Επικαιρότητα

Η κοινωνική συνθήκη σήμερα και η προοπτική συγκρότησης του ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού χώρου

24/04/2017

Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση

Η ανάλυση  που έχουμε ήδη κάνει σε σχέση με την διεθνή συγκυρία, το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα, τις οικονομικές παραμέτρους και το περιβάλλον της εργασίας, μας δίνουν μια σημαντική βάση αναφοράς για να κατανοήσουμε τις αντικειμενικές συνθήκες και δυσκολίες μέσα στις οποίες αναζητάμε το στίγμα της δικής μας παρέμβασης με στόχο την ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς, εννοώντας την, κυρίως, ως τον κοινωνικό χώρο που κινείται σε ένα τέτοιο προσανατολισμό και με τις αναγκαίες πολιτικές συμμαχίες που μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για την ανατροπή του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων.

Έχουν διατυπωθεί αρκετά από τα αξιακά ζητήματα πάνω στα οποία στηρίζεται η συγκρότηση και η μέχρι σήμερα πολιτική στάση της ΑΡΚ και τα οποία συζητήθηκαν σε προηγούμενες συνδιασκέψεις και ως ένα βαθμό είναι ο κοινός μας τόπος. Ωστόσο εξακολουθούν να παραμένουν πολλά ερωτήματα, που δεν εκφράζουν μόνο δικές μας αδυναμίες, αλλά δομικά προβλήματα στη συγκρότηση της αριστεράς όχι μόνο λόγω της ακραίας επίθεσης που σήμερα αντιμετωπίζουμε, αλλά κυρίως γιατί ιστορικά στο απώτερο αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν, τα ριζοσπαστικά – ανατρεπτικά εγχειρήματα αντιμετώπισαν ορισμένα ανυπέρβλητα ως σήμερα εμπόδια.

Επιγραμματικά, θα θέσουμε ορισμένα από αυτά, συσχετίζοντάς τα και με ότι συμβαίνει στην Ελληνική κοινωνία σήμερα.

Η ελληνική κοινωνία, και δη τα πληττόμενα τμήματά της, χαρακτηρίζεται από τις βαριές επιπτώσεις του αρνητικού μηνύματος της 13ης Ιουλίου: Αίσθηση αδιέξοδου ως προς την ύπαρξη εναλλακτικής, ανυποληψία της αριστεράς και εν γένει του πολιτικού συστήματος, αδιαφορία και έλλειψη διάθεσης για αγώνα και ατομικές ή συλλογικές αλλαγές, φόβος και ενίοτε η απορρέουσα από αυτόν υποταγή, θυμός που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν μεταφράζεται σε οργανωμένη αντίσταση αλλά σε εσωτερικά και εξωτερικά καταστροφική διάθεση.  Η επικοινωνιακή και αβαθής διαχείριση αυτής της βαθιάς κρίσης μπορεί να έχει ακόμα πιο καταστροφικά αποτελέσματα. Για την αντιμετώπισή της απαιτείται δουλειά σε  βάθος. Και δεν υπάρχουν ερωτήματα τα οποία σήμερα μας επιτρέπεται να τα αφήσουμε στην άκρη:

  • Η πορεία προς το σοσιαλισμό, ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.
  • Εργασία και κοινωνική χειραφέτηση.
  • Δημοκρατία και κοινωνικός έλεγχος.
  • Περιβάλλον και ένα άλλο μοντέλο κατανάλωσης.
  • Οι διεθνείς συμμαχίες. Η Ευρωπαϊκή ένωση και τα εναλλακτικά μοντέλα διεθνών συμμαχιών. Οι χώρες του Νότου; Η Μεσόγειος, τα βαλκανικά κράτη;
  • Τι συμβαίνει στη Λατινική Αμερική;
  • Έξω από την ΕΕ. Δυνατότητες και προβλήματα.
  • Ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Διαχείριση και έλεγχος του κράτους. Η απαξία και ο χαμένος ρόλος της αυτοδιοίκησης.
  • Ηγεμονία και ο ρόλος της πρωτοπορίας.
  • Νέες μορφές πολιτικής συγκρότησης.

