Επικαιρότητα

Οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης της εργασίας και φτωχοποίησης των υποτελών τάξεων

24/04/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Μετά από δύο  χρόνια διακυβέρνησης  του ΣΥΡΙΖΑ, οι εργαζόμενοι/νες που έχουν απωλέσει τα εργασιακά και κοινωνικά τους δικαιώματα, οι άνεργοι/ες και οι συνταξιούχοι/ες, οι αυτοαπασχολούμενοι που οδηγούνται σε εργασιακή εξόντωση, εξακολουθούν να υφίστανται τις επιπτώσεις των  σκληρών  μνημονιακών  πολιτικών και να παραμένουν στο στόχαστρο της ακραίας νεοφιλελεύθερης επίθεσης που διαρκεί μέχρι και σήμερα.

Πάρα τις εξαγγελίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ για τη μείωση του ποσοστού της ανεργίας, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης βαίνουν σταθερά αυξανόμενες και πάνω από το 60% των προσλήψεων αφορούν σε μερική ή εκ περιτροπής εργασία. Την ίδια στιγμή, η  απλήρωτη εργασία και η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας διογκώνεται, ενώ η ημι-δηλωμένη εργασία και η μισθωτή εργασία με μπλοκάκι αποτελούν μορφές συγκαλυμμένης αδήλωτης εργασίας. Ταυτόχρονα η  εντυπωσιακή μείωση των συλλογικών συμβάσεων με επίκεντρο την επιχείρηση (Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας) και η παράλληλη μείωση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ έχουν συντελέσει στην περαιτέρω μείωση των αποδοχών των εργαζομένων.

Μέσα σε αυτό το τοπίο της απορυθμισμένης αγοράς εργασίας  και στο πλαίσιο μιας αέναης «διαπραγμάτευσης»,  οι δανειστές και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους επιζητούν την περαιτέρω μείωση των κατώτατων μισθών κάτω και από τα 586 ή 511 ευρώ για πλήρη απασχόληση, την πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων για τη διευκόλυνση της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, τη διατήρηση της απαγόρευσης των ΣΣΕ, καθώς και την κατάργηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Η διαρκής υποτίμηση της αξίας της εργασίας και η κυριαρχία  της «φθηνής εργασίας», η αποχώρηση του κράτους ως εγγυητή της Δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης, υπονομεύουν περεταίρω το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενώ οι περικοπές σε καταβαλλόμενες αλλά και νέες κύριες συντάξεις, η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, κλπ, φτωχοποιούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει απολέσει όχι μόνο τον αλληλέγγυο χαρακτήρα του αλλά και την ανταποδοτικότητα του. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην διάλυση οποιουδήποτε ψήγματος ασφαλιστικής συνείδησης, αλλά και στο περαιτέρω άνοιγμα του δρόμου για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης.

