Απόψεις

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ: ΝΕΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ

31/12/2017

Πέτρος Σταύρου

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ: ΝΕΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ

 

1. O ΣΥΡΙΖΑ και το Κράτος

Θα ξεκινήσω με τη βασική διαπίστωση της πολιτικής απόφασης της 6ης πανελλαδικής ολομέλειας της ΑΡΚ: Πρώτο συμπέρασμα: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα,  που ηγείται μιας κυβέρνησης που ταυτόχρονα και έχει οικειοποιηθεί το μνημόνιο ως δική της πολιτική και αποτελεί το χρησιμότερο πολιτικό/διαχειριστικό εργαλείο για την υλοποίηση ενός συνολικότερου σχεδίου των δανειστών, των διεθνών και εγχώριων ελίτ για μια ακόμα πιο αντιδραστική ευρωπαϊκή ένωση, για την τερατώδη κοινωνική/οικονομική αναδιάρθρωση που συντελείται στη χώρα.

Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εργαλείο, βραχίωνας μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής πολιτικής του πιο επιθετικού ευρωπαϊκού κεφαλαίου και παράλληλα ένας (όχι ο μοναδικός) από τους εκφραστές των εγχώριων κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες της public issue του αξιόπιστου Γιάννη Μαυρή φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε τα πληβειακά στρώματα μπροστά στην επιθετικότητα του διεθνούς αλλά και εγχώριου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και ακύρωσε μια ισχυρή τάση ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας που υπήρχε από το 2011 μέχρι και το 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλουμε να τραβήξουμε τις διαπιστώσεις της public issue στα άκρα, θα λέγαμε ότι είναι μοναδική πολιτική δύναμη που όχι απλά υπέκυψε στο ρεφορμισμό αλλά εγκατέλειψε πλήρως τα πληβειακά στρώματα με πρωτοφανή τρόπο, ιστορικά ανεπανάληπτο. Πρόκειται για ένα κόμμα που όχι απλά μετακινήθηκε προς τις διαχειριστικού τύπου λογικές υποταγμένο στο διεθνή συσχετισμό δύναμης αλλά πολύ γρήγορα και χωρίς καμία εσωτερική αντίδραση οικειοποιήθηκε πλήρως το αστικό πρόγραμμα αναμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας που λέγεται “μνημόνιο”.

Η συχνή αναφορά του στους φτωχούς και κατατρεγμένους είναι η αναφορά ενός πολιτικού οργανισμού που διακατέχεται από βικτωριανού τύπου βιοπολιτικές διαχωρισμού και διαχείρισης του γενικού πληθυσμού (το που θα δοθεί το περίφημο  κοινωνικό μέρισμα. Σε ποιους θα κοπεί η δεν θα κοπεί το επίδομα αναπηρίας είναι ορισμένες από τις όψεις αυτής της βιοπολιτικής) και όχι ένα τυπικό ρεφορμιστικό κόμμα που ενώ εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα αστικά συμφέροντα παράλληλα ικανοποιεί και κάποιες βραχυπρόθεσμες λαϊκές απαιτήσεις. 


Πάντως, μιλώντας για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις που διαπιστώνουμε κάτι λιγότερο σύνθετο ή απαιτητικό πχ τη δημιουργία ενός εκλογικού μετώπου επιχειρούμε συνήθως να περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά του αλλά σχεδόν πάντα αγνοούμε ή προσπερνάμε την πιο σημαντική δρώσα αιτία των εξελίξεων, πίσω από την ωμή εμφάνιση των αναγκών και των ιστορικών καταναγκασμών: Σχεδόν πάντα αγνοούμε το κράτος και τους μετασχηματισμούς του. Αν αύριο καταφέρουμε και δημιουργήσουμε έναν νέο πολιτικό φορέα το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε εκτός των εσωκομματικών διαδικασιών είναι ποια θα είναι η σχέση αυτού του νέου φορέα με το κράτος. Τι συμβαίνει λοιπόν στις μέρες μας με το κράτος;

Οι μετασχηματισμοί του σύγχρονου κράτους είναι αυτοί που επιβάλλουν μετασχηματισμούς και στο κομματικό σύστημα. Βέβαια ισχύει και το αντίθετο αλλά δεν είναι τόσο καθοριστικό όσο η πρώτη αιτιότητα Κράτος – Κόμμα και Πολιτικό Υποκείμενο και λειτουργεί μόνο σε περιορισμένη κλίμακα.

