Απόψεις

Ο επίπονος, αντιδραστικός εκμοντερνισμός της Ελλαδας

07/05/2017

Ιάσoνας Γιαννόπουλος

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιβλέπει τη μακέτα του Χίλτον.

———

 

Περίληψη

Αφορμή αυτής της έρευνας αποτελεί η προφανής -σε όποιον παρακολουθεί την αρθρογραφία και την πολιτική αντιπαράθεση στα χρόνια της κρίσης- ανάδυση ενός στρατευμένου πολιτικά λόγου που αυτοχαρακτηρίζεται εκσυγχρονιστικός, μοντέρνος, κοσμοπολίτικος, ευρωπαϊκός και καλεί στην ολοκλήρωση της ένταξης της Ελλάδας στην νεωτερικότητα μέσω της κατάφασης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση “παρά τα λάθη και τις αδυναμίες” που κατέδειξε η κρίση. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο σημερινός εκσυγχρονιστικός λόγος, και οι αντίστοιχες πρακτικές (γύρω από την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου και τον μετασχηματισμό του με όρους αγοράς) βασίζονται απόλυτα στην αισθητικοποίηση.

Τα επιχειρήματα του λόγου αυτού (ο οποίος λειτουργεί παράλληλα, και συμπληρωματικά, με έναν εξ’ ίσου αφοριστικό λόγο από το πεδίο της ηθικής με έντονα επιτιμητικό, ενοχοποιητικό και τιμωρητικό  χαρακτήρα) αντλούνται από το πεδίο της κουλτούρας, όπου τα -αδιαμφισβήτητα ως πρόσφατα- πολιτιστικά επιτεύγματα επιστρατεύονται για την επανεπιβεβαίωση της κυρίαρχης αφήγησης περί υπεροχής της οικονομίας της αγοράς, αφήγηση που ήταν περισσότερο πειστική όσο το δόγμα της διαρκούς προόδου επιβεβαιωνόταν από τα εμπειρικά δεδομένα.

Δεδομένης της οξύτατης κρίσης του ύστερου καπιταλισμού -και της διαχείρισής της που απαιτεί απροσχημάτιστα την θυσία του κράτους πρόνοιας και την ελεγχόμενη εξαθλίωση των  υποτελών τάξεων στο βωμό μιας νέας συσσώρευσης που θα εκκινήσει έναν νέο “ενάρετο κύκλο” οικονομικής μεγέθυνσης- κάποιες καθεστωτικές δυνάμεις  που υπερασπίζονται το όραμα του κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, φαίνεται να καταφεύγουν βεβιασμένα στην κατασκευή ενός αφηγήματος που θα μπορεί να αντιταχθεί στους ανερχόμενους εθνικισμούς (Trump, Farage, Le Pen), στο δικό τους πεδίο- το πολιτισμικό. Έτσι επιχειρείται να ανασυσταθεί μια «προκάτ» αισιοδοξία, αντλώντας πηγές έμπνευσης από το φαντασιακό παρελθόν και προσκαλώντας σε μαζική κατανάλωση εικόνων/συμβόλων, φορτισμένων νοηματικά, αλλά σκόπιμα ξεκομμένων από το φάσμα της καθημερινότητας, όπως ο «νεκρός της Αμφίπολης» (αλλά και το κτίριο του ιδρύματος Νιάρχου στο Φάληρο).

Προλεγόμενα

“the real  tragedy  is that social-housing tenants  have rights to precious  city-centre properties.”

Patrik Schumacher (Frearson, 2016)