 Η συζήτηση για όλα τα παραπάνω δεν απαιτεί μόνο γνώστες και «ειδικούς». Απαιτεί ενεργοποίηση των κοινωνικών δυναμικών που συνίστανται όχι μόνο στις μικρές κινηματικές εστίες, αλλά κυρίως στην δυνατότητα των ανθρώπων, όπως η προηγούμενη εξαετία μας έδειξε, να συναντούνται δυναμικά, επινοητικά και παραγωγικά, όταν τα πλαίσια αυτών των συναντήσεων επιτρέπουν την αυτενέργεια και την ουσιαστική συμμετοχή.

Στον διάλογο που έχει/πρέπει να ανοίξει, επιβάλλεται η ΑΡΚ  με επιμονή, ουσιαστικό τρόπο και συγκροτημένη παρουσία να συμβάλει στην ανάδειξη   ζητημάτων και απαντήσεων σε σχέση με την συμμετοχή των «από κάτω»,  στην κυβερνητική και ουσιαστική εξουσία.

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε αυτό που θεωρητικά γνωρίζαμε ήδη: η αντιπροσώπευση,  η ανάθεση, η διαχείριση από κάστες ειδικών κοκ αποτελούν πολύτιμα ΕΡΓΑΛΕΙΑ για τους «από πάνω». Η εκλογική νίκη των κοινωνικών στρωμάτων που (θέλουμε να) εκπροσωπούμε, είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την υλοποίηση ακόμα και του πιο στοιχειώδους προγράμματος βασικών αλλαγών.

Ζητήματα κοινωνικού-εργατικού ελέγχου και λαϊκής συμμετοχής, πολιτικής-οικονομικής αυτοδιαχείρισης, συμμετοχικού σχεδιασμού κυβερνητικής διαδικασίας κοκ, δεν επιτρέπεται να παραπέμπονται στην επαύριο της κοινωνικής πάλης. Πρέπει να αποτελούν συστατικό στοιχείο της όχι αφηρημένα  αλλά και μιας καθημερινής πρακτικής από τώρα.

Οφείλουν οι δυνάμεις που αναφέρονται στις υποτελείς τάξεις, έστω δειλά  και πειραματικά, να ξεκινήσουν τη συγκρότηση της «ΑντιΕξουσίας των από κάτω».

Κάποιες από τις επιτακτικές ανάγκες του σήμερα, που συγκροτούν «ύλη» και «κρίσιμη μάζα» πολιτικών υποκειμένων που ανοίγουν την διαδικασία συγκρότησης της «ΑντιΕξουσίας»:

  • Επιτροπές από εργαζόμενους, άμεσα πληττόμενους, σχετικούς επιστήμονες κοκ, ανά τομέα κυβερνητικής εξουσιαστικής λειτουργίας.

«Αντισυνελεύσεις» για κάθε δομή - μηχανισμό εφαρμογής πολιτικών.

  • Συντονισμός και συγκρότηση κοινωνικών μετώπων από ομάδες, συλλογικότητες, πολίτες για αντιμετώπιση ευρύτερων θεμάτων.
  • Συγκρότηση και ενεργοποίηση ομάδων, φόρουμ έρευνας και τεκμηρίωσης, για την παραγωγή των «δικών μας» (αντι)προτάσεων.
  • Ενίσχυση και φούντωμα των πειραμάτων Κοινωνικής Οικονομίας, σύνδεσή τους με ευρύτερα στρώματα παραγωγών, καταναλωτών, αποκλεισμένων από την οικονομική διαδικασία,

Κρίσιμο σημείο, η ηγεμονία της «δικιάς μας» αντίληψης για τη λειτουργία όλων αυτών των διαδικασιών (Αυτοοργάνωση, Ανυπακοή, αντιανάθεση, Άμεση Δημοκρατία, αντιπαραγοντική / αντιελιτίστικη αντίληψη, εμπλοκή ευρύτερων πληθυσμών σε κάθε διαδικασία κ.ά).

Μια τέτοια μεγάλη κινητοποίηση και αντεπίθεση μαζικού χαρακτήρα, που θα έχει ταυτόχρονα ως συστατικό στοιχείο της τη «λαϊκότητα», αποτελεί Αναγκαία και Ικανή συνθήκη για να μπορέσει να εμπνευστεί και πάλι ο κόσμος που πλήττεται από την άγρια και εξοντωτική επίθεση λιτότητας του κεφαλαίου. Θα ξαναπείσει τον «Λαό του ΟΧΙ» ότι η ΤΙΝΑ είναι απλά ένα σκιάχτρο των «απέναντι». Θα αναδείξει με εμφατικό τρόπο τις θαμμένες ικανότητες του κόσμου της εργασίας, των περιθωριοποιημένων νέων ανθρώπων, των αποκλεισμένων της κοινωνίας. Θα αντικαταστήσει το «δεν γίνεται» με το «Εμείς Μπορούμε».