Το σύγχρονο κράτος λοιπόν και μάλιστα το κράτος μέλος της ΕΕ έχει θεσμοποιήσει πλήρως τον νεοφιλελευθερισμό, έχει δηλαδή ενσωματώσει τις νεοφιλελεύθερες αρχές, ως αρχές οργάνωσης όλης της κοινωνίας και της οικονομίας. Έτσι, σε επίπεδο ΕΕ, δεν κυριαρχεί ο φαντασιακός νεοφιλελευθερισμός των αγορών και του ελάχιστου κράτους, ούτε ο ευέλικτος αγγλοσαξονικός νεοφιλελευθερισμός του έθνους (Αμερική η χώρα της ελευθερίας και του καπιταλισμού, Αγγλία η χώρα που γέννησε τον καπιταλισμό), αλλά ο ρυθμιστικός νεοφιλελευθερισμός, ο ορντοφιλελευθερισμός της Γερμανίας και των βόρειων χωρών. Σύμφωνα με αυτόν, το θεωρητικό βέλτιστο σημείο λειτουργίας των αγορών δεν επιτυγχάνεται με αυθόρμητο τρόπο αλλά με συγκεκριμένο θεσμικό τρόπο και με απαραίτητη την εμπλοκή του κράτους στην επιβολή μιας σειράς πειθαρχιών. Πάντως, για αποφυγή παρεξηγήσεων ο ορντοφιλελευθερισμός δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με τον επικοινωνιακούς όρους «Γερμανοποίηση» η «Μερκελοποίηση» της Ευρώπης. Ο Ορντοφιλελευθερισμός είναι ευρωπαϊκό ιδίωμα νεοφιλελευθερισμού και όχι απλά Γερμανικό. 

Οι πολιτικές αυστηρής λιτότητας στην ΕΕ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ιδεολογικών αγκυλώσεων αλλά και κρατικών μετασχηματισμών, γιαυτό και δεν μπορούν να αναιρεθούν εύκολα. Δεν αντικαθίστανται αν αντικατασταθεί η χριστιανοδημοκρατική γερμανική κυβέρνηση ακόμα και από μια αμιγώς σοσιαδημοκρατική κυβέρνηση (γεγονός αδύνατο στις παρούσες συνθήκες αλλά το αναφέρουμε ενδεικτικά για επισημάνουμε ότι η σφοδρότητα των πολιτικών λιτότητας οφείλονται στις κρατικές πολιτικές και όχι στις κομματικές ιδεολογίες και στα κομματικά προγράμματα).

Επειδή λοιπόν η αιτιότητα ξεκινάει από τους μετασχηματισμούς του κράτους, η θεωρία της κομματοκρατίας και της κομματικοποίησης των πάντων δεν ευσταθεί. Για να το πούμε αλλιώς, αυτό που εμφανίζεται ως «αποικισμός» του κράτους από τους κομματικούς «στρατούς» είναι η κρατικοποίηση των κομμάτων εξουσίας. Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν θα αναπτυχθεί εδώ. Θα χρησιμεύσει μόνο για να επεκταθούμε κάπου αλλού. Στη χρησιμότητα και λειτουργικότητα της μορφής κόμματος και κομματικού συστήματος στην ανατροπή των μνημονίων και στις διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο αγώνας δεν δίνεται ανεξάρτητα της μορφής και του ρόλου των πολιτικών εργαλείων.

Τα κόμματα του κράτους εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά σε τρία επίπεδα:

Α) Στην οργανωτική πολιτική: Λαμβάνονται μέτρα προώθησης και περιφρούρησης της πολιτικής ηγεσίας και των «κορυφών» από την κομματική βάση. Οι ηγεσίες εκλέγονται άμεσα από την βάση, η αδιαμεσολάβητη σχέση ηγεσίας και βάσης αποβαίνει εναντίον των μεσαίων οργάνων και στελεχών και τελικά και εναντίον της βάσης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός της «εξαφάνισης» των κομματικών βάσεων και των μεσαίων οργάνων. Πλέον, τα κόμματα εξουσίας λειτουργούν μόνο με την «κορυφή» και με τις ομάδες συμβούλων και επικοινωνιολόγων ως ομάδες - στηρίγματα της ηγεσίας.

