Απόψεις

«Θερμά θαλάσσια λουτρά»: Ένα κατοχικό θέρος

23/07/2017

Νίκος Σκοπλάκης

Το 1943 είναι μια κρίσιμη χρονιά ανακατατάξεων, αντιστασιακών κινητοποιήσεων και κοινωνικών διεκδικήσεων. Το καλοκαίρι είναι θερμό από νωρίς (σαν το προηγούμενο, του 1942). Ιδίως τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ο καύσωνας στην Αθήνα και τον Πειραιά φτάνει κατά διαστήματα τους 41 βαθμούς. Σε μεγάλα τμήματα της πόλης, οι συνθήκες δημόσιας υγιεινής είναι απελπιστικές. Ο κατοχικός δήμαρχος Αθηναίων, Άγγελος Γεωργάτος, επαναλάμβανε τις στομφώδεις εκκλήσεις: «Ελαττώσατε τον όγκον των απορριμμάτων καίγοντας ό, τι είναι δυνατόν να καεί. Θεωρήσατε την καθαριότητα της πόλεως προσωπικόν σας ζήτημα και ενισχύσατε τας προσπαθείας των αρμοδίων, ώστε το καλοκαίρι να περάσει χωρίς κίνδυνον αρρώστιας».

Φωτογραφία 1: Κάποιο θερινό κατοχικό απομεσήμερο, μια πομπή Γερμανών στρατιωτών με καλοκαιρινή στολή, διασχίζει την Ομόνοια από τα Χαυτεία με κατεύθυνση την οδό Πειραιώς ή την οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Στα δεξιά τους, αφήνουν το κτίριο του διάσημου – τότε – εστιατορίου «Ελλάς, όπως και το κτίριο του «Μεγάλου Ξενοδοχείου Το Ελληνικόν» (Ομονοίας 4 και 3ης Σεπτεμβρίου 1), το οποίο γκρεμίστηκε τη δεκαετία του ’50. Εκεί βρισκόταν και το διάσημο καφενείο «Το Στέμμα», όπου συγκεντρώνονταν οι ηθοποιοί για να βρουν δουλειά.

Ήδη μέσα στον Ιούνιο, οι κάτοικοι του Περάματος απειλούνται με θάνατο από δίψα: ο ιδιώτης που είχε συμβληθεί να μεταφέρει στην κοινότητα νερό με τα βυτία του, παύει από τις 25.6.1943 να εκτελεί τις υποχρεώσεις του. Οι διαπραγματεύσεις για προμήθεια πόσιμου νερού από τον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου και από τον Πειραιά περιπλέκονται. Το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στην Αθήνα και τον Πειραιά εξαρτάται από την πώληση ή διανομή πάγου για να διατηρήσει στοιχειωδώς τα ελάχιστα τρόφιμα που εξασφαλίζει με μύριους κόπους. Μολονότι επισήμως ισχύει διατίμηση στον πάγο, η διάθεσή του γίνεται έρμαιο αισχροκέρδειας και τεχνητών ελλείψεων. Τον Ιούνιο του 1943 κάνουν την εμφάνισή τους διαφημίσεις εταιρειών που διαθέτουν ψυγεία πάγου «με σχήμα σαν των ηλεκτρικών» και απευθύνονται σε μια μικρότερη κατηγορία του πληθυσμού. Μια πολύ μικρότερη διαθέτει από τον πλούτο της για ηλεκτρικά. Ούτε ο φόβος της λειψυδρίας αφορά όλους. Σε ορισμένες περιοχές της Αθήνας και των προαστίων της, κάποιοι δεν ενδιαφέρονται για έξοδα και δεν διστάζουν να ξοδεύουν όσο νερό τους αρέσει. Η ανακοίνωση του υπουργείου Συγκοινωνίας (6.7.1943) καταγράφει διακριτικά: «παρατηρείται ακόμη ότι πολλοί υδρολήπται εξακολουθούσι να ποτίζωσι κήπους και να χρησιμοποιώσι το πόσιμον ύδωρ προς πλύσιν αυτοκινήτων, αυλών κλπ. Ως εκ τούτου, σημειούται μεγάλη κατανάλωσις ύδατος εκθέτουσα το σύνολον των κατοίκων των δύο πόλεων και των προαστίων των εις άμεσον κίνδυνον».

