Απόψεις

Επί της Συγκυρίας (Απόφαση της 1ης Πανελλαδικής Συνάντησης της ΑΡΚ)

24/10/2015

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

1. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ [Για λόγους μεγαλύτερης επικέντρωσης και σαφήνειας, ενώ προφανώς όλα τα παρακάτω τμήματα είναι διαλεκτικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, επιχειρείται η κατάτμησή τους σε υποκεφάλαια. Επισημαίνουμε επίσης ότι περιοριζόμαστε σε μία ανάλυση στο χώρο της Αριστεράς και δεν επιχειρούμε, για λόγους οικονομίας του κειμένου, μία αποτίμηση της κατάστασης στη ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι]

1.1 Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ [Γενάρης 2015 έως Σεπτέμβρης]

Στις εκλογές του Ιουνίου του 2012, και μετά από 2 χρόνια σκληρής λιτότητας, κοινωνικά στρώματα εργαζομένων, ανέργων και αυτοαπασχολούμενων ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε «αξιωματική αντιπολίτευση», βλέποντάς τον ως τη μοναδική ελπίδα να αρθρωθεί μία αντίσταση στις πολιτικές της λιτότητας και στα ραγδαία μέτρα που οδηγούσαν στη φτώχια, την ανεργία, τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, την αποσάθρωση της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού και στην πλήρη παράδοση της χώρας μας στους δανειστές. Έκτοτε, και με ορατό πλέον το ενδεχόμενο της ανάληψης της διακυβέρνησης, ο πολιτικός λόγος που εκπέμπεται σταδιακά αφυδατώνεται από τις αξιακές αρχές της Αριστεράς, τις ταξικές αναφορές και απευθύνσεις, ο «σοσιαλισμός» ως στόχος εξαφανίζεται όπως και η αντίληψη περί ΕΕ ως νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ολοκλήρωση με ταξικά χαρακτηριστικά. Το επιστέγασμα είναι η αποσιώπηση του κεντρικού στόχου του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος με αντικαπιταλιστική στόχευση και απεύθυνση, δηλ. της ανατροπής της κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων και του ίδιου του Μνημονίου.

Οι εκλογές της 25 Γενάρη 2015 σηματοδοτούν μια ιστορική αλλαγή στη χώρα μας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως σύντομα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να υποχωρεί από βασικές δημόσιες δεσμεύσεις της (πχ πρόγραμμα Θεσσαλονίκης) ενώ οπισθοχωρεί από τις πλέον ριζοσπαστικές αποφάσεις του ιδρυτικού συνεδρίου (ιδιωτικοποιήσεις, ΤΑΙΠΕΔ, διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους κλπ.). Το συνολικό στρογγύλεμα των θέσεων και των συνακόλουθων πολιτικών αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ όπου εκεί κυριαρχεί η συγκατάνευση προς τις εγχώριες δυνάμεις του αστισμού με κατεύθυνση την αποδοχή και τελικά τη συναίνεση με το μνημονιακό καθεστώς.

Σε επίπεδο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές το κείμενο των «47 σελίδων» με τα υφεσιακά μέτρα του Μαΐου είναι η κορύφωση αυτής ακριβώς της συναίνεσης μέσα από την επιβολή σκληρής λιτότητας από την κυβέρνηση της Αριστεράς αυτήν τη φορά. Σε αυτό το τοπίο χάνεται για πάντα το πρόταγμα του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν η επιβίωση και η αξιοπρέπεια του λαού μας. Η αποτυχία της διαπραγμάτευσης προσδιορίστηκε από μια προγραμματική διολίσθηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τα βλέμματα των αριστερών συνιστωσών και τάσεων. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωκε τη διαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης στο εξωτερικό και την ακύρωση του Μνημονίου στο εσωτερικό, ως μια σειρά μονομερών ενεργειών, στη πράξη εγκατέλειψε νωρίς αυτόν τον προγραμματικό στόχο. Μέσα σε 15 ημέρες από την έναρξη της διαπραγμάτευσης εγκατέλειψε τη δανειακή σύμβαση και μονομερώς οδηγήθηκε στο πεδίο της συζήτησης του Μνημονίου, κάτι που αντικειμενικά ετεροπροσδιόρισε τη στρατηγική και το πολιτικό πρόγραμμά του. Ο «έντιμος συμβιβασμός» είναι η κομματική και προγραμματική διολίσθηση που, σημειώνουμε, ξεκίνησε το 2013 και ολοκληρώθηκε το 2014. Ο «έντιμος» συμβιβασμός γνωρίζει ότι οι ευρωπαίοι δεν θα υποχωρήσουν ούτε εκατοστό και σιωπηρά μετακινείται από την κουβέντα της δανειακής σύμβασης, στη κουβέντα του Μνημονίου.

