλωβιστεί η συζήτηση από τις σπασμένες βιτρίνες και το «στεγνό» αντικατασταλτικό λόγο, αφ’ετ’ερου για να τεθούν ως αιχμή συγκεκριμένα. 
 
Η πορεία στο κέντρο θα καταλήξει σε κλεφτοπόλεμο με τις δυνάμεις καταστολής και τα ελεγχόμενα τοπικά ΜΜΕ θα καλλιεργήσουν ένα κλίμα αναίτιου φόβου στους καταστηματάρχες για την περιουσία τους (επαναλαμβάνουμε ότι σε αυτό το σημείο ότι δεν έσπασε ούτε ένα κατάστημα ) με βάση εικόνες από την Αθήνα. Με αυτό το υλικό θα επιχειρηθεί η δημιουργία ενός κλίματος σύραξης και αντανακλαστικών κοινωνικού αυτοματισμού στο εμπορικό κέντρο.
 
Δεν φτάνει όμως αυτό. Λίγη ώρα μετά την λήξη και των δύο πορειών, αρκετοί «περίεργοι» συγκεντρώνονται στην πλατεία Γεωργίου. Τα ΜΜΕ της Πάτρας τους βαφτίζουν αγανακτισμένους πολίτες, το ίδιο και η ΔΑΠ και η ΟΝΝΕΔ. Όσοι όμως είναι στο κέντρο, διακρίνουν τα ξυρισμένα κεφάλια, τα τατουάζ με σβάστικες και τα συνθήματα που φανερώνουν την ταυτότητα της παρακρατικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής. Οι ακροδεξιοί, σε συνεργασία με τα ΜΑΤ, την ασφάλεια και στελέχη της ΟΝΝΕΔ κυνηγούν με πέτρες, λοστούς και μαχαίρια τον κόσμο που έχει μείνει στο Παράρτημα μετά την πορεία αλλά δεν σταματούν εκεί. Οργανώνουν περιπολίες μέσα την πόλη, κυνηγώντας και τραμπουκίζοντας, βγάζουν κόσμο έξω από καφετέρειες, τρομοκρατούν για ένα ολόκληρο βράδυ. Η αστυνομία μένει απαθής, όπου δεν συμβάλλει, ενώ τα τοπικά ΜΜΕ δεν επιτρέπουν σε κανέναν (ούτε σε βουλευτές…) να βγει στον αέρα. 
 
Όλος λοιπόν ο καλογυαλισμένος μηχανισμός της μη βίας, που κλαίει με κροκοδείλια δάκρυα για τον άδικο χαμό  του Αλέξη και τις σπασμένες βιτρίνες, βγάζει τη μάσκα και προχωρά σε μια ωμή βία, σε μια νύχτα που παραπέμπει σε Χούντα, με τους δημοσιογράφους να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και τους ΟΝNΕΔίτες να ξεχνούν πόσο κακό πράγμα είναι η βιαιοπραγία. Μέσα σε όλα αυτά αναδεικνύεται ο ρόλος του ακροδεξιού συρφετού ως εφεδρία και εντολοδόχος της εκάστοτε κυβέρνησης, όταν η τελευταία δεν έχει άλλο τρόπο για να τρομοκρατήσει το λαό.
 
Η τρομοκρατία όμως δεν περνά. Οι επόμενες πορείες θα είναι εξίσου μαζικές και η απάντηση δίνεται από την κοινωνία όπου και όπως πρέπει να δοθεί.
 
Το συμπέρασμα και η κατάληξη και εδώ είναι η ίδια. Τι έλειπε, τι κάναμε και τι δεν κάναμε χωρούν μεγάλη κουβέντα. Ένα από τα κύρια στοιχεία που έμεινε, πάντως, στην Πάτρα ήταν αυτό ενός σοβαρού κέντρου αγώνα και αντιπληροφόρησης που εκμεταλλεύεται την τεχνολογία και τους νέους τρόπους οργάνωσης, αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζεται από την τοπική κοινωνία ως σοβαρή πηγή - κάτι που δεν ήταν το παράρτημα (σε αυτό βέβαια συνετέλεσε και το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο βρίσκεται εκτός πόλης). 
 
Η εικόνα πάλι της πόλης υπό την... κατοχή των φασιστοειδών έμεινε για πάντα στη μνήμη όλων. Στη μνήμη όλων, όμως, έμεινε και η μαζική πορεία, μόλις το επόμενο πρωί, που οι «αγανακτισμένοι» δεν κατάφεραν να εμποδίσουν...