Φωτογραφία 2: Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, φορτηγό γεμάτο κόσμο κινείται στην οδό Πανεπιστημίου με κατεύθυνση το νότιο παραλιακό μέτωπο.

Ένα ιδιαίτερο τμήμα αυτού του «συνόλου», βεβαίως, μπορούσε να προμηθεύεται «ιαματικά επιτραπέζια ύδατα Καραντάνη» από το πρατήριο στην Πεσμαζόγλου 3 ή να παγώνει σαμπάνιες «Dan Dhoris, Cordon d’or» από παλιό γαλλικό κρασί, οι οποίες διατίθενται στην αποκλειστική αντιπροσωπεία DAN, Γ΄ Σεπτεμβρίου 63Α. Το καλοκαίρι του 1943, τα εργατικά ημερομίσθια κυμαίνονται από 2.200 έως 5.000 δρχ. Μια οκά πατάτες κοστίζει 4.000 δρχ. και οι καλές ντομάτες τιμώνται τουλάχιστον 6.000 δρχ. Στις βεράντες διαμερισμάτων των συμπιεσμένων μεσοστρωμάτων τα λαχανικά αντικαθιστούν τα λουλούδια. Ωστόσο, με απεύθυνση στους κερδισμένους διαφόρων διαβαθμίσεων, ξεφυτρώνουν το ίδιο καλοκαίρι ταβέρνες «δροσόλουστοι», για «καλοφαγάδες»: Ο «Καγκελάρης», στη Χαιρεφώντος 11 με πλήρη ορχήστρα, βαριετέ, ακροβατικά νούμερα. Η ταβέρνα «Γ. Σαραντίδη», Πατησίων-Ιθάκης 40. Οι «Κληματαριές» (Αχιλλέως 67, Μεταξουργείο), που συνδυάζουν στη διαφήμισή τους το κοκορέτσι, το ψητό αρνί, τα τηγανητά συκωτάκια και τα ψάρια σχάρας με ορχήστρα τζαζ. Στις 21.7.1943, σχολιογράφος αθηναϊκής εφημερίδας παρατηρεί ότι εκείνοι που «κατόρθωσαν να κερδίζουν μερικά χιλιόδραχμα αυτής της εποχής εννοούν να μεθύσκωνται και να αυθαδιάζουν εις τας οδούς».

Φωτογραφία 3: Διαφήμιση ρουλέτας για μαυραγορίτες και άλλους νεόπλουτους δοσίλογους, η οποία είχε ανακαινισθεί για τη θερινή σεζόν με νέα διεύθυνση. Η οδός Πελλήνης είναι μια μικρή παράλληλος της οδού Κοδριγκτώνος, μεταξύ Πατησίων και Γ΄ Σεπτεμβρίου.  

Γνωστό είναι, επίσης, ότι η κυβέρνηση Ράλλη, παρά τους υποκριτικούς σχετλιασμούς, μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες ανακοινώνει ότι η πολιτική της στον τομέα του εμπορίου είναι η...ελευθερία των συναλλαγών και των τιμών (30.6.1943). Τα κρούσματα αισχροκέρδειας σε τρόφιμα, βαμβάκι, φάρμακα και φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα αυξάνονται καθημερινά, ενώ καταγράφεται απόκρυψη τσιγάρων ή διάθεσή τους λιανικώς σε εξωφρενικές τιμές. Για την πάταξη του «εσωτερικού εχθρού», αντιθέτως, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (180ο φύλλο) καινούργιο νομοθετικό διάταγμα σχετικά με τη συγκρότηση «τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων εξ εφέδρων οπλιτών». Τα δισκία χλωραμίνης «δια τας επιδημίας του καλοκαιριού» είναι ένα σπάνιο αγαθό για τους πολλούς, αλλά αφθονούν οι ταγματασφαλίτες.

Φωτογραφία 4: Μία από τις δοσιλογικές προπαγανδιστικές αφίσες, που κυκλοφορούσαν ευρύτατα το καλοκαίρι του 1943.