Ειδικό ενδιαφέρον στα καθ' ημάς, έχει και η χρήση του λόγου περί ελληνικότητας εδώ, με 100% αρνητική χροιά πλέον, τονίζοντας την απόσταση από την δυτική “κανονικότητα”, την αποτυχία να συγκλίνουμε (και άρα την ανάγκη να προσπαθήσουμε περισσότερο, αφήνοντας κατά μέρος τις αμφισβητήσεις) και την ταύτιση της αμφισβήτησης οποιουδήποτε στοιχείου της εκσυγχρονιστικής ατζέντας με οπισθοδρόμηση, ανατολή και στο βάθος -από ορισμένους δημοσιολόγους- την άρνηση της αυθεντικής ελληνικότητας που ταυτίζεται κατά βούληση με τον ορθολογισμό, τους τεχνοκράτες, τους επαϊοντες και την αριστεία.
Η εργασία θα επικεντρωθεί στην απόπειρα συγκρότησης αυτού του λόγου στο παρόν, εστιάζοντας στις εν εξελίξει προσπάθειες να παγιωθεί με συγκεκριμένους υλικούς τρόπους, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας να διαμορφωθούν σταθερές σχέσεις εξουσίας και ιδεολογικής ηγεμονίας στο μετά την κρίση τοπίο, θίγοντας και τα γενικότερα αίτια που η «νεωτερικότητα» επιλέγεται πανευρωπαϊκά να αντικαταστήσει -ως κυρίαρχη κουλτούρα, αλλά και ως αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και της κοινωνίας των ιδιωτών- την πολυπολιτισμικότητα, την ισοτιμία των αφηγήσεων και τον σχετικισμό που κυριάρχησε και υιοθετήθηκε στο παρελθόν στον ίδιο χώρο της ενωμένης  Ευρώπης, και από την κεντρική εξουσία και από τους οργανικούς διανοούμενους, παρ' όλο που πολύ πρόσφατα εν όψει της ανόδου λαϊκιστικών ρευμάτων που ενσωματώνουν αυτήν την ίδια ρητορική σε μια εθνικιστική/ευρωσκεπτικιστική λογική, υπάρχει μια αμφιθυμία και ένας σχετικός προβληματισμός στους ίδιους κύκλους.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αμφισημίας στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής, αποτελούν η Μπιενάλε αρχιτεκτονικής του 2016 που ασχολήθηκε με τα κοινά, με την οικονομική κρίση και τρόπους διαχείρισης των πληττόμενων, μετακινούμενων πληθυσμών (πρόσφατες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές), καθώς και το πρόσφατο, φετινό βραβείο Pritzker που δώθηκε σε ένα τοπικό γραφείο της Καταλωνίας με έδρα την μικρή πόλη Όλοτ, τους RCR Arquitectes. Αυτές οι περιπτώσεις έρχονται σε αντιπαράθεση με μια αρχιτεκτονική της παγκοσμιοποίησης η οποία έχει συνδεθεί με τα έργα μεγάλων πολυεθνικών αρχιτεκτονικών γραφείων που φέρουν το όνομα κάποιου starchitect και αναλαμβάνουν αντίστοιχες δουλειές απευθυνόμενες στο κατ’ εξοχήν προνομιακό κομμάτι της κοινωνίας. Ο Patrik Schumacher του γραφείου «Zaha Hadid Architects» διατυπώνει χαρακτηριστικά και απροκάλυπτα την πρόθεσή του για  ιδεολογικοποίση της αρχιτεκτονικής προς όφελος της κυρίαρχης τάξης. Κείμενα του με αποκορύφωμα τις πρόσφατες δηλώσεις του προκάλεσαν πληθώρα αντιδράσεων και οδήγησαν στο να του δοθεί το προσωνύμιο «ο Τραμπ της Αρχιτεκτονικής» προσπαθούν να συνδέσουν την παραμετρική αρχιτεκτονική με το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό αφήγημα (Spencer, 2011).
Στόχος της εργασίας είναι παράλληλα να διερευνήσει και τους τρόπους με τους οποίους η έννοια της "νεωτερικότητας" (του μοντέρνου και του εκσυγχρονισμού κατ’ επέκταση) επιβάλλεται στην ελληνική κοινωνία διαχρονικά[1] ως βιοπολιτικό εργαλείο -δηλαδή ως μηχανισμός οργάνωσης ομάδων και συλλογικοτήτων  γύρω από συγκεκριμένες πολιτικές ή ιδεολογικές ατζέντες, με πρόσχημα ένα εξ ορισμού και διαχρονικά ζητούμενο  "μοντέρνο" ήθος.