Β)  Στην αυξανόμενη διαπλοκή με το κράτος και τα τεχνοκρατικά στρώματα: Τα πολιτικά κόμματα εξουσίας διοικούνται και στελεχώνονται από ανώτερο διοικητικό προσωπικό του δημόσιου τομέα ή από επιστημονικούς ελεύθερους επαγγελματίες που μεταβάλλονται σε κρατικά επαγγελματικά στελέχη όταν το κόμμα βρεθεί στην εξουσία.

Γ) Στην οικονομική εξάρτηση τους από το κράτος και το τραπεζικό σύστημα. Η ελαχιστοποίηση του χαρακτήρα των κομμάτων ως κοινωνικές εθελοντικές ενώσεις προσώπων σε συλλογικότητες καθώς και η κρατικοποίηση τους, οδήγησε στην χρηματοδότηση τους από δύο κυρίως πηγές, τον ΠΥ του κράτους και τον δανεισμό από το τραπεζικό σύστημα με ενέχυρο την διατήρηση του χαρακτήρα τους ως κόμματα εξουσίας. Η εξέλιξη αυτή σταθεροποίησε και την μόνιμα αντιδημοκρατική – λομπίστικη λειτουργία των κομμάτων αυτών, ως «προθαλάμων» δηλαδή εξυπηρέτησης συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων και ως ασπίδας σε κάθε γνήσιο λαϊκό αίτημα (συνδεδεμένο με δικαίωμα), εκτός και αν διαμεσολαβούνταν από κάποιο επιχειρηματικό (διευκόλυνση που συνδέεται με τη κερδοφορία, τον κύκλο εργασιών και την αποτελεσματικότητα μιας ομάδας συμφερόντων με τη μορφή εταιρίας ή εταιριών και κλάδων). Το κενό δεν είναι μόνο στην αριστερά αλλά και στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Είναι κενό εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων

Δεύτερο συμπέρασμα: Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πλήρως κρατικό κόμμα και μάλιστα ένα κόμμα που αφού υποτάχθηκε και εγκατέλειψε τις εκπροσωπήσεις του τώρα ζει στο πλαίσιο ενός νέου πιο επιθετικού κράτους και τέτοιου είδους πολιτικές εξασκεί. Μπορεί ένα κόμμα που έχει ασπαστεί το κράτος να επιστρέψει σε μια πρότερη μορφή και να ξαναεκπροσωπήσει λαϊκά συμφέροντα; Μάλλον όχι. Αυτό δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλα κόμματα της κεντροαριστεράς όπως ακόμα και το ΚΚΕ, γιατί και το ΚΚΕ είναι ένα ιδιότυπο συστημικό κρατικό κόμμα. 

2. Η εξέλιξη του πολιτικού συστήματος και τι μας λέει αυτή η ιστορία.

Για να δούμε πιο συγκεκριμένα την υπόθεση του νέου πολιτικού φορέα δεν θα πρέπει να ξεκινάμε κατευθείαν από τα χαρακτηριστικά του πολιτικού φορέα. Είπαμε και προηγουμένως πως πρώτα πρέπει να βλέπουμε τις μετεξελίξεις του κράτους. Κάποια πρώτα στοιχεία είπαμε προηγουμένως για το σύγχρονο κράτος και μάλιστα το σύγχρονο κράτος εντός της ΕΕ. Κατόπιν θα πρέπει να δούμε το πολιτικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα το κομματικό σύστημα πριν φτάσουμε στο επίπεδο του πολιτικού υποκειμένου.