Η αφόρητη ζέστη ωθούσε τον πληθυσμό προς το νότιο παραλιακό μέτωπο, με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας. Οι περισσότεροι έφταναν μέχρι εκεί που άντεχαν τα πόδια τους ή στριμώχνονταν στα λεωφορεία τύπου «γκαζοζέν» προς το Παλαιό Φάληρο. Οι πιο τολμηροί προχωρούσαν μέχρι και τη Βάρκιζα, όπου έφτιαχναν πρόχειρες καλύβες κάτω απ’ τα δέντρα.

Φωτογραφία 5: Σπάνια κάρτα, που είχε εκδοθεί λίγο πριν τον πόλεμο από το «Ελληνικό Γραφείο Τουρισμού» στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά∙ αντίτυπά της εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν και επί κατοχής. Το Καβούρι, η Βουλιαγμένη και η Βάρκιζα υπήρξαν αγαπημένοι ερημικοί – τότε – προορισμοί κατασκηνωτών, ακόμα και στα δύσκολα καλοκαίρια 1942 με 1944.

Φωτογραφία 6: Πλήθος κόσμου στην παραλία του Φαλήρου (η φωτογραφία είναι του Κ. Παράσχου από το 1943).
Πολυσύχναστες ήταν οι «μπανιέρες» της Καστέλας, αλλά και το Καλαμάκι και το Χασάνι (Ελληνικό). Εκεί, στον συμμαχικό βομβαρδισμό του αεροδρομίου την Κυριακή 27.6.1943, βόμβες έπεσαν μεταξύ του κόσμου που είχε κατακλύσει την ακτή. Καταμετρήθηκαν 26 νεκροί και 45 τραυματίες. Η συγκοινωνία προς και από το Έντεν του

Φαλήρου διακόπηκε και ένα πυκνό πλήθος κατευθύνθηκε πανικόβλητο προς την Αθήνα με τα πόδια.

Φωτογραφία 7: Στην ουρά για το γκαζοζέν της επιστροφής από το Έντεν του Φαλήρου προς την Αθήνα, κάποιο καλοκαιρινό απομεσήμερο (φωτογραφία του Κ. Παράσχου από το 1943).

Υπήρχαν, όμως, και εκείνοι που νοίκιαζαν διαφόρων ειδών ταξί, των οποίων το κοντέρ έγραφε 80.000 δρχ. για επτά χιλιόμετρα (δηλ. 160.000 δρχ. με επιστροφή). Υπήρχαν κι άλλοι με αυτοκίνητο, άστρο μετακίνησης και βενζίνη ή συσκευή αεριογόνου, που διέθετε η ΜΑΡΜΠΕΛ Α.Ε., Μάρνη 15Β, σε συνεταιρισμό με ιταλική εταιρεία. Αυτοί, συνήθως, μπορούσαν μετά το θαλάσσιο μπάνιο να φάνε στην ψαροταβέρνα του Μάρκου στο Φάληρο: σε έναν μικρό μώλο με καΐκια, ανάμεσα σε τζιτζιφιές και μοσχοϊτιές, με αντίτιμο πολλές χιλιάδες δραχμές, γεύονταν πετρομπάρμπουνο, συναγρίδα, φαγκρί, γοφάρι. Την ίδια περίοδο, συνεχίζονταν τα φειδωλά συσσίτια και η διανομή οσπρίων στην υποσιτιζόμενη πλειονότητα, ενώ το υπουργείο Επισιτισμού παρουσίαζε σαν «επιτυχία» τη διανομή σε πακέτα ειδικού σκευάσματος για σούπα στα παιδιά και τους έφηβους ηλικίας 2 έως 18 ετών: άλευρα από αλεσμένα μπιζέλια με ζωμό κρέατος.