Στο πλαίσιο αυτό θα εξεταστούν σημερινά «ορόσημα» -και ο καθεστωτικός πολεμικός λόγος που τα συνοδεύει- και θα γίνει εκτεταμένη αναφορά στα προηγούμενα στάδια της ελληνικής νεωτερικότητας και σε αντίστοιχα «ορόσημα» προκειμένου να καταδειχθεί ότι πρόκειται για επανάληψη κοινών τόπων με τον ίδιο λειτουργικό ρόλο σε παρεμφερή αφηγήματα που εξελίσσονται διαχρονικά και αυτονομημένα στο πεδίο των ιδεών.
Ειδικότερα μέσω αυτών των αναφορών θα επιχειρηθεί να υποστηριχθεί πώς -τώρα όπως και τότε- η πολιτική, η ιδεολογία και η κουλτούρα, η αισθητική και ειδικά το φαινόμενο του ελληνικού μοντερνισμού, συναρθρώνονται αδιαχώριστα σε μονόδρομη σχέση (client/server) με τα έξωθεν προερχόμενα ρεύματα και τάσεις, και πάντα διαμεσολαβημένα από την κυρίαρχη ιδεολογία. Αντίστοιχα πώς σε κάποιες περιπτώσεις οι εξελίξεις στο πεδίο της αισθητικής απηχούν διαχρονικά και ευθέως, πολιτικές αντιπαραθέσεις και κοινωνικές εντάσεις της εποχής, ενώ σε άλλες αποτελούν καθαυτές εύκολη λεία για αξιοποίηση -από το εσωτερικό και το εξωτερικό- συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Τελικά θα χαρτογραφηθεί με υλιστικό τρόπο το πώς η πολιτική, τα συμφέροντα, οι ανάγκες που βρίσκονται συνεχώς σε σύγκρουση χρησιμοποιούν κι επηρεάζουν την αρχιτεκτονική διαχρονικά στην Ελλάδα.
Έχει συμβάλει σταδιακά στην οικοδόμηση ενός συλλογικού φαντασιακού -αποτελούμενου σε μεγάλο βαθμό από κοινούς τόπους και φαντασιώσεις- γύρω από την αισθητική γενικά, αλλά και γύρω από τον ρόλο της ιδιωτικής κατοικίας ως συμβόλου κοινωνικής ανόδου, όπως κατ' αναλογία και το ρόλο των επεμβάσεων στο δημόσιο χώρο προκειμένου να αντανακλά την κοινωνική πρόοδο και τη σύγκλιση με την δύση. Αυτό το pattern διατηρεί, λόγω αδράνειας, τη δυναμική του και μετά την κρίση, και χρησιμοποιείται στις προτροπές για μια νέα απόπειρα σύγκλισης.
Πώς θα αναδειχθεί ο τρόπος με τον οποίον εντάσσεται η μοντέρνα κυρίως αρχιτεκτονική στα αντίστοιχα αφηγήματα;
Καταρχάς με μια απόπειρα αποδεικτικής επιχειρηματολογίας βασισμένη πάνω στην  υπόθεση ότι τα μνημεία τεκμηριώνουν τη βαθύτερη ανάγνωση του ιστορικού “context” στο οποίο εντάσσονται, επιβεβαιώνοντας διαχρονικά τη βιοπολιτική  διάσταση της αρχιτεκτονικής πράξης, με τη βοήθεια κριτικών εργαλείων και εννοιών που αναπτύχθηκαν για να αναδείξουν, να εξετάσουν και να ασκήσουν κριτική στους τρόπους αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.    
Ταυτοχρόνως, γίνεται μια διερευνητική, ακόμη και επικριτική/αποδομητική  ανάλυση[2], του “κεκτημένου” του μοντέρνου -και του μεταμοντέρνου ως συνέχειας/αναβάθμισης στα πλαίσια της 4ης τεχνολογικής επανάστασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ψηφιακή, εποχή των εικόνων, ύστερος καπιταλισμός) και όχι ως διαφορετικής ή αντίθετης αντίληψης της μοντέρνας (Fredric Jameson, Postmodernism or the cultural logic of late capitalism)- όπως διατυπώνεται από τα ίδια τα καταστατικά του κείμενα και τις διακηρύξεις περί αρχών, προθέσεων και στόχων του. Σκοπός είναι να εξεταστεί μήπως εντέλει ο εκσυγχρονιστικός, νεωτερικός λόγος -που επιβεβαίωνε πανηγυρικά τον θετικό χαρακτήρα της πολιτισμικής  στροφής  που αναδύθηκε  με τη συνειδητοποίηση της  χρεωκοπίας του ιστορικισμού,  και της αλλαγής παραδείγματος η οποία συντελέστηκε στο πεδίο της επιστήμης/φιλοσοφίας και της ιδεολογίας- ήταν κατά βάση ένας πολιτικός λόγος ανοιχτός εξ αρχής σε εργαλειοποίηση, και κατέληξε εν πολλοίς καθεστωτικός -παρά τις αντιθέσεις- και συντηρητικός του status quo.  