Η περίοδος 1974 – 77 υπήρξε μεταβατική – πολυκομματική περίοδος. Με τις εκλογές του 1977 οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις αρχίζουν και συγκεντρώνονται γύρω από δύο κόμματα, την ΝΔ που εκπροσωπεί την κεντροδεξιά και την δεξιά και το ΠΑΣΟΚ που εκφράζει (εκείνη την εποχή) την ευρύτερη αριστερά. Το σύστημα είναι πολυκομματικό αλλά δεν θίγει την εναλλαγή μόνο δύο κομμάτων στην εξουσία. Τα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εναλλάσονται στην εξουσία αλλά οι διαφορές τους είναι κάθετες και εκφράζουν με το μορφή κόμμα την κοινωνική πόλωση και αυτό που ο Γκράμσι ονομάζε «ιστορικό μπλοκ». Ο δείκτης κομματικής ταύτισης είναι πολύ υψηλός καθόλη την συγκεκριμένη περίοδο και αυτό γιατί τα κόμματα εκφράζουν ισχυρούς πολιτικούς συμβολισμούς με μεγάλο ιστορικό βάθος.
Η εναλλαγή στην εξουσία των δυο κομμάτων δεν είναι απλή αντικατάσταση διαχειριστικού μοντέλου αλλά οφείλεται σε συνολικότερα στρατηγικά αδιέξοδα και επηρεάζει τις συνθήκες του κοινωνικού μετασχηματισμού.

2. Η περίοδος του συγκλίνοντος δικομματισμού 1996 – 2009.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την σύγκλιση των κομμάτων διακυβέρνησης και από την αδυναμία των υπόλοιπων κομμάτων να εκμεταλλευτούν το πολιτικό κενό της σχέσης εκπροσώπησης που αφήνει η μετακίνηση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ προς το νεοφιλελεύθερο μεσαίο χώρο. Οι λόγοι που οδήγησαν στην αλλαγή της μορφής του δικομματισμού είναι χονδρικά τρεις: α) η προγραμματική και ιδεολογική σύγκλιση των δύο κομμάτων εξουσίας β) η ρευστοποίηση της εκλογικής βάσης των δύο κομμάτων και η αλληλοδιείσδυση του ενός κόμματος στο άλλο και γ) ο λειτουργικός και οργανωτικός μετασχηματισμός τους σε «κόμματα του κράτους», με την έννοια ότι οι βασικοί πόροι που χρησιμοποιούν για να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν πολιτικά προέρχονται από το κράτος και από την εκμετάλλευση καίριων θέσεων εντός του κράτους και όχι από τα μέλη και τη βάση του κόμματος.

Στο παραπάνω πλαίσιο η εναλλαγή των δυο κομμάτων εξουσίας στη διακυβέρνηση γίνεται όταν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές προσκρούουν σε προβλήματα υλοποίησης και σε μη διαχειρίσιμες μορφές δυσαρέσκειας ή σε όξυνση των εσωτερικών αντιφασεων των κομμάτων. Τότε, αναλαμβάνει το άλλο κόμμα να εκτονώσει τις αντιφάσεις.

Η περίοδος της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού ενίσχυσε περαιτέρω αυτή την τάση του διακομματικού κρατικού κόμματος. Μετά το 2000, τα δύο κόμματα εξουσίας χρησιμοποιούνται ως ασπίδα προστασίας του κράτους από την έκφραση των λαικών συμφερόντων. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με την ανάπτυξη και κυριαρχία του πολιτικού κυνισμού (Ο πολιτικός κυνισμός είναι η σταδιακή εγκατάλειψη κάθε λαικού αιτήματος μέχρι το σημείο του Moral Hazard δηλαδή μέχρι το σημείο που κάθε λαικό αίτημα είναι υποπτο και ηθικά επιλήψημο). Από το 2004 ο δικομματισμός αυτού του είδους αρχίζει και φθίνει και απαξιώνεται σταδιακά η ηθική του βάση, ωστόσο νομιμοποιείται, όχι ως φορέας διακριτών και αντιθετικών προγραμμάτων και εκπροσωπούμενων συμφερόντων αλλά ως ατομική επιλογή και ένδειξη πολιτικού ρεαλισμού στη βάση μικροατομικών οφελών.