Την ίδια στιγμή, θα ανοίξει έμπρακτα, ουσιαστικά και χρήσιμα, τη  συζήτηση για την εξουσία, τον κοινοβουλευτισμό, τους κυβερνητικούς μηχανισμούς και το Κράτος.

Σε συνδυασμό με τα εγχειρήματα κινηματικής οικοδόμησης της λαϊκής εξουσίας, καλούμαστε να οραματιστούμε, να αναδείξουμε τη σπουδαιότητα και να διεκδικήσουμε τον ριζικό εκδημοκρατισμό του πολιτειακού συστήματος, στη βάση της ουσιαστικής λαϊκής συμμετοχής και του λαϊκού ελέγχου. Προς τούτο επικεντρώνουμε στο αίτημα μιας Συντακτικής Συνέλευσης και επιδιώκουμε μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της άμεσης και  συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως η ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας στις διαδικασίες ανάδειξης και στη σύνθεση του βουλευτικού σώματος, η αναβάθμισή του έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, η θεσμοθέτηση δυνατότητας λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (πχ, πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων με πρόταση ορισμένου αριθμού πολιτών), η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας και των βουλευτικών προνομίων. Η ριζική δημοκρατική αναδιάταξη του πολιτικού πλαισίου αποτελεί ένα αίτημα ώριμο, καθώς η κρατούσα πολιτική τάξη (στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ) έχει σε μεγάλο βαθμό απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση των υποτελών τάξεων. Είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να αναστραφεί η τάση μαζικής απόσυρσης από την πολιτική.

Σήμερα λοιπόν και κατά προτεραιότητα, οφείλουμε να αναπτύξουμε πρωτοβουλίες  που θα επιτρέψουν την ενδυνάμωση των χώρων αντίστασης, με τη συστηματική παρουσία μας σε τοπικές  και  θεματικές δράσεις. Χρειάζεται συστηματική καταγραφή και ενίσχυση της δικτύωσης των συλλογικοτήτων, έτσι ώστε η κατακτημένη γνώση, αλλά και τα διαπιστωμένα προβλήματα να γίνονται κοινό κτήμα.

Παράλληλα, πρέπει να συμμετέχουμε ή και να προκαλούμε έναν ανοιχτό διάλογο για όλα τα παραπάνω επίδικα, ο οποίος δεν θα συσκοτίζει τα δύσκολα σημεία, αλλά θα εμμένει σε μια βαθύτερη έρευνα και θα αναδεικνύει με ειλικρίνεια τα ζητούμενα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργασία με όλες τις ριζοσπαστικές δυνάμεις είναι επιθυμητή. Παραμένει ζητούμενο αν όλες οι δυνάμεις ή κάποιες από αυτές, είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν σε μια τέτοια προσπάθεια, μακριά από ηγεμονισμούς  και αφοριστικές βεβαιότητες. Και είναι σαφές ότι μια τέτοια προσέγγιση, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί ούτε σε προεπιλεγμένες συμμαχίες ούτε σε προεπιλεγμένους αποκλεισμούς.

Για να μην βρεθούμε για μια ακόμα φορά αντιμέτωποι/ες με το «σύνδρομο» Σύριζα,  πρέπει να συνομολογήσουμε ότι η κατάληψη της εξουσίας δεν μπορεί να είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας συγκυριακής συμμαχίας, αλλά το προϊόν μιας ουσιαστικής κοινωνικής διεργασίας και μετατόπισης. Κατ’ αναλογία και οι εκλογικές συμμαχίες οφείλουν να μην παρακάμπτουν σοβαρές διαφωνίες αλλά να βασίζονται σε ένα σαφές κοινό μεταβατικό σχέδιο, τις βάσεις του οποίου οφείλουμε να θέσουμε από σήμερα. Το πλαίσιο αντι-μνημόνιο και αντι-ΕΕ δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκές. Ξεκινώντας από σήμερα μια τέτοια προσπάθεια και ανάλογα με την πρόοδο της, θα μπορούμε να τοποθετηθούμε και απέναντι στο ερώτημα των εκλογικών συμμαχιών όταν αυτό τεθεί.