Με το δημοψήφισμα ο ελληνικός λαός είπε ένα περήφανο και ηχηρό ΟΧΙ στην καταδυνάστευση της χώρας και τη φυσική & ηθική εξαθλίωση εκατομμυρίων συμπολιτών μας, την άρση της εθνικής κυριαρχίας, την αποδόμηση των δημοκρατικών θεσμών, στην εξαφάνιση κάθε ίχνους αξιοπρέπειας! Με την «ελληνική πρόταση» ( 9/07/2015) η κυβέρνηση πλέον ακυρώνει την όποια αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μας αναλαμβάνοντας τη διαχείριση του Μνημονίου σε όλα τα επίπεδα.

Επιγραμματικά και προφανώς όχι εξαντλητικά, οι ιδεολογικοπολιτικές απόψεις που επικράτησαν εντός της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ώστε να οδηγηθούμε στο τρίτο Μνημόνιο:

  1. Η έννοια της διαχείρισης της εξουσίας πάση θυσία με την ακραία επικράτηση του κυβερνητισμού, που υποκρύπτει και την εργαλειακή χρήση του κράτους ως μηχανισμού εξουσίας, αντί της εισαγωγής των αναγκαίων ριζοσπαστικών τομών και θεσμών.
  2. Η έννοια του ρεαλισμού, άρα η επικράτηση της ιδέας ότι η «Αριστερά της ευθύνης» πρέπει να τελειώνει με την επαγγελία της ανατροπής και ρήξης, που καταγγέλλεται ως αριστερισμός και βολονταρισμός. Προφανώς μια στρατηγική ρήξης με την Ευρωζώνη είναι απλώς αδιανόητη.
  3. Η αφελής, αταξική [και ευρωλάγνα] άποψη περί Ευρώπης, με αναγωγή στη δεξιά εκδοχή του ευρωκομμουνισμού τύπου Κύρκου, και κατά συνέπεια της ΕΕ ως θεσμό ισοτίμων εταίρων.
  4. Η κατά συνέπεια επικίνδυνη παγίωση της πολιτικής εκείνης σχέσης με την ΕΕ, που αφαιρεί με απόλυτο τρόπο την εξουσία και τη διαπάλη για αυτήν από το εθνικό κράτος ως του προνομιακού επιπέδου σύμπτυξης της ταξικής πάλης στο όνομα της υπαρκτής συνθήκης ότι μια σειρά πολιτικών εξουσιών και οικονομικών λειτουργιών ασκούνται πια από υπερεθνικούς μηχανισμούς (Κομισιόν, ΕΚΤ). Με ειρωνικό τρόπο «η Ευρώπη των λαών» που επαγγέλλεται επίσημα ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοαναιρείται, διότι το κάθε εθνικό κράτος παύει να είναι πεδίο ταξικού αγώνα.
  5. Η θεωρία του «παράλληλου» προγράμματος και της αξιοποίησης των ρηγμάτων «που αφήνει» η εφαρμογή του Μνημονίου από την «Αριστερά της ευθύνης». Ουσιαστικά η θεωρία αυτή αποκρύπτει την ενσωμάτωση της ήττας με το (ανέφικτο) φτιασίδωμα των μνημονιακών πολιτικών.

1.2 Εκλογές Σεπτέμβρη 2015

Η εκλογική στόχευση του επιτελείου Μαξίμου να μετατραπούν οι εκλογές στο ποιος θα είναι ο καλύτερος πρωθυπουργός που θα εφαρμόσει το Μνημόνιο, δηλ. ο Τσίπρας ή ο Μεϊμαράκης δικαιώθηκε εν τοις πράγμασι. Η στοχευμένη προσωποκεντρική επιλογή μεταξύ του νέου/άφθαρτου αγωνιστή για το καλό του λαού και του φθαρμένου καθεστωτικού προσώπου της Δεξιάς ξέθαψε και κινητοποίησε πετυχημένα στο ιστορικό αντιδεξιό σύνδρομο του ελληνικού λαού. Η στρατηγική αυτή κατάφερε να πείσει τον κόσμο στο όνομα του ρεαλισμού ότι το Μνημόνιο είναι αναπόφευκτο, εξού και η έκτοτε αποσιώπηση του διλήμματος Μνημόνιο και Αντιμνημόνιο από το λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτοχρόνως δεν πρέπει να αγνοήσουμε την τακτική «σοκ και δέος» που επέβαλε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο λαό και στο ίδιο το κόμμα, που δημιούργησε την εντύπωση, έστω και βραχυπρόθεσμα, ότι αυτός που την αποτολμά είναι πανίσχυρος εφόσον μπορεί να αντιστρέψει ένα ΟΧΙ του 62% . Ο συνδυασμός «ρεαλισμού» και σοκ απέδωσε εκλογικά εφόσον ένα μεγάλο μέρος των λαϊκών τάξεων αλλά και των πιο συντηρητικών στρωμάτων [νοικοκυρές κλπ.] έδωσε μια «δεύτερη ευκαιρία» στο ΣΥΡΙΖΑ ως «το μη χείρον βέλτιστο». Ωστόσο η άνευ προηγουμένου αύξηση της αποχής (773.000 λιγότερες ψήφοι από τον Γενάρη) προερχόμενη κυρίως από τα πλέον φτωχά και περιθωριοποιημένα στρώματα αποτυπώνει μία βαθύτατη κρίση εκπροσώπησης αλλά και του αισθήματος ήττας μετά τον εξευτελισμό που υπέστη το ΟΧΙ από τους χειρισμούς του Μαξίμου.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει μόνον ένα σκοπό: το Μνημόνιο και την πλήρη εφαρμογή του επιταχύνοντας τις διαδικασίες με στόχο την πρώτη αξιολόγηση. Υπόσχεση είναι η επίκληση της ελάφρυνσης του χρέους, παραβλέποντας το γεγονός ότι το ζητούμενο δεν είναι απλά να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος ανάπτυξης, κάτι που ούτως ή άλλως θα συμβεί μέσω του οικονομικού δαρβινισμού όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της κρίσης, αλλά να αναιρεθεί το μοντέλο εργασιακών σχέσεων και απώλειας του κοινωνικού κράτους που επιβλήθηκαν με τα μνημόνια. Η σύνθεση και της τωρινής κυβέρνησης με τοποτηρητές της Τρόικας, με στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ του πρώτου Μνημονίου αλλά και του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ εγγυάται αυτήν τη στρατηγική.

Η μεταλλαγή όμως του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ξαφνικό φαινόμενο. Προϋπήρχε στη λειτουργία του ως κόμματος καρτέλ (συνεννόηση τάσεων σε κεντρικό επίπεδο και εκτός οργάνων) παρά τις ενστάσεις και αντιστάσεις απλών μελών και πολλών στελεχών που συμμετείχαν στα όργανα για την αποτροπή αυτού του φαινομένου. H υποβάθμιση των συλλογικών διαδικασιών δεν αποτέλεσε αποκλειστική ευθύνη μόνον των τάσεων και των στελεχών της πλειοψηφίας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από την ΑΡΕΝ, την Πλατφόρμα 2010 και την ΚΟΕ, αλλά είχε την ανοχή και τη συγκάλυψη της Αριστερής Πλατφόρμας. Όσον αφορά στους 53, παρά τις εξαιρετικά θετικές διαφοροποιήσεις μελών της ΚΕ και της ΚΟ από την «κυβερνητική» γραμμή σε κρίσιμες στιγμές, είχαν ιδιαίτερες ευθύνες για τη διαιώνιση του κόμματος καρτέλ. Η ηγετική ομάδα των 53 καθόρισε τη λειτουργία τους στη βάση ομόκεντρων κύκλων πληροφόρησης και συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Ο ευρύτερος εξ αυτών, που αποτελούσαν οι «ολομέλειες», περιοριζόταν στην απλή και επιλεκτική ενημέρωση των παρόντων από μέλη του διαφόρων συντονιστικών που κατά τεκμήριο ήταν σε μεγαλύτερη εγγύτητα με το πρωθυπουργικό κέντρο λήψης αποφάσεων. Η συνολική δε πολιτική ευθύνη έγκειται στο ότι αυτή η λειτουργία παρέμεινε περίκλειστη, άρα ο όποιος προβληματισμός δεν έγινε ποτέ κτήμα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ.

Εν κατακλείδι, η σταδιακή απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών οδήγησε και στη μετάλλαξη του κόμματος σε αρχηγοκεντρικό. Μια στενή ηγετική ομάδα του κόμματος, με τον πρόεδρο της, καταστρατηγούσε τις συλλογικές αποφάσεις του κόμματος και τελικά πήρε τη πρωτοφανή αυταρχική απόφαση προκήρυξης εκλογών πριν τη διεξαγωγή του συνεδρίου τον Αύγουστο του 2015. Ο Τσίπρας εκμεταλλεύτηκε τη δομή κόμματος καρτέλ, αγνόησε την απαξιωμένη ΚΕ και οδήγησε την εσωκομματική αντιπολίτευση στο πεδίο των εθνικών εκλογών και όχι της νόμιμης εσωκομματικής αναμέτρησης.

Ο εναπομείνας ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται ως εκ τούτου ραγδαία σε καθεστωτικό κόμμα εφόσον αφενός ενσωματώνεται στον κρατικό μηχανισμό και αφετέρου στελέχη της κυβέρνησης λειτουργούν ως τοποτηρητές του Μνημονίου στο κόμμα, δια της συμμετοχής και όχι μόνον στα όργανά του (πχ. ΠΓ). Με την μαζική αποχώρηση εκατοντάδων μελών και στελεχών που κατά τεκμήριο ήταν τα πλέον αριστερά, ανιδιοτελή και άξια, στελεχών που αναδείχτηκαν στα κινήματα, στην παραγωγή πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων και σε όλα τα επίπεδα κοινωνικής δράσης οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ έχουν συρρικνωθεί (άλλωστε δεν χρειάζονται). Τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν ήδη απαξιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά και η ΚΟ, με τους συσχετισμούς που αποτυπώνουν, περιορίζονται στην εφαρμογή της μνημονιακής γραμμής και οι λίγες αντιπολιτευτικές φωνές πνίγονται συστηματικά από την καταθλιπτική ΤΙΝΑ που έχουν επιβάλει η ηγεσία και τα φίλια ΜΜΕ.

2. Οι προσπάθειες πολιτικής ανασυγκρότησης μετά την αποδοχή της ΤΙΝΑ από τον ΣΥΡΙΖΑ

Μετά την καθεστωτική μεταστροφή του πολιτικού υποκειμένου, που μετά το 2010 εκπροσώπησε τον αντιμνημονιακό αγώνα, και την παραδοχή εκ μέρους του ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική είναι φυσικό να κυριαρχεί στην κοινωνία και στα κινήματα μία διάχυτη αίσθηση απογοήτευσης και κόπωσης. Η αίσθηση αυτή εκπορεύεται τόσο από την ήττα του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από την απουσία ολοκληρωμένης πρότασης που να απαντά πειστικά στα ερωτήματα που εγείρει αυτή η ήττα.

Εάν παραδεχθούμε ότι το κρίσιμο δεδομένο της αποτυχίας του πολιτικού σχεδίου που υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το ότι η κυβέρνησή του δεν επιχείρησε κανενός είδους ρήξη αλλά διαπραγματεύτηκε επί της ουσίας με άσφαιρα πυρά χωρίς μία πραγματική απειλή εξόδου από την ευρωζώνη, ενώ ένα σημαντικό μέρος της λύσης συνίσταται ακριβώς στον απεγκλωβισμό μας από την Ευρωζώνη, τότε:

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς καταστροφικές συνέπειες το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας αλλά και ο παραγωγικός μετασχηματισμός της στο μέτρο που η ανακήρυξη της νομισματικής ανεξαρτησίας πυροδοτήσει μια «βεντάλια» αντίμετρων της ΕΕ και περιορισμού αυτής της ανεξαρτησίας σε όλα τα επίπεδα; Τι θα συμβεί εάν η ευρωζώνη και η ΕΕ (όπως είναι περίπου αυτονόητο) κηρύξουν έναν οικονομικό «πόλεμο» επιδιώκοντας να καταστήσουν εντελώς αδύνατη την επιβίωση της χώρας εκτός ευρώ, όσους βαθμούς αυτονομίας κι αν αποκτήσει η οικονομία της; Τι σημαίνει ιμπεριαλισμός στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό και πώς αυτός επηρεάζει τη νομισματική κυριαρχία; Πώς ασκείται η «ταξική μεροληψία» στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής και νομισματικής επιλογής; Πώς οικοδομούνται και πώς συγκλίνουν οι ευρωπαϊκές συμμαχίες και οι απολύτως αναγκαίοι κοινοί ευρωπαϊκοί αγώνες μετά από μία έξοδο από το ευρώ; Είναι ερωτήματα που σε μεγάλο βαθμό παρέμειναν αναπάντητα και συνέβαλαν μαζί και με άλλους παράγοντες στην εκλογική απομόνωση της αντιμνημονιακής Αριστεράς (εξαιρουμένου του ΚΚΕ).

Η επιλογή της εκλογικής στήριξής της ΛΑΕ ήταν στην πραγματικότητα μονόδρομος. Ως αντιπολιτευτική «σαρξ εκ της σαρκός» του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία περιλάμβανε ένα μεγάλο αριθμό κινηματικών στελεχών που είχαν αντιταχθεί στη συστημική μεταστροφή του, είχε προνομιακές δυνατότητες για την εκλογική εκπροσώπηση των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων που απεγκλωβίζονταν. Ανεξαρτήτως των όποιων ενστάσεων σε ό,τι αφορά τον προγραμματικό της λόγο ή το μοντέλο λειτουργίας της, η θέση της εκτός Βουλής δυσχεραίνει πλέον την πολιτική απεύθυνση σε ευρεία κοινωνικά στρώματα. Η πλήρης σχεδόν κατίσχυση των μνημονιακών δυνάμεων στο κοινοβούλιο δρα ανασταλτικά, προς το παρόν τουλάχιστον, και ως προς την ανάπτυξη κινημάτων με ανατρεπτικά χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, παρά τον πραγματικό πόλεμο που δέχθηκε από το σύνολο των καθεστωτικών μηχανισμών και παρά την παραδοχή ότι μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα δεν ήταν δυνατό να εκπονηθούν εναλλακτικά σχέδια και να συντελεστούν αλλαγές και τομές που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και χρόνια, η ΛΑΕ είχε εγγενείς αδυναμίες και έκανε σοβαρά λάθη που στοίχησαν την εκλογική της εκπροσώπηση:

  1. Υπερεκτίμησε το ΟΧΙ θεωρώντας αυτούς που το επιλέξανε ως το «δικό της» εκλογικό σώμα. Υποτίμησε το σύνθετο χαρακτήρα αυτής της εντολής που, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν στην ολότητά της επαγγελία αντίστασης και ανατροπής. Επομένως δεν διείδε τη διεισδυτικότητα της «δεύτερης ευκαιρίας» στο ΣΥΡΙΖΑ.
  2. Βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη να απαντήσει στα κρίσιμα επίδικα που προαναφέρθηκαν, και αυτοπεριορίστηκε σε έναν άγονο λόγο που, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, ανήγαγε την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα σε πανάκεια. Η γενικόλογη αντιμνημονιακή ρητορεία της δεν έπεισε εφόσον δεν πρόσφερε συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την ευρωζώνη. Επομένως ήταν απροετοίμαστη να εξηγήσει ότι υπό συνθήκες οικονομικού «πολέμου» η πολιτική της ρήξης με την Ευρωζώνη και την ΕΕ αναγκαστικά θα πρέπει να μετατραπεί σε μια στρατηγική επανελέγχου της οικονομίας και των βασικών χρηματοροών της. Αντ΄ αυτού επέμενε σε απλές εξαγγελίες κάποιας υποτιθέμενης παραγωγικής ανασυγκρότησης ενώ ο επανέλεγχος της οικονομίας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός αν δεν είναι ταξικά μεροληπτικός και δεν εντάσσει μεσομακροπρόθεσμα τον κοινωνικό και παραγωγικό μετασχηματισμό στο άνοιγμα αντι-καπιταλιστικών προοπτικών.
  3. Αναλώθηκε σε έναν οικονομίστικο λόγο, υποτιμώντας την αναγκαιότητα του ριζικού μετασχηματισμού της δομής και της λειτουργίας του κράτους (παιδεία, υγεία, κοινωνική οικονομία, ανάπτυξη της παραγωγής σε συνάρτηση με την προστασία του περιβάλλοντος κλπ.). Ανήγαγε σε δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα κρίσιμα για την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, όπως η διαχείριση του μεταναστευτικού/προσφυγικού με βασικό άξονα την αλληλεγγύη, η αντίθεση στην αστυνομική βία και καταστολή, τα δικαιώματα των κρατουμένων, το αντιφασιστικό κίνημα, το περιβάλλον. Σε σχέση ειδικά με τη νεολαία δεν μπόρεσε να εκφράσει την οργή και απελπισία της που διοχετεύτηκαν κυρίως στην αποχή.
  4. Με τη βεβαιότητα της εισόδου στη Βουλή, υποτίμησε τον αντίπαλο. Σε περιόδους ήττας και διάσπασης, οι φυγόκεντρες δυνάμεις δεν απελευθερώνονται με αυτόματο τρόπο. Επομένως δεν έκανε τα αναγκαία ώστε να επιτευχθεί η συσπείρωση του μέγιστου δυνατού αριθμού συλλογικοτήτων και ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της αντικαπιταλιστικής – ριζοσπαστικής Αριστεράς.
  5. Αναπαρήγαγε ένα απωθητικό μοντέλο συγκεντρωτικής οργάνωσης και λειτουργίας, στηριγμένο στον αρχηγοκεντρισμό και στα μιντιακά προβεβλημένα στελέχη ή σε άτυπες ιεραρχίες που κληροδοτήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ με αυτόματο τρόπο στο νέο σχήμα.

Με την ήττα της ΛΑΕ ηττήθηκε όλο το κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς καθώς και τμήματα του τριτοδιεθνισμού ή της ευρωκομμουνιστικής παράδοσης που κάποτε εντάχθηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ στη βάση μιας σωστής στρατηγικής υπέρβασης του πολιτικού και κοινωνικού απομονωτισμού τους. Η ήττα επίσης απέδειξε ότι ο ρόλος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης έχει όρια κομματικής και κοινωνικής αποδοχής. Τώρα όλα τα ιστορικά ρεύματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αριστερού ευρωκομμουνισμού οφείλουν να αναζητήσουν στρατηγική και μορφή επανόδου του ριζοσπαστικού και απελευθερωτικού προτάγματος στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Πέρα από τις πολιτικές ομάδες ηττήθηκε και το κίνημα γενικότερα αφού κάθε τμήμα του έχασε την πολιτική εκπροσώπηση του και όλα μαζί επίσης.

Όλες αυτές οι κριτικές επισημάνσεις δεν αναιρούν το γεγονός ότι η κοινή προσπάθεια εντός και εκτός της ΛΑΕ πρέπει να συνεχιστεί. Η επανίδρυση της Αριστεράς έχει ανάγκη από βαθιά αυτοκριτική και εμβάθυνση σε πρωτόγνωρα πολιτικά και οργανωτικά ερωτήματα που δεν είναι εύκολο να απαντηθούν. Η αυτοαναφορικότητα δεν συνιστά λύση ούτε ευνοεί τον πολιτικό αναστοχασμό που είναι αναγκαίος αλλά δεν μπορεί αναπτυχθεί μέσα σε «κενό» ευρύτερων συγκλίσεων. Δεν μπορεί να υπάρξει έξω από κινηματικές κινητοποιήσεις, ή να αναζητηθεί στα υλικά μιας Αριστεράς που υφίσταται μόνο σε φαντασιακό επίπεδο. Τα ερωτήματα που προκύπτουν μετά από την ήττα διαπερνούν το σύνολο της ριζοσπαστικής και αντικαπισταλιστικής Αριστεράς, όλες τις τάσεις, οργανώσεις και συλλογικότητες, αναιρώντας παγιωμένους συσχετισμούς και βεβαιότητες. Σε αυτή τη λογική, είναι αναγκαίο να επιδιώξουμε μία κοινή πορεία ανασύνθεσης αλλά και κοινών κινηματικών πρωτοβουλιών, τόσο με τις δυνάμεις που συμμετέχουν στη ΛΑΕ, όσο και με συλλογικότητες όπως την «Πρωτοβουλία για μια Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς», ή δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Το ΚΚΕ βρίσκεται ακόμη μακριά από μια τέτοια πορεία σύγκλισης, περιχαρακωμένο στον εαυτό του και σε πλήρη αδυναμία να απαντήσει με όρους συγκρότησης συμμαχιών και ταξικής πάλης στα ερωτήματα και στις ανάγκες του σήμερα. Η στάση του στο δημοψήφισμα αποτελεί κορύφωση αυτής της στρατηγικής μετάλλαξης του περασμένου διαστήματος που οδηγεί το ΚΚΕ στο να μεταθέτει πλήρως, ακόμα και στη σημερινή συγκυρία, τις απαντήσεις σε μια απροσδιόριστη μελλοντική φάση ακυρώνοντας όλη την τοποθέτηση που είχε ακόμα και στις αρχές τις δεκαετίας του ΄90. Η στάση αυτή, που συνδυάζεται με τις ίσες αποστάσεις μεταξύ εξόδου από το ευρώ και νέου Μνημονίου, καθιστά το ΚΚΕ πολιτικά ακίνδυνη δύναμη, παρά την σημαντική και συνεπή του παρουσία στους χώρους εργασίας. Το γεγονός ότι ανάλωσε μεγάλο τμήμα της προεκλογικής του εκστρατείας στην αντιπαράθεσή του με τη ΛΑΕ, ανάγοντας την σε κύριο αντίπαλό του, είναι ενδεικτικό της απόστασης που ακόμα μας χωρίζει, και που δεν φαίνεται πιθανό να μικρύνει το επόμενο διάστημα.

3 Σύντομη αναφορά στην κατάσταση των κινημάτων και στις προοπτικές ανάπτυξης

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι κινηματικές διαδικασίες βρίσκονται σε ύφεση με σποραδικές λαμπρές εξαιρέσεις όπως οι Σκουριές, ο αγώνας των διαθεσίμων υπαλλήλων των ΑΕΙ, των καθαριστριών και φυλάκων, τα κινήματα αλληλεγγύης στους μετανάστες. Σε αυτό συνέτεινε η έλλειψη ορατών πολιτικών αποτελεσμάτων τόσο από τις κλασικές μορφές εργατικής κινητοποίησης (απεργίες, στάσεις εργασίας, συμβολικές καταλήψεις υπουργείων κ.λπ.) όσο και από τις καινοφανείς οριζόντιες, αντι-ιεραρχικές εμπειρίες των πλατειών των τελευταίων 6 ετών. Σε μεγάλο βαθμό επίσης η ύφεση αυτή οφείλεται στη λογική της ανάθεσης στο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά εφόσον στο συγκεκριμένο κόμμα, με τα ριζοσπαστικά και κινηματικά χαρακτηριστικά που έφερε, εναποτέθηκαν οι ελπίδες για την επίλυση τοπικών και ειδικών αιτημάτων [περιβάλλον, σχέσεις των δύο φύλων, φυλακές, αστυνόμευση, ζητήματα πόλης, μετανάστες, πρόσφυγες, εκπαίδευση κλπ.]. Η ελπίδα επέφερε την επανάπαυση ενός ευρύτατου μέρους των υπάλληλων τάξεων, της νεολαίας, των ανέργων και των φτωχών, επανάπαυση που η ηγεσία του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ, με λαμπρές εξαιρέσεις που έχουν αποχωρήσει, ενθάρρυνε διότι την βόλευε στην απρόσκοπτη διαχείριση των επιταγών της κυβέρνησης.

Μία από τις καθοριστικές αιτίες για την ύφεση των κινημάτων έχει να κάνει και με το διεθνές πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από την ολοένα αυξανόμενη θωράκιση των δυτικών και όχι μόνο πολιτικών τεχνοσυστημάτων από τις δραστικές λαϊκές παρεμβάσεις. Η διεθνής συγκυρία, επιπλέον, αναδεικνύεται εξαιρετικά δυσμενής και λόγω των προσφυγικών ροών και της βιοπολιτικής διαχείρισής τους από τις ευρωπαϊκές ελίτ, της επερχόμενης συμφωνίας TTIP αλλά και της ενδεχόμενης στρατηγικής απόπειρας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με καθοριστική τη συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ, να «ρετουσαριστεί» και αναζωογονηθεί πολιτικά, ενσωματώνοντας τις όποιες δυνάμεις της ριζοσπαστικής ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ο κίνδυνος είναι πλέον η προσπάθεια που εκτιμάμε ότι θα γίνεται από την κυβέρνηση να ικανοποιήσει κάποια από τα πάγια αιτήματα, κυρίως των τοπικών κοινωνιών, σαν «αριστερό ξεκάρφωμα» ώστε να συσκοτίσει τη σκληρή συνολική μνημονιακή της πολιτική προβάλλοντας ένα «αριστερό» προφίλ. Το παράδειγμα της εξαίρεσης από την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ του παραθαλασσίου μετώπου του Κερατσινίου και της διάθεσής του στο Δήμο είναι απολύτως ενδεικτικό.

Όμως ούτε αυτό το «ξεκάρφωμα» θα έχει διάρκεια ούτε τα κινήματα θα πεθάνουν. Παρά τις απίστευτες δυσκολίες, την απογοήτευση και την κούραση, η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, η αυξημένη καταστολή που θα επιβληθεί, ώστε «τα μέτρα» πάση θυσία να περάσουν, και η βύθιση στην απόλυτη φτώχια, θα δημιουργήσουν εστίες αντίστασης και πάλης. Παρατηρείται ήδη μαζικά το φαινόμενο κόσμου που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ και το «μετανιώνει» ένα μήνα μόλις μετά τις εκλογές, λόγω των πρώτων κιόλας σκληρών μέτρων που εφαρμόζει η κυβέρνηση (π.χ. κατάργηση ευνοϊκών διατάξεων του «νόμου Στρατούλη") αλλά και της συσσώρευσης των φόρων αυτήν την περίοδο (ΕΝΦΙΑ, αυξημένες 100 δόσεις), που ακυρώνουν την προεκλογική εικονική πόλωση. Τα κινήματα επομένως είναι θέμα χρόνου να αναγεννηθούν και να οργανωθούν σε ένα κοινό μέτωπο με τους λαούς και τις αντίστοιχες κινηματικές διαδικασίες της Ευρώπης.