3. Γενική επισκόπηση της εξέλιξης του κομματικού συστήματος 1990 – 2010 :

 Το κόμμα εξουσίας είναι και αυτό ένας θεσμός αντιπροσώπευσης που υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη. Κάθε κρίση του είναι κρίση της σχέσης αντιπροσώπευσης. Κάθε κόμμα είναι μια ενότητα προγράμματος και σχέσης αντιπροσώπευσης που η εξέλιξη του ελληνικού κομματικού συστήματος θέτει σε δοκιμάσία και η οικονομική κρίση σε οριστική διάλυση. Ηδη από την δεκαετία του 90 τα δυο μεγάλα – μαζικά κόμματα εξουσίας είχαν εισχωρήσει σε τροχιές σύγκλισης. Η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού τα οδηγούσε και τα δύο να συναντηθούν στο πολιτικό «μεσαίο χώρο». Η ΝΔ διέθετε την φιλοσοφία του κοινωνικού φιλελευθερισμού (πολιτικά αδρανής) ενώ το ΠΑΣΟΚ την εκσυγχρονιστική πρακτική και ιδεολογία (πολιτικά ενεργή) που ουσιαστικά προσδιόρισε όχι μόνο το ίδιο αλλά και την ΝΔ καθώς και μεγάλα τμήματα της ανανεωτικής αριστεράς.

Η μεγαλύτερη αντίφαση των δύο κομμάτων εξουσίας ήταν αφενός η πολυσυλλεκτικότητα τους αφετέρου η ταυτόχρονη κίνηση τους προς το πολιτικό κέντρο και τον μεσαίο χώρο (πολιτική «περιοχή» που δεν έχει καμία σχέση με το προδικτατορικό κέντρο αλλά προσδιορίζεται και ελέγχεται από την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και εσχάτως ακόμα και από ακροδεξιές ρητορείες και αντιλήψεις) γεγονός που τελικά θα αποβεί ενάντιο στο πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα τους και θα τον ακυρώσει.

Η οικονομική κρίση, το μνημόνιο και η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας ήταν φυσικό να τραυματίσει θανάσιμα το ΠΑΣΟΚ διότι αυτό ήταν το κόμμα που ως σχέση εκπροσώπησης διαμεσολαβούσε τα συμφέροντα των μισθωτών, των μικροεπαγγελματιών και όλων των τμημάτων του μικροαστικού φάσματος ενώπιον του κεντρικού κράτους. Τα θύματα της κρίσης αποχωρούν από την σχέση εκπροσώπησης που ήταν ενσωματωμένα. Αντίθετα, η αποχώρηση των λαϊκών στρωμάτων από τη ΝΔ γίνεται με πιο αργό ρυθμό και με άλλο τρόπο, γιατί η ΝΔ ποτέ δεν διαμεσολαβούσε αυτά τα συμφέροντα με τον τρόπο που το έκανε το ΠΑΣΟΚ.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το εκσυγχρονιστικό μπλοκ διαθέτει πρωτόγνωρη αντοχή και υπομονή ώστε να «περιμένει» την εξάντληση των κοινωνικών κινητοποιήσεων και αντιδράσεων απέναντι στο μνημόνιο.

4. Το κομματικό σύστημα μετά το 2010 – επιβεβαιωμένες και διαφαινόμενες εξελίξεις στα πολιτικά φαινόμενα.

Η περίοδος που άνοιξε μετά τις εκλογές του 2009 συνιστά μια εντελώς νέα περίοδο για τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός ΠΑΣΟΚ – ΝΔ δεν υφίσταται πλέον. Έχει σταθεροποιηθεί η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ με έναν σκληρό πυρήνα 15% (μέσος όρος όλης της περιόδου) που με τα «διλήμματα» των εκάστοτε βουλευτικών εκλογών αλλά και τα «κοινωνικά μπλόκα» που μετασχηματίζονται  κερδίζει επιπλέον 10 μονάδες.

Τα ποσοστά της εκλογικής αποχής, της λευκής και άκυρης ψήφου ανεβαίνουν. Ο σκληρός πυρήνας του «νέου δικομματισμού» (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ) δεν ξεπερνά το 40% - 50% του εκλογικού σώματος (ισχυρή κομματική ταύτιση). Στην ουσία μιλάμε για έναν νέο πολυπολικό – πολυκομματισμό με τον σχηματισμό τεσσάρων πόλων ίσως και πέντε πόλων: Ο σχετικά νέος πόλος του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, της Κεντροαριστεράς (με ένα σύνολο ασταθών κομματικών μορφών), της Ακροδεξιάς (με πιο ισχυρή και σταθερή μορφή αυτήν της ΧΑ) και του δυνητικά του ΚΚΕ. Η περίοδος μοιάζει επιφανειακά αλλά δεν είναι καθόλου ίδια με την πολυκομματική περίοδο του 1974 – 1977.