Ειδικά λεωφορεία εκτελούσαν διαδρομές και προς τη Βόρεια Αττική, έναντι του πανάκριβου εισιτηρίου των 5.000 δρχ. Σε διάφορα σημεία, προσφέρονταν παραθεριστικές επαύλεις για παλιούς και νέους πλούσιους. Ενδεικτικά, μια αγγελία από τις 3 Ιουλίου 1943 πρόσφερε προς ενοικίαση έπαυλη στην Εκάλη με νερό, τηλέφωνο, ηλεκτρικό και κτήμα με οπωροφόρα δέντρα. Ενώ η προπαρασκευή για προγράμματα παιδικών εξοχών, που είχε ανακοινωθεί, αποδείχτηκε κενό γράμμα, το καλοκαίρι του 1943 καταγράφηκε ζήτηση για επαύλεις παραθερισμού. Σε βαθμό που ο φασίζων Σπύρος Μελάς αισθάνθηκε υποχρεωμένος να παρουσιάσει τις θυσίες αυτών των παραθεριστών σε κείμενο της 10ης Ιουλίου 1943, ένα ρεσιτάλ καθεστωτικού γκροτέσκου που διαχρονικά καλλιεργείται στην «Καθημερινή». Έγραφε, λοιπόν, μεταξύ άλλων:
«Οι πολυκατοικίες της Αθήνας σάς κάνουν τουλάχιστον αυτή την ευεργεσία, να ρίχνουν λίγη σκιά. Αφήνουν μέρη, όπου ο φοβερός αυτός πυρπολητής δεν μπορεί να γλιστρήσει. Εδώ είμαστε σ’ επαύλεις, τριγυρισμένες από κήπους, όπου μας πολιορκεί απ’ όλες τις πλευρές, σαν εχθρός επίμονος κι αδυσώπητος. Δεν κοτάμε να ξεμυτίσουμε, μάς υποδέχεται με πυρά εντατικά. Υπάρχει ένας πανικός της ζέστης, που τον δοκιμάζουμε σ’ όλη του την τραγικότητα. [...] Αλίμονο, αν έχουμ’ ανάγκη να κατεβούμε στην Αθήνα! Αρχίζει το στρίμωγμα, το ξεθέωμα [...]. Έχουμε δουλειές, μάς χρειάζονται πράγματα, θέλουμε να ιδούμε ένα έργο στο θέατρο, δεν μπορούμε να ζούμε σαν χωριάτες. Κι από την άποψη αυτή, τα ελληνικά θέρετρα είναι αληθινά φέρετρα. Ευκολία καμιά. Και μόνη διασκέδασις η τράπουλα».

Φωτογραφία 8: Διαφήμιση του θερινού κοσμικού κέντρου «Μέλισσα» στην Εκάλη, το οποίο λειτούργησε απρόσκοπτα και μέσα στην κατοχή για «παραθεριστές» σαν αυτούς που περιγράφει ο Σπύρος Μελάς.

Γι’ αυτούς τους «κατατρεγμένους», τον Ιούλιο του 1943, οι υποδηματοποιίες «Μπρίστολ» (Αδριανού 45) και «Γεωργάτος» (Σταδίου 53, οικογενειακή επιχείρηση του κατοχικού δημάρχου) ανακοίνωναν το καλοκαιρινό τους εμπόρευμα, ενώ η «Nivea» έκανε διαφημιστική καμπάνια με το σλόγκαν, «Χαρούμενη πηγαίνει στην ακρογιαλιά».
Άλλωστε, εκείνο το ίδιο καλοκαίρι του 1943, ο Χέλμουτ Χέφινγκχοφ, εμπορικός ακόλουθος της Γερμανίας στην Ελλάδα, σημείωνε σε άρθρο του με τίτλο «Η κατά τον πόλεμον ελληνική οικονομία» (στο περιοδικό του Γερμανο-ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, «Γερμανο-ελληνικά οικονομικά νέα», τεύχος 1, Ιούνιος 1943): «[…] Διετηρήθησαν οι υφιστάμενοι κανόνες εισαγωγής και εξαγωγής. Το εξωτερικόν εμπόριον εξακολουθεί να βασίζεται επί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ενός εκάστου εμπορικού Οίκου. Επιστοποιήθη ότι το σύστημα τούτο επέτυχεν. Δέον να αναγνωρισθεί ότι όλοι οι οξυδερκείς ελληνικοί οικονομικοί κύκλοι υπεστήριξαν εμπράκτως τας προσπαθείας των ειδικών πληρεξουσίων προς σωτηρίαν της Ελλάδος εκ της πείνης, της δυστυχίας και της πλήρους οικονομικής καταστροφής. Μεγάλην βοήθειαν παρέσχεν επί του προκειμένου το ιδιαίτερον τάλαντον της εφευρετικότητας του Έλληνος επιχειρηματίου. […] Μοναδικόν ζήτημα είναι το να περισώσει κανείς ό, τι δύναται μέχρι πέρατος του πολέμου από το οικονομικόν κεφάλαιον της Ελλάδος. Μόνον μετά τον πόλεμον θα δυνηθεί ο τολμηρός Έλλην έμπορος να εργασθεί με όλας του τας δυνάμεις και να κατορθώσει να δημιουργήσει την θέσιν του εις την νέαν ευρωπαϊκήν οικονομία». Κοινώς, η αφαίμαξη των δημόσιων πόρων και η λεηλασία της κοινωνίας εδραιωνόταν και καθιερωνόταν ποικιλοτρόπως σε business με προοπτικές τεράστιας κερδοφορίας για τους (μεταπολεμικούς εθνικόφρονες) επιχειρηματίες. Την ίδια περίοδο, ο δοσιλογικός «Οικονομικός Ταχυδρόμος» έγραφε ότι μόνο κατά το πρώτο εξάμηνο του 1943 είχαν ιδρυθεί 43 καινούργιες ανώνυμες εταιρείες και αναλάμβανε να αναστηλώσει επιχειρηματικές υπολήψεις, συγκαλύπτοντας με τα εύσημα της ευκαιριακής ελεημοσύνης τη στυγνή λεηλασία, στην οποία συμμετείχαν: «Η μια μετά την άλλην, αι επιχειρήσεις κατέρχονται εις το πεδίον όχι απλώς των γενναιοδώρων χειρονομιών, αλλά αυτών των θυσιών δια να ελαφρώνουν την δυστυχίαν που τας περιβάλλει. Αναφέρομεν ως αξίαν εξάρσεως την μηνιαίαν χορηγίαν ποσού 100 εκατομμυρίων δραχμών υπό της Πειραϊκής-Πατραϊκής Α.Ε. δια τους απόρους του νομού Αχαΐας. Επίσης, την δωρεάν ημίσεως δισεκατομμυρίου υπό της Ομοσπονδίας εδωδιμοπωλών».

Γι’ αυτό, όμως, το καλοκαίρι του 1943 ήταν και το καλοκαίρι των μαζικών κι αιματηρών αγώνων αντίστασης στην καταπίεση, την εξαθλίωση, τον φασισμό. Στις 22 Ιουλίου 1943 κηρύχτηκε πανεργατική απεργία και το ΕΑΜ κάλεσε στο συλλαλητήριο – ορόσημο, με αφορμή την επικείμενη παράδοση της Βόρειας Ελλάδας στο φασιστικό καθεστώς της Βουλγαρίας.  «Θάνατος στον φασισμό - Λευτεριά στον Λαό» φώναξαν εκατοντάδες χιλιάδες λαού. Και είχαν απέναντί τους όχι μόνο τα τεθωρακισμένα και τα ένοπλα τμήματα των γερμανικών δυνάμεων, αλλά και εκείνους τους θεράποντες της «υπευθυνότητος», της «σωφροσύνης», της «συνέχειας του κράτους», δηλαδή ενόπλους της Ειδικής Ασφάλειας, της χωροφυλακής, Έλληνες γκεσταπίτες. Η συμμετοχή τους στο μακελειό, από την οδό Αθηνάς μέχρι την οδό Σκουφά, θα τιμηθεί δεόντως ως συνεισφορά εναντίον «διαδηλώσεως αναρχικών στοιχείων τη 22 Ιουλίου 1943». Μάλιστα, υπαξιωματικοί της χωροφυλακής και ο Καίσαρης της Ειδικής Ασφάλειας θα έπαιρναν προαγωγή για τον ζήλο τους.

Φωτογραφία 9: Το στιγμιότυπο αυτό είχε ληφθεί από Γερμανό στρατιώτη, κατά το ταραγμένο καλοκαίρι του 1943. Το γερμανικό τεθωρακισμένο κινείται προς την οδό Σταδίου, ενώ κόσμος παρακολουθεί από τη μεριά της πλατείας∙ στο βάθος είναι η οδός Αγίου Κωνσταντίνου. Στα δεξιά διακρίνεται το ξενοδοχείο «Πάνθεον» και στ’ αριστερά το «μέγαρο Ανδρικίδη», που είχε οικοδομηθεί μεταξύ 1938 και 1939. Η διαφημιστική ρεκλάμα, πάνω στην κολώνα στα δεξιά της φωτογραφίας, αφορά τις παραστάσεις του δημοφιλέστατου κωμικού Βασίλη Αργυρόπουλου στο θέατρο «Λυρικόν» (βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μάρνη και 3ης Σεπτεμβρίου). Η παράσταση με τίτλο «Νυμφίος Ανύμφευτος» (ίσως διασκευή γερμανικής κωμωδίας) είχε επαναληφθεί αρκετές φορές από τον θίασο Αργυρόπουλου, μία από αυτές ήταν και στα τέλη Ιουλίου με μέσα Αυγούστου του 1943.

Δεκάδες οι βαρύτατα τραυματισμένοι και τουλάχιστον 15 οι νεκροί∙ όσοι και όσες είδαν τα αιμάτινα ρυάκια να κυλούν στον πρόχειρο σταθμό πρώτων βοηθειών του Οφθαλμιατρείου, δεν ξέχασαν ποτέ. Εκεί βρέθηκε σκοτωμένος από ριπή στην κοιλιά ο ΕΠΟΝίτης Θώμης Χατζηθωμάς, φοιτητής στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, ένα στοχαστικό παιδί που διάβαζε Μαρξ, Φρόιντ και λογοτεχνία. Στη διασταύρωση Ομήρου και Πανεπιστημίου, γερμανικό τεθωρακισμένο πέρασε πάνω από τη 19χρονη Παναγιώτα Σταθοπούλου από τον 7ο τομέα της ΕΠΟΝ. Η συνομήλικη φίλη της, Κούλα Λίλη, ανέβηκε πάνω στην ερπύστρια χτυπώντας οργισμένη με το παπούτσι της, προτού πυροβοληθεί θανάσιμα.

Φωτογραφία 10: Αυτό το στιγμιότυπο έχει ληφθεί από Γερμανό στρατιώτη επί της οδού Ομήρου, λίγο μετά την αιματηρή επέμβαση των γερμανικών τεθωρακισμένων του «Afrika – Schützen – Regiment 963» στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου κατά το παλλαϊκό συλλαλητήριο της 22ης Ιουλίου 1943. Ομάδες διαδηλωτών έχουν εγκλωβιστεί, ένα κορίτσι βρίσκεται τραυματισμένο στο οδόστρωμα και άλλοι τρέχουν ν’ απομακρυνθούν από το σημείο.
H υφαντουργίνα Όλγα Μπακόλα προσπάθησε να σταματήσει με το σώμα της άλλο γερμανικό τεθωρακισμένο στην οδό Αμερικής και λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε στα βαρύτατα τραύματά της. Υπό καταιγισμό πυρών των Γερμανών, της Ειδικής και των χωροφυλάκων, μια ομάδα διαδηλωτών σήκωσε στα χέρια έναν από τους πρώτους σκοτωμένους στην οδό Αθηνάς. Ανάμεσα στους νεκρούς συγκαταλέγονταν κι άλλοι δύο ΕΠΟΝίτες φοιτητές, ο Θανάσης Τεριακής (Μηχανολόγοι-Ηλεκτρολόγοι ΕΜΠ) και ο Θεωνάς Μαυρομματίδης.

Τις επόμενες μέρες, μαζί με τους επίτιτλους «Να τιμωρηθούν αυστηρώς!» του δοσιλογικού τύπου, διαβάζει κανείς την απρόσκοπτη συνέχεια στη μετάδοση προγράμματος κοσμικών κέντρων από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών και για τη θερινή περίοδο. Εκεί που χρειάζονται διαφημιστικά φυλλάδια όπως το παρακάτω από το ίδιο καλοκαίρι του 1943: «Εις όλα τα πάρτυ και τας κοσμικάς συγκεντρώσεις, διακρίνονται πάντα οι καλοί χορευταί του στούντιο χορού «ΡΕΞ», Χαριλάου Τρικούπη 7. Κρατήσατε την διεύθυνσίν μας! Κάποτε θα σας χρειασθεί!».