Ο Μαρξ εντοπίζει στο εποικοδόμημα (υπερδομή) το νομικό πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο δηλαδή το ίδιο το κράτος, το νομικό σύστημα, την ηθική, τον πολιτισμό, τη θρησκεία – συνολικά δηλαδή την ιδεολογία. Το κάθε κοινωνικοπολιτικό σύστημα (καπιταλισμός) για να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να συντηρεί και να εξελίσσει πέρα από τις τεχνολογίες και τα μέσα παραγωγής, τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και σε οξυμένες περιόδους να εφαρμόσει την καταστολή μέσω της υλικής βίας. Το κράτος δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια ουδέτερη κυβερνητική  μεταφορά όλων των υποκειμένων ενός κοινωνικού σχηματισμού αλλά αντίθετα μεταφορά της κυριαρχίας ενός ατόμου, υποκειμένου, κοινωνικού στρώματος ή τάξης.
Ο Gramsci χρησιμοποιούσε τον όρο ηγεμονία, για να ορίζει την κυριαρχία μιας κοινωνικής τάξεως επί των άλλων (π.χ. αστική ηγεμονία). Αυτή αντιπροσωπεύει όχι μόνο τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, αλλά επίσης την ικανότητα της κυρίαρχης τάξεως να προβάλλει τη δική της κοσμοθεωρία, ούτως ώστε αυτοί που είναι υποτελείς της να τη δέχονται ως ‘λογική’ και ‘φυσική’.
Ο Althusser δίνει μεγάλη έμφαση στα στοιχεία της υπερδομής και κυρίως στην ύπαρξη της φανταστικής τάξης -ιδεολογίας- μέσα σε αυτήν και τον έλεγχο της από τις δομές της εξουσίας. Το κράτος ως εκπρόσωπος του ελέγχου από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη αλλά και ισορροπιστής των διαταξικών και ενδοταξικών συγκρούσεων, χρησιμοποιεί ιδεολογικούς μηχανισμούς για την αναπαραγωγή του κοινωνικού μοντέλου που αντιπροσωπεύει. Στην προ-αστικοδημοκρατική διακυβέρνηση ο θρησκευτικός μηχανισμός είναι αυτός που έχει το ρόλο να αναπαράγει τα κυρίαρχα ιδεολογήματα. Η εκπαίδευση, η ηθική, τα τελετουργικά, η τέχνη, οι νόρμες συμπεριφοράς ακόμα και η υλική τιμωρία, όλα περνάνε από τα χέρια της εκκλησίας.Ιδιαίτερο ρόλο κατέχει ιστορικά ο θεσμός της οικογένειας αλλά και το μόρφωμα της εκπαίδευσης το οποίο είναι και το κεντρικό όργανο στην αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, τόσο στην υλική κατανομή των υποκειμένων όσο και στην ιδεολογία: Οι βαθμίδες της εκπαίδευσης κατατάσσουν τους αυριανούς εργαζόμενους σε θέσεις παραγωγής όχι μόνο σε επίπεδο τεχνικών δεξιοτήτων αλλά και σε επίπεδο ιδεολογίας. (On the reproduction of capitalism ideology and ideological state apparatuses, Αλτουσέρ, 2014)
Με τον όρο «βιοπολιτική» εννοείται η έννοια που πρώτος ανέπτυξε ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ  σύμφωνα με την οποία, η πολιτική διαμορφώνει και μορφοποιεί τη ζωή του ανθρώπινου είδους στο σύνολο του. Είναι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές...
Είτε ως μορφή συστηματικής και εξονυχιστικής κοινωνικής ρύθμισης από τη γραφειοκρατία, είτε ως ένα μοντέλο μεταφοράς της αγοραίας ορθολογικότητας σε χώρους μη οικονομικούς όπως η οικογένεια, η γεννητικότητα ή αναπαραγωγή και η παρανομία / παραβατικότητα, η βιοπολιτική τέμνει εγκάρσια σχεδόν κάθε μοντέλο φιλελεύθερης διακυβέρνησης, όπου αυτό έχει εφαρμοστεί. Για τον Φουκώ το σώμα είναι ο στόχος της άσκησης της εξουσίας ώστε να γίνει πειθήνιο, παραγωγικό, πολιτικά και οικονομικά χρήσιμο. Οι σχέσεις εξουσίας δεν βρίσκονται σε εξωτερική θέση αναφορικά με άλλους τύπους σχέσεων (οικονομικές διαδικασίες, σχέσεις γνώσης, σεξουαλικές σχέσεις) αλλά είναι ενύπαρκτες σ’ αυτές.