5. Παρατηρήσεις – επισημάνσεις στα προηγούμενα

ΣΗΜ 1: Ας κρατήσουμε την ανθεκτικότητα του εκσυγχρονισμού ως πολλή σημαντική αφού πρώτα διαπιστώσουμε πιο είναι το σημείο που το εκσυγχρονιστικό μπλοκ έχει «ταμπουρωθεί» και περιμένει τη εξάντληση της κοινωνικής δυναμικής;
Είναι το ίδιο το κράτος και ο διοικητικός μηχανισμός, η τοπική αυτοδιοίκηση και δευτερευόντως μια νέα κομματική πολυμορφία. Η ανθεκτικότητα της κεντροαριστεράς στον αυτοδιοικητικό χώρο έρχεται να επιβεβαιώσει την παραπάνω διαπίστωση.

ΣΗΜ 2: Η δεύτερη και επίσης σημαντική παρατήρηση  είναι ότι τη διάλυση των μεταπολιτευτικών σχέσεων εκπροσώπησης θα την ακολουθήσει το εγχείρημα των οικονομικών ελιτ για μια νέα περίοδο πρωτογενούς συσσώρευσης πλούτου (ΤΑΙΠΕΔ, Πλειστηριασμοί κλπ). Η εποχή είναι κατάλληλη διότι λείπει ο πολιτικός αντίπαλος με τη μορφή μιας νέας σχέσης εκπροσώπησης των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων.

Ενώ η μεταπολίτευση στάθηκε εκείνη η πολιτική περίοδος που τα λαϊκά συμφέροντα σφυροκοπούν το κομματικό σύστημα και τον κρατικό μηχανισμό, η περίοδος μετά από το 2010 και ενώ έχει μεσολαβήσει η περίοδος του εκσυγχρονισμού θα αποτελέσει την μεταπολίτευση του «κεφαλαίου» με ανάλογες συνέπειες στη μορφή και το περιεχόμενο του κομματικού συστήματος.

Τα δυο κόμματα εξουσίας δεν κομματικοποίησαν το κράτος (περίπτωση του λαϊκίστικου ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80) αλλά κρατικοποίηθηκαν από αυτό. Αντί να «αποικήσουν» το κράτος (όπως και επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80) τώρα το κράτος μεταλλάσει τα κόμματα εξουσίας. Το ισχυρό σημείο των κομμάτων δεν είναι οι οργανώσεις βάσης αλλά οι καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Τα κόμματα δεν ενοποιούν προγραμματικά διαφορετικές κοινωνικές μερίδες αλλά διαχειρίζονται ένα δίκτυο εξατομικευμένων πελατειακών σχέσεων με συγκλίνοντα λόγο και τρόπο. Έτσι, ενώ στην αρχή του ιστορικού τους βίου τα κόμματα αυτά λειτουργούν πολυσυλλεκτικά χάνουν, σίγά –σιγά αυτήν τη δυνατότητα λόγω α) της σύγκλισης τους στο κέντρο και β) της ιδιαίτερης δομής που αποκτούν (αρχηγός – βάση χωρίς κομματικός «σκελετός»).
Θα κλείσουμε με δύο υποθέσεις προς περαιτέρω διερεύνηση. Η μια αφορά την πολύ πρόσφατη ιστορία του κομματικού συστήματος και η δεύτερη το άμεσο μέλλον του:

1η: Το κομματικό σύστημα του συγκλίνοντος δικομματισμού αποτέλεσε την «κερκόπορτα» για το πέρασμα συνολικών αναδιαρθωτικών πολιτικών τύπου μνημονίου. Αν το κομματικό σύστημα ήταν κοινωνικά και πολιτικά περισσότερο πολωμένο, η επίθεση των ταξικών πολιτικών θα ήταν πολύ πιο ήπιες.

2η: Οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν το «ιστορικό μπλοκ» του Κεφαλαίου ακολούθησαν την περίοδο (2010 – 2014) πολιτική στρατηγική υψηλότατου ρίσκου (με την άμεση και απροκάλυπτη επίθεση σε κάθε λαϊκό συμφέρον) και τώρα το πληρώνουν με τη ρευστοποίηση τους σε κόμματα του ακροδεξιού και μηντιακού χώρου. Αποτελεί ιστορική ευκαιρία, αυτό μέχρι το 2015, για τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς να εκμεταλλευτούν αυτήν την ιδιότυπη «απουσία» του πολιτικού και κοινωνικού αντιπάλου και να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες στρατηγικές κοινωνικού μετασχηματισμού ευρωπαϊκής εμβέλειας. Αυτήν την ευκαιρία τη διέλυσε η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, ίως ανεπανόρθωτα μηδενίζοντας το κοντέρ της ριζοσπαστικοποίησης.