 Στη διάρκεια αυτού του «πολέμου» τάξης εναντίον τάξης, εκκαθαρίζονται και τα αδύναμα τμήματα του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο κλείνει σειρά επιχειρήσεων (μεγάλων, μεσαίων και μικρών) και την ίδια στιγμή που επικρατούν οι ισχυρότεροι, δημιουργούνται «περιττοί» άνθρωποι και εργασιακές εφεδρείες σε αναμονή προς εκμετάλλευση. Αυτή η διαδικασία εκκαθάρισης των μεσαίων και μικροαστικών τάξεων και η μεταφορά κεφαλαίου προς τους ισχυρούς, δηλώνει την διάρρηξη των σχέσεων της  κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα μικροαστικά στρώματα και την αντίστοιχη σύνδεσή της με την αστική τάξη. Βέβαια, η κυβέρνηση επιχειρεί την λείανση των επιπτώσεων των πολιτικών της στα μικροαστικά στρώματα, σε βάρος των εργαζομένων, με τις πολιτικές ανακύκλωσης της ανεργίας  που εφαρμόζει, παρέχοντας φτηνό εργατικό δυναμικό μέσα από τη μαθητεία, την κατάρτιση, τη μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε επιδότηση του εργοδότη και τη διαγραφή των ανέργων από τα μητρώα του ΟΑΕΔ όταν δεν δέχονται την όποια θέση εργασίας τους προτείνεται. Ειδικότερα, αυτά τα  μέτρα «απασχόλησης», αφενός αντιμετωπίζουν την ανεργία όχι ως δομικό φαινόμενο αλλά ως ατομική ευθύνη, και αφετέρου απαλλοτριώνουν τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Οι ανωτέρω ασκούμενες πολιτικές δημιουργούν «πλεονάζοντες πληθυσμούς», συμπιέζοντας τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής τους αλλά και της απλής επιβίωσης τους. Για το σκοπό αυτό, το κράτος σήμερα αναλαμβάνει να διατηρήσει τους στοιχειώδους όρους διαβίωσης των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων, μέσα από τη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου  δικτύου ασφάλειας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας, έδωσε τα πρώτα δείγματα προσχώρησής της στο νεοφιλελεύθερο μπλοκ εξουσίας, τα πρώτα δείγματα της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, αφού επέλεξε ως μοναδική μονομερή ενέργεια την ψήφιση του ν/σ για την «Ανθρωπιστική κρίση», αντί του νομοσχεδίου για την αύξηση του κατώτατου μισθού και της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων. Επέλεξε δηλαδή να «εκπροσωπήσει» τις υποτελείς τάξεις και τα πληττόμενα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές  κοινωνικά στρώματα, θεσμοθετώντας πολιτικές ελάχιστης προστασίας και ασφάλειας: Ένα δίκτυ ασφάλειας που στρωματοποιεί τη φτώχεια και κατασκευάζει  τους «απλούς» φτωχούς και τους «ακραία» φτωχούς,  για τους οποίους διασφαλίζει μόνο τα αναγκαία για την επιβίωσή τους και την διατήρηση της εργατικής τους δύναμης. Η σημερινή ακραία φτώχεια της κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ εξαιρεί από την κοινωνική προστασία μεγάλη μερίδα των υποτελών τάξεων και εξυπηρετεί τις ελάχιστες ανάγκες μιας μικρής «κατώτερης» μερίδας του πληθυσμού, που  βρίσκονται σε συνεχή επιτήρηση προκειμένου να διαγνωστεί η «πραγματική» ανάγκη. Ο συνεχής έλεγχος του εισοδήματος και της διάθεσης των φτωχών για οποιαδήποτε εργασία, αφενός έχει επιδεινώσει την ποιότητα των κοινωνικών υπηρεσιών, και αφετέρου έχει μετατρέψει τον κρατικό μηχανισμό σε ένα σκληρό μηχανισμό επιτήρησης και καταστολής.

Οι διαιρετικές αυτές πολιτικές, χωρίζουν τις υποτελείς τάξεις  σε δικαιούχους και μη δικαιούχους, σε αυτούς που δίνουν και δεν εισπράττουν κανένα αντάλλαγμα, και στην τάξη των «παριών» που δεν «προσφέρει τίποτα». Σ’ αυτή την «επικίνδυνη τάξη», συνωστίζονται οι άνεργοι/ες, οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι οροθετικοί, οι άνθρωποι με αναπηρία, οι σεξουαλικές και άλλες μειονότητες, οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, οι άστεγοι, όλοι αυτοί που φέρουν την ευθύνη της ατομικής  επιλογής, που πρέπει να είναι ορατοί για να απορροφούνται οι φόβοι μιας κοινωνίας που δεν είναι βέβαιη για την επιβίωση της και που στερείται τους υλικούς όρους συνύπαρξης. Σ’ αυτό το τοπίο της απορρύθμισης της εργασίας και των κοινωνικών παροχών, ο ρατσισμός και ο φασισμός αποτελούν τον μόνιμο υπαρκτό κίνδυνο.