 

Ολόκληρη η εργασία εδώ.

———

[1] O εκσυγχρονισμός δεν είναι βέβαια υπόθεση της δεκαετίας του 1990. Με διαφορετικές λέξεις και όρους, εκφράζει ένα πλαίσιο στην ελληνική πολιτική από τότε που η Ελλάδα έγινε κράτος. Στο βαθμό δηλαδή που άλλαζαν τα πρότυπα στη Δυτική Ευρώπη, η Ελλάδα έτεινε, ή ήταν υποχρεωμένη, να τα ακολουθεί.

[2] Όπως κάνει ο Tafuri στο βιβλίο του «Architecture and Utopia. Design and Capitalist Development». Ο Fredric Jameson στο κείμενο του «Architecture and the critique of ideology» συνδέει το σχεδόν μηδενιστικό, όπως το χαρακτηρίζει, διαλεκτικό βιβλίο του Tafuri με τα κείμενα του Adorno (σχολή της Φρανκφούρτης) που ανέπτυξε την αρνητική διαλεκτική. Ο Tafuri ήταν μεταμαρξιστής στην Ιταλία, επηρεασμένος από το ακροαριστερό κίνημα των «operaists» (εργατιστών) και τον φίλο του Massimo Cacciari (http://thecityasaproject.org/2011/03/pier-vittorio-aureli-manfredo-tafuri/). Μετά την ρεφορμιστική στροφή και την αποδυνάμωση του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, μια ομάδα ακροαριστερών που οργανώθηκαν γύρω από την εφημερίδα «Quaderni Rossi» και ο Tafuri επηρεασμένος από αυτούς, αποκήρυξαν οποιαδήποτε προσπάθεια για μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος. Επηρεασμένος από αυτές τις ιδέες έγραψε το «Architecture and Utopia. Design and Capitalist Development. » στο οποίο αναλύει το πώς η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία δεν μπορούν να αποτελέσουν φορείς της οποιαδήποτε αλλαγής καθώς λειτουργούν πλήρως στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος και αξιοποιούνται για την αναπαραγωγή και εδραίωσή του. Ο Jameson στο κείμενο του χρησιμοποιεί την γκραμσιανή έννοια της ιδεολογικής ηγεμονίας συνδυασμένη με τις αναλύσεις του Henri Lefebvre περί κινημάτων πόλης, για να δώσει μια πιο αισιόδοξη οπτική. Με παράδειγμα την «κόκκινη Μπολόνια» μιλάει για θύλακες που μπορούν να επηρεάσουν την περιφέρειά τους, αποτελώντας παραδείγματα. (Architecture, Criticism, Ideology. Jameson)