Οπότε τι νέο πολιτικό υποκείμενο θέλουμε;


Εδώ δεν θα πρέπει να προσπεράσουμε τη γενέθλια ιδιότητα των κομμάτων της ριζοσπαστικής – επαναστατικής αριστεράς που είναι μεν πολιτικοί οργανισμοί κοινωνικής αντιπροσώπευσης αλλά κυρίως κοινωνικής αυτονομίας εκείνων των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, απέναντι σε άλλα ταξικά συμφέροντα και κυρίως απέναντι στο κράτος και σε δομές εξουσίας (το οποίο μέχρι και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν το κράτος της καταστολής, της βίας και του πολιτικού καταναγκασμού σε όλον τον δυτικό κόσμο). Αντίθετα, τα κόμματα του κράτους είναι πολιτικοί οργανισμοί που μαζικοποιούνται, εξελίσσονται, αναπτύσσουν κυρίως την ηγεσία και την «κορυφή» και καταλήγουν καρτέλ – κόμματα. Ακολουθούν δηλαδή τις εξελίξεις της κρατικής δομής της μεταπολεμικής περιόδου. Η πρωτογενής πολιτική παράγεται από το κράτος και τις εσωτερικές του δομές και τα κρατικά κόμματα ακολουθούν, στηρίζουν και συμπληρώνουν.

Ο νέος φορέας λοιπόν, το νέο πολιτικό υποκείμενο θα πρέπει να μην επιχειρήσει απλά και μόνο μια  νέα σχέση εκπροσώπησης αλλά να ανασυντάξει τα δύο χαρακτηριστικά των κομμάτων (το πρόγραμμα και την εκπροσώπηση συμφερόντων) σε μια νέα αρχή. Όχι απλά της διαμεσολάβησης των εκπροσωπήσεων αλλά την κατασκευή μορφών αυτονομίας των λαϊκών τάξεων από την πολιτική κηδεμονία που παράγεται εντός του κράτους και κάθε κρατικής πολιτικής. Θα πρέπει επίσης να είναι ο συλλογικός οργανωτής του επιχειρήματος /ματων ενάντια στην εκμετάλλευση. Οι συνέπειες αυτής της ανάγκης είναι τα εξής:

Δεν έχουμε ανάγκη τα αφεντικά

Ένας φορέας και ένα πολιτικό υποκείμενο που οργανώνει την ύπαρξη του στη βάση της αυτονομίας  των αιτημάτων των υποτελών τάξεων και όχι απλά στην έμμεση εκπροσώπηση τους δεν μπορεί παρά να οργανώνει τα επιμέρους στοιχεία του με διαφορετικό τρόπο από ότι ένα κλασικό κόμμα του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος, ακόμα και αν είναι ένα κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης.  Στο πλαίσιο αυτό:

Η ηγεσία ελέγχεται στη βάση της αρχής της αυτονομίας της ύπαρξης των υποτελών τάξεων και της ανεξαρτησίας του πολιτικού τους αγώνα από τα επιχειρήματα του ταξικού αντιπάλου. Η αυτονομία του αγώνα των υποτελών τάξεων θα πρέπει να αποτρέπει την αυτονόμηση της ηγεσίας είτε αυτή η ηγεσία είναι προσωπική, είτε συλλογική με την γραφειοκρατία της.

Δεν έχει και τόσο νόημα η διάκριση μεταξύ μεταβατικού και σοσιαλιστικού προγράμματος. Ο σοσιαλισμός δεν είναι υπόθεση μόνο του κόμματος αλλά ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Από την άλλη δεν νοείται μεταβατική φάση στον στόχο για την αυτονομία του πολιτικού αγώνα των υποτελών τάξεων. Ο αγώνας ξεκινά από αύριο και αφορά τόσο το μέλλον όσο και την καθημερινότητα του παρόντος.