Επικαιρότητα

Η οικονομική συγκυρία στην Ελλάδα: Η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων και το «προσύμφωνο»

24/04/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Αρχές Μαρτίου ήρθε η είδηση της «προσυμφωνίας» του Εurogroup, για την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είχε ήδη έτοιμο τον επικοινωνιακό χειρισμό της και την παρουσίασε ως μια ακόμα επιτυχία της «ανυποχώρητης» στάσης της. Παρακάμπτοντας τους επικοινωνιακούς κώδικες, ας δούμε κάποια χαρακτηριστικά αυτής της «προσυμφωνίας»  που δεν θα αλλάξουν δραματικά, όποια και αν είναι η κατάληξη της εξειδίκευσης τους και της ίδιας της διαπραγμάτευσης στον επόμενο μήνα ή μήνες.

1) Βασική μέριμνα των δανειστών για την μετά το 2019 περίοδο, παραμένει η εξασφάλιση των πολιτικών σκληρής λιτότητας, με ή χωρίς 4ο μνημόνιο. Βασικό μέλημα της διαπραγμάτευσης είναι η κατασκευή και η λειτουργία του μηχανισμού αναδιανομής του λαϊκού εισοδήματος. Υπενθυμίζουμε ότι ο δημοσιονομικός κόφτης δεν είναι ο μηχανισμός, αλλά ένα από τα εξαρτήματα αυτού του μηχανισμού. Βασική κινητήριος δύναμη είναι η εμβάθυνση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, η εξαναγκασμένη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, αφού οι μισθοί και τα εισοδήματα δεν θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν την κοινωνική ασφάλιση και πολλά ετήσια εισοδήματα θα διαφεύγουν -λόγω της καταβαράθρωσης τους - από την φορολογητέα βάση. Ίσως δοθεί ως αντιστάθμισμα κάποια μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι μειώσεις των συντάξεων είναι πολύ μεγάλες και η μείωση του αφορολόγητου επίσης σημαντική (ίσως και κάτω από τα 5.000 €).

2) Η ατζέντα των εργασιακών παραμένει αμετακίνητη. Οι μαζικές απολύσεις ισχύουν. Για την κυβέρνηση θεωρούνται απίθανο ενδεχόμενο και κυρίως ιδεολογική και μόνο υποχώρηση, αφού στη πράξη οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν το μέγεθος και τη δομή που αντιστοιχεί στην αρνητική ρύθμιση, άρα στη πράξη μένουν ανεφάρμοστες. Όμως το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, αφού ακόμα και αν δεν υπάρχουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις, το μέτρο δεν είναι θεωρητικό. Αφορά στην αύξηση των βαθμών ελευθερίας του εργοδοτικού δικαιώματος γενικά και όχι την ειδική εφαρμογή του σε κάποια είδη επιχειρήσεων. Το μέτρο διαμορφώνει κλίμα εργοδοτικής αυθαιρεσίας στην αγορά εργασίας και δεν διευκολύνει απλά κάποιες επιχειρήσεις, αλλά τροφοδοτεί δυναμικά πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης. Επομένως, το εργασιακό διατηρεί ακέραια την θέση του στο μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος που αναφέρθηκε προηγουμένως.

3) Εφόσον υπερβαίνονται οι στόχοι του 3,5%, θα εξετάζεται η κατεύθυνση των  «υπεραποδόσεων» προς αναπτυξιακά έργα και έργα απασχόλησης. Δεν αποκλείεται να βρεθούν κάποιοι πόροι υπεραπόδοσης των εισπρακτικών μέτρων, που θα αποκτήσουν και τέτοια χρήση. Όμως το πρόβλημα εμφανίζεται από δω και πέρα. Οι πόροι αυτοί, εφόσον βρεθούν, δεν θα διευρύνουν το δημοσιονομικό χώρο όπως πιστεύεται, αλλά θα μοχλεύσουν τους ισολογισμούς και τα κεφάλαια μεγάλων επενδυτικών τραπεζών της Ευρώπης, ευνοώντας τα σχέδια της Κομισιόν για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς και την εγκατάλειψη της πολιτικής της κοινωνικής συνοχής. Στην περίπτωση που θα κατευθυνθούν στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, οι θέσεις αυτές θα είναι εξαιρετικά χαμηλού προφίλ, ενισχύοντας την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, την αύξηση των ελαστικών μορφών εργασίας και τελικά θα ανατροφοδοτήσουν την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.

4) Ως αντάλλαγμα όλων των παραπάνω που «έδωσε» η ελληνική κυβέρνηση δεν έλαβε τίποτα. Ούτε αναδιάρθρωση χρέους, ούτε ποσοτική χαλάρωση, ούτε καν τις απαραίτητες